Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τον Οκτώβριο στην Αμερική



Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος θα επισκεφθεί τις Η.Π.Α. τον προσεχή Οκτώβριο όπου και θα έχει την ευκαιρία να επανατοποθετήσει τις σχέσεις του με την παγκόσμια υπερδύναμη στο γνωστό επίπεδο της απόλυτης στήριξης και αλληλεγγύης, που σκιάστηκε ελαφρώς με την ακύρωση της επισκέψεως του Αμερικανού Προέδρου στο Φανάρι κατά την πρόσφατι παρουσία του στην Τουρκία. Όπως φημολογείται οι αμερικανικές τιμές στο πρόσωπο του Πατριάρχη προβλέπονται πλούσιες ώστε να ισοσκελισθεί η τελευταία αυτή αρνητική εντύπωση.

Όπως μεταδίδει το πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων Romfea.gr η επίσκεψη του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην Αμερική θα χωρίζετε σε τρία σκέλη, θα περιλαμβάνει Περιβαλλοντολογικό Συμπόσιο για τον Ποταμό του Μισισιπή, επίσκεψη στην Νέα Υόρκη, στην Ατλάντα καθώς και στην Ουάσινγκτον.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα φτάσει στο Μέμφις στις 17 Οκτωβρίου, και στις 18 με 25 θα κηρύξει την έναρξη των εργασιών του Περιβαλλοντολογικού Συμποσίου με τίτλο «Ο Μεγάλος Ποταμός Μισισιπής: Αποκατάσταση της ισορροπίας».

Να αναφερθεί, πως ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο ως "πράσινος Πατριάρχης" και με την ηθική του διδασκαλία δίνει σημασία σε ότι δημιούργησε ο Θεός και δείχνει την ευαισθησία του σε περιβαλλοντικά θέματα".

«Το ταξίδι αυτό του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Αμερική, θα είναι μια μοναδική ευκαιρία για τον Αμερικάνικο λαό να ακούσει το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη της συμφιλίωσης μεταξύ όλων των θρησκειών και των ανθρώπων του κόσμου, ένα μήνυμα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας, ένα μήνυμα σεβασμού για την Δημιουργία Του Θεού, του φυσικού μας περιβάλλοντος. Τέλος, για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Αμερικής, αυτό το ταξίδι του Οικουμενικού Πατριάρχη θα είναι πραγματικά μια μεγάλη ευλογία» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Δημήτριος, μιλώντας για την επίσκεψη του Πατριάρχη.

Το Περιβαλλοντολογικό Συμπόσιο διοργανώνεται από την «Θρησκεία – επιστήμη- περιβάλλον» ένα κίνημα που ξεκίνησε το 1988, αρχικά στο Νησί της Πάτμου σε μια εν πλω συνεδρίαση περιβαλλοντικών και θρησκευτικών ηγετών σχετικά με την μόλυνση των υδάτων του πλανήτη.


Παρόμοια συμπόσια υπέρ του Περιβάλλοντος και των υδάτων του Πλανήτη έγιναν, όπως αναφέραμε στην Πάτμο το 1995 (Αποκάλυψη και Περιβάλλον), στην Μαύρη Θάλασσα το 1997 (Θρησκεία –Επιστήμη – Περιβάλλον: Η Μαύρη Θάλασσα εν κινδύνω), στον Δούναβη το 1999 (Δούναβης – Ποταμός ζωής), στην Αδριατική Θάλασσα το 2002 (Η Αδριατική : Μια απειλούμενη Θάλασσα, ένας κοινός στόχος), στην Βαλτική Θάλασσα το 2003(Η Βαλτική Θάλασσα: Κοινή Κληρονομιά και Ευθύνη), στον Αμαζόνιο Ποταμό το 2006(Αμαζόνιος: Πηγή ζωής) και στην Αρκτική Θάλασσα το 2007(Αρκτική: Καθρέπτης ζωής).

Τώρα όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ταξιδιού, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος θα φτάσει στην Νέα Υόρκη στις 25 Οκτωβρίου.

Εκεί το πρόγραμμα περιλαμβάνει δύο Πατριαρχικές Θείες Λειτουργίες, συναντήσεις με τον κλήρο, με ηγέτες, με τα Μέλη του Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής, τους Άρχοντες, επίσης θα του απονεμηθεί και ο τίτλος του Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Fordham.

Επίσης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, θα πραγματοποιήσει μια σύντομη επίσκεψη στην Ατλάντα στις 29 Οκτωβρίου, και θα επιστρέψει στην Νέα Υόρκη στις 30 Οκτωβρίου.

Τέλος στο τρίτος σκέλος του ταξιδιού, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας από 2 έως 5 Νοεμβρίου θα επισκεφθεί την Ουάσινγκτον, όμως οι λεπτομέρειες σχετικά με την εκεί επίσκεψη δεν έχουν ακόμα δημοσιευτεί.

Άγιος Νικόδημος αγιορείτης: Αβάπτιστοι οι Λατίνοι

Ερμηνεία ΜΖ ­Α­πο­στο­λι­κου Κανόνος, Πηδάλιον, 1970, σελ. 55-56

Λοιπόν ακολουθούντες εις τα ειρημένα, επειδή ο τύπος του Α­πο­στο­λι­κοῦ Κανόνος το απαιτεί, λέγομεν, ότι το των Λατίνων βάπτισμα είναι ψευδώνυμον βάπτισμα, και δια τούτο, ούτε κατά τον λόγον της ακριβείας είναι δεκτόν, ούτε κατά τον λόγον της οικονομίας. Δεν είναι δεκτόν κατά τον λόγον της ακριβείας,.­... δια­τί είναι αιρετικοί. Ο­τι δε οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, δεν είναι καμμία χρεία επί του παρόντος να κάμωμεν καμμίαν απόδειξιν. Αυτό γαρ τούτο, οπού τόσον μίσος και τόσην αποστροφήν έχομεν ήδη τόσους αιώνας προς αυτούς, είναι μία φανερά απόδειξις, ότι ως αιρετικούς τούς βδελυττόμεθα, ο,τι λογής δηλαδή και τούς Α­ρει­α­νο­ύς, η Σαβελλιανούς, η πνευματομάχους Μακεδονιανούς. Μα ανίσως τινάς αγαπά να καταλάβη και από βιβλία τας αιρέσεις των, αυτάς θέλει τας εύρει όλας μεν, εις τα βιβλία του αγιωτάτου Πατριάρχου Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων κυρίου Δοσιθέου του παπομάστιγος, με τας σοφωτάτας αναιρέσεις των. Πλην ικανήν είδησιν ημπορεί να λάβη και από το βιβλιάριον του σοφού Μηνιάτου, το επιγραφόμενον Πετρα σκανδάλου· αρκούσι δε όσα περί αυτών ο άγιος Μαρκος ο Ε­φέ­σου εν τη Φλωρεντία (συνελεύσει κε) παρρησία είπεν ούτως· «ημείς δι οὐ­δέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλ ἤ ότι εισίν, ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί». Δι ὅ ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς. Και ο μέγας δε Εκ­κλη­σι­άρ­χης Σιλβεστρος (τμημ. θ'. κεφ. ε') έλεγεν· «Η των Λατίνων διαφορά, αίρεσίς εστι, και ούτως είχον αυτήν οι προ ημών. «Λοιπόν όντας ομολογούμενον, πως οι Λατίνοι είναι παμπάλαιοι αιρετικοί, εν πρώτοις ευθύς από τούτο είναι αβάπτιστοι, κατά τον μέγαν Βασίλειον ανωτέρω, και τούς προ αυτού αγίους Κυπριανόν και Φιρμιλιανόν. Διατί λαϊκοί γενόμενοι, με το να εξεκόπησαν από την ορθόδοξον Εκ­κλη­σί­αν, δεν έχουσι πλέον με λόγου τους την χάριν του αγίου Πνεύματος, δια της οποίας οι ορθόδοξοι Ι­ε­ρεῖς τελειόνουσι τα μυστήρια. Εν τούτο επιχείρημα, το οποίον τόσον είναι ισχυρόν και αναντίρρητον, όσον είναι ισχυροί και αντίρρητοι οι Κανόνες του μεγάλου Βασιλείου, και του ιερομάρτυρος Κυπριανού, ωσάν οπού έλαβον, και έχουν μάλιστα το κύρος από την αγίαν και Οικουμενική στ' σύνοδον. β' οι Λατίνοι είναι αβάπτιστοι, διατί δεν φυλάττουσι τας τρεις καταδύσεις εις τον βαπτιζόμενον, καθώς άνωθεν η ορθόδοξος Εκ­κλη­σί­α παρά των αγίων Α­πο­στό­λων παρέλαβεν.

