Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Ανταπάντηση του Καθηγητή Τσελεγγίδη στον Μητροπολίτη Μεσσηνίας

Δεύτερη απάντηση στον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο δίνει ο Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης ζητώντας του και πάλι να ανακαλέσει τις εσφαλμένες εκκλησιολογικά θέσεις του περί διηρρημένης Εκκλησίας, ώστε να μην εκθέτει την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που τον όρισε εκπρόσωπό της στον διάλογο με τους ρωμαιοκαθολικούς.
Παραθετουμε ολόκληρο το κείμενο της επιστολής:


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
-----------
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996957
        Οἰκ.    2310-342938
Θεσσαλονίκη 19-8-2010



Πρὸς
τὸν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Μεσσηνίας
κ. Χρυσόστομο
Μητροπολίτου Μελετίου 13
24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ



Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα ἀ­πό τό Δι­α­δί­κτυ­ο τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς νέ­ας ἐ­πι­στο­λῆς Σας (15-7-2010) πρός ἐ­μέ, ἡ ὁ­ποί­α ἕ­ως καί τήν 19-8-2010 δέν ἔ­φτα­σε στήν γραμ­μα­το­θυ­ρί­δα τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου μας. Στήν ἐ­πι­στο­λή Σας αὐ­τή μοῦ γνω­στο­ποι­εῖ­τε τὴν πρό­θε­σή Σας, δη­λώ­νον­τας κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά: «ὁ με­τα­ξὺ μας δι­ά­λο­γος στα­μα­τᾶ ἐ­δῶ».
Κα­ταρ­χήν, σέ­βο­μαι τὴν πρό­θε­σή Σας νὰ στα­μα­τή­σε­τε τό δι­ά­λο­γο μὲ τόν ὁ­μό­δο­ξό Σας -μέ­σω τοῦ ὁ­ποί­ου (καί κά­ποι­ων ἄλ­λων) ἡ Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ οἰ­κο­νό­μη­σε τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἐ­ξέ­λι­ξή Σας- καὶ νὰ τόν συ­νε­χί­σε­τε ἀ­σμέ­νως μέ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἄλ­λω­στε, ἐμ­φα­νί­ζε­σθε νὰ ἐμ­μέ­νε­τε στὴν ἀρ­χι­κὴ θέ­ση Σας, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τὰ τό 1054 εἶ­ναι πλέ­ον δι­η­ρη­μέ­νη.
Πα­ρό­τι σέ­βο­μαι τήν ἐ­πι­θυ­μί­α Σας νά στα­μα­τή­σει ἐ­δῶ ὁ δι­ά­λο­γός μας, δέν μπο­ρῶ νά μήν ἀ­να­φερ­θῶ σέ κά­ποι­ες ἀ­πό τίς προ­βλη­μα­τι­κές ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές ἑρ­μη­νεῖ­ες Σας, οὔ­τε μπο­ρῶ νά ἀ­φή­σω νά αἰ­ω­ροῦν­ται κά­ποι­α ἀ­πό τά ἄλ­λα θέ­μα­τα πού θί­γε­τε.
Ὅ­σα γρά­φε­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, γιά τήν Κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ βρί­σκουν γε­νι­κό­τε­ρα σύμ­φω­νο, ἀλ­λά ἀ­φο­ροῦν ἄλ­λη ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί δέν εἶ­ναι ἐ­δῶ τό θέ­μα μας αὐ­τό. Δι­ευ­κρι­νι­στι­κά νά ση­μει­ώ­σω ὅ­τι που­θε­νά στά κεί­με­νά μου δέν δι­α­φο­ρο­ποι­ῶ τήν το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τήν Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ὡς πρός τήν ὀν­το­λο­γί­α της οὔ­τε ἀμ­φι­σβη­τῶ τήν κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πό τόν κα­νο­νι­κό ἐ­πί­σκο­πό της. Σα­φῶς καί θε­ω­ρῶ τήν το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ὡς τήν ὅ­λη Ἐκ­κλη­σί­α κα­τά τήν ἀ­λή­θεια, τή ζω­ή καί τήν πλη­ρό­τη­τά της, ὑ­πό τόν ἐ­πί­σκο­πό της, μέ τή θε­με­λι­ώ­δη ὅ­μως προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἐ­κτός τῆς θε­σμι­κῆς κα­νο­νι­κό­τη­τάς του θά πρέ­πει νά φρο­νεῖ ὀρ­θο­δό­ξως καί νά βρί­σκε­ται σέ ἐ­νερ­γό κοι­νω­νί­α με­τά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί μυ­στη­ρια­κῶς σέ κοι­νω­νί­α μέ τίς ἄλ­λες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες.
Ἀλ­λά καί πο­τέ καί που­θε­νά δέν θε­ώ­ρη­σα τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α «ὡς μί­α γε­νι­κή καί ἀ­ό­ρι­στη Ἐκ­κλη­σί­α» ἤ «ὡς ὑ­περ­κεί­με­νη τῶν ἄλ­λων ἐ­πι­μέ­ρους Ἐκ­κλη­σι­ῶν» ἤ ὡς «ἄ­θροι­σμα ἐ­πι­μέ­ρους ἀ­ριθ­μη­τι­κῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν μο­νά­δων», ὃ­πως ἐ­σφαλ­μέ­νως ἑρ­μη­νεύ­σα­τε. Ἀν­τί­θε­τα, πάν­το­τε θε­ω­ροῦ­σα καί θε­ω­ρῶ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὡς ἐ­κεί­νην ἀ­κρι­βῶς πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὡς τή «Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α», τή συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἀ­πό αὐ­τή τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πί­πτουν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί πού κα­τα­δι­κά­ζον­ται ἀ­πό τίς ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους τῆς «Μί­ας» Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τά εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως σα­φῆ καί κα­τα­νο­η­τά εὐ­ρύ­τε­ρα ἀ­π’ ὅ­λους τούς πι­στούς. Τά πε­ρί «ἑ­νός» τοῦ Πλω­τί­νου καί τά πε­ρί «νε­ο­πλα­τω­νι­κῶν ἀ­πορ­ρο­ῶν» εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­σχε­τα ἀ­π’ ὅ­σα φρο­νῶ καί γρά­φω πε­ρί Ἐκ­κλη­σί­ας. Μήν ἐμ­πλέ­κε­τε ἄλ­λα θέ­μα­τα, ὅ­πως π.χ. καί τά πε­ρί Δυ­τι­κῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, πού δέν ἀ­φο­ροῦν τό καί­ριο ση­μεῖ­ο τῆς δι­α­φω­νί­ας μας, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι μό­νον ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς τῆς «Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί  Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Μή προ­σπα­θεῖ­τε μέ τήν ἀ­να­φο­ρά Σας στή με­θο­δο­λο­γί­α –γιά τήν ὁ­ποί­α δέν εἶ­ναι τώ­ρα ἡ ὥ­ρα νά δι­α­λε­χθοῦ­με- νά θο­λώ­σε­τε τά «νε­ρά» στό δι­ά­λο­γό μας. Θά ἐ­πα­να­λά­βω, ὅ­τι ἡ πα­ρέμ­βα­ση τῆς προ­η­γού­με­νης ἐ­πι­στο­λῆς μου (7-7-10) ἀ­φο­ροῦ­σε μό­νο τήν προ­βλη­μα­τι­κή ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς δι­α­τύ­πω­σή Σας ὅ­τι ἡ  Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί «Μί­α» καί «δι­η­ρη­μέ­νη».
Ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν Κα­θο­λι­κό­τη­τα καί  Ἑ­νό­τη­τα τῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας ση­μει­ώ­νε­τε ὀρ­θῶς ὅ­τι: «Ἡ σχι­σμα­τι­κή αὐ­τή δι­ά­σπα­ση ἤ ἡ αἱ­ρε­τι­κή αὐ­τή δι­αί­ρε­ση δέν συ­νε­πά­γε­ται οὔ­τε μί­α νέ­α «κα­θο­λι­κή»  Ἐκ­κλη­σί­α, οὔ­τε μί­α δι­ά­σπα­ση τῆς  Ἑ­νό­τη­τας τῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς νέ­ας ὁ­μά­δας ὑ­πό τόν ἀν­τι­κα­νο­νι­κόν ἐ­πί­σκο­πον δέν δι­α­τα­ράσ­σει τήν  Ἑ­νό­τη­τα τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Σα­φῶς, τά σχί­σμα­τα καί οἱ αἱ­ρέ­σεις δέν ἀ­φο­ροῦν τήν  Ἑ­νό­τη­τά της. Ἀ­φο­ροῦν τούς σχι­σμα­τι­κούς καί αἱ­ρε­τι­κούς οἱ ὁ­ποῖ­οι ἁ­πλῶς ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τή «Μί­α» καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­γώ ἀ­κρι­βο­λο­γών­τας στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν θά ἔ­κα­να λό­γο γιά «σχι­σμα­τι­κή δι­ά­σπα­ση» ἤ «αἱ­ρε­τι­κή δι­αί­ρε­ση», ἀλ­λά γιά ἔκ­πτω­ση τῶν σχι­σμα­τι­κῶν καί αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πό τήν  Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω προ­κύ­πτει ὅ­τι συμ­φω­νοῦ­με γε­νι­κῶς στό ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι «Μί­α» καί ἑ­νια­ία. Πα­ρά ταῦ­τα, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με, μέ βά­ση τά γρα­φό­με­νά Σας, νά δι­α­φω­νοῦ­με στό ὅ­τι ἡ «Μί­α» Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι με­τά τό 1054 καί «δι­η­ρη­μέ­νη».
