Η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών
Από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1960 είχαν ξεκινήσει οι διεργασίες για την προετοιμασία και την έναρξη αυτού του διαλόγου. Στην φάση εκείνη επελέγη ως προσφορότερος ο «διάλογος της αγάπης» για να προλειάνει το έδαφος στην επίσημη προσέγγιση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Η μέθοδος, άλλωστε, της «ψυχολογικής προετοιμασίας», που προαναφέραμε, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.
Το 1961 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συγκαλεί στην Ρόδο την Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη και θέτει μεταξύ των θεμάτων της και την έναρξη του επίσημου θεολογικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η Διάσκεψη προτείνει την «καλλιέργειαν σχέσεων εν τω πνεύματι της κατά Χριστόν αγάπης, λαμβανομένων ιδία υπ’ όψιν των υπό της πατριαρχικής εγκυκλίου του 1920 προβλεπομένων σημείων» (Ευαγ. Βαρελά, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί Σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ αἰώνα, σελ. 205). Αυτό όμως που τονίζεται είναι ότι δεν θα πρέπει να παραβλέπονται οι βασικές διαφορές στην πίστη και την διοίκηση. Επίσης, με κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν η ανάγκη τερματισμού της θλιβερής τακτικής του προσηλυτισμού και της Ουνίας.
Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία ήταν και ο λόγος που η Α Πανορθόδοξη Διάσκεψη αποφάσισε να μην αποστείλει παρατηρητές στην Β Βατικανή Σύνοδο που θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα τις εργασίες της.
Η ανατροπή των πανορθοδόξων αποφάσεων
Οι πανορθόδοξες αυτές αποφάσεις έμελλε, πολύ σύντομα, να ανατραπούν με πρωτοβουλία του Φαναρίου και του Βατικανού. Χωρίς την παραμικρή αλλαγή της στάσεως του Βατικανού στο ζήτημα της Ουνίας, που ήταν και η αιτία για την απόφαση να μην αποσταλούν ορθόδοξοι παρατηρητές στην Β Βατικανή Σύνοδο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιδιώκει παρά ταύτα την αποστολή παρατηρητών στο Βατικανό και την επίσημη έναρξη του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Συγκαλεί για τον σκοπό αυτό εσπευσμένα (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1963) την δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου και μάλιστα σε διάστημα λίγων μόνο ημερών, χωρίς την ελάχιστη προετοιμασία, χωρίς την προηγούμενη επιλογή της θεματολογίας και παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε την κατηγορηματική και μετά σθένους άρνηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πρόσκληση του Βατικανού για αποστολή Ορθοδόξων παρατηρητών στην Α Βατικανή Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε το 1870.
Η αντίθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Στην σπουδή αυτή του Πατριάρχη Αθηναγόρα και την προσπάθειά του για την επιβολή τετελεσμένων στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη αντιτάχθηκε σθεναρά η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Αρχιεπίσκοπός της Χρυσόστομος Β (Χατζησταύρου).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Ως αρχιδιάκονος του τότε Μητροπολίτου Δράμας (του ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας και Εφέσου. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή και εξελέγη Μητρολίτης Καβάλας και κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Στην μακρόβια ζωή του ο Αρχιεπίσκοπος «γνώρισε από κοντά τη σύμπραξη του Βατικανού με τους Κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, τη βοήθεια που προσέφερε το Βατικανό στον Κεμάλ Ατατούρκ και τη δράση της Ουνίας» (εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999). Έχοντας, λοιπόν, ιδία αντίληψη για τις τακτικές του Βατικανού δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και να συνθηκολογήσει με τις νέες μεθοδείες του και την «επίθεση στα νώτα».
Παρά τις όποιες τακτικές προκάλυψης το Βτικανό δεν έπαψε ποτέ να φανερώνει το αληθινό του πρόσωπο (που μόνον η εθελούσια τύφλωση των ορθοδόξων οικουμενιστών αδυνατεί να δει και να αναγνωρίσει).