Λοιπόν αβάπτιστοι οι Λατίνοι, διατί δεν κάνουσι τας τρεις καταδύσεις και αναδύσεις, κατά την Α­πο­στο­λι­κήν παράδοσιν. Περί τούτων των τριών καταδύσεων πόσον είναι αναγκαίαι και απαραίτητοι εις τελείωσιν του βαπτίσματος, δεν λέγομεν. Ο­ποι­ος αγαπά, ας αναγνώση, αλλά κατά πάσαν ανάγκην ας αναγνώση, το εγχειρίδιον του πολυμαθεστάτου και σοφωτάτου Ευστρατίου του Αρ­γέν­του. Αλ­λά και ημείς εις τον ν' Α­πο­στο­λι­κόν Κανόνα θέλομεν ειπή, όσα η νυν χρεία απαιτεί. Ει δε και τις εξ αυτών των Λατίνων, η και των Λατινοφρόνων, ήθελε προβάλη τας τρεις επικλήσεις της αγίας Τριάδος, δεν πρέπει να καμόνηται πως αλησμόνησεν εκείνα οπού ήκουσεν ανωτέρω από τον ιερόν Φιρμιλιανόν, και από τον μέγαν Α­θα­νά­σιον· ήγουν πως είναι αργα δηλαδή και ανενέργητα τα υπέρθεα εκείνα ονόματα, προφερόμενα από των αιρετικών τα στόματα. Διατί αν ούτω δεν είναι, βεβαιότατα πρέπει να πιστεύσωμεν, ότι και τα κακογραίδια κάμνουσι θαύματα, με το να επάδουσι τα θεία ονόματα».

Και παρακάτω:

«Και προς ταύτα απλά και δίκαια αποκρινόμεθα ταύτα. Ο­τι φθάνει, οπού ομολογείς, πως με μύρον τούς εδέχετο. Λοιπόν είναι αιρετικοί. Διατί γαρ με μύρον, αν δεν ήσαν αιρετικοί»;

Ακρίβεια πλέον και όχι οικονομία

«Οικονόμησαν λοιπόν ομοίως και οι προ ημών, και εδέχθησαν το βάπτισμα των Λατίνων, κατά τον δεύτερον μάλιστα τρόπον, δια τι ο παπισμός τότε ήκμαζε, και όλας τας δυνάμεις των της Ευρώπης βασιλέων είχεν εις τας χείράς του, το δε βασίλειον το ιδικόν μας έπνεε τα λοίσθια. Ο­θεν ήτο ανάγκη, αν η οικονομία αυτή δεν εγίνετο, να εγείρη τα Λατινικά γένη ο Παπας κατά των Α­να­το­λι­κῶν, να αιχμαλωτίζουν, να φονεύουν, και άλλα μύρια εις αυτούς να κάμνουν δεινά. Αλ­λά τώρα οπού κακά τοιαύτα δεν δύνανται εις ημάς να κάμνουν, με το να επέστησεν εις ημάς η θεία πρόνοια φύλακα τοιούτον, οπού και αυτών εκείνων των αγερώχων εις τέλος κατέβαλε την οφρύν, τώρα λέγω, οπού τίποτε καθ ἡ­μῶν δεν ισχύει η λύσσα του παπισμού, τι πλέον οικονομία χρειάζεται; η οικονομία γαρ έχει μέτρα και όρια, και δεν είναι παντοντινή, και αόριστος».

Και παρακάτω:

«Βεβαια κακή οικονομία είναι αυτή, όταν δια μέσου αυτής ούτε τούς Λατίνους ημπορούμεν να επιστρέψωμεν, και ημείς παραβαίνομεν την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων, και δεχόμεθα των αιρετικών το ψευδοβάπτισμα. «Οικονομητέον γαρ ένθα μη παρανομητέον», λέγει ο θείος Χρυσόστομος.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Μοναχός Μωυσής αγιορείτης: Ουνιτοποίηση της Ορθοδοξίας στην Ραβέννα

Η περιβόητη ανακοίνωση του Βατικανού, σύμφωνα με την οποία η Καθολική Εκκλησία εξασφαλίζει την σωτηρία των πιστών διότι είναι εκείνη, που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός», μας κάνει τη χάρη να μας χαρακτηρίζει «αυθεντική Εκκλησία». Βέβαια παρουσιάζουμε σημαντικό έλλειμμα, γιατί δεν αναγνωρίζουμε το Πρωτείο της Ρώμης που σημαίνει ότι ο Πάπας είναι ο «εκπρόσωπος του Χριστού επί της γης». Η γνωστή αυτή ανακοίνωση αναφέρει πως όλοι οι Διαμαρτυρόμενοι δεν αποτελούν «εκκλησία» αλλά «θρησκευτική κοινότητα». Θρησκευτική κοινότητα αποκάλεσε και ο μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ σε επιστολή του τους Καθολικούς.

Εάν μόνη Εκκλησία για τη σωτηρία των πιστών είναι η Καθολική, τότε θα πρέπει να πάμε σε αυτή. Οι δηλώσεις αυτές του Βατικανού είναι πράγματι τρομερές, αποκαλυπτικές και αξιοπαρατήρητες. Δεν τις θεωρούμε απροσδόκητες, επιπόλαιες και έκτακτες.

Αυτό είναι το σταθερό, αμετάβλητο και μόνιμο πνεύμα του Βατικανού. Οι πλείστοι των Ορθοδόξων και μάλιστα των ιεραρχών σιωπούν. Σιωπούν επικίνδυνα, ένοχα και αδικαιολόγητα. Απρόσμενα λύει τη σιωπή του ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός, ο οποίος είναι καλός γνώστης αυτών των θεμάτων και εντυπωσιακά αναφέρει: Επειδή όμως, μετά την 20ετη επίπονη Προεδρία μου εις τον «Επίσημο Θεολογικό Διάλογο» Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, παραιτήθηκα οικειοθελώς, δια να μην έχω πλέον καμίαν σχέση με ένα τέτοιο «ανούσιο παίγνιο» θα πρέπει σήμερα συμπληρωματικώς, προς όσα εδημοσιεύθησαν μέχρι και προσφάτως, να δηλώσω επιγραμματικά μόνον τούτο: Δεν θα εφανταζόμουν ότι θα εδικαιώνοντο τόσο γρήγορα και τόσο αποκαλυπτικά οι ταπεινές κρίσεις μου περί του προσώπου και του συνολικού έργου του Καρδιναλίου Joseph Ratzinger προ της ανυψώσεώς του εις τον Παπικόν θρόνο αφ' ενός και τη μετά ταύτα αιφνίδια «μεταμόρφωσή» του τον πλέον ανεπιφύλακτον «κήρυκα» των Μεσαιωνικών «μυθευμάτων» της παπωσύνης. Επιφυλάσσομαι, μετά την θρυλούμενη «επανέναρξη του Επισήμου Θεολογικού Διάλογου», να επανέλθω εκτενέστερα επί των ραγδαίως εξελισσομένων «υπογείων δραστηριοτήτων» οι οποίες έχουν υψίστη υποκρισία.

Όταν έχουμε τον ίδιο τον Χριστό πάντοτε ανάμεσά μας, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, δεν χρειαζόμαστε τον εκπρόσωπό Του, ούτε τον αντιπρόσωπό Του. Ο πάπας θεωρείται μοναδικός αντιπρόσωπος του Θεού στη γη και μάλιστα αλάθητος, πνευματικός και κοσμικός Εξουσιαστής. Ο Χριστός ήλθε ταπεινός διακονητής, ο πάπας, δυνατός, αγέρωχος, διώκτης φοβερός. Δημιούργησε πολέμους, σταυροφορίες, την τρομακτική νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, χιλιάδες θύματα Ορθοδόξων στη Σερβία, ευλόγησε σφαγές, ολοκληρωτισμούς, ιμπεριαλισμούς, αποικιοκρατίες, συγκρητισμούς, οικουμενισμούς ακόμη και σιωνισμούς.

Στους προ διμήνου διαλόγους της Ραβέννας ξανασυζητήθηκε το πρωτείο του Πάπα. Δυστυχώς, ως ορθά χαρακτηρίσθηκε, επικρατεί μεταξύ των Ορθοδόξων συνομιλητών μία «συνωμοσία σιωπής». Διέρρευσαν πάντως κάποιοι λόγοι, που φαίνεται σαν να πήγανε οι Ορθόδοξοι εκεί για να απαλείψουν το έλλειμμα. Τη μη αναγνώριση του πρωτείου τιμής του πάπα. Εάν δεν υπάρχει ακραιφνής κοινή πίστη, δεν μπορεί ν’ αναγνωρίζεται πρωτείο τιμής σε κανένα. Ιστορικά είναι καταγεγραμμένα τα γεγονότα της κοινής πρώτης χιλιετίας και δεν χρειάζεται καμιά νέα επαναδιατύπωση και κανένας επαναπροσδιορισμός. Το σοβαρό θέμα της Ουνίας καθόλου δεν συνεζητήθη.

Είναι μεγάλη η ανάγκη να προσδιορίσει επακριβώς το Βατικανό τι εννοεί, όταν μιλά για «Καθολική Εκκλησία» ως προς το πρωτείο του Πάπα και τι σημαίνει «Πατριάρχης της Δύσης». Είναι απαράδεκτη η παπική θεωρία της αναφερομένης εκκλησιολογικής μοναδικότητας και αποκλειστικότητας και της θεωρούμενης ελλειμματικής εκκλησιολογίας των Ορθοδόξων.