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἄν «οἱ σχι­σμα­τι­κοί δέν ἀ­νή­κουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τά μυ­στή­ριά τους δέν ἔ­χουν κα­μί­α ἰ­σχύ», ὅ­πως ὀρ­θά γρά­φε­τε, τό­τε πῶς ὑ­πο­στη­ρί­ζε­τε τά ἑ­ξῆς; «Τό σχί­σμα τοῦ 1054 ση­μαί­νει δι­αί­ρε­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Νο­μί­ζω ὅ­τι οὐ­δε­μί­α ἀμ­φι­σβή­τη­ση ὑ­φί­στα­ται, πολ­λῷ μᾶλ­λον ὅ­ταν ὁ­λό­κλη­ρη ἡ πα­τε­ρι­κή γραμ­μα­τεί­α τοῦ Ι­Ε΄ αἰ­ῶ­νος ἀ­πο­δέ­χε­ται ὅ­τι ἔ­χου­με δι­η­ρη­μέ­νη τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, τήν εὑ­ρι­σκο­μέ­νην ὑ­πό τήν Μί­αν Κε­φα­λήν τοῦ Σώ­μα­τος, τόν Χρι­στό (βλ. Μᾶρ­κος Ἐ­φέ­σου ὁ Εὐ­γε­νι­κός)­».
Καί συ­νέ­χι­ζε­τε: «Ἦ­ταν δυ­να­τόν νά εἴ­χα­με σχί­σμα, δι­αί­ρε­ση, δι­ά­κρι­ση ἤ δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση χω­ρίς δι­αί­ρε­ση; Νο­μί­ζω ὄ­χι. Ἡ δι­αί­ρε­ση αὐ­τή δι­ε­τά­ρα­ξε ἤ ἀλ­λοί­ω­σε τήν Ἑ­νό­τη­τα καί Κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή πε­ρι­γρά­φε­ται καί ση­μαί­νε­ται στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τό Σύμ­βο­λο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου; Ὄ­χι βέ­βαι­α, για­τί κά­θε δι­αί­ρε­ση ἤ δι­ά­σπα­ση δέν ση­μαί­νει ἀλ­λοί­ω­ση τῆς Ἑ­νό­τη­τας.­.. για­τί οἱ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε δι­α­φο­ρο­ποί­σης δέν ἀ­πο­δί­δον­ται πρός τό Κα­θο­λι­κό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά πρός αὐ­τόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­σχί­ζε­ται ἤ δι­α­φο­ρο­πι­εῖ­ται ἀ­πό τό Κα­θο­λι­κό Σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας».
Τά γρα­φό­με­νά Σας ἐ­δῶ εἶ­ναι, κα­τά μί­α ἐ­πι­ει­κῆ ἀ­πο­τί­μη­σή μου, ἀ­σα­φῆ καί συγ­κε­χυ­μέ­να, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀν­τι­φα­τι­κά με­τα­ξύ τους. Ἔ­χω τή γνώ­μη ὅ­τι αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται στό γε­γο­νός ὅ­τι δέν ἀ­κρι­βο­λο­γεῖ­τε. Δέν ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ­τε τήν ἔν­νοι­α τῶν ὅ­ρων πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ­τε ἤ μᾶλ­λον χρη­σι­μο­ποι­εῖ­τε τούς γνω­στούς θε­ο­λο­γι­κούς ὅ­ρους προσ­δί­δον­τάς τους ἄλ­λη ση­μα­σί­α ἀ­πό τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη, χω­ρίς προ­η­γου­μέ­νως νά τή γνω­στο­ποι­εῖ­τε. Ἔ­τσι ὅ­μως δη­μι­ουρ­γεῖ­ται σύγ­χυ­ση στήν κα­τα­νό­η­ση τῶν γρα­φο­μέ­νων Σας.
Καί γιά νά γί­νω πιό συγ­κε­κρι­μέ­νος καί σα­φής. Ὅ­σα γρά­φε­τε πε­ρί σχί­σμα­τος, αἱ­ρέ­σε­ως, ἑ­νό­τη­τας καί κα­θο­λι­κό­τη­τας εἶ­ναι ὀρ­θά στό μέ­τρο πού ἀ­φο­ροῦν τούς σχι­σμα­τι­κούς καί αἱ­ρε­τι­κούς κα­θε­αυ­τούς. Πράγ­μα­τι, τό σχί­σμα ἤ ἡ αἵ­ρε­σή τους δέν θί­γουν τήν ἑ­νό­τη­τα καί κα­θο­λι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή αὐ­τοί ἁ­πλῶς ἐκ­πί­πτουν καί ἀ­πο­κό­πτον­ται οὐ­σι­α­στι­κά καί θε­σμι­κά ἀ­πό τή «Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α» εἴ­τε ὡς ἁ­πλᾶ μέ­λη εἴ­τε ὡς ὁ­λό­κλη­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες. Τά πράγ­μα­τα ὅ­μως ἐμ­φα­νί­ζον­ται συγ­κε­χυ­μέ­να ἤ ἀν­τι­φα­τι­κά, ὅ­ταν στή συ­νά­φεια αὐ­τή κά­νε­τε λό­γο γιά «Μί­α» καί σα­φῶς δι­η­ρη­μέ­νη ἀ­πό τό 1054 Ἐκ­κλη­σί­α καί, ἐ­νῶ θε­ω­ρεῖ­τε δι­η­ρη­μέ­νη τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὑ­πο­στη­ρί­ζε­τε ἀ­πε­ρι­φρά­στως ὅ­τι δέν θί­γε­ται ἡ ἑ­νό­τη­τά της. Ἔ­τσι ἐμ­φα­νί­ζε­σθε νά ἀ­γνο­εῖ­τε τήν ὀν­το­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Τό σχί­σμα, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­πως καί ἡ αἵ­ρε­ση δέ θί­γουν ὀν­το­λο­γι­κῶς τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν, εἶ­ναι καί θά πα­ρα­μεί­νει «Μί­α» καί ἀ­δι­αί­ρε­τη ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ὁ­μο­λο­γοῦ­με στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό ρῆ­μα «Πι­στεύ­ω» σέ χρό­νο ἐ­νε­στώ­τα. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι κε­φα­λή αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­κε­ραί­ου σώ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­μέ­νει ἀ­κέ­ραι­ο εἴ­τε ἐμ­πλου­τί­ζε­ται ἱ­στο­ρι­κῶς μέ ἀ­να­ρίθ­μη­τα μέ­λη εἴ­τε πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἱ­στο­ρι­κῶς σέ ἐ­λά­χι­στα. Ὁ Χρι­στός δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζε­τε, κε­φα­λή ἑ­νός δι­η­ρη­μέ­νου ἤ πο­λυ­δι­η­ρη­μέ­νου σώ­μα­τος. Τέ­τοι­ου εἴ­δους Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, πού εἰ­ση­γεῖ­σθε μέ τό κεί­με­νό Σας, δέ νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α καί τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­χρο­νι­κῶς. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πο­τέ «Μί­α» καί δι­η­ρη­μέ­νη. Ἄν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, δέν εἶ­ναι «Μί­α», ὅ­πως τό Ἕ­να Κυ­ρια­κό Σῶ­μα. Ἀλ­λά, ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ἄν εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νη, δέν εἶ­ναι οὔ­τε «Ἁ­γί­α» οὔ­τε «Κα­θο­λι­κή» οὔ­τε «Ἀ­πο­στο­λι­κή». Μή μνη­μο­νεύ­ε­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, τόν Ἅ­γιο Μᾶρ­κο τόν Εὐ­γε­νι­κό γιά ἐ­νί­σχυ­ση δῆ­θεν τῶν θέ­σε­ών Σας. Δέν Σᾶς εὐ­νο­εῖ σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, γί­νε­ται καί κα­τή­γο­ρος τῶν ἐ­σφαλ­μέ­νων ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶν το­πο­θε­τή­σε­ών Σας.
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὁ­μο­λο­γεῖ­τε δύ­ο ἀν­τι­φα­τι­κά ἐν τοῖς ὅ­ροις πράγ­μα­τα. Ἔ­τσι ὅ­μως δέν ὑ­φί­στα­ται δογ­μα­τι­κὴ ἀ­κρί­βεια, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον δι­ο­λί­σθη­ση σέ μί­α εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στὴ θε­ο­λο­γι­κὴ «δι­γλωσ­σί­α» τῶν ἡ­με­ρῶν μας, ποὺ ἔ­χει φα­νε­ρὴ τὴ σκο­πο­θε­σί­α της.
Μέ τὴν πα­ρα­πά­νω το­πο­θέ­τη­σή Σας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, δέν ἔ­χου­με ἁ­πλῶς εἰ­σή­γη­ση μί­ας «νέ­ας» Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας ἀλ­λὰ καὶ δι­α­κή­ρυ­ξη μί­α «νέ­ας» ὀν­το­λο­γί­ας, σύμ­φω­να μέ τὴν ὁ­ποί­α ἕ­να σῶ­μα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι δι­η­ρη­μέ­νο χω­ρὶς νὰ ἀλ­λοι­ώ­νε­ται ἡ ἑ­νό­τη­τά του. Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅ­τι ἐ­δῶ οἱ λέ­ξεις «δι­αί­ρε­ση» καὶ «ἑ­νό­τη­τα» παίρ­νουν ἕ­να ἄ­γνω­στο μέ­χρι σή­με­ρα νο­η­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, ποὺ σα­φῶς δέν ὑ­πη­ρε­τεῖ τὴ δογ­μα­τι­κὴ ἀ­κρί­βεια γιὰ τὴν ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τη ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς Ἀ­λή­θειας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Εἶ­ναι πρω­τά­κου­στο, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, αὐ­τό πού γρά­φε­τε ὡς πα­νε­πι­στη­μια­κός κα­θη­γη­τής καί κυ­ρί­ως ὡς ἐ­πί­σκο­πος: «Ἐ­σεῖς, βέ­βαι­α, καί οἱ ὁ­μό­φρο­νές Σας ἔ­χε­τε τό δι­καί­ω­μα νά δι­α­φο­ρο­ποι­η­θεῖ­τε ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση καί ἐ­πί­σης νά τήν ἀμ­φι­σβη­τεῖ­τε, ἀλ­λά καί με­τά τή δι­α­φο­ρο­ποί­η­σή Σας, νά συ­νε­χί­ζε­τε νά ἀ­νή­κε­τε στήν Ἐκ­κλη­σί­α!­!­!­». Ἔ­χω τή γνώ­μη ὁ­τι ἕ­να τέ­τοι­ο κεί­με­νο θά εἶ­χε θέ­ση μό­νο στό χῶ­ρο τοῦ Πα­πι­σμοῦ, ἀλ­λά καί ἐ­κεῖ μό­νον ὅ­ταν ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­ση θά εἶ­χε ἀ­πο­δέ­κτη ἀ­πο­κλει­στι­κῶς καί μό­νον τόν ἴ­διο τόν Πά­πα.
Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἐ­γώ οὔ­τε δι­α­φο­ρο­ποι­οῦ­μαι ἀ­πό τήν πα­ρού­σα Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση οὔ­τε τήν ἀμ­φι­σβη­τῶ, ὅ­πως ἐ­σφαλ­μέ­να νο­μί­ζε­τε. Εἶ­μαι σύμ­φω­νος μέ τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ τό ση­μεῖ­ο πού ἐ­πι­κα­λεῖ­σθε στήν πρός ἐ­μέ ἐ­πι­στο­λή Σας: «Οἱ Ἐκ­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας στόν συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ά­λο­γο ἔ­χουν σα­φῆ γνώ­ση τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας, τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας καί τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πα­ρα­δό­σε­ως καί προ­σφέ­ρουν τίς γνώ­σεις καί τίς δυ­νά­μεις τους πρός τόν σκο­πό «τῆς τῶν πάν­των ἑ­νώ­σε­ως» «ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ» καί μέ­σα στά ἀ­πα­ραί­τη­τα θε­ο­λο­γι­κά πλαί­σια καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Πα­νορ­θο­δό­ξων Συν­δι­α­σκέ­ψε­ων». Ἐ­δῶ θά πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σω ὅ­τι ὡς πρός «τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Πα­νορ­θο­δό­ξων Συν­δι­α­σκέ­ψε­ων» ἐ­πι­φυ­λάσ­σο­μαι νά ἐ­πα­νέλ­θω ἐ­νώ­πιον τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ὅ­πως εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­μως ἀ­πό τό κεί­με­νο, ἡ Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση ἑ­στιά­ζει στίς «γνώ­σεις» καί τίς «δυ­νά­μεις» τῶν Ἐκ­προ­σώ­πων Της, καί ὄ­χι στήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή θε­ο­γνω­σί­α καί στή δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τόν ἐ­πι­σκο­πι­κό βαθ­μό τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τους, σύμ­φω­να μέ τή θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Κα­τά συ­νέ­πεια, θε­ω­ρῶ ὅ­τι Ἐ­σεῖς μέ ὅ­σα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἐ­σφαλ­μέ­να γρά­φε­τε στήν ἐ­πι­στο­λή Σας ἔ­χε­τε ἐκ­θέ­σει τό σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, πού Σᾶς ἐ­τί­μη­σε μέ τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη Του.
Γιά νά πα­ρα­μεί­νε­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, καί οὐ­σι­α­στι­κά Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐκ­πρό­σω­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μί­α μό­νο λύ­ση φαί­νε­ται νά ὑ­πάρ­χει: νά ἀ­να­κα­λέ­σε­τε τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη θε­ο­λο­γι­κῶς (δογ­μα­τι­κῶς) θέ­ση Σας: «Τό σχί­σμα τοῦ 1054 ση­μαί­νει δι­αί­ρε­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας .­.. Νο­μί­ζω ὅ­τι οὐ­δε­μί­α ἀμ­φι­σβή­τη­ση ὑ­φί­στα­ται .­.. ὅ­τι ἔ­χου­με δι­η­ρη­μέ­νη τήν Ἐκ­κλησσί­α τοῦ Χρι­στοῦ, τήν εὑ­ρι­σκο­μέ­νην ὑ­πό τήν Μί­αν Κε­φα­λήν τοῦ Σώ­μα­τος, τόν Χρι­στόν» (Ἐ­πι­στο­λή 15-7-2010). Θά ἐ­πα­να­λά­βω ἐ­κεῖ­νο πού Σᾶς ἔ­γρα­ψα στήν προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή μου (7-7-2010): «Ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στή ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς πί­στε­ως, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται, κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τά πε­ρί­πτω­ση, σ’ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στή θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή». Αὐ­τό εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά ἀλ­λά καί θε­σμι­κά τό ἐ­πι­τί­μιο τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων γιά ὅ­σους πα­ρα­βιά­ζουν τόν Ὅ­ρο τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, θέ­λω νά ση­μει­ώ­σω ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μας οὐ­δέ­πο­τε ὑ­πο­στή­ρι­ξε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λά­θη­τη. Μή­πως ὅ­μως Ἐ­σεῖς γνω­ρί­ζε­τε κά­ποι­α το­πι­κή Σύ­νο­δο πού νά φρο­νεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λά­θη­τη; Θά θυ­μᾶ­σθε, ἀ­σφα­λῶς, ὅ­τι ὁ  συ­νώ­νυ­μός Σας  ἐ­πί­σκο­πος καί ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἐ­ξο­ρί­σθη­κε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως ἀ­πό το­πι­κές Συ­νό­δους μέ ἐ­πι­σκό­πους πού εἶ­χαν κα­νο­νι­κή χει­ρο­το­νί­α, ἐ­νῶ ἄλ­λες το­πι­κές Σύ­νο­δοι τόν δι­καί­ω­σαν πα­νη­γυ­ρι­κῶς καί δι­όρ­θω­σαν τά κα­κῶς ἀ­πο­φα­σι­σθέν­τα. Δι­ορ­θω­τι­κές Συ­νο­δι­κές ἀ­πο­φά­σεις εἴ­χα­με πολ­λές κα­τά τό πα­ρελ­θόν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ὅ­πως κα­λῶς γνω­ρί­ζε­τε. Ἀλ­λά νά Σᾶς ρω­τή­σω καί κά­τι ἄλ­λο: Ὅ­ταν κά­ποι­οι ἐ­πί­σκο­ποι στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἤ στή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μας δι­α­φω­νοῦν καί μει­ο­ψη­φοῦν ὡς πρός τή Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση, τί­θεν­ται -μέ βά­ση τό σκε­πτι­κό Σας- ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας;
Στό χῶ­ρο τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, οἱ Συ­νο­δι­κές ἀ­πο­φά­σεις εἶ­ναι δε­σμευ­τι­κές γιά ὅ­λους, μό­νον ὅ­ταν ἔ­χουν τόν ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀ­λα­θή­του ἐκ­φρά­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὅ­ταν εἶ­ναι λ.χ. ἀ­πο­φά­σεις Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων.
Ἑ­πο­μέ­νως, κά­θε Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση δέν εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή. Αὐ­τό πι­στο­ποι­εῖ­ται ἀ­δι­ά­ψευ­στα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α (βλ. π.χ. τήν Λη­στρι­κή Σύ­νο­δο τοῦ 449).
Ἐ­δῶ θά πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νί­σω, ὅ­τι μέ ὅ­σα γρά­φω πα­ρα­πά­νω σχο­λιά­ζω θε­ω­ρη­τι­κῶς καί θε­ο­λο­γι­κῶς μό­νον τό ἄν μπο­ρεῖ ἤ ὄ­χι νά ἀ­νή­κει στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­ποι­ος συμ­βαί­νει νά δι­α­φω­νεῖ μέ μί­α Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση, πού δέν ἔ­χει τό χα­ρα­κτή­ρα Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, καί τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὁ,τι­δή­πο­τε ἀλ­λο εἶ­ναι ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ.
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, στήν ἐ­πι­στο­λή Σας (15-7-2010) πο­λύ συ­χνά, μή ἔ­χον­τας θε­ο­λο­γι­κά - ἐ­πι­στη­μο­νι­κά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, κα­τα­φεύ­γε­τε σέ εὐ­τε­λεῖς εἰ­ρω­νεῖ­ες καί σέ ἀ­πα­ξι­ω­τι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Αὐ­τά ὅ­μως δέν Σᾶς τι­μοῦν οὔ­τε ὡς πα­νε­πι­στη­μια­κό δά­σκα­λο οὔ­τε ὡς ἐ­πί­σκο­πο. Ἐ­μέ­να ὡς ἀ­πο­δέ­κτη τους, πάν­τως, οὔ­τε μέ μει­ώ­νουν οὔ­τε κα­θό­λου μέ βλά­πτουν. Ἀ­πε­ναν­τί­ας μά­λι­στα. Γι’ αὐ­τό καί Σᾶς εἶ­μαι, εἰ­λι­κρι­νῶς, εὐ­γνώ­μων, πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι λυ­ποῦ­μαι πο­λύ γιά τήν προ­σω­πι­κή ζη­μί­α Σας, προ­κει­μέ­νου ἀ­κου­σί­ως νά μέ ὠ­φε­λή­σε­τε πνευ­μα­τι­κά.