δείτε το video
Κλασικό, όσο και τραγικό, παράδειγμα η συνεργασία με τους Nazi στόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η σφαγή τῶν Ορθοδόξων Σέρβων από τούς Πάβελιτς και Στέπινατς. Τον Καρδινάλιο Στέπινατς μάλιστα έσπευσε και να τον "αγιοποιήσει" το Βατικανό ανακηρύσσοντάς τον "μακάριο" αναγνωρίζοντας, έτσι, τήν όλη προσφορά του!!!
Στον αιφνιδιασμό του Πατριάρχη απαντά με σθένος και αποφασιστικότητα. Στην έκτακτη σύγκλησή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «...ησχολήθη με το καταθλίψαν τους Ποιμένας αυτής θέμα... κατεδίκασεν ομοφώνως τον έξω πάσης Κανονικής δεοντολογίας τρόπον, δι’ ου επιδιώκεται η συγκρότησις του περί ου πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη εκ των Ι. Κανόνων να αναγνωρίση μονοκρατορίαν, εις οιονδήποτε των Πρωτοκαθέδρων Επισκόπων της Εκκλησίας» (Χρυσοστόμου Β , Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Τα Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, σελ. 18-19).
Η Ιερά Σύνοδος λαμβάνοντας υπόψη την πάγια τακτική του Βατικανού κατά της Ορθοδοξίας «διαχωρίσασα καθηκόντως τας Εαυτής ιστορικάς ευθύνας» καταλήγει στην απόφαση να μην λάβει μέρος στην Β Πανορθόδοξη διάσκεψη της Ρόδου. Το σκεπτικό της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου ήταν το εξής:
«Εκτιμώσα πρεπόντως (η Ιερά Σύνοδος), αφιλαδέλφους, αντευαγγελικάς και κατακρίτους ενεργείας και μηχανορραφίας, απαραλλάκτως πάντοτε γινομένας εκ μέρους του Παπισμού εις βάρος της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη αποβαλόντος του Παπισμού τον παλαιόν άνθρωπον, ουδέ τας ανεντίμους μεθόδους του μέσω της οικτράς Ουνίας επιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμού, απέληξεν εις την αμετάτρεπτον απόφασιν, όπως μη μετάσχη της υπό της Υμετέρας Παναγιότητος και μόνον αποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ης αι επιπτώσεις θέλουν ασφαλώς κατεργασθή την καταρράκωσιν της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών. Εις την απόφασίν της ταύτην η Ιερά Σύνοδος σύμμαχον έχει και άπασαν την Γερασμίαν χορείαν των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικώς να καταδικάση το περί ου πρόκειται ακαίρως και εν σπουδή αποφασισθέν τούτο Συνέδριον» (ο.π., σελ. 19-20).
Την ίδια σθεναρή στάση κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος και η Εκκλησία της Ελλάδος και στην περίπτωση της συναντήσεως Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα και της άρσεως των αναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου και Βατικανού, γεγονότα που γνώρισαν την κατακραυγή του ορθοδόξου πληρώματος στην Ελλάδα.
Η ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας ήταν αναπόφευκτη, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση τον Αρχιεπίσκοπο στην σχέση του με την ελληνική Κυβένηση. Είναι η περίοδος που «οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δέχονται συνεχείς πιέσεις από παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να στηρίξουν την προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας». (Μαρίας Αντωνιάδου, Από τον αφορισμό του 1054 στην επίσκεψη του 1999, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/9/1999).
Στις 23 Ιουνίου του 1966 σε συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Γ. Αθανασιάδη-Νόβα και τον Υπουργό Παιδείας κ. Στ. Αλαμνή, ο Υπουργός δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο ότι «η κυβέρνησις βαρέως φέρει την αντίθεσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το Πατριαρχείον, διότι η αντίθεσις αυτή ενθαρρύνει τας Σλαυικάς Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν πρέπει να δίδεται η αφορμή αύτη από την Εκκλησία της Ελλάδος».