Η παπική διπλωματία εργάσθηκε επιμελημένα και στο κείμενο της Ραβέννας. Οι Ορθόδοξοι παρεσύρθησαν ξανά από την αγάπη και όχι από την αλήθεια. Το θέμα της Ουνίας άφησαν για αργότερα. Τα θέμα της ερμηνείας του παπικού πρωτείου, συνδυασμένου μετά του αλάθητου, το αναβάλλουν να το αναλύσουν. Είναι σαν τώρα να το δέχονται. Πρόκειται για μίξη άμικτο, για σοβαρή σύγχυση, για μεγάλη αλλοίωση, για ουνιτοποίηση της Ορθοδοξίας.

Στο Άγιον Όρος υπάρχει μεγάλη αγωνία και ανησυχία, που δεν θ' αφήσει για πολύ την ησυχία της σιωπής...


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας: Οι Καθολικοί δεν είναι Εκκλησία

Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι Καθολικοί δεν είναι Εκκλησία


Στο σύντομο αυτό και ταπεινό μου άρθρο, αγαπητοί αναγνώστες, θέλω να αποδείξω ότι αυτοί που τους λέμε «Καθολικούς» η καλύτερα να τους λέμε «Φραγκολατίνους», δεν είναι Εκκλησία.

1. Η Εκκλησία, όπως το λέμε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας, είναι ΜΙΑ. Και αυτή η ΜΙΑ Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη. «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» ομολογούμε. Ας προσέξουμε όμως ότι σ’ αυτό το άρθρο της Πίστεώς μας την Εκκλησία μας την λέμε «Καθολική». Και την λέμε «Καθολική», πρώτον μεν, γιατί ο σκοπός Της είναι ιεραποστολικός. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να περιλάβει στους κόλπους Της όλες τις φυλές των ανθρώπων, να σώσει όλους τους ανθρώπους, να ξαπλωθεί σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Όλοι οι άνθρωποι, αγαπητοί μου, είναι καλεσμένοι για την σωτηρία. Και η Εκκλησία θέλει όλους να τους κάνει μέλη Της, γι’ αυτό και ξαναλέμε καλείται «Καθολική». Όπως μας λέει ωραία ο Κύριλλος Ιεροσολύμων «Καθολική καλείται δια το κατά πάσης είναι της οικουμένης από περάτων γης έως περάτων» (Κατηχ. 18,11). Η, όπως μας λέει πάλι ο Μ. Αθανάσιος, η Εκκλησία καλείται «Καθολική», διότι «καθόλου του κόσμου κεχυμένη υπάρχει» (ΜPG 28,724). Δηλαδή η Μία Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται Καθολική, επειδή είναι Οικουμενική· γιατί ο Κύριός μας είπε στους Αποστόλους Του, και δι’ αυτών σε όλους εμάς τους κληρικούς, να πορευθούμε σε όλα τα έθνη, να τα ευαγγελίσουμε και να τα εισαγάγουμε στην Εκκλησία Του με το άγιο Βάπτισμα: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Ας παρατηρήσουμε ότι τον λόγο αυτόν του Κυρίου τον ακούμε στο ιερό Μυστήριο του Βαπτίσματος, γιατί όχι μόνο των κληρικών, αλλά και κάθε πιστού είναι καθήκον το «πορευθέντες», η ιεραποστολή δηλαδή για την πραγματοποίηση της καθολικότητος της Εκκλησίας.

Αλλά όπως η Εκκλησία λέγεται «Καθολική», επειδή δεν περιορίζεται και δεν περικλείεται σε τόπο, αλλά είναι παντού, έτσι λέγεται Καθολική, δεύτερον, γιατί δεν περιορίζεται και σε χρόνο. Όσο κι αν πολεμείται η Εκκλησία, θα υπάρχει πάντα, μέχρι τα τέλη των αιώνων, γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε στους Μαθητές Του: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,20). Κάι το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, θα μένει μαζί μας «εις τον αιώνα» (Ιωάν. 14,17).


Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία μας είναι Καθολική, αλλά δεν πρέπει να ονομάζουμε τους Φραγκολατίνους «καθολικούς», γιατί αυτοί δεν ανήκουν στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Αλλά ούτε και Ρωμιοί είναι αυτοί, ώστε να μιλάμε για Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. «Ρωμιοί» είμαστε εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, όπως το δηλώνουν από παλαιά και σχετικές τοπικές ονομασίες μας (Ρούμελη) η και ονόματα προσώπων μας (Ρωμανίδης).

2. Αλλά στο άρθρο μας αυτό θελουμε να μιλήσουμε ιδιαίτερα για το λάθος που γίνεται να αποδίδουμε τον όρο «Εκλησία» στους Δυτικούς. Ξαναλέμε ότι την Εκκλησία την αποτελούν μόνο οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Το τι καλείται Εκκλησία, αγαπητοί αναγνώστες, δεν μπορούμε να το εκφράσουμε με έναν απλό ορισμό. Λανθασμένοι είναι οι ορισμοί, που δίδονταν παλαιότερα αλλά και σήμερα σε δογματικά εγχειρίδια, περί Εκκλησίας. Και ο Καθηγητής Ανδρούτσος λέγει περί των φερομένων αυτών ορισμών περί Εκκλησίας ότι «ερείδονται επί ημαρτημένων προϋποθέσεων η είναι κατά το μάλλον η ήττον ατελείς» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 260,1). Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες δεν μας δίνουν κανέναν ορισμό περί Εκκλησίας και καταφεύγουν σε σύμβολα και εικόνες, παρμένες από την Καινή Διαθήκη, για να την εκφράσουν. Έτσι η Εκκλησία εκφράζεται με την εικόνα της αμπέλου και των κλημάτων (Ιωάν. 15,1-8), του ποιμένος και των προβάτων (Ιωάν. 10,1-16), της κεφαλής και του σώματος (Εφεσ. 1,22-23), της οικοδομής (Εφεσ. 2,19-22), του οίκου η της οικογενείας (Α Τιμ. 3,15) η της εικόνος του γάμου (Εφεσ. 5,32).

Μας κάνει πολλή και τρομερή εντύπωση το ότι, ενώ οι διανοούμενοι έχασαν την πραγματική έννοια της Εκκλησίας και την μπέρδεψαν στον λαό με τους δικούς τους ορισμούς, όμως ο πιστός λαός μας, οι αγράμματες κατά κόσμον, αλλά πιστές γιαγιούλες κράτησαν στην καθαρή τους ψυχή την σωστή έννοια περί Εκκλησίας. Αν ένας ξένος Αθηναίος βρεθεί σε ένα χωριό και ρωτήσει μια γιαγιά που είναι η Εκκλησία, η γιαγιά θα σηκώσει το χέρι της και θα δείξει τον Ναό του χωριού. Αυτό πραγματικά είναι η Εκκλησία! Είναι αυτό που γίνεται μέσα στον Ναό. Και μέσα στον Ναό τελείται η Θεία Λειτουργία. Την έννοια της Εκκλησίας, αγαπητοί μου, θα την νοήσουμε και θα την απολαύσουμε στην Θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό ο άγιος Ιγνάτιος έλεγε: «Εάν μη τις η εντός του θυσιαστηρίου υστερείται του άρτου του Θεού» (Προς Εφεσίους 5,2). Κατά τον λόγο αυτόν του αγίου Ιγνατίου Εκκλησία είναι το Θυσιαστήριο, η Αγία Τράπεζα δηλαδή, πάνω στην οποία τελείται η Θεία Λειτουργία.

Λέγουμε λοιπόν, τελικά, ότι Εκκλησία είναι η σύναξη των πιστών να τελέσουν την Θεία Ευχαριστία, δηλαδή την Θεία Λειουργία. Ως απόδειξη γι’ αυτό φέρουμε το 11ο κεφάλαιο της Α πρός Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου. Είναι φανερό ότι στο κεφάλαιο αυτό ο Απόστολος μιλάει για την σύναξη των πιστών να τελέσουν την Θεία Ευχαριστία· και την σύναξη αυτή την ονομάζει Εκκλησία, γιατί λέει: «Συνερχομένων υμών εν Εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχει» (στιχ. 18).

Ας προσέξουμς τώρα, αγαπητοί αναγνώστες: Αφού Εκκλησία είναι η Θεία Λειτουργία και αφού την Θεία Λειτουργία δεν μπορούμε να την τελέσουμε με τους Δυτικούς –αυτούς που λανθασμένα λέμε «καθολικούς»-, ἄ­ρα αυτοί οι Δυτικοί δεν αποτελούν Εκκλησία.

