Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Ἡ Νέα Ἐποχή καί ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ



Ἡ ἐ­πο­χή μας τα­λα­νί­ζε­ται ἀ­πό ποικίλες αἱ­ρέ­σεις καί κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν «πα­ναί­ρε­ση» τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, δι­α­χρι­στι­α­νι­κοῦ καί δι­α­θρη­σκει­α­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­βά­λλε­ται καί ἐ­πι­βά­λλε­ται μέ τούς ὅ­ρους, τά μέ­σα καί τίς πρα­κτι­κές τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς. Αὐ­τή εἶ­ναι καί ἡ δι­α­φο­ρά τῶν συγ­χρό­νων ποι­κί­λων αἱ­ρέ­σε­ων ἀ­πό τίς πα­λαι­ό­τε­ρες γνω­στές αἱ­ρέ­σεις τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας ἱ­στο­ρί­ας: ὅ­τι δέν προ­σβάλ­λουν μί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­λή­θει­α, ἀλ­λά τό συ­νο­λι­κό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, χω­ρίς ὅ­μως φαι­νο­με­νι­κά νά τό ἀμ­φι­σβη­τοῦν. Ἡ οὐ­νι­τί­ζου­σα μά­λι­στα δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­γι­ώ­θη­κε στίς μέ­ρες μας, στη­ρί­ζε­ται σέ κα­θα­ρά νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη λο­γι­κή. Δέν θί­γει ἐ­ξω­τε­ρι­κά τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀλ­λά τήν ἀ­πο­γυ­μνώ­νει ἀ­πό τόν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό καί σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, κα­θώς τήν ἐ­ξο­μοι­ώ­νει μέ τήν αἵ­ρε­ση, τήν ὁ­ποί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς μί­α ἄλ­λη ἐκ­δο­χή τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Ἡ ἀ­νά­λυ­ση τῶν με­θό­δων τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς δέν ἀ­πο­τε­λοῦν, βε­βαί­ως, ἀν­τι­κεί­με­νο καί δέν χω­ροῦν στήν ἀ­νά­πτυ­ξη αὐτοῦ τοῦ θέ­μα­τος. Στα­χυ­ο­λο­γοῦ­με μό­νον, σέ ἄ­με­ση συ­νάρ­τη­ση μέ ὅ,τι μᾶς ἀ­φο­ρᾶ, τίς ἔν­νοι­ες τῆς ἀ­πό­λυ­της ἀ­να­στρο­φῆς τῶν πραγ­μά­των, τήν ἀ­να­γω­γή τῆς ἀ­λή­θει­ας σέ ψέ­μα καί τοῦ ψεύ­δους σέ ἀ­λή­θει­α, τήν ἐ­πι­βο­λή ἀ­πό­ψε­ων ὡς ὀρ­θῶν μέ­σῳ τῆς συ­νε­χοῦς ἐ­πα­να­λή­ψε­ώς τους (ὁ νό­μος τῆς συ­νή­θει­ας), τήν ἐ­πι­κοι­νω­νι­α­κή προ­βο­λή καί τήν κυ­ρί­αρ­χη ἐ­πι­βο­λή τῆς εἰ­κό­νας, τήν πα­ρελ­κυ­στι­κή τα­κτι­κή, τήν ἠ­θε­λη­μέ­νη ἀμφι­ση­μί­α, τήν δι­γλωσ­σί­α, τήν τε­χνη­τή ἀ­σά­φει­α λό­γων καί κει­μέ­νων, τήν σύγ­χυση καί τήν πλά­νη.