Γρά­φε­τε στήν ἐ­πι­στο­λή Σας ὅ­τι τό­σο και­ρό σι­ω­πού­σα­τε, «ἕ­νε­κα σε­βα­σμοῦ σέ ἕ­να πρό­σω­πο (δηλ. ἐ­μέ­να) τό ὁ­ποῖ­ο στόν πα­νε­πι­στη­μια­κό χῶ­ρο τρεῖς φο­ρές μέ ἐ­ψή­φι­σε στὴν ἐ­ξε­λι­κτι­κή μου δι­α­δι­κα­σί­α καὶ μά­λι­στα στὶς δύ­ο πρῶ­τες ὡς μέ­λος τῆς Εἰ­ση­γη­τι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς καὶ ἀ­νε­πι­φυ­λά­κτως ὑ­πέ­γρα­ψε καὶ ἐ­ψή­φι­σε γιὰ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξή μου».
Ἀ­π’ ὅ­σο ἐν­θυ­μοῦ­μαι, μό­νο μί­α φο­ρὰ – στὴν τε­λευ­ταί­α ἐ­ξέ­λι­ξή Σας – ὑ­πῆρ­ξα μέ­λος τῆς Τρι­με­λοῦς Εἰ­ση­γη­τι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς καὶ Σᾶς ἐ­ψή­φι­σα πράγ­μα­τι ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα. Πο­τέ ὅ­μως δέν ὑ­πο­στή­ρι­ξα ὅ­τι εἶ­μαι «ἀ­λά­θη­τος». Τοῦ­το τό προ­νό­μιο τό σφε­τε­ρί­ζε­ται μό­νον ὁ Πά­πας, μέ τοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ὁ­ποί­ου προ­τι­μᾶ­τε νὰ δι­α­λέ­γε­σθε. Ἐ­γὼ ἁ­πλῶς φρον­τί­ζω νὰ περ­νῶ τό χρό­νο μου ἐν με­τα­νοί­ᾳ.
Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, θὰ ἤ­θε­λα νὰ Σᾶς δι­ευ­κρι­νί­σω ὅ­τι, ὅ­ταν Σᾶς ἐ­ψή­φι­σα, Σᾶς ἐ­ψή­φι­σα μέ βά­ση συγ­κε­κρι­μέ­νες με­λέ­τες ποὺ κα­τα­θέ­σα­τε γιὰ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξή Σας, στὶς ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως δέν πε­ρι­έ­χον­ταν τὰ θε­ο­λο­γι­κὰ ἀ­το­πή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α τώ­ρα δι­α­φω­νοῦ­με. Ἂν πε­ρι­έ­χον­ταν, νὰ εἶ­σθε βέ­βαι­ος ὅ­τι δέν θὰ Σᾶς ἐ­ψή­φι­ζα.
Ἡ ἐ­κλο­γὴ κά­ποι­ου προ­σώ­που σέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἀ­ξί­ω­μα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, εἴ­τε τοῦ δι­δα­σκά­λου εἴ­τε τοῦ ἐ­πι­σκό­που, δέν προ­δι­κά­ζει νο­μο­τε­λεια­κὰ τὴν πα­ρα­πέ­ρα πο­ρεί­α του, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἡ ἐ­κλο­γὴ αὐ­τὴ γί­νε­ται ἀ­δι­αμ­φι­σβη­τή­τως διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Δέν ἐμ­πο­δί­ζε­ται δη­λα­δὴ κα­θό­λου τό αὐ­τε­ξού­ξιό του ἀ­πό αὐ­τὴ τὴν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­κλο­γή. Γι­’­αὐ­τό καὶ μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­πέ­σει σέ βα­ρύ­τα­τα θε­ο­λο­γι­κὰ καὶ δογ­μα­τι­κὰ σφάλ­μα­τα. Αὐ­τό μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀ­πό τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ (βλ. τὴν πε­ρί­πτω­ση ἐ­κλο­γῆς στό Ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­ξί­ω­μα ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Χρι­στό τό­σο τοῦ Ἰ­ού­δα τοῦ Ἰ­σκα­ρι­ώ­τη ὅ­σο καὶ τοῦ Πέ­τρου). Μαρ­τυ­ρεῖ­ται ὅ­μως καὶ ἀ­πό τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (βλ. τὴν πλη­θώ­ρα τῶν κα­τα­δι­κα­σθέν­των Πα­τρια­ρχῶν, ἐ­πι­σκό­πων, κλη­ρι­κῶν καὶ μο­να­χῶν ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους). Μά­λι­στα, ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου εἶ­ναι ἐ­πὶ τοῦ προ­κει­μέ­νου ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή. Ὅ­ταν ὁ Ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος ὁ­μο­λό­γη­σε ὀρ­θὰ τό Χρι­στό, ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: «μα­κά­ριος εἶ, Σί­μων Βα­ρι­ω­νᾶ…» (Μθ 16, 17-19). Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­μέ­σως με­τά φρο­νοῦ­σε ἐ­σφαλ­μέ­να, τόν ἀ­πο­δο­κί­μα­σε αὐ­στη­ρὰ καὶ ἐ­ξο­μοι­ώ­νον­τάς τον, ὡς πρός τό φρό­νη­μά του, μέ τόν σα­τα­νᾶ τοῦ εἶ­πε: «ὕ­πα­γε ὀ­πί­σω μου, σα­τα­νᾶ, σκάν­δα­λον εἶ ἐ­μοῦ, ὅ­τι οὐ φρο­νεῖς τὰ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ τὰ τῶν ἀν­θρώ­πων» (Μθ. 16, 23).
 Μέ ἄλ­λα λό­για, φρο­νῶ ὅ­τι ἡ ὅ­ποι­α θε­τι­κὴ ψῆ­φος μου τό­τε δέν ἔ­χει σχέ­ση μέ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξή Σας σή­με­ρα.
Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τῆς ἐ­πι­στο­λῆς Σας γρά­φε­τε: «Εἶ­μαι σί­γου­ρος, ὅ­τι καὶ τοῦ χρό­νου καὶ κά­θε χρό­νο, λί­γο πρὶν τὴν σύγ­κλη­ση τῆς Μι­κτῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς θὰ σᾶς ὑ­πο­μι­μνή­σκουν οἱ ὁ­μό­φρο­νές Σας τὴ θε­ο­λο­γι­κή Σας ἀ­γω­νί­α καὶ τὴν τρω­θεῖ­σα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ Σας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, πρός ἀ­φύ­πνι­ση τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου φρο­νή­μα­τός Σας (­!­!­!­)­».
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Προ­βλη­μα­τί­ζο­μαι σο­βα­ρά γιά τήν προ­έ­λευ­ση τῶν πα­ρα­πά­νω λο­γι­σμῶν Σας, ἀλ­λά καί γιά τήν ἐκ­φρα­σθεῖ­σα γι’ αὐ­τούς «σι­γου­ριά» σας. Δέν θά προ­βῶ σέ ψυ­χο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῶν λο­γι­σμῶν Σας. Ἕ­να μό­νο θά πῶ: Ἡ ἀ­πό 7-7-10 ἐ­πι­στο­λή μου πρός Σᾶς δέν γρά­φη­κε οὔ­τε μέ ὑ­πό­δει­ξη κά­ποι­ου, οὔ­τε λό­γω τῆς προ­σε­χοῦς συγ­κλή­σε­ως τῆς Μ.Δ.Ε., οὔ­τε λό­γω κά­ποι­ας ἄλ­λης σκο­πι­μό­τη­τας. Αὐ­τό τό γνω­ρί­ζε­τε Ἐ­σεῖς κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λον. Ἡ ἐ­πι­στο­λὴ γρά­φτη­κε ἐ­πει­δὴ Ἐ­σεῖς, ἔ­χον­τας ἀ­νοί­ξει μί­α δι­α­μά­χη μέ τόν συ­νε­πί­σκο­πό Σας, ὡς ἄλ­λο­θί Σας, ἐ­πι­κα­λε­σθή­κα­τε δι­ε­ρω­τώ­με­νος τὴ δι­κή μου σι­γή. Κι ἔ­τσι μέ ἀ­ναγ­κά­σα­τε νὰ ἀ­παν­τή­σω στό ἐ­ρώ­τη­μά Σας: «Ἕ­να τέ­τοι­ου εἴ­δους σο­βα­ρό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ἀ­τό­πη­μα πέ­ρα­σε ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το ἀ­πό τόν κα­τα­ξι­ω­μέ­νο Κα­θη­γη­τὴ τῆς Δογ­μα­τι­κῆς καὶ Συμ­βο­λι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ ἀ­σχο­λί­α­στο;­». Ἐ­ὰν δέν ὑ­πῆρ­χε ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος ὑ­παι­νιγ­μός Σας στό πρό­σω­πό μου καὶ τό ἐ­ρώ­τη­μά Σας, δέν θὰ ἀ­παν­τοῦ­σα.
Ἔ­χω τὴ γνώ­μη ὅ­τι δέν εἶ­ναι τί­μιο αὐ­τό ποὺ Ἐ­σεῖς προ­κα­λέ­σα­τε τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κὴ στιγ­μή, νά τό πα­ρου­σι­ά­ζε­τε ἐ­νώ­πιον τρί­των καί νὰ προ­σπα­θεῖ­τε νὰ τό ἀ­πο­δώ­σε­τε στὴ δι­κή μου δῆ­θεν σκο­πι­μό­τη­τα. Προ­φα­νῶς, αὐ­τό θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τό ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ­τε, μό­νον ἐ­ὰν Ἐ­σεῖς στὴν ἐ­πι­στο­λή Σας δέν ἀ­να­φε­ρό­σα­σταν στό πρό­σω­πό μου καὶ δέν εἴ­χα­τε δι­ε­ρω­τη­θεῖ ἀ­πε­ρι­φρά­στως γιὰ τὴ σι­ω­πή μου στό συγ­κε­κρι­μέ­νο θέ­μα καὶ δέν εἴ­χα­τε προ­κα­λέ­σει τὴν ἀ­πάν­τη­σή μου. Μὴ δι­α­στρέ­φε­τε λοι­πόν τὴν Ἀ­λή­θεια, λό­γω δι­κῆς Σας σκο­πι­μό­τη­τας, λί­γο πρίν τή σύγ­κλη­ση τῆς Μ.Δ.Ε. στή Βι­έν­νη (Σε­πτέμ­βριος 2010). Δέν εἶ­ναι σω­στό καὶ δέν Σᾶς τι­μᾶ τό γε­γο­νός ὅ­τι ἐ­νῶ ἔ­χε­τε ἐ­πω­μι­σθεῖ τό ἔρ­γο τῆς ὑ­πε­ρα­σπί­σε­ως τῆς Ἀ­λή­θειας ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων, Ἐ­σεῖς ὁ ἴ­διος τώ­ρα,  νὰ τὴ δι­α­στρέ­φε­τε.
Τέ­λος, ἀ­πό τὴν ἔκ­βα­ση τοῦ ἕ­ως ἐ­δῶ δι­α­λό­γου μας δι­α­πι­στώ­νει ὁ κα­θέ­νας, ποὺ μᾶς δι­α­βά­ζει, ὅ­τι δι­και­ώ­νο­μαι γιὰ τὴν ἐ­πὶ ἕ­να πε­ρί­που ἔ­τος σι­ω­πή μου. Ὁ δι­ά­λο­γος με­τα­ξύ μας ὄν­τως «οὐκ ὠ­φε­λεῖ οὐ­δέν».