3. Αλλά θέλω να πω και γιατί δεν πρέπει να τελέσουμε την Θεία Λειτουργία με τους Φραγκολατίνους Δυτικούς. Γιατί δηλαδή δεν επιτρέπεται να έχουμε συλλείτουργο μαζί τους. Ο Κύριος, στην επί του Όρους ομιλία Του, μας είπε ότι δεν επιτρέπεται νάπροσφέρουμε το δώρο μας στον Θεό, αν έχουμε διαφορές μεταξύ μας (Ματθ. 5,23-24). Και με τους λεγομένους «καθολικούς» μας χωρίζουν, χρόνια τώρα, πολλές διαφορές. Δεν είναι μόνο το filioque η το αλάθητο του Πάπα, αλλά και τόσες άλλες πολλές και πάμπολλες διαφορές σχετικά με την σωστή έννοια του Θεού και την σωστή πορεία μας σ’ Αυτόν. Οι Δυτικοί έχουν λανθασμένη έννοια περί Θεού. Ο Θεός τους δεν είναι «ο Θεός των Πατέρων ημών». Αφού αυτοί δια του δικού τους αιρετικού Βαρλαάμ κήρυξαν Θεό άνευ θείων ενεργειών, η νεολαία τους –τα εγγόνια του Βαρλαάμ- κήρυξε τον «θάνατο» αυτού του Θεού τους, λέγοντας και γράφοντας στα πλακάτ: Πέθανε ο Θεός! Καλά του τα έλεγε του Βαρλαάμ ο δικός μας άγιος Γρηγόρος ο Παλαμάς: «Φιλόσοφε, κηρύττεις Θεόν ανενέργητον, άρα Θεόν ανύπαρκτον»!­!!


Δεν αποτελούν λοιπόν Εκκλησία οι λεγόμενοι «καθολικοί» και γι’ αυτό θεωρούμε και πιστεύουμε ότι είναι λανθασμένες οι εκφράσεις που λέγονται περί αυτών γραπτώς και προφορικώς «καθολική εκκλησία» η «ρωμαιοκαθολική εκκλησία». Οι Φραγκολατίνοι ούτε Καθολικοί είναι, ούτε Ρωμιοί είναι, ούτε, πολύ περισσότερο, είναι Εκκλησία. Επαναλαμβάνουμε ότι η Εκκλησία -αν μιλάμε για την σωστή θεολογική της έννοια- είναι Μία και αυτή είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Σ’ Αυτήν ομολογούμε Πίστη, όταν κάθε φορά λέγουμε: «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».

Πηγή: περιοδικό "Εν Συνειδήσει" της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου


Μητροπολίτης Ναυπάκτου: δεν μπορούμε να μιλούμε για ένωση "Εκκλησιών"

Η μόνη και αληθινή Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη. Έξω από αυτήν δεν υπάρχουν Εκκλησίες, αλλά αιρετικές συναθροίσεις και αιρετικά διδασκαλεία. Η Εκκλησία δεν είναι χωρισμένη και, φυσικά, δεν μπορούμε να μιλούμε για ένωση "Εκκλησιών". Ο σύγχρονος Παπισμός, που ταυτίζεται με την φραγκική κυριαρχία, είναι στην πραγματικότητα μία πολιτικοοικονομική οργάνωση που αποβλέπει σε άλλους σκοπούς, στην κοσμική κυριαρχία και, φυσικά, πάνω από όλα στην διάλυση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμηοσύνης.

Η ιστορική σχέση της Ορθοδοξίας με τον παπισμό

Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου

και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου

Η Εκκλησία της Παλαιάς Ρώμης μέχρι το 1009 μ.Χ., παρά τις όποιες μικρές διαφορές στα ήθη και στα έθιμα, ήταν Ορθόδοξη. Δεν ξεχνούμε ότι πολλοί αρχαίοι Πάπες συγκαταλέγονται στο ορθόδοξο αγιολόγιο, και ότι η Παλαιά Ρώμη υποστήριζε τον Μέγα Αθανάσιο, και γενικά τους αγώνες των Πατέρων της Εκκλησίας εναντίων των αιρετικών, όπως του Αρείου, του Μακεδονίου κ.λπ. Η Παλαιά Ρώμη είχε κοινωνία και ενότητα με την Νέα Ρώμη, που ήταν η Κωνσταντινούπολη και όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, και μαζί, εν κοινωνία και ενότητι, συμμετείχαν στις εργασίες των Οικουμενικών Συνόδων, έχοντας την ίδια διδασκαλία και ζωή.

Το πρόβλημα άρχισε να αναφύεται όταν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Φράγκοι, ένας βάρβαρος και απολίτιστος λαός, ο οποίος έθεσε ως στόχο την κατάληψη του Παπικού θρόνου, την ανασύσταση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, την κυριαρχία στην γνωστή σήμερα Ευρώπη, και φυσικά την εξόντωση της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, της λεγομένης Ρωμηοσύνης...

Οι Φράγκοι παρουσιάσθηκαν ως Ορθόδοξοι, πολέμιοι των Αρειανών, στην πραγματικότητα όμως ήταν κατ’ όνομα Χριστιανοί, αφού παρέμειναν στις πεποιθήσεις τους ειδωλολάτρες, επειδή προσήρμοσαν την Ορθοδοξία στις φράγκικες ειδωλολατρικές δεισιδαιμονίες τους.

Έτσι στην Δύση μέχρι τον 8ο αιώνα μ.Χ. υπήρχαν από την μία πλευρά οι Ρωμαίοι, με έδρα την Παλαιά Ρώμη, που ήταν Ορθόδοξοι και ενωμένοι με την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, και από την άλλη οι Φράγκοι, που είχαν δική τους Ιεραρχία και επεδίωκαν να κυριαρχήσουν στο δυτικό μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Το έτος 794 οι Φράγκοι κατεδίκασαν την Ζ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύνοδο, που εθέσπισε την τιμητική προσκύνηση των Ιερών εικόνων. Είναι δε γνωστό ότι η Δυτική Ρωμαϊκή Εκκλησία δέχθηκε τις αποφάσεις της Ζ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συνόδου. Παρά τις αντιδράσεις των Ορθοδόξων Πάπων οι Φράγκοι το 809 μ.Χ. ανεκήρυξαν ως δόγμα την προσθήκη του filioque, ότι δηλαδή το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, όχι εκ μόνου του Πατρός, όπως πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, ενώ οι Ορθόδοξοι Πάπες δέχθηκαν τις αποφάσεις της Ζ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συνόδου και απέρριψαν την προσθήκη του filioque, οι Φράγκοι έκαναν τα αντίθετα. Μάλιστα, ο τότε Ορθόδοξος Πάπας της Ρώμης Λέων Γ ἀν­τέ­δρα­σε με το να χαράξει σε δύο αργυρές πλάκες το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το filioque και να το τοποθέτηση στον Ναό του Αγίου Πέτρου. Έγραψε και την εξής επιγραφή «Ταύτα Λέων έθηκα δι’ αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως».

Με την Η Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύνοδο, το 879 μ.Χ., οι Ορθόδοξοι, ανατολικοί και δυτικοί, υπό την ηγεσία του αγίου Φωτίου του Μεγάλου και του Πάπα Ιωάννου του Η κα­τε­δί­κα­σαν το φραγκικό filioque και αναθεμάτισαν τους Φράγκους, χωρίς να τους αναφέρουν ονομαστικά. Δηλαδή, αναθεμάτισαν όσους προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως κάτι. Δεν τους ανέφεραν όμως διότι οι Φράγκοι είχαν επιδοθή σε σφαγές των Ορθοδόξων. Έτσι, οι ανατολικοί και δυτικοί Ρωμαίοι είναι Ορθόδοξοι, και οι Φράγκοι ετερόδοξοι.

Την περίοδο αυτήν στην Δύση γίνεται ένας τρομερός πόλεμος μεταξύ των Φράγκων ετεροδόξων επισκόπων και των Ρωμαίων Ορθοδόξων επισκόπων. Οι Φράγκοι εξαπέλυσαν έναν απηνή διωγμό. Έλεγαν ότι οι Γραικοί, οι Ρωμαίοι, περιέπεσαν σε λάθη, και είναι γνωστά τα συγγράμματα Contra Errores Graccorum, "εναντίων των πλανών των Γραικών". Επίσης, παρουσίαζαν την φράγκικη θεολογία ως καλύτερη και ανώτερη θεολογία, και όλους τους ορθοδόξους επισκόπους ως ανήθικους, ενώ τους δικούς τους Φράγκους ως αγίους.


Τελικά, με την παραίτηση του τελευταίου Ορθόδοξου Πάπα της Ρώμης Ιωάννου ΙΗ , το 1009, και την άνοδο στον θρόνο της Ρώμης, το 1014, του πρώτου Ιταλοφράγκου Πάπα Βενεδίκτου Η , ο οποίος προσέθεσε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, διαγράφηκε ο Πάπας από τα δίπτυχα των Ανατολικών Πατριαρχείων και έχουμε το σχίσμα των Εκκλησιών. Αυτό βέβαια οριστικοποιήθηκε αργότερα, το 1054, όποτε έχουμε και τα αναθέματα.