Και ο Αρχιεπίσκοπος απαντά με παρρησία και αποφασιστικότητα: «Όχι. Δεν είμεθα διατεθειμένοι να εγκαταλείψωμεν την Ορθοδοξίαν μας, η οποία είναι απ' αιώνων συνυφασμένη με την Ιστορίαν του Έθνους. Είμεθα πρόθυμοι να υποστώμεν και θυσίαν χάριν της ορθοδόξου πίστεώς μας. Εις το Βιετνάμ θυσιάζονται εις την πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν της πίστεώς των...». (Γ. Καραγιάννη: «Εκκλησία και Κράτος», εκδ. Το Ποντίκι, σελ. 154).
Η «λύση» στο ζήτημα δόθηκε μόλις ένα χρόνο μετά από το δικτατορικό καθεστώς που εκδίωξε τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο για να αναβιβάσει τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα έως τότε των Ανακτόρων.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε παρενθετικά ότι η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν, σε γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στις οικουμενικές της επαφές με τους ετεροδόξους. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στους επισήμους διαλόγους τηρούσαν, κατά κανόνα, την ορθοδοξότερη στάση και ήταν αυτοί που επέφεραν τα μεγαλύτερα προσκόμματα και εξέφραζαν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις σε συμφωνίες απαράδεκτες από ορθοδόξου θεολογικής απόψεως. «Επανειλημμένως οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στις συναντήσεις με τους Ρωμαιοκαθολικούς επεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ο πρώην συμπρόεδρος του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε με τους ιεράρχες και τους θεολόγους που εκπροσωπούσαν την Εκκλησία της Ελλάδος» (Μαρίας Αντωνιάδου, Η υπέρβαση του κ. Χριστοδούλου, εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 10/12/2006).
Κλασική περίπτωση αυτής της στάσεως ήταν η Σύνοδος της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου στο Balamand του Λιβάνου το 1993, όπου η Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με πολλές άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αρνήθηκε να συμμετάσχει, διαμαρτυρόμενη για την κλιμάκωση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Άσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στο κείμενο του Balamand, το οποίο δεν συνυπέγραψε και η ευθύνη του οποίου βαρύνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η γραμμή αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος ανατράπηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο που με τα οικουμενιστικά του ανοίγματα (με κορυφαία την επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα και του Αρχιεπισκόπου στο Βατικανό) ανέτρεψε την εκκλησιαστική μας παράδοση προσχωρώντας στην τακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η νέα αυτή γραμμή φαίνεται να ακολουθείται και από τον νέο Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, έτσι όπως διατυπώνεται στην πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα του Βατικανού Avennire (14 Απριλίου), όπου θεωρεί το Κείμενο της Ραβέννας «ένα θετικό βήμα το οποίο περιμένει και την συνέχειά του» συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πως ο δρόμος για την ενότητα είναι «ένας δρόμος χωρίς επιστροφή».
Η αποδοχή ως «θετικού» του Κειμένου της Ραβέννας πιστοποιείται και από την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Σύνοδο της Μικτής Επιτροπής τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, ορίζονας ως εκπρόσωπό της τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο. Μία απόφαση η οποία ελήφθη ενώ ακόμη εκκρεμεί η έγκριση η μη του Κειμένου της Ραβέννας από την Ιερά Σύνοδο.
Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών
Ο διάλογος «επί ίσοις όροις» που αποφασίστηκε, χωρίς την συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην Δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου, λαμβάνει την επίσημη μορφή του το 1980, όταν συνέρχεται για πρώτη φορά η Διεθνής Μικτή Επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου στην Πάτμο και την Ρόδο.