Μέ τόν προ­σή­κον­τα σε­βα­σμό
ἀ­σπά­ζο­μαι τὴν δε­ξιά Σας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τὴς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς ΑΠΘ



Κοι­νο­ποί­η­ση: 1. Στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος
                          2. Σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Οι πιστοί συνεχίζουν να εγκαταλείπουν την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Αυστρία

ΠΗΓΗ: ΕΞΠΡΕΣ & ΑΠΕ
Δραματική μείωση του αριθμού των πιστών της καταγράφεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2010 για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Αυστρία, μείωση διπλάσια ή και μεγαλύτερη, από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρσι.

Επίσημα, από πλευράς Εκκλησίας και της αρμόδιας Συνόδου των Επισκόπων, έχει υψωθεί ένα τείχος σιωπής γύρω από το θέμα και αναβάλλεται συνεχώς η δημοσιοποίηση στοιχείων, τα οποία όμως εμμέσως έχουν γίνει γνωστά από τις διοικητικές υπηρεσίες των πρωτευουσών των ομόσπονδων κρατιδίων της Αυστρίας (στο σύνολό τους εννέα), με εξαίρεση εκείνες του ομόσπονδου κρατιδίου της Βιέννης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των διοικητικών υπηρεσιών - που είναι πρώτοι παραλήπτες των αιτήσεων διαγραφής, τις οποίες οι ίδιες προωθούν στη συνέχεια στα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα - ο απολογισμός του πρώτου εξαμήνου προβλέπει για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μία πρωτοφανή μείωση του αριθμού των πιστών της μέχρι το τέλος του χρόνου, που, εάν συνεχιστεί με το ρυθμό των πρώτων έξι μηνών, θα ξεπεράσει τις 100.000.

Σε όλες τις πρωτεύουσες, η μείωση είναι σχεδόν διπλάσια εκείνης του αντίστοιχου διαστήματος το 2009, με το Γκρατς, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου της Στυρίας, να καταγράφει, από τον Ιανουάριο μέχρι τις 4 Αυγούστου, ένα "ρεκόρ" εξόδου 2.734 προσώπων από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ ολόκληρο το 2009 είχαν αποχωρήσει "μόνον" 1.218 πιστοί.

Στη βάση των ίδιων στοιχείων και χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η Βιέννη - της οποίας οι διοικητικές αρχές φαίνεται, κατά τους αναλυτές, να παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρά τον "όρκο σιωπής" της Συνόδου των Επισκόπων - οι πιστοί, στις πρωτεύουσες των οκτώ από τα εννέα αυστριακά ομόσπονδα κρατίδια, που εγκατέλειψαν μέσα στο πρώτο εξάμηνο φέτος τις εκκλησιαστικές τάξεις, ανήλθαν σε 8.647, έναντι των 3.947 το 2009.

Η τελευταία επίσημη στατιστική της Συνόδου των Επισκόπων που είχε δοθεί στη δημοσιότητα, ήταν εκείνη τον περσινό Αύγουστο και αφορούσε τον αριθμό των Ρωμαικοαθολικών πιστών στην Αυστρία το 2008, που ανερχόταν σε 5,58 εκατομμύρια, σε σύνολο πληθυσμού 8,3 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ τον περασμένο Ιανουάριο είχε ανακοινωθεί επίσημα πως το 2009 εγκατέλειψαν τις τάξεις της Εκκλησίας 53.216 πρόσωπα, κατά σχεδόν ένα τρίτο (30,9 ο/ο) περισσότερα από ότι μία χρονιά νωρίτερα.

Στην απογραφή του 2001 στην Αυστρία, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βρισκόταν στην πρώτη θέση του καταλόγου θρησκεύματος των Αυστριακών, με ποσοστό 73,6 ο/ο, που έχει βέβαια μειωθεί σημαντικά, λόγω αποχωρήσεων, την τελευταία δεκαετία και όπως δήλωσε πρόσφατα εκπρόσωπος της Επισκοπής Βιέννης, κάθε αποχώρηση πιστού είναι για την Εκκλησία ως Κοινότητα, πολύ οδυνηρή.

Η Αυστρία, όπου από τους πιστούς καταβάλλεται εκκλησιαστικός φόρος - συνδρομή, θεωρείται παραδοσιακά καθολική χώρα με ιδιαίτερη προσήλωση και αφοσίωση, της, αρκετά συντηρητικής, Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της στο Βατικανό, κάτι που την τελευταία δεκαετία έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αμφισβητήσεις, με αποτέλεσμα τη μαζική αποχώρηση πιστών από τις τάξεις της.