Το γεγονός, πάντως, είναι ότι ο χωρισμός της Παλαιάς από την Νέα Ρώμη έγινε με την κατάληψη του παπικού θρόνου από τους Φράγκους. Γι’ αυτό λέμε ότι ο σύγχρονος Παπισμός δεν είναι η Παλαιά Ορθόδοξη Ρωμαϊκή Εκκλησία, με έδρα την αρχαία Ρώμη, αλλά οι αιρετικοί Φράγκοι που μισούσαν και μισούν ακόμη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ιερά Εξέταση, οι βιαιοπραγίες και οι σταυροφορίες, οι σφαγές εναντίον των Ορθοδόξων, η σχολαστική θεολογία με την μεταφυσική, είναι καρποί των αιρετικών Φράγκων που κατέλαβαν τον παπικό θρόνο, το 1014. Προηγουμένως οι Ρωμαίοι Επίσκοποι ήταν Ορθόδοξοι, ενωμένοι με τα Πατριαρχεία της Ανατολής.

Τα όσα είπαμε προηγουμένως, ότι, πρώτον, ο σύγχρονος Παπισμός δεν είναι η αρχαία Ρωμαϊκή Εκκλησία με έδρα την Παλαιά Ρώμη, αλλά οι Φράγκοι που μισούν την Ρωμηοσύνη, και, δεύτερον, ότι ουσιαστικά κάθε αιρετικός και αναθεματισμένος από τις Οικουμενικές Συνόδους είναι εκτός της Εκκλησίας, μας οδηγούν σ’ ένα τρίτο σημείο, ότι στον Παπισμό, ουσιαστικά, δεν υπάρχει αποστολική παράδοση και αποστολική διαδοχή.

Μιλώντας για αποστολική παράδοση εννοούμε την ορθόδοξη πίστη και ως δόγμα και ως ζωή, και μιλώντας για αποστολική διαδοχή εννοούμε την μετάδοση της Ιερωσύνης από τους Αποστόλους μέχρις ημών. Εφ’ όσον λοιπόν στον Παπισμό έχουμε αλλοίωση της αποστολικής παραδόσεως και αποκοπή από την Εκκλησία, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για αποστολική διαδοχή.

...Ἡ Ιερωσύνη έχασε την πνευματική πατρότητα και την θεραπευτική μέθοδο και έγινε απλώς μία διοίκηση με φέουδα και κοσμική εξουσία, έγινε πολιτική και οικονομική οργάνωση. Οι Φράγκοι επίσκοποι καταπίεζαν τους Ρωμηούς κληρικούς και Χριστιανούς, με συνέπεια να δημιουργηθή άσβεστο μίσος μεταξύ των δύο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για Ιερωσύνη, αφού γνωρίζουμε καλά ότι η Ιερωσύνη, όπως διασώζεται στην πατερική παράδοση, εντάσσεται μέσα στην θεραπευτική αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε, δεν νοούνται τα μυστήρια έξω από την άσκηση, ούτε άσκηση έξω από την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.

Η μόνη και αληθινή Εκκλησία είναι η Ορθόδοξη. Έξω από αυτήν δεν υπάρχουν Εκκλησίες, αλλά αιρετικές συναθροίσεις και αιρετικά διδασκαλεία. Η Εκκλησία δεν είναι χωρισμένη και, φυσικά, δεν μπορούμε να μιλούμε για ένωση "Εκκλησιών". Ο σύγχρονος Παπισμός, που ταυτίζεται με την φραγκική κυριαρχία, είναι στην πραγματικότητα μία πολιτικοοικονομική οργάνωση που αποβλέπει σε άλλους σκοπούς, στην κοσμική κυριαρχία και, φυσικά, πάνω από όλα στην διάλυση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμηοσύνης. Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να βλέπουμε και τις σύγχρονες μεθόδους και τις διεισδύσεις του Πάπα στην Ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στον χώρο της Ορθοδοξίας. Από προσωπική πείρα γνωρίζουμε και τις φοβερές συνέπειες της αναμείξεως του Παπισμού στην Μέση Ανατολή, στο χώρο της Ορθοδοξίας. Ακόμη, παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν είναι νωπά τα τραύματα που προκάλεσαν οι σταυροφορίες των Φράγκων με σκοπό να διαλύσουν την Ρωμηοσύνη. Τελικά, η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι ανεξάρτητη από τις σταυροφορίες. Κυρίως κατά την Δ σταυ­ρο­φο­ρί­α η Κωνσταντινούπολη κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε από τους Φράγκους και από τότε δεν μπόρεσε να ανανήψη.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Ο επίσημος διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και το ζήτημα της Ουνίας


Η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών

Από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1960 είχαν ξεκινήσει οι διεργασίες για την προετοιμασία και την έναρξη αυτού του διαλόγου. Στην φάση εκείνη επελέγη ως προσφορότερος ο «διάλογος της αγάπης» για να προλειάνει το έδαφος στην επίσημη προσέγγιση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Η μέθοδος, άλλωστε, της «ψυχολογικής προετοιμασίας», που προαναφέραμε, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.

Το 1961 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συγκαλεί στην Ρόδο την Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη και θέτει μεταξύ των θεμάτων της και την έναρξη του επίσημου θεολογικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η Διάσκεψη προτείνει την «καλλιέργειαν σχέσεων εν τω πνεύματι της κατά Χριστόν αγάπης, λαμβανομένων ιδία υπ’ όψιν των υπό της πατριαρχικής εγκυκλίου του 1920 προβλεπομένων σημείων» (Ευαγ. Βαρελά, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί Σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ αἰ­ώ­να, σελ. 205). Αυτό όμως που τονίζεται είναι ότι δεν θα πρέπει να παραβλέπονται οι βασικές διαφορές στην πίστη και την διοίκηση. Επίσης, με κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν η ανάγκη τερματισμού της θλιβερής τακτικής του προσηλυτισμού και της Ουνίας.

Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία ήταν και ο λόγος που η Α Πα­νορ­θό­δο­ξη Διάσκεψη αποφάσισε να μην αποστείλει παρατηρητές στην Β Βα­τι­κα­νή Σύνοδο που θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα τις εργασίες της.


Η ανατροπή των πανορθοδόξων αποφάσεων

Οι πανορθόδοξες αυτές αποφάσεις έμελλε, πολύ σύντομα, να ανατραπούν με πρωτοβουλία του Φαναρίου και του Βατικανού. Χωρίς την παραμικρή αλλαγή της στάσεως του Βατικανού στο ζήτημα της Ουνίας, που ήταν και η αιτία για την απόφαση να μην αποσταλούν ορθόδοξοι παρατηρητές στην Β Βα­τι­κα­νή Σύνοδο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιδιώκει παρά ταύτα την αποστολή παρατηρητών στο Βατικανό και την επίσημη έναρξη του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Συγκαλεί για τον σκοπό αυτό εσπευσμένα (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1963) την δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου και μάλιστα σε διάστημα λίγων μόνο ημερών, χωρίς την ελάχιστη προετοιμασία, χωρίς την προηγούμενη επιλογή της θεματολογίας και παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε την κατηγορηματική και μετά σθένους άρνηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πρόσκληση του Βατικανού για αποστολή Ορθοδόξων παρατηρητών στην Α Βα­τι­κα­νή Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε το 1870.


Η αντίθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος

Στην σπουδή αυτή του Πατριάρχη Αθηναγόρα και την προσπάθειά του για την επιβολή τετελεσμένων στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη αντιτάχθηκε σθεναρά η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Αρχιεπίσκοπός της Χρυσόστομος Β (Χατζησταύρου).

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Ως αρχιδιάκονος του τότε Μητροπολίτου Δράμας (του ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας και Εφέσου. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή και εξελέγη Μητρολίτης Καβάλας και κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Στην μακρόβια ζωή του ο Αρχιεπίσκοπος «γνώρισε από κοντά τη σύμπραξη του Βατικανού με τους Κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, τη βοήθεια που προσέφερε το Βατικανό στον Κεμάλ Ατατούρκ και τη δράση της Ουνίας» (εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999). Έχοντας, λοιπόν, ιδία αντίληψη για τις τακτικές του Βατικανού δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και να συνθηκολογήσει με τις νέες μεθοδείες του και την «επίθεση στα νώτα».




Παρά τις όποιες τακτικές προκάλυψης το Βτικανό δεν έπαψε ποτέ να φανερώνει το αληθινό του πρόσωπο (που μόνον η εθελούσια τύφλωση των ορθοδόξων οικουμενιστών αδυνατεί να δει και να αναγνωρίσει).

δείτε το video

Κλασικό, όσο και τραγικό, παράδειγμα η συνεργασία με τους Nazi στόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η σφαγή τῶν Ορθοδόξων Σέρβων από τούς Πάβελιτς και Στέπινατς. Τον Καρδινάλιο Στέπινατς μάλιστα έσπευσε και να τον "αγιοποιήσει" το Βατικανό ανακηρύσσοντάς τον "μακάριο" αναγνωρίζοντας, έτσι, τήν όλη προσφορά του!!!