Η Δεύτερη Σύνοδος της ολομελείας της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής συνήλθε στο Μόναχο το 1982 και εξέδωσε το κείμενο με θέμα «Το Μυστήριον της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος». Η Τρίτη Σύνοδος της Επιτροπής συνήλθε στο Κολυμπάρι των Χανίων το 1984 με θέμα «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας»· η Τέταρτη στο Bari της Ιταλίας το 1987 με θέμα «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας»· η Πέμπτη στο Νέο Βάλαμο της Φιλανδίας το 1988 με θέμα «Το μυστήριον της ιερωσύνης εν τη μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης της αποστολικής διαδοχής δια τον αγιασμόν και την ενότητα του λαού του Θεού».
Την περίοδο εκείνη το Βατικανό κλιμακώνει, μέσω της Ουνίας τις επεκτατικές του επεμβάσεις εις βάρος των καθημαγμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης και προκαλεί την δίκαιη αγανάκτηση της ορθοδόξου πλευράς. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας αρνούνται την παρουσία αντιπροσώπων τους στην Έκτη Συνέλευση της ολομελείας της Μικτής Επιτροπής που συνέρχεται στο Freising της Γερμανίας το 1990. Η Εκκλησία της Ελλάδος ζητά την αναστολή του Διαλόγου και τελικά μετά από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις αποφασίζεται να μην συζητηθεί το προγραμματισμένο θέμα «Εκκλησιολογικαί και Κανονικαί Συνέπειαι της Μυστηριακής Φύσεως της Εκκλησίας – Συνοδικότης και Αυθεντία», αλλά το πρόβλημα της Ουνίας. (βλ. σχ. Γρηγόρης Μ. Λιάντας, Διορθόδοξος Διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή των δύο Εκκλησιών στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη 2009, σελ. 202).
Ο Ουνίτης «επίσκοπος» κ. Δημ Σαλάχας και ουνίτες «ιερείς», κατά την εορτή των Θεοφανείων στην Αθήνα (6-01-09). Αποκαλυπτική εικόνα της παραπλανήσεως των Ορθοδόξων πιστών.
Το Κείμενο που εκδόθηκε στο Freising ήταν μία καταδίκη της Ουνίας, που πολύ σύντομα, όμως, ανατράπηκε ριζικά στην επόμενη Έβδομη Συνέλευση της Επιτροπής στο Balamand του Λιβάνου το 1993. Εκεί αναγνωρίστηκε και επισήμως η Ουνία με ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν μετείχαν στην Συνέλευση και άσκησαν δριμεία κριτική στο Κείμενο. Μεταξύ των αντιδρώντων στο Κείμενο του Balamand ήταν και η Εκκλησία της Ελλάδος, η Ιερά Σύνοδος της οποίας με επιστολή της προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο το χαρακτήριζε «απαράδεκτο από ορθόδοξη άποψη» (εφ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, 393/16-1-1994).
Στην Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., όπου το 2000 συνέρχεται η Όγδοη Συνέλευση της Μικτής Επιτροπής αναδεικνύεται με ανάγλυφο τρόπο το αδιέξοδο του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, που καταλήγει σε ναυάγιο και οδηγεί σε παραίτηση τον επί εικοσαετία Συμπρόεδρο (από ορθοδόξου πλευράς) της Επιτροπής Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κ. Στυλιανό. Ο κ. Στυλιανός εξηγώντας τους λόγους της παραιτήσεώς του δηλώνει αργότερα ότι «μετά την 20ετη επίπονη Προεδρία μου εις τον ‘Επίσημο Θεολογικό Διάλογο’ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, παραιτήθηκα οικειοθελώς, δια να μη έχω πλέον ουδεμίαν σχέση με ένα τέτοιο ‘ανούσιο παίγνιο’» (εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Ιούλιος 2005).
Νέος Ορθόδοξος Συμπρόεδρος ορίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας.
Ο Διάλογος επαναλαμβάνεται και πάλι το 2006 στο Βελιγράδι στην Ένατη Ολομέλεια της Μικτής Επιτροπής με θέμα «Η θεολογία της κοινωνίας (πρωτείο του Ρώμης και το συναφές ζήτημα των ανατολικών καθολικών εκκλησιών)». Ἡ Ουνία συνεχίζει να υφίσταται, αλλά αυτό δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα, αφού ξαφνικά θεωρήθηκε πως «δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος διαλόγου».