Οπως αναφέρουν αναλυτές στη Βιέννη, οι μαζικές έξοδοι από τις εκκλησιαστικές τάξεις τον περασμένο χρόνο, θα έχουν ως συνέπεια και μία μείωση των εισπράξεων της αυστριακής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε εκκλησιαστικές συνδομές, κατά πρώτους υπολογισμούς, της τάξης των επτά εκατομμυρίων Ευρώ, ποσό που, σε σύγκριση βέβαια με το σύνολο των συνδρομών, ύψους 350 εκατομμυρίων Ευρώ, μπορεί να θεωρείται σχετικά αμελητέο.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Ενθρονίστηκε ο νέος ηγούμενος στην Μονή Μεγάλου Μετεώρου

Σε κλίμα συγκίνησης πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια της πανηγυρικής λειτουργίας της εορτής της Μεταμορφώσεως η ενθρόνιση του νέου ηγουμένου της Μονής Αρχιμανδρίτη Νήφωνα Καψάλη. Προσφωνώντας τον νέο ηγούμενο ο Προηγούμενος Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, που οικεία βουλήσει παραιτήθηκε και παρέδωσε τα σκήπτρα στον π. Νήφωνα, εξήρε το ήθος και τα χαρίσματα του νέου ηγουμένου, υποσχήθηκε να τον στηρίζει στο δύσκολο έργο του, αφού δεν εγκαταλείπει την Μονή, αλλά θα παραμείνει ως Προηγούμενος και τέλος αναφέρθηκε στην πνευματική παρακαταθήκη που του παραδίδει, την φροντίδα δηλαδή για την διαφύλαξη της ακεραιότητος της ορθοδόξου πίστεώς μας, του αποστολοπαράδοτου μοναχισμού και της ιερότητος του χώρου των Αγίων Μετεώρων.
Ο Γέροντας Αθανάσιος ανέφερε, επίσης, ότι η αποδέσμευσή του από τις διοικητικές υποχρεώσεις της Μονής θα τον βοηθήσει να αχοληθεί περισσότερο με τα της πίστεως και της απαραίτητης ομολογίας
Είπε χαρακτηριστικά: "Αι­σθα­νό­μα­στε έν­το­νη την ε­σω­τε­ρι­κή ε­πι­θυ­μί­α και την α­νάγ­κη της ψυ­χής μας να α­φι­ε­ρώ­σου­με α­πό ε­δώ και στο ε­ξής πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­νά­μεις και χρό­νο στην προ­σευ­χή και την με­λέ­τη των Θεί­ων Γρα­φών και των πα­τε­ρι­κών λο­γί­ων, στην ε­νί­σχυ­ση του πνευ­μα­τι­κού μας έρ­γου και της στη­ρί­ξε­ως των πνευ­μα­τι­κών μας παι­δι­ών και φί­λων μας, αλ­λά κυ­ρί­ως στην θε­ο­λο­γι­κή μας κα­τάρ­τι­ση, η ο­ποί­α, με την βο­ή­θεια του Θε­ού, συν­δυ­α­ζό­με­νη και με τις α­νά­λο­γες βι­ω­μα­τι­κές εμ­πει­ρί­ες θα μας βο­η­θή­σουν στην έκ­φρα­ση της ο­μο­λο­για­κής μαρ­τυ­ρί­ας. Μί­α ο­μο­λο­για­κή μαρ­τύ­ρια που α­πο­τε­λεί ε­πι­τα­κτι­κή α­νάγ­κη στις μέ­ρες μας, που οι νε­ο­τα­ξι­κοί και νε­ο­ε­πο­χί­τι­κοι σχε­δια­σμοί, κα­θώς και οι νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νες νε­ο­πα­τε­ρι­κές, με­τα­πα­τε­ρι­κές και συ­να­φεια­κές θε­ο­λο­γί­ες κα­τα­λύ­ουν και α­πο­συν­θέ­τουν τον κύ­ριο κορ­μό της ε­θνι­κής, εκ­κλη­σι­α­στι­κής και κοι­νω­νι­κής δο­μής. Αλ­λοι­ώ­νουν και πα­ρα­χα­ράσ­σουν α­κό­μη και αυ­τή την α­λή­θεια και την α­κρί­βεια της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας αμ­βλύ­νον­τας τις συ­νει­δή­σεις και συμ­πα­ρα­σύ­ρον­τας σε λα­θε­μέ­νες το­πο­θε­τή­σεις ό­χι μό­νον τους α­πλούς πι­στούς, αλ­λά και μο­να­χούς, κλη­ρι­κούς και Ε­πι­σκό­πους α­κό­μη".
Ο νέος Ηγούμενος με την σειρά του ευχαρίστησε τον π. Αθανάσιο και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σταγών κ. Σεραφείμ για την υποστήριξή τους, αναφέρθηκε στο δύσκολο έργο που αναλαμβάνει και ζήτησε τις ευχές και την συμπαράσταση όλων.
Την ενθρόνιση του νέου Ηγουμένου πραγματοποίησε ο Μητροπολίτης Σταγών και Μετεώρων κ. Σεραφείμ, ο οποίος ευχαρίστησε τον Προηγούμενο π. Αθανάσιο για το πολύ σημαντικό πολυετές έργο του και εξήρε την απόφασή του να φροντίσει για την διαδοχή του ενώ είναι ακόμη σε ηλικία και κατάσταση που μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει, κάτι βεβαίως, που θα κάνει.
Ο Σεβασμιώτατος στάθηκε και στα προσόντα του νέου Ηγουμένου π. Νήφωνα Καψάλη και του ευχήθηκε κάθε επιτυχία στο έργο του.
Διαβάστε ολόκληρες τις ομιλίες.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Παραιτήθηκε ο Ηγούμενος του Μεγάλου Μετεώρου

Παραιτήθηκε ο Ηγούμενος του Μεγάλου Μετεώρου Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου γνωστός για τους αγώνες του κατά του οικουμενισμού και τις εκδόσεις του περιοδικού "Εν Συνειδήσει". Η παραίτηση γίνεται με προσωπική πρωτοβουλία του π. Αθανασίου, καθώς επιθυμεί μετά από την πολυετή διακονία του στην ηγουμενία της Μονης να ασχοληθεί περισσότερο με τα θέματα της ορθοδόξου πίστεως και ομολογίας, χωρίς το βάρος των διοικητικών καθηκόντων της ηγουμενίας.
Όπως αναφέρει η τοπική εφημερίδα των Τρικάλων ΕΡΕΥΝΑ: "Η επιστολή παραιτήσεως που ακολουθεί είναι πραγματικά ένα κείμενο που θα μείνει στην ιστορία της σύγχρονης μετεωρίτικης παρουσίας και διαδρομής. 
Είναι ένα κείμενο που αντανακλά τον ηρωισμό, την αποφασιστικότητα, την ψυχική δύναμη και την αυταπάρνηση του γράφοντος.
Απεικονίζει δηλαδή αυτόν τον ίδιο, τον π. Αθανάσιο που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε όλοι μας, τον π. Αθανάσιο που με την πλούσια δραστηριότητά του, την διορατικότητά του και την θυσιαστική προσφορά του αναμόρφωσε τον μετεωρίτικο χώρο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή με πλούσια οφέλη για την πόλη και τους κατοίκους της.
Είναι αυτός που η διορατικότητά του τον οδήγησε, επίσης, στην γνώση των ορίων του και την ολοκλήρωση ενός κύκλου στην πλούσια προσφορά του. Είναι αυτός που ξέρει να πρωτοπορεί, αλλά ξέρει και να προσφέρει και στους νεώτερους έδαφος και ευκαιρίες για πρωτοβουλίες και προσφορά.
Και αυτό έκανε με την παραίτησή του
". 

Παραθέτουμε την επιστολή παραιτήσεως του π. Αθανασίου στον Μητροπολίτη Σταγών και Μετεώρων:

Ἅγια Μετέωρα, 25 Ἰουλίου 2010
Κοίμησις τῆς Ἁγίας Ἄννης καί μνήμη Ὁσίας Εὐπραξίας
Ἀριθ. πρωτ. 55

Πρός τόν
Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην
Σταγῶν καί Μετεώρων
κ.κ. Σεραφείμ
Ἱεράν Μητρόπολιν-Καλαμπάκα