Στον αιφνιδιασμό του Πατριάρχη απαντά με σθένος και αποφασιστικότητα. Στην έκτακτη σύγκλησή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «.­..ησχολήθη με το καταθλίψαν τους Ποιμένας αυτής θέμα... κα­τε­δί­κα­σεν ομοφώνως τον έξω πάσης Κανονικής δεοντολογίας τρόπον, δι’ ου επιδιώκεται η συγκρότησις του περί ου πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη εκ των Ι. Κανόνων να αναγνωρίση μονοκρατορίαν, εις οιονδήποτε των Πρωτοκαθέδρων Επισκόπων της Εκκλησίας» (Χρυσοστόμου Β , Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Τα Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, σελ. 18-19).

Η Ιερά Σύνοδος λαμβάνοντας υπόψη την πάγια τακτική του Βατικανού κατά της Ορθοδοξίας «διαχωρίσασα καθηκόντως τας Εαυτής ιστορικάς ευθύνας» καταλήγει στην απόφαση να μην λάβει μέρος στην Β Πα­νορ­θό­δο­ξη διάσκεψη της Ρόδου. Το σκεπτικό της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου ήταν το εξής:

«Εκτιμώσα πρεπόντως (η Ιερά Σύνοδος), αφιλαδέλφους, αντευαγγελικάς και κατακρίτους ενεργείας και μηχανορραφίας, απαραλλάκτως πάντοτε γινομένας εκ μέρους του Παπισμού εις βάρος της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη αποβαλόντος του Παπισμού τον παλαιόν άνθρωπον, ουδέ τας ανεντίμους μεθόδους του μέσω της οικτράς Ουνίας επιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμού, απέληξεν εις την αμετάτρεπτον απόφασιν, όπως μη μετάσχη της υπό της Υμετέρας Παναγιότητος και μόνον αποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ης αι επιπτώσεις θέλουν ασφαλώς κατεργασθή την καταρράκωσιν της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών. Εις την απόφασίν της ταύτην η Ιερά Σύνοδος σύμμαχον έχει και άπασαν την Γερασμίαν χορείαν των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικώς να καταδικάση το περί ου πρόκειται ακαίρως και εν σπουδή αποφασισθέν τούτο Συνέδριον» (ο.π., σελ. 19-20).

Την ίδια σθεναρή στάση κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος και η Εκκλησία της Ελλάδος και στην περίπτωση της συναντήσεως Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα και της άρσεως των αναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου και Βατικανού, γεγονότα που γνώρισαν την κατακραυγή του ορθοδόξου πληρώματος στην Ελλάδα.

Η ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας ήταν αναπόφευκτη, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση τον Αρχιεπίσκοπο στην σχέση του με την ελληνική Κυβένηση. Είναι η περίοδος που «οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δέχονται συνεχείς πιέσεις από παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να στηρίξουν την προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας». (Μαρίας Αντωνιάδου, Από τον αφορισμό του 1054 στην επίσκεψη του 1999, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/9/1999).

Στις 23 Ιουνίου του 1966 σε συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Γ. Αθανασιάδη-Νόβα και τον Υπουργό Παιδείας κ. Στ. Αλαμνή, ο Υπουργός δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο ότι «η κυβέρνησις βαρέως φέρει την αντίθεσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το Πατριαρχείον, διότι η αντίθεσις αυτή ενθαρρύνει τας Σλαυικάς Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν πρέπει να δίδεται η αφορμή αύτη από την Εκκλησία της Ελλάδος».

Και ο Αρχιεπίσκοπος απαντά με παρρησία και αποφασιστικότητα: «Όχι. Δεν είμεθα διατεθειμένοι να εγκαταλείψωμεν την Ορθοδοξίαν μας, η οποία είναι απ' αιώνων συνυφασμένη με την Ιστορίαν του Έθνους. Είμεθα πρόθυμοι να υποστώμεν και θυσίαν χάριν της ορθοδόξου πίστεώς μας. Εις το Βιετνάμ θυσιάζονται εις την πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν της πίστεώς των..­.». (Γ. Καραγιάννη: «Εκκλησία και Κράτος», εκδ. Το Ποντίκι, σελ. 154).

Η «λύση» στο ζήτημα δόθηκε μόλις ένα χρόνο μετά από το δικτατορικό καθεστώς που εκδίωξε τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο για να αναβιβάσει τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα έως τότε των Ανακτόρων.

Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε παρενθετικά ότι η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν, σε γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στις οικουμενικές της επαφές με τους ετεροδόξους. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στους επισήμους διαλόγους τηρούσαν, κατά κανόνα, την ορθοδοξότερη στάση και ήταν αυτοί που επέφεραν τα μεγαλύτερα προσκόμματα και εξέφραζαν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις σε συμφωνίες απαράδεκτες από ορθοδόξου θεολογικής απόψεως. «Επανειλημμένως οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στις συναντήσεις με τους Ρωμαιοκαθολικούς επεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολ­λές φορές ο πρώην συμπρόεδρος του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε με τους ιεράρχες και τους θεολόγους που εκπροσωπούσαν την Εκκλησία της Ελλάδος» (Μαρίας Αντωνιάδου, Η υπέρβαση του κ. Χριστοδούλου, εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 10/12/2006).

Κλασική περίπτωση αυτής της στάσεως ήταν η Σύνοδος της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου στο Balamand του Λιβάνου το 1993, όπου η Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με πολλές άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αρνήθηκε να συμμετάσχει, διαμαρτυρόμενη για την κλιμάκωση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Άσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στο κείμενο του Balamand, το οποίο δεν συνυπέγραψε και η ευθύνη του οποίου βαρύνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η γραμμή αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος ανατράπηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο που με τα οικουμενιστικά του ανοίγματα (με κορυφαία την επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα και του Αρχιεπισκόπου στο Βατικανό) ανέτρεψε την εκκλησιαστική μας παράδοση προσχωρώντας στην τακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η νέα αυτή γραμμή φαίνεται να ακολουθείται και από τον νέο Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, έτσι όπως διατυπώνεται στην πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα του Βατικανού Avennire (14 Απριλίου), όπου θεωρεί το Κείμενο της Ραβέννας «ένα θετικό βήμα το οποίο περιμένει και την συνέχειά του» συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πως ο δρόμος για την ενότητα είναι «ένας δρόμος χωρίς επιστροφή».

Η αποδοχή ως «θετικού» του Κειμένου της Ραβέννας πιστοποιείται και από την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Σύνοδο της Μικτής Επιτροπής τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, ορίζονας ως εκπρόσωπό της τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο. Μία απόφαση η οποία ελήφθη ενώ ακόμη εκκρεμεί η έγκριση η μη του Κειμένου της Ραβέννας από την Ιερά Σύνοδο.

Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών

Ο διάλογος «επί ίσοις όροις» που αποφασίστηκε, χωρίς την συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην Δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου, λαμβάνει την επίσημη μορφή του το 1980, όταν συνέρχεται για πρώτη φορά η Διεθνής Μικτή Επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου στην Πάτμο και την Ρόδο.

Η Δεύτερη Σύνοδος της ολομελείας της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής συνήλθε στο Μόναχο το 1982 και εξέδωσε το κείμενο με θέμα «Το Μυστήριον της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος». Η Τρίτη Σύνοδος της Επιτροπής συνήλθε στο Κολυμπάρι των Χανίων το 1984 με θέμα «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας»· η Τέταρτη στο Bari της Ιταλίας το 1987 με θέμα «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας»· η Πέμπτη στο Νέο Βάλαμο της Φιλανδίας το 1988 με θέμα «Το μυστήριον της ιερωσύνης εν τη μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης της αποστολικής διαδοχής δια τον αγιασμόν και την ενότητα του λαού του Θεού».

Την περίοδο εκείνη το Βατικανό κλιμακώνει, μέσω της Ουνίας τις επεκτατικές του επεμβάσεις εις βάρος των καθημαγμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης και προκαλεί την δίκαιη αγανάκτηση της ορθοδόξου πλευράς. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας αρνούνται την παρουσία αντιπροσώπων τους στην Έκτη Συνέλευση της ολομελείας της Μικτής Επιτροπής που συνέρχεται στο Freising της Γερμανίας το 1990. Η Εκκλησία της Ελλάδος ζητά την αναστολή του Διαλόγου και τελικά μετά από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις αποφασίζεται να μην συζητηθεί το προγραμματισμένο θέμα «Εκκλησιολογικαί και Κανονικαί Συνέπειαι της Μυστηριακής Φύσεως της Εκκλησίας – Συνοδικότης και Αυθεντία», αλλά το πρόβλημα της Ουνίας. (βλ. σχ. Γρηγόρης Μ. Λιάντας, Διορθόδοξος Διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή των δύο Εκκλησιών στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη 2009, σελ. 202).


screenshot.7.jpgscreenshot.5.jpg


screenshot.6.jpg

Ο Ουνίτης «επίσκοπος» κ. Δημ Σαλάχας και ουνίτες «ιερείς», κατά την εορτή των Θεοφανείων στην Αθήνα (6-01-09). Αποκαλυπτική εικόνα της παραπλανήσεως των Ορθοδόξων πιστών.