Αυτός είναι και ο λόγος που στην τελευταία Δέκατη Σύνοδο της Επιτροπής το 2007 στην Ραβέννα της Ιταλίας με θέμα «Εκκλησιολογία και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας, Εκκλησιαστική Κοινωνία, Συνοδικότης και Εξουσία» η συζήτηση του ζητήματος της Ουνίας (κείμενο Balamand) μετατίθεται στο «εγγύς μέλλον», χωρίς αυτό να προσδιορίζεται.
Η μέθοδος του διαλόγου
Σύμφωνα με απόφαση των δύο μερών ο διάλογος ξεκινά από τα «ενούντα», ενώ η συζήτηση για τις δογματικές διαφορές τοποθετήθηκε στο απώτερο μέλλον. Σκοπός της επιλογής ήταν να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών, το οποίο είχε αρχίσει να καλλιεργείται με τον διάλογο της αγάπης και το οποίο κινδύνευε να ανατραπεί αν ετίθετο το ζήτημα των δογματικών διαφορών.
Ο ψυχολογικός παράγοντας υπερισχύει για μία ακόμη φορά έναντι της πραγματικότητος και της αληθείας με τραγικές και ανυπέρβλητες συνέπειες για την δεύτερη. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, οδεύοντας προς την συμπλήρωση μίας τριακονταετίας επισήμου θεολογικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς και ενώ έχουν εκπονηθεί 10 σχετικά κείμενα από την Μικτή Επιτροπή, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι δύο πλευρές είναι ότι δογματικές διαφορές δεν υπάρχουν, παρά μόνο άλλες παραδόσεις, που μπορούν να συνυπάρξουν και να εμπλουτισθούν αμοιβαία.
Χρειάστηκε δηλαδή μισός αιώνας περίπου «ψυχολογικής προετοιμασίας» για να αποδεχθούν οι Ορθόδοξοι επισήμως τις αποφάσεις της Β Βατικανῆς Συνόδου για κοινή αποστολική πίστη και παράδοση, κοινά μυστήρια, κοινή ιερωσύνη, αλλά και για ταυτόχρονη αποδοχή άνευ όρων της Ουνίας και της πολεμικής του Βατικανού εις βάρος των Ορθοδόξων.
Πρώτη χειροπιαστή επιβεβαίωση η συμφωνία του Balamand. Το κείμενο της Μικτής Επιτροπής που συνήλθε εκεί το 1993 στην 7η συνεδρία της ολομελείας της αποφαίνεται:
«Πράγματι, προ παντός από των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και της Β Βατικανῆς Συνόδου και εξής, η εκ νέου ανακάλυψις και η επαναξιοποίησις, τόσον εκ μέρους των Ορθοδόξων όσον και υπό των Καθολικών, της Εκκλησίας ως κοινωνίας μετέβαλε ριζικώς τας προοπτικάς, επομένως δε και την στάσιν των. Και από τις δυό πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του -ομολογία της αποστολικής πίστεως, συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, προ πάντων στη μοναδική Ιερωσύνη που τελεί τη μοναδική θυσία του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων- δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μιας μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά, είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται». (Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Οικουμένη-Διάλογος και προβληματισμοί, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998, τ. 3, σελ. 86-93).
Στην δέκατη ολομέλεια της Επιτροπής στην Ραβέννα το 2007 φθάσαμε στο σημείο να θεωρείται πως το μόνο εκκρεμές ζήτημα με τους Ρωμαιοκαθολικούς είναι το πρωτείο του Πάπα και αυτό μόνον να συζητούμε.
Οι γνωρίζοντες, βεβαίως, καλύτερα τα πράγματα ήταν σε θέση να τα προβλέπουν όλα αυτά εδώ και τριάντα χρόνια περίπου.
«Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει εις τους σοβαρώς αμφοτέρωθεν και έξωθεν παρακολουθούντας τον Διάλογον τούτον, ότι αι κυριώτεραι δυσκολίαι τελικώς θα συνοψισθούν εις τα έχοντα σχέσιν προς το πρωτείον και το αλάθητον του Πάπα, κατά δεύτερον δε λόγον εις την δια του Filioque εισαχθείσαν και επικρατήσασαν διαφοράν, η οποία, ευτυχώς... φαίνεται ότι λίαν προσεχώς, συν Θεώ, θα εκλείψη εξ ολοκλήρου». (Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Οικουμένη-Διάλογος και προβληματισμοί, εκδ. παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998, τ. 3, σελ. 36). Αυτή ήταν η εκτίμηση του Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου) κ. Βαρθολομαίου σε ομιλία του στα πλαίσια του 32ου Οικουμενικού Συμποσίου του ιδρύματος «Pro Oriente» στην Βιέννη στις 11 Ιανουαρίου 1983.
Στην ίδια ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπερασπιζόμενος την επιλογή να ξεκινήσει ο διάλογος από τα «ενούντα» τις δύο πλευρές, δίνει μία ενδιαφέρουσα, όσο και αποκαλυπτική, ερμηνεία και για το ζήτημα της Ουνίας:
«Εάν ο Διάλογος ήρχιζεν από τας μείζονας μεταξύ των δύο Εκκλησιών διαφοράς, η πρόοδός του θα καθίστατο προβληματική, διότι θα είχομεν ευθύς εξ αρχής δυσκολίας, των οποίων αι ψυχολογικής φύσεως δεν θα ήσαν ασφαλώς αι τελευταίαι. Αλλά και πάλιν, δηλαδή και τώρα που ήρχισεν ο Διάλογος από τα ενούντα, αι ψυχολογικαί δυσχέρειαι δεν απέλιπον. Θα αναφέρω εν μόνον παράδειγμα: το θέμα της Ουνίας, επί του οποίου οι ορθόδοξοι γενικώς έχουν αλλεργίαν και αντιδρούν, διότι τούτο συνάπτεται με δυσάρεστα ιστορικά γεγονότα. Αλλά την ψυχολογικήν τοποθέτησιν των Ορθοδόξων έναντι της Ουνίας φαίνεται ότι δεν κατενόησεν εισέτι επαρκώς η Ρώμη και την υποτιμά» (ο.π., σελ. 38).
Στην συνέχεια της ομιλίας του εκείνης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αφού αναφέρθηκε σε περιπτώσεις διεισδύσεως της Ουνίας στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, αναφέρει: «Πάσαι αι περιπτώσεις αύται και ει τις άλλη παρομοία δημιουργούν πικρίαν παρά τοις ορθοδόξοις, οπλίζουν τους εκ των προτέρων αντιτιθεμένους εις τον διάλογον των δύο Εκκλησιών με επιχειρήματα και, εν πάση περιπτώσει επιβαρύνουν το ψυχολογικόν κλίμα» (ο.π., σελ. 39).
Αυτό που φαίνεται να απαιτείται είναι μία ανάλογη «ψυχολογική προετοιμασία» για να αποδεχθούν οι Ορθόδοξοι την ύπαρξη της Ουνίας, καθώς «το πρόβλημα αυτό οδήγησε στην αναστολή του επίσημου θεολογικού διαλόγου στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ευτυχώς διασώσαμε μία διαδικασία, κατά την οποία είχαμε τη δυνατότητα να εντρυφήσουμε στα θέματα αυτά, και παράλληλα να παραμείνουμε πιστοί στη δέσμευσή μας για διάλογο». (Βήμα επαναπροσέγγισης των δύο Εκκλησιών, Συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχου στον Νίκο Παπαχρήστου, Καθημερινή 26-11-2006).