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε πά­τερ καί Δέ­σπο­τα,
Δό­ξα τῇ Ἁ­γί­ᾳ καί Ὁ­μο­ου­σί­ῳ καί Ζω­ο­ποι­ῷ καί Ἀ­δι­αι­ρέ­τῳ Τριά­δι τῇ κα­τα­στη­σά­σῃ ἡ­μᾶς Πα­τέ­ρα καί Κα­θη­γού­με­νον τῶν ἐν τῇ Ἱ­ε­ρᾷ καί Σε­βα­σμί­ᾳ Μο­νῇ Με­τα­μορ­φώ­σε­ως – Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ἐ­να­σκου­μέ­νων ἀ­δελ­φῶν ἀ­πό τoῦ ἔ­τους 1984 ἄ­χρι τοῦ νῦν.
Πι­στεύ­ομεν, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι χά­ρι­τι καί εὐ­λο­γί­ᾳ τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ ἡ­μῶν, πρε­σβεί­αις δέ καί εὐ­χαῖς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Με­τε­ω­ρι­τίσ­σης καί τῶν ἁ­γί­ων Κτι­τό­ρων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Μο­νῆς, Ὁ­σί­ων Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­του καί Ἰ­ω­ά­σαφ (Ἰ­ω­άν­νου) τοῦ βα­σι­λέ­ως καί μο­να­χοῦ, τῶν ὁ­σι­ο­μαρ­τύ­ρων Πα­τέ­ρων αὐ­τῆς Νι­κο­δή­μου καί Δα­νι­ήλ καί πάν­των τῶν ἐν αὐ­τῇ ἐν ἀ­σκή­σει καί σε­μνῇ πο­λι­τεί­ᾳ ὁ­σί­ως τε­λει­ω­σάν­των τόν ἐν γῇ βί­ον αὐ­τῶν Πα­τέ­ρων καί Ἀ­δελ­φῶν, ὡς καί πάν­των τῶν ἐν ἀ­σκή­σει δι­α­λαμ­ψάν­των ἐν Με­τε­ώ­ροις Ἁ­γί­ων, «κλη­θείς κλή­σει ἁ­γί­ᾳ κατά χά­ρι­ν τήν δο­θεῖ­σαν μοι ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ» (Β΄ Τιμ. α, 9), δι­η­κο­νή­σα­μεν καί ἐκ τῆς θέ­σε­ως τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου, ἐ­πί τρι­α­κον­τα­πεν­τα­ε­τί­αν ὅ­λην, τήν Ἱ­ε­ράν Μο­νήν ἡ­μῶν πά­σῃ δυ­νά­μει καί ψυ­χι­κῇ ἀν­το­χῇ, διά παν­τοί­ων προ­σπα­θει­ῶν, κό­πων, θυ­σι­ῶν, ἀ­γώ­νων καί ἀ­γω­νι­ῶν, ἐν μέ­σῳ πλή­θους ἐμ­πο­δί­ων, συ­κο­φαν­τι­ῶν, πα­γί­δων, δο­κι­μα­σι­ῶν, τάς ὁ­ποί­ας ἐ­πέ­τρε­ψεν ἡ παν­σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ καί διά τάς ὁ­ποί­ας εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν Αὐ­τόν ἐκ βά­θους ψυ­χῆς καί καρ­δί­ας. Σᾶς δι­α­βε­βαι­οῦ­μεν, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ὅ­τι αὐ­ταί ὑ­πῆρ­ξαν ἀ­πό τάς πλέ­ον ση­μαν­τι­κάς αἰ­τί­ας πνευ­μα­τι­κῆς ὡ­ρι­μό­τη­τος καί πο­λυ­πλεύ­ρου ὠ­φε­λεί­ας. Αὐ­τός μό­νος, ὁ ἐ­τά­ζων καρ­δί­ας καί νε­φρούς Θε­ός, καί οἱ Ὅ­σιοι Κτί­το­ρες τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων γνω­ρί­ζουν τά τῆς ἡ­μῶν καρ­δί­ας καί ψυ­χῆς. Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός πάν­των ἔ­νε­κεν!
Ὅ­μως, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, κα­τό­πιν ὡ­ρί­μου σκέ­ψε­ως καί ἐ­σω­τε­ρι­κῆς πλη­ρο­φο­ρί­ας, πού ἐ­νι­σχύ­θη­σαν καί ἐ­στε­ρε­ώ­θη­σαν καί διά τῆς θαυ­μα­στῆς ἐ­πεμ­βά­σε­ως καί ἀ­προσ­δο­κή­του πα­ρεμ­βά­σε­ως τοῦ τά πάν­τα ποι­οῦν­τος κα­λά λί­αν ὑ­πέρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν Θε­οῦ ἡ­μῶν, ὁ Ὁ­ποί­ος φι­λαν­θρώ­πως οἰ­κο­νό­μη­σε τήν ἐν τῇ κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾷ Μο­νῇ -ὅν τρό­πον Ἐ­κεῖ­νος γνω­ρί­ζει καί πα­ρα­χω­ρεῖ- ἔ­λευ­σιν τοῦ πα­νο­σι­ο­λο­γι­ω­τά­του Ἀρ­χι­μαν­δρί­του π. Νή­φω­νος Κα­ψά­λη, ἀν­δρός τι­μί­ου, ἐ­να­ρέ­του, φι­λα­γί­ου, φι­λα­κο­λού­θου, εὐ­λα­βε­στά­του Λει­τουρ­γοῦ, Ὑ­πη­ρέ­του καί πι­στοῦ οἰ­κο­νό­μου τῶν Ἁ­γί­ων Μυ­στη­ρί­ων, ἀλ­λά κυ­ρί­ως καί προ­πάν­των κλη­ρι­κοῦ πε­ρί τήν Ὀρ­θό­δο­ξον πί­στιν τῶν Πα­τέ­ρων ἡ­μῶν ὑ­γι­αί­νον­τος καί δι­α­κρα­τοῦν­τος τά ἱ­ε­ρά δόγ­μα­τα αὐ­τῆς ὡς θη­σαυ­ρόν ἀ­νε­κτί­μη­τον, ὁ­δη­γού­με­θα, χά­ρι­τι Θε­οῦ, εἰς τήν στε­ρρ­άν ἀ­πό­φα­σίν μας νά ἀ­πο­δε­σμευ­θοῦ­με ἀ­πό τό βά­ρος τῶν δι­οι­κη­τι­κῶν μας κα­θη­κόν­των, πού ἐ­πί σει­ρά ἐ­τῶν μᾶς ἐ­πεσώ­ρευ­σαν πε­ρισ­σήν ψυ­χι­κήν, πνευ­μα­τι­κήν καί σω­μα­τι­κήν κό­πω­σιν.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Διά τῆς με­τά χεῖ­ρας ἐ­πι­στο­λῆς ἡ­μῶν ταύ­της, ἐν ἐ­σω­τε­ρι­κῇ ἀ­γαλ­λιά­σει, ψυ­χι­κῇ ἀ­να­τά­σει καί ἐγ­καρ­δί­ῳ δο­ξο­λο­γί­ᾳ τοῦ Ὀ­νό­μα­τος τοῦ Θε­οῦ, σή­με­ρον τήν 25ην τοῦ μη­νός Ἰ­ου­λί­ου 2010, ἑ­ορ­τήν τῆς κοι­μή­σε­ως τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης καί τῆς Ὁ­σί­ας Εὐ­πρα­ξί­ας, ὑ­πο­βάλ­λο­μεν τήν ἐκ τῆς Ἡ­γου­με­νί­ας τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως-Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου πα­ραί­τη­σιν ἡ­μῶν, οἰ­κεί­ᾳ βου­λή­σει καί ἡ­με­τέ­ρᾳ γνώ­μῃ καί οὐ­χί λόγῳ ἔ­ξω­θεν κα­τα­ναγ­κα­σμοῦ ἤ βί­ας τι­νός.
Πι­στεύ­ο­μεν ὅτι, χά­ρι­τι καί δυ­νά­μει καί φι­λαν­θρω­πί­ᾳ τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος Θε­οῦ ἡ­μῶν, πα­ρά τάς κα­τ’ ἄν­θρω­πον ἐλ­λεί­ψεις καί ἀ­τε­λεί­ας ἡ­μῶν, με­τά τήν πα­ρέ­λευ­σιν τριάκοντα πέντε ἐ­τῶν μο­να­χι­κῆς βι­ο­τῆς ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τά εἴκοσι τέσσαρα διετέλεσα ἡ­γού­με­νος καί μά­λι­στα εἰς μί­αν Μο­νήν τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων μέ πλεῖστα ὅ­σα πνευ­μα­τι­κά, δι­οι­κη­τι­κά, δι­α­χει­ρι­στι­κά καί κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα καί ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ἔ­χο­μεν συμ­πλη­ρώ­σει τόν κύ­κλον τῆς δι­α­κο­νί­ας μας εἰς τόν συγ­κε­κρι­μέ­νον το­μέ­α ἔ­χον­τας πρά­ξει, χά­ρι­τι Θε­οῦ, τό κα­τά δύ­να­μιν διά τήν βί­ω­σιν καί δι­α­φύ­λα­ξιν τοῦ ἀ­πο­στο­λο­πα­ρα­δό­του ὀρ­θο­δό­ξου μο­να­χι­σμοῦ καί τήν πα­ρά­δο­σίν του ἀ­νο­θεύ­του καί ἀ­ναλ­λοι­ώ­του εἰς τήν ἐ­περ­χο­μέ­νην γε­νε­άν, κα­θώς καί διά τήν δι­α­σφά­λι­σιν ἀ­λω­βή­του καί ἀ­πα­ρα­βιά­στου τοῦ ἱ­ε­ροῦ μας χώ­ρου τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Δι’ ὅ­λους τούς ἀ­νω­τέ­ρω λό­γους πα­ρα­κα­λοῦ­μεν ἵ­να εὐ­λο­γή­ση­τε τήν, κα­τά τόν Ἐ­σω­τε­ρι­κόν Κα­νο­νι­σμόν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς ἡ­μῶν, ἐ­κλο­γήν νέ­ου Κα­θη­γου­μέ­νου ἐν αὐ­τῇ.
Πα­ραι­τού­με­νοι τῆς ἡ­γου­με­νί­ας δέν ἀ­πο­χω­ροῦ­μεν ἐκ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τῆς με­τα­νοί­ας ἡ­μῶν, μή γέ­νοι­το, ἥν ὡς μο­να­χός, ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καί Κα­θη­γού­με­νος αὐ­τῆς δι­η­κο­νή­σα­μεν. Θά ἐ­ξα­κο­λου­θή­σομεν καί ὡς Προ­η­γού­με­νος καί ἁ­πλοῦς ἀ­δελ­φός αὐ­τῆς νά τήν δι­α­κο­νοῦ­μεν, ὅ­ση ἡ­μῖν δύ­να­μις, καί ὅ­σο ἡ ὑ­γεί­α μας ἐ­πι­τρέ­πει, δι­ό­τι γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι ζῶ­μεν εἰς και­ρούς χα­λε­πούς καί δυ­σχει­μέ­ρους, κα­τά τούς ὁ­ποί­ους οἱ ἄν­θρω­ποι –καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­κό­μη– «οὐκ ἀ­νέ­χον­ται τῆς ὑ­γι­αι­νού­σης δι­δα­σκα­λί­ας (τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως), ἀλ­λά κα­τά τάς ἐ­πι­θυ­μί­ας τάς ἰ­δί­ας ἑ­αυ­τοῖς ἐ­πι­σω­ρεύ­ου­σι δι­δα­σκά­λους, κνη­θό­με­νοι τήν ἀ­κο­ήν καί ἀ­πό μέν τῆς ἀ­λη­θεί­ας τήν ἀ­κο­ήν ἀ­πο­στρέ­φου­σι, ἐ­πί δέ τούς μύ­θους ἐ­κτρέ­πον­ται» (Β΄ Τιμ. δ, 3-4).
Εὐ­χη­θῆ­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, εἰς τόν ἀ­να­δει­χθη­σό­με­νον νέ­ον Ἡ­γού­με­νον καί τούς ἀ­δελ­φούς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς μας νά δι­ά­γω­μεν ἐν εἰ­ρή­νῃ καί ὁ­μο­νοί­ᾳ καί «σύ­νε­σιν ἐν πᾶ­σι» καί νά μνη­μο­νεύ­ω­μεν καί ὁ­μο­λο­γοῦ­μεν πάν­το­τε «Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν ἐ­γη­γερ­μέ­νον ἐκ νε­κρῶν» (Β΄ Τιμ. β, 7-10).