Το Κείμενο που εκδόθηκε στο Freising ήταν μία καταδίκη της Ουνίας, που πολύ σύντομα, όμως, ανατράπηκε ριζικά στην επόμενη Έβδομη Συνέλευση της Επιτροπής στο Balamand του Λιβάνου το 1993. Εκεί αναγνωρίστηκε και επισήμως η Ουνία με ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν μετείχαν στην Συνέλευση και άσκησαν δριμεία κριτική στο Κείμενο. Μεταξύ των αντιδρώντων στο Κείμενο του Balamand ήταν και η Εκκλησία της Ελλάδος, η Ιερά Σύνοδος της οποίας με επιστολή της προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο το χαρακτήριζε «απαράδεκτο από ορθόδοξη άποψη» (εφ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 393/16-1-1994).

Στην Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., όπου το 2000 συνέρχεται η Όγδοη Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής αναδεικνύεται με ανάγλυφο τρόπο το αδιέξοδο του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, που καταλήγει σε ναυάγιο και οδηγεί σε παραίτηση τον επί εικοσαετία Συμπρόεδρο (από ορθοδόξου πλευράς) της Επιτροπής Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κ. Στυλιανό. Ο κ. Στυλιανός εξηγώντας τους λόγους της παραιτήσεώς του δηλώνει αργότερα ότι «μετά την 20ετη επίπονη Προεδρία μου εις τον ‘Επίσημο Θεολογικό Διάλογο’ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, παραιτήθηκα οικειοθελώς, δια να μη έχω πλέον ουδεμίαν σχέση με ένα τέτοιο ‘ανούσιο παίγνιο’» (εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Ιούλιος 2005).

Νέος Ορθόδοξος Συμπρόεδρος ορίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας.

Ο Διάλογος επαναλαμβάνεται και πάλι το 2006 στο Βελιγράδι στην Ένατη Ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής με θέμα «Η θεολογία της κοινωνίας (πρωτείο του Ρώμης και το συναφές ζήτημα των ανατολικών καθολικών εκκλησιών)». Ἡ Ουνία συνεχίζει να υφίσταται, αλλά αυτό δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα, αφού ξαφνικά θεωρήθηκε πως «δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος διαλόγου».

Αυτός είναι και ο λόγος που στην τελευταία Δέκατη Σύνοδο της Επιτροπής το 2007 στην Ραβέννα της Ιταλίας με θέμα «Εκκλησιολογία και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας, Εκκλησιαστική Κοινωνία, Συνοδικότης και Εξουσία» η συζήτηση του ζητήματος της Ουνίας (κείμενο Balamand) μετατίθεται στο «εγγύς μέλλον», χωρίς αυτό να προσδιορίζεται.


Η μέθοδος του διαλόγου

Σύμφωνα με απόφαση των δύο μερών ο διάλογος ξεκινά από τα «ενούντα», ενώ η συζήτηση για τις δογματικές διαφορές τοποθετήθηκε στο απώτερο μέλλον. Σκοπός της επιλογής ήταν να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών, το οποίο είχε αρχίσει να καλλιεργείται με τον διάλογο της αγάπης και το οποίο κινδύνευε να ανατραπεί αν ετίθετο το ζήτημα των δογματικών διαφορών.

Ο ψυχολογικός παράγοντας υπερισχύει για μία ακόμη φορά έναντι της πραγματικότητος και της αληθείας με τραγικές και ανυπέρβλητες συνέπειες για την δεύτερη. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, οδεύοντας προς την συμπλήρωση μίας τριακονταετίας επισήμου θεολογικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και ενώ έχουν εκπονηθεί 10 σχετικά κείμενα από την Μικτή Επιτροπή, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι δύο πλευρές είναι ότι δογματικές διαφορές δεν υπάρχουν, παρά μόνο άλλες παραδόσεις, που μπορούν να συνυπάρξουν και να εμπλουτισθούν αμοιβαία.

Χρειάστηκε δηλαδή μισός αιώνας περίπου «ψυχολογικής προετοιμασίας» για να αποδεχθούν οι Ορθόδοξοι επισήμως τις αποφάσεις της Β Βα­τι­κα­νῆς Συνόδου για κοινή αποστολική πίστη και παράδοση, κοινά μυστήρια, κοινή ιερωσύνη, αλλά και για ταυτόχρονη αποδοχή άνευ όρων της Ουνίας και της πολεμικής του Βατικανού εις βάρος των Ορθοδόξων.

Πρώτη χειροπιαστή επιβεβαίωση η συμφωνία του Balamand. Το κείμενο της Μικτής Επιτροπής που συνήλθε εκεί το 1993 στην 7η συνεδρία της ολομελείας της αποφαίνεται:

«Πράγματι, προ παντός από των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και της Β Βα­τι­κα­νῆς Συνόδου και εξής, η εκ νέου ανακάλυψις και η επαναξιοποίησις, τόσον εκ μέρους των Ορθοδόξων όσον και υπό των Καθολικών, της Εκ­κλη­σί­ας ως κοινωνίας μετέβαλε ριζικώς τας προοπτικάς, επομένως δε και την στάσιν των. Και από τις δυό πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του -ομολογία της αποστολικής πίστεως, συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, προ πάντων στη μοναδική Ιερωσύνη που τελεί τη μοναδική θυσία του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων- δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μιας μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά, είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται». (Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Οικουμένη-Διάλογος και προβληματισμοί, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998, τ. 3, σελ. 86-93).

Στην δέκατη ολομέλεια της Επιτροπής στην Ραβέννα το 2007 φθάσαμε στο σημείο να θεωρείται πως το μόνο εκκρεμές ζήτημα με τους Ρωμαιοκαθολικούς είναι το πρωτείο του Πάπα και αυτό μόνον να συζητούμε.

Οι γνωρίζοντες, βεβαίως, καλύτερα τα πράγματα ήταν σε θέση να τα προβλέπουν όλα αυτά εδώ και τριάντα χρόνια περίπου.

«Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει εις τους σοβαρώς αμφοτέρωθεν και έξωθεν παρακολουθούντας τον Διάλογον τούτον, ότι αι κυριώτεραι δυσκολίαι τελικώς θα συνοψισθούν εις τα έχοντα σχέσιν προς το πρωτείον και το αλάθητον του Πάπα, κατά δεύτερον δε λόγον εις την δια του Filioque εισαχθείσαν και επικρατήσασαν διαφοράν, η οποία, ευτυχώς... φαί­νε­ται ότι λίαν προσεχώς, συν Θεώ, θα εκλείψη εξ ολοκλήρου». (Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Οικουμένη-Διάλογος και προβληματισμοί, εκδ. παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998, τ. 3, σελ. 36). Αυτή ήταν η εκτίμηση του Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου) κ. Βαρθολομαίου σε ομιλία του στα πλαίσια του 32ου Οικουμενικού Συμποσίου του ιδρύματος «Pro Oriente» στην Βιέννη στις 11 Ιανουαρίου 1983.

Στην ίδια ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπερασπιζόμενος την επιλογή να ξεκινήσει ο διάλογος από τα «ενούντα» τις δύο πλευρές, δίνει μία ενδιαφέρουσα, όσο και αποκαλυπτική, ερμηνεία και για το ζήτημα της Ουνίας:

«Εάν ο Διάλογος ήρχιζεν από τας μείζονας μεταξύ των δύο Εκκλησιών διαφοράς, η πρόοδός του θα καθίστατο προβληματική, διότι θα είχομεν ευθύς εξ αρχής δυσκολίας, των οποίων αι ψυχολογικής φύσεως δεν θα ήσαν ασφαλώς αι τελευταίαι. Αλλά και πάλιν, δηλαδή και τώρα που ήρχισεν ο Διάλογος από τα ενούντα, αι ψυχολογικαί δυσχέρειαι δεν απέλιπον. Θα αναφέρω εν μόνον παράδειγμα: το θέμα της Ουνίας, επί του οποίου οι ορθόδοξοι γενικώς έχουν αλλεργίαν και αντιδρούν, διότι τούτο συνάπτεται με δυσάρεστα ιστορικά γεγονότα. Αλλά την ψυχολογικήν τοποθέτησιν των Ορθοδόξων έναντι της Ουνίας φαίνεται ότι δεν κατενόησεν εισέτι επαρκώς η Ρώμη και την υποτιμά» (ο.π., σελ. 38).