Η «διαδικασία» αυτή εκφράσθηκε αρκετές φορές με παλινδρομήσεις και αντικρουόμενες δηλώσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι, με την αναφορά του στην Ουνία, στον χαιρετισμό του προς τον Καρδινάλιο Κάσπερ στην θρονική εορτή του Φαναρίου τον Νοέμβριο του 1991 θεωρήθηκε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης «εμμέσως πλην σαφώς απείλησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με άμεση διακοπή του διαλόγου» (εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12 Σεπτεμβρίου 1999).
Ανέφερε συγκεκριμένα ο Πατριάρχης:
«Το επί δεκαετίαν επιτελεσθέν όντως ιστορικόν δια τα καθ' όλα διαχριστιανικά πράγματα έργον του θεολογικού ημών διαλόγου κινδυνεύει ατυχώς όχι μόνον να ανασταλή επ' αόριστον και με αγνώστους προοπτικάς αλλά ίσως και να ματαιωθή εξ ολοκλήρου, ως μη ώφειλε, λόγω της δημιουργηθείσης υπό των ουνιτών εις την Ανατολικήν και Κεντρώαν Ευρώπην απαραδέκτου καταστάσεως, εις τας σχέσεις αυτών προς τας τοπικάς ορθοδόξους Εκκλησίας, αίτινες αποτελούν το αρχαιοπαράδοτον κυρίαρχον χριστιανικόν δόγμα, ενώ θα έπρεπε να επιδειχθή μεγαλύτερος σεβασμός και αδελφική εμπιστοσύνη» (ό.π.).
Και ενώ θα ανέμενε κανείς την παπική συμμόρφωση μπροστά σ’ αυτή την «απειλή» για διακοπή του διαλόγου, δύο μόλις χρόνια μετά, στο Balamand υπεγράφη μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (με ακεραία την ευθύνη εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς πολλές εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών απείχαν και κατεδίκασαν την συμφωνία) η γνωστή Συμφωνία που προβλέπει ότι:
«Όσον αφορά εις τας ανατολικάς καθολικάς Εκκλησίας (σημ. ουνιτικάς), είναι σαφές ότι αύται, ως τμήμα της καθολικής Κοινωνίας, έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν και να δρουν δια να ανταποκριθούν εις τας πνευματικάς ανάγκας των πιστών των».
Σ΄ αυτή τη σκηνή αποτυπώνεται χαρακτηριστικά η προοπτική της πολυπόθητης «ενώσεως» μας με τους παπικούς, της ουνιτικού τύπου δηλαδή προχωρήσεως της Ορθοδοξίας στο σκήπτρο του Πάπα.
Επάνω Ο ουνίτης «αρχιεπίσκοπος» Jan Babjak (της ουνιτικής επισκοπής Presovsky της Σλοβακίας) προσκυνά γονατιστός τον Πάπα από τον οποίο έχει παραλάβει το παλίον (σύμβολο αφωσιώσεως και αναγνωρίσεως του Πάπα)
Κάτω ο Οκοιμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και η ορθόδοξη αντιπροσωπεία μαζί με τον Ουνίτη (πρώτος από δεξιά) στην παπική λειτουργία στο Βατικανό τον Ιούνιο του 2008
Συμφώνως προς το πνεύμα της Συμφωνίας του Balamand η Ουνία γίνεται πλέον αποδεκτή και εν τοις πράγμασι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αναγνώριση αυτή εκφράζεται ποικιλοτρόπως, όπως για παράδειγμα με την αδιαμαρτύρητη αποδοχή εκ μέρους του Φαναρίου της συμμετοχής του, κορυφαίου στην ιεραρχία του Βατικανού, ουνίτη Καρδιναλίου Duat, την παρουσία του στην ορθόδοξη λατρεία και την τιμή του από τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Χαρακτηριστική, επίσης, είναι και η προσφορά από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ενός Αγίου Ποτηρίου, ως συμβολικού δώρου, προς τον ουνίτη επίσκοπο των Αθηνών κ. Δ. Σαλάχα τον Μάιο του 2008 (παραπομπή Ελ. Τύπος). Πρόσφατα μάλιστα ο κ. Σαλάχας έγινε δεκτός (με τα υπόλοιπα μέλη της Συνόδου Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων Ν.Α. Ευρώπης) στο Φανάρι και συνεόρτασε στον Πατριαρχικό Ναό την εορτή της Ορθοδοξίας (παραπομπή στην ιστοσελίδα), δείγμα κι αυτό ότι η «ψυχολογική αλλεργία» των Ορθοδόξων στην Ουνία, συν τω χρόνω εξασθενεί.