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Εὐ­λο­γη­τός ὁ Θε­ός ὁ ἐ­λε­ή­σας ἡ­μᾶς καί δε­δο­ξα­σμέ­νον τό Ὄ­νο­μα Αὐ­τοῦ εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Πα­ρα­δί­δο­μεν τήν Ἡ­γου­με­νί­αν τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως-Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ὡς αὐ­τήν ἀ­νε­λά­βα­μεν: μη­δέν ἔ­χον­τες, μη­δέν κα­τέ­χον­τες, μη­δέν δι­α­κρα­τοῦν­τες τῶν ἐν τῇ Ἱ­ε­ρᾷ Μο­νῇ ἀ­νη­κόν­των, μη­δέ πο­λύ­τι­μον, μη­δέ λε­πτόν νο­μί­σμα­τος. Πα­ρα­κα­λοῦ­με μό­νον τόν Κύ­ριον ἡ­μῶν ἵ­να δώ­σῃ «τόν ὑ­πό­λοι­πον χρό­νον τῆς ζω­ῆς ἡ­μῶν ἐν εἰ­ρή­νῃ καί με­τα­νοί­ᾳ ἐ­κτε­λέ­σαι» καί, ὅ­ταν Ἐ­κεῖ­νος εὐ­δο­κή­σει, νά εἶ­ναι διά τῶν εὐ­χῶν Σας «χρι­στια­νά τά τέ­λη τῆς ζω­ῆς ἡ­μῶν, ἀ­νώ­δυ­να, ἀ­νε­παί­σχυν­τα, εἰ­ρη­νι­κά καί κα­λήν ἀ­πο­λο­γί­αν ἐ­νώ­πιον Αὐ­τοῦ» νά ἔ­χω­μεν.
Συγ­χω­ροῦ­μεν ἐκ βά­θους ψυ­χῆς καί καρ­δί­ας πάν­τας τούς κα­θ’ οἱ­ον­δή­πο­τε τρό­πον μᾶς ἠ­δί­κη­σαν ἤ ἐ­συ­κο­φάν­τη­σαν ἤ ἐ­πί­κρα­ναν ἤ ἐ­λύ­πη­σαν καί ἐ­ξαι­τού­με­θα τήν συγ­χώ­ρη­σιν πα­ρ’ ἐ­κεί­νων οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐξ αἰ­τί­ας μας ἐ­θλί­βη­σαν ἤ ἐ­πι­κράν­θη­σαν ἤ ἠ­δι­κή­θη­σαν κα­τά τήν πο­λυ­ε­τῆ δι­α­κο­νί­αν ἡ­μῶν εἴ­τε ἐν γνώ­σει εἴ­τε ἐν ἀ­γνοί­ᾳ μας. Ὁ Θε­ός ὡς φι­λάν­θρω­πος νά εὐ­λο­γῇ καί νά ἁ­γιά­ζῃ ὅ­λους καί νά τούς χα­ρί­ζῃ τά ἀ­γα­θά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς.
Δό­ξα τῷ Θε­ῷ καί Πα­τρί!  
Δό­ξα τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στῷ!
Δό­ξα τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι τῷ φω­τί­σαν­τι τόν ἄ­χρι τοῦ νῦν βί­ον ἡ­μῶν!
Δό­ξα τῇ Ὑ­πε­ρα­γί­ᾳ Θε­ο­τό­κῳ τῇ Με­τε­ω­ρι­τίσ­σῃ καί προ­στα­σί­ᾳ ἡ­μῶν!
Δό­ξα τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι τῆς κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, τοῖς ἡ­με­τέ­ροις ὁ­δη­γοῖς, συ­νο­δί­ταις καί συμ­πο­ρευ­ταῖς!
Δό­ξα τῷ ἐν Τριά­δι Θε­ῷ ἡ­μῶν πάν­των ἔ­νε­κεν!
Αὐ­τῷ ἡ δό­ξα καί τό κρά­τος εἰς τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.

Με­τά βα­θυ­τά­του σε­βα­σμοῦ καί εὐ­λα­βεί­ας πολ­λῆς
Ὁ Κα­θη­γού­με­νος
τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως-
Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­νά­σιος Ἀ­να­στα­σί­ου

Απάντηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας στον Καθηγητή κ. Τσελεγγίδη




Με ύβρεις και ειρωνείες αντί επιχειρημάτων απαντά στον Καθηγητή κ. Τσελεγγίδη ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος εμμένοντας στην αντορθόδοξη θέση του περί διηρημένης Εκκλησίας.
Αναδημοσιεύουμε την απαντητική επιστολή του από την ιστοσελίδα amen.gr όπου, όμως, δεν δημοσιεύται γιά λόγους αντικειμενικότητας και δεοντολογίας και η Επιστολή του κ. Τσελεγγίδη.

Καλαμάτα  15  Ιουλίου 2010
Προς
Τον Ελλογιμώτατον
Καθηγητήν κ.  Δημ. Τσελεγγίδην
Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή
Τμήμα Θεολογίας
541 Τομέα Δογματικής Θεολογίας
24  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,

Έλαβα την από 7-7-2010 επιστολή Σας και προσπάθησα να απαντήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και όχι όπως Εσείς μετά από παρέλευση περίπου ενός έτους, με δικαιολογίες, τις οποίες μπορώ να χαρακτηρίσω τουλάχιστον παιδαριώδεις.

Α.  Σας διαφεύγει, Κύριε Καθηγητά, ότι :

1) Κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα συναντηθήκαμε μία φορά δια ζώσης στην Αθήνα, ως μέλη Εκλεκτορικού Σώματος, και επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς άλλες δύο φορές για ανάλογη υπόθεση και ουδεμία συζήτηση η υπόδειξη μου κάνατε η κάποια επιφύλαξη μου εκφράσατε για το σχετικό θέμα.
2) Ορθώς αναφέρατε στην επιστολή της 5-10-2009, ότι σκοπός Σας ήταν, όπως «εν όψει της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, ουσιαστικά», να υπενθυμίσετε ο,τι «η Κανονική τάξη της Εκκλησίας επιβάλλει : α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα στους σεπτούς Ιεράρχες μας. β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση.  Και γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος», (αυτό άλλωστε ήταν και το μοναδικό αίτημά Σας).

Όπως καλώς γνωρίζετε η ΙΣΙ του μηνός Οκτωβρίου (16/2009) σε δύο πολύωρες Συνεδρίες της (μία απογευματινή και μία πρωϊνή), συνεζήτησε το θέμα επί μακρόν και εξέδωσε το παρακάτω Ανακοινωθέν, με το οποίον και έδωσε απαντήσεις προς τα αιτήματά Σας. Ειδικότερα στο Ανακοινωθέν μεταξύ άλλων αναφέρεται, ότι :
«Οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς το σκοπό «της των πάντων ενώσεως», «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων».

Εσείς βέβαια και οι ομόφρονές Σας έχετε το δικαίωμα να διαφοροποιηθήτε από την παρούσα Συνοδική απόφαση και επίσης να την αμφισβητείτε, αλλά και μετά την διαφοροποίησή Σας να συνεχίζετε να ανήκετε στην Εκκλησία (!!!)