Στην συνέχεια της ομιλίας του εκείνης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αφού αναφέρθηκε σε περιπτώσεις διεισδύσεως της Ουνίας στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, αναφέρει: «Πάσαι αι περιπτώσεις αύται και ει τις άλλη παρομοία δημιουργούν πικρίαν παρά τοις ορθοδόξοις, οπλίζουν τους εκ των προτέρων αντιτιθεμένους εις τον διάλογον των δύο Εκκλησιών με επιχειρήματα και, εν πάση περιπτώσει επιβαρύνουν το ψυχολογικόν κλίμα» (ο.π., σελ. 39).

Αυτό που φαίνεται να απαιτείται είναι μία ανάλογη «ψυχολογική προετοιμασία» για να αποδεχθούν οι Ορθόδοξοι την ύπαρξη της Ουνίας, καθώς «το πρόβλημα αυτό οδήγησε στην αναστολή του επίσημου θεολογικού διαλόγου στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ευτυχώς διασώσαμε μία διαδικασία, κατά την οποία είχαμε τη δυνατότητα να εντρυφήσουμε στα θέματα αυτά, και παράλληλα να παραμείνουμε πιστοί στη δέσμευσή μας για διάλογο». (Βήμα επαναπροσέγγισης των δύο Εκκλησιών, Συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχου στον Νίκο Παπαχρήστου, Καθημερινή 26-11-2006).

Η «διαδικασία» αυτή εκφράσθηκε αρκετές φορές με παλινδρομήσεις και αντικρουόμενες δηλώσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι, με την αναφορά του στην Ουνία, στον χαιρετισμό του προς τον Καρδινάλιο Κάσπερ στην θρονική εορτή του Φαναρίου τον Νοέμβριο του 1991 θεωρήθηκε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης «εμμέσως πλην σαφώς απείλησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με άμεση διακοπή του διαλόγου» (εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12 Σεπτεμβρίου 1999).

Ανέφερε συγκεκριμένα ο Πατριάρχης:

«Το επί δεκαετίαν επιτελεσθέν όντως ιστορικόν δια τα καθ' όλα διαχριστιανικά πράγματα έργον του θεολογικού ημών διαλόγου κινδυνεύει ατυχώς όχι μόνον να ανασταλή επ' αόριστον και με αγνώστους προοπτικάς αλλά ίσως και να ματαιωθή εξ ολοκλήρου, ως μη ώφειλε, λόγω της δημιουργηθείσης υπό των ουνιτών εις την Ανατολικήν και Κεντρώαν Ευρώπην απαραδέκτου καταστάσεως, εις τας σχέσεις αυτών προς τας τοπικάς ορθοδόξους Εκκλησίας, αίτινες αποτελούν το αρχαιοπαράδοτον κυρίαρχον χριστιανικόν δόγμα, ενώ θα έπρεπε να επιδειχθή μεγαλύτερος σεβασμός και αδελφική εμπιστοσύνη» (ό.π.).

Και ενώ θα ανέμενε κανείς την παπική συμμόρφωση μπροστά σ’ αυτή την «απειλή» για διακοπή του διαλόγου, δύο μόλις χρόνια μετά, στο Balamand υπεγράφη μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (με ακεραία την ευθύνη εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς πολλές εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών απείχαν και κατεδίκασαν την συμφωνία) η γνωστή Συμφωνία που προβλέπει ότι:

«Όσον αφορά εις τας ανατολικάς καθολικάς Εκ­κλη­σί­ας (σημ. ουνιτικάς), είναι σαφές ότι αύται, ως τμήμα της καθολικής Κοινωνίας, έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν και να δρουν δια να ανταποκριθούν εις τας πνευματικάς ανάγκας των πιστών των».


Σ΄ αυτή τη σκηνή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά η προοπτική της πολυπόθητης «ενώσεως» μας με τους παπικούς, της ουνιτικού τύπου δηλαδή προχωρήσεως της Ορθοδοξίας στο σκήπτρο του Πάπα.

Επάνω Ο ουνίτης «αρχιεπίσκοπος» Jan Babjak (της ουνιτικής επισκοπής Presovsky της Σλοβακίας) προσκυνά γονατιστός τον Πάπα από τον οποίο έχει παραλάβει το παλίον (σύμβολο αφωσιώσεως και αναγνωρίσεως του Πάπα)

Κάτω ο Οκοιμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και η ορθόδοξη αντιπροσωπεία μαζί με τον Ουνίτη (πρώτος από δεξιά) στην παπική λειτουργία στο Βατικανό τον Ιούνιο του 2008


Συμφώνως προς το πνεύμα της Συμφωνίας του Balamand η Ουνία γίνεται πλέον αποδεκτή και εν τοις πράγμασι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αναγνώριση αυτή εκφράζεται ποικιλοτρόπως, όπως για παράδειγμα με την αδιαμαρτύρητη αποδοχή εκ μέρους του Φαναρίου της συμμετοχής του, κορυφαίου στην ιεραρχία του Βατικανού, ουνίτη Καρδιναλίου Duat, την παρουσία του στην ορθόδοξη λατρεία και την τιμή του από τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Χαρακτηριστική, επίσης, είναι και η προσφορά από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ενός Αγίου Ποτηρίου, ως συμβολικού δώρου, προς τον ουνίτη επίσκοπο των Αθηνών κ. Δ. Σαλάχα τον Μάιο του 2008 (παραπομπή Ελ. Τύπος). Πρόσφατα μάλιστα ο κ. Σαλάχας έγινε δεκτός (με τα υπόλοιπα μέλη της Συνόδου Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων Ν.Α. Ευρώπης) στο Φανάρι και συνεόρτασε στον Πατριαρχικό Ναό την εορτή της Ορθοδοξίας (παραπομπή στην ιστοσελίδα), δείγμα κι αυτό ότι η «ψυχολογική αλλεργία» των Ορθοδόξων στην Ουνία, συν τω χρόνω εξασθενεί.

Ένας άλλος σημαντικός τομέας για την κάλυψη του οποίου απαιτείται εκτεταμένης κλίμακας «ψυχολογική προετοιμασία» είναι αυτός της «αποκαταστάσεως της κοινωνίας» μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Εδώ καθοριστική είναι η εκατέρωθεν συμμετοχή σε συμπροσευχές, ιεροπραξίες, ακολουθίες, λειτουργίες κ.α.

Η ανταλλαγή επισκέψεων επισήμων αποστολών στις θρονικές εορτές Βατικανού και Φαναρίου, που αποφασίστηκε εδώ και χρόνια, δίνει την δυνατότητα μέσα από πράξεις κορυφαίου συμβολικού χαρακτήρα να παρέχεται η εικόνα δύο «εκκλησιών» που συνυπάρχουν και «κοινωνούν» αρμονικά. Ο συμφυρμός Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών σε λατρευτικές πράξεις, οι επίσημες προσφωνήσεις, αναγνωρίσεις και αποδόσεις τιμών, ταυτόσημες προς όλους και χωρίς καμμία διάκριση αν απευθύνονται σε ομοδόξους η ετεροδόξους, δίνουν το στίγμα αυτής της τακτικής.

Η δύναμη, άλλωστε, της εικόνας, της συνήθειας και του συγχρωτισμού είναι αδυσώπητη. Αμβλύνει συνειδήσεις, ανατρέπει παραδόσεις, σχετικοποιεί αλήθειες, αλλοιώνει πιστεύματα. Είναι η σύγχρονη πνευματική νόσος, που πλήττει τον εκκλησιαστικό θεολογικό μας χώρο και απειλεί με πανδημία το ορθόδοξο πλήρωμα.

Η ανταλλαγή λειτουργικού ασπασμού μεταξύ Πατριάρχη και Πάπα, ακόμη και στην διάρκεια της ορθοδόξου Θείας Λειτουργίας στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου (τον Νοέμβριο του 2006), σηματοδοτεί αυτό που «οφείλουμε» να συνηθίσουμε, να αναγνωρίσουμε και να αποδεχθούμε ως Ορθόδοξοι, την «ενότητα της πίστεως» με τους Ρωμαιοκαθολικούς!

Η παρουσίαση όλων των αποφάσεων, των γεγονότων και των ντοκουμέντων που παραθέσαμε, καταδεικνύουν, πιστεύουμε, την μεθόδευση και την πρακτική, που ακολουθήθηκε στην πορεία της προσεγγίσεώς μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς πρακτική και μεθόδευση, που τηρείται και σήμερα, γι’ αυτό και αποφέρει τα ίδια οδυνηρά και ολέθρια αποτελέσματα για την Ορθοδοξία μας.

Η στάση και οι επιλογές μας απέναντι στα τεκταινόμενα, που αφορούν μάλιστα την ίδια την ορθόδοξη πίστη μας και τον σωτηριολογικό της χαρακτήρα, αποτελούν προσωπική ευθύνη όλων μας.


Απόσπασμα από άρθρο στο περιοδικό ''Εν Συνειδήσει'' της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου


Διαβάστε επίσης σχετικά με την ουνία και την παλαιότερη ανάρτησή μας με θέμα: Τό Φανάρι καί η αναγνώριση της Ουνίας