Ένας άλλος σημαντικός τομέας για την κάλυψη του οποίου απαιτείται εκτεταμένης κλίμακας «ψυχολογική προετοιμασία» είναι αυτός της «αποκαταστάσεως της κοινωνίας» μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Εδώ καθοριστική είναι η εκατέρωθεν συμμετοχή σε συμπροσευχές, ιεροπραξίες, ακολουθίες, λειτουργίες κ.α.
Η ανταλλαγή επισκέψεων επισήμων αποστολών στις θρονικές εορτές Βατικανού και Φαναρίου, που αποφασίστηκε εδώ και χρόνια, δίνει την δυνατότητα μέσα από πράξεις κορυφαίου συμβολικού χαρακτήρα να παρέχεται η εικόνα δύο «εκκλησιών» που συνυπάρχουν και «κοινωνούν» αρμονικά. Ο συμφυρμός Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών σε λατρευτικές πράξεις, οι επίσημες προσφωνήσεις, αναγνωρίσεις και αποδόσεις τιμών, ταυτόσημες προς όλους και χωρίς καμμία διάκριση αν απευθύνονται σε ομοδόξους η ετεροδόξους, δίνουν το στίγμα αυτής της τακτικής.
Η δύναμη, άλλωστε, της εικόνας, της συνήθειας και του συγχρωτισμού είναι αδυσώπητη. Αμβλύνει συνειδήσεις, ανατρέπει παραδόσεις, σχετικοποιεί αλήθειες, αλλοιώνει πιστεύματα. Είναι η σύγχρονη πνευματική νόσος, που πλήττει τον εκκλησιαστικό θεολογικό μας χώρο και απειλεί με πανδημία το ορθόδοξο πλήρωμα.
Η ανταλλαγή λειτουργικού ασπασμού μεταξύ Πατριάρχη και Πάπα, ακόμη και στην διάρκεια της ορθοδόξου Θείας Λειτουργίας στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου (τον Νοέμβριο του 2006), σηματοδοτεί αυτό που «οφείλουμε» να συνηθίσουμε, να αναγνωρίσουμε και να αποδεχθούμε ως Ορθόδοξοι, την «ενότητα της πίστεως» με τους Ρωμαιοκαθολικούς!
Η παρουσίαση όλων των αποφάσεων, των γεγονότων και των ντοκουμέντων που παραθέσαμε, καταδεικνύουν, πιστεύουμε, την μεθόδευση και την πρακτική, που ακολουθήθηκε στην πορεία της προσεγγίσεώς μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς πρακτική και μεθόδευση, που τηρείται και σήμερα, γι’ αυτό και αποφέρει τα ίδια οδυνηρά και ολέθρια αποτελέσματα για την Ορθοδοξία μας.
Η στάση και οι επιλογές μας απέναντι στα τεκταινόμενα, που αφορούν μάλιστα την ίδια την ορθόδοξη πίστη μας και τον σωτηριολογικό της χαρακτήρα, αποτελούν προσωπική ευθύνη όλων μας.
Απόσπασμα από άρθρο στο περιοδικό ''Εν Συνειδήσει'' της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου
Διαβάστε επίσης σχετικά με την ουνία και την παλαιότερη ανάρτησή μας με θέμα: Τό Φανάρι καί η αναγνώριση της Ουνίας