Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
«Τό
μυστήριο τοῦ θανάτου καί τά μετά θάνατον»
Ὁμιλία
στήν ΓΕΧΑ Τρικάλων, Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019
Τό ἐρώτημα αὐτό τοῦ ψαλμωδοῦ ἀποτελεῖ ταυτόχρονα τήν βεβαιότητα,
ἀλλά καί τήν βαθειά ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ἀκολουθεῖ σέ ὅλη
τήν ἐπίγεια ζωή του. Τό ἐρώτημα τοῦ θανάτου, ὅπως καί τῆς ζωῆς, ἀπασχολεῖ
διαχρονικά τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι καί σήμερα. Ἀποτελεῖ
τήν μόνιμη πηγή τῶν ἀμφιβολιῶν καί τῆς ἀγωνίας του· γεννᾶ ἐρωτηματικά
καί ἀδιέξοδα· δημιουργεῖ ἐναγώνια διλήμματα· τροφοδοτεῖ καί ἀναπαράγει
τήν κενότητα καί τό ἀνικανοποίητο.
Τί εἶναι ὁ θάνατος
Γιὰ τὴ συνηθισμένη ἀντίληψη τοῦ κόσμου, ἀποτελεῖ τήν τραγικότερη
ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ σημαίνει τόν βίαιο καί ὁριστικό
τερματισμό της. Ὁ Πλάτωνας ἔλεγε ὅτι φιλοσοφία εἶναι ἡ μελέτη
τοῦ θανάτου[2]. Τό φαινόμενο τοῦ θανάτου
εἶναι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς
δημιουργίας.
Σύμφωνα μέ τήν ἰατρική, θάνατος εἶναι ἡ ὁριστική παύση ὅλων
τῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν πού ὑποστηρίζουν τήν διαβίωση ἑνός
ὀργανισμοῦ. Γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὁ θάνατος εἶναι ἕνα μυστήριο. Εἶναι
τό μυστήριο τοῦ χωρισμοῦ ἤ τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί ἡ μετάβαση ἀπό
τόν φθαρτό ὑλικό κόσμο στήν αἰώνια ζωή.
Τό ὅλο θέμα, βεβαίως, εἶναι τεράστιο καί δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στά
πλαίσια τῆς παρούσης ὁμιλίας. Θά παρουσιασθεῖ, ὅμως, διεξοδικά σέ κάποιο
ἀντίστοιχο ἔντυπο πού θά ἐκπονηθεῖ καί θά κυκλοφορήσει σύντομα. Στό ἔντυπο αὐτό
θά συμπεριλαμβάνονται ὅλα τά σχετικά πατερικά κείμενα καί θεολογικά βοηθήματα,
στά ὁποῖα θά μπορεῖ κανείς νά ἀνατρέξει. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού κάποιες
ἀπό τίς πτυχές του θά ἀναπτυχθοῦν μόνον ἐπιγραμματικά ἤ καί θά παραλειφθοῦν. Ἄλλωστε,
ὁ ἴδιος ὁ χαρακτήρας καί τό περιεχόμενο τοῦ θέματος, προσθέτουν μία ἐπιπλέον
δυσκολία τόσο στήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάπτυξή του ὅσο καί στήν κατανόησή του.
Ὀρθόδοξη κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία
Γιά νά, προσεγγίσουμε, ὅμως, καλύτερα τό μυστήριο τοῦ θανάτου, τήν αἰτία
καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἰσῆλθε ὁ θάνατος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τήν
κτίση, θά πρέπει νά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στά βασικά χαρακτηστικά τῆς ὀρθοδόξου
κοσμολογίας καί κυρίως τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
Στήν ἀρχή τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου διαβάζουμε: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν[3]».
Μιλώντας, βεβαίως γιά τόν Θεό, ἀναφερόμαστε φυσικά στήν ὕπαρξη
καί ὄχι στήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν δημιουργεῖται, ἀλλά ὑπάρχει
πρίν ἀπό κάθε ἄλλη δημιουργία, ὑπάρχει πρίν ἀπό τόν χρόνο καί ἔξω ἀπό
τόν χρόνο. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Θεός εἶναι ἄναρχος,
ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, ἀΐδιος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἀνεξιχνίαστος,
ἀθέατος, ἀνείδεος, ἄρρητος, ἀπρόσιτος, ἀνόμοιος, ἀφιλοσόφητος, ἀνέκφραστος,
ἀχώρητος, καί πάντων ἐπέκεινα.
Ὁ Θεός δέν εἶναι δημιούργημα,
ἀλλά ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου. Δημιουργεῖ
τόν κόσμο κινούμενος ἀπό τήν ἄπειρη
ἀγάπη καί εὐσπλαχνία Του. Γιά τήν δημιουργία
τοῦ κόσμου ὁ Θεός δέν χρησιμοποιεῖ κάποια προϋπάρχουσα ὕλη, δέν μεταπλάθει
ἤ ἀναδημιουργεῖ κάτι πού ἤδη ὑπῆρχε, ἀλλά δημιουργεῖ τά πάντα ἐξαρχῆς,
ἐκ τοῦ μή ὄντος. Γι’ αὐτό καί εἶναι παντελῶς ἀνυπόστατες, ἐπιπόλαιες καί
ἀφελεῖς οἱ ποικίλες ὑλιστικές θεωρίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ὕλη εἶναι δῆθεν
αὐθύπαρκτη ἤ ὅτι δῆθεν αὐτοοργανώθηκε καί ἐξελίχθηκε σέ δημιουργία τοῦ
σύμπαντος.