Στη­ρι­ζό­με­νος σέ αὐ­τές τίς με­θό­δους τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­κός δι­ά­λο­γος ἐ­πι­χει­ρεῖ μέ ἐ­πι­κοι­νω­νι­α­κά τε­χνά­σμα­τα νά ἐ­πι­βά­λει τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα στίς σχέ­σεις μας μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρές πα­ρα­θε­ω­ροῦν­ται καί δέν τί­θεν­ται κἄν πρός συ­ζή­τη­ση, ἀ­πο­φά­σεις καί κα­νό­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πα­ρα­βι­ά­ζον­ται καί ἐγ­κα­τα­λεί­πον­ται ὡς ξε­πε­ρα­σμέ­νοι, δόγ­μα­τα τῆς πί­στε­ώς μας ἀ­να­γο­ρεύ­ον­ται σέ ζη­τή­μα­τα «θε­ο­λο­γού­με­να», ἡ ἀ­λή­θει­α σχε­τι­κο­ποι­εῖ­ται καί ἐ­ξι­σώ­νε­ται μέ τήν αἵ­ρε­ση.

Τό μό­νο πού δεί­χνει νά ἀν­θο­φο­ρεῖ προ­σφέ­ρον­τας ἀ­φει­δῶς τούς καρ­πούς ἑ­νός ἀ­κό­ρε­στου ἐν­θου­σι­α­σμοῦ εἶ­ναι ἡ ἀ­κα­τά­σχε­τη ἀ­γα­πο­λο­γί­α, ἡ ὑ­περ­βάλ­λου­σα ἁ­βρό­τη­τα, ἡ πυ­ρε­τώ­δης δι­πλω­μα­τί­α, ὁ ἀ­νε­πί­γνω­στος ζῆ­λος. Πο­λύ εὔ­στο­χα εἶ­χε πε­ρι­γρά­ψει τήν κατάσταση αὐτή πρίν ἀ­πό χρό­νι­α ὁ π. Δη­μή­τρι­ος Στα­νι­λο­ά­ε, ὅ­ταν ἔ­γρα­φε:

«Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται κά­θε τό­σο, ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη ἐ­πι­θυ­μί­α γι­ὰ ἕ­νω­ση, ἕ­νας εὔ­κο­λος ἐν­θου­σια­σμός, ποὺ πι­στεύ­ει πώς μπο­ρεῖ μὲ τὴν συ­ναι­σθη­μα­τι­κή του θερ­μό­τη­τα νὰ ρευ­στο­ποι­ή­ση τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ νὰ τὴν ξα­να­πλά­ση χω­ρὶς δυ­σκο­λί­α. Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­κό­μα καὶ μί­α δι­πλω­μα­τι­κὴ συμ­βι­βα­στι­κὴ νο­ο­τρο­πί­α, ποὺ νο­μί­ζει πώς μπο­ρεῖ νὰ συμ­φι­λι­ώ­ση μὲ ἀ­μοι­βαῖ­ες ὑ­πο­χω­ρή­σεις δογ­μα­τι­κὲς θέ­σεις ἢ γε­νι­κώ­τε­ρες κα­τα­στά­σεις, ποὺ κρα­τοῦν τὶς ἐκ­κλη­σί­ες χω­ρι­σμέ­νες»­(D­i­m­i­t­ru S­t­a­n­i­l­o­ae, Γιά ἕ­ναν Ὀρ­θό­δο­ξο Οἰ­κου­με­νι­σμό, ἐκδ. Ἄ­θως, Πει­ραι­εύς 1976, σελ. 19-20).

Μέ­σα σέ μι­ά ἀ­λη­θι­νή πα­ρα­ζά­λη ἐν­θου­σι­α­σμοῦ καί ἀ­γα­πο­λο­γί­ας «ἄ­νευ ὅ­ρων καί ὁ­ρί­ων» (κα­τά τόν Πατριάρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα) ξε­πε­ρά­σα­με πραγ­μα­τι­κά κά­θε ὅ­ρι­ο καί κα­τα­στρα­τη­γή­σα­με ὅ­λους τούς ὅ­ρους καί τούς κα­νό­νες. Γί­να­με ἐ­πι­λή­σμο­νες τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ώς μας, τῆς ἱ­ε­ρᾶς πα­ρα­κα­τα­θή­κης τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας τούς ὁ­ποί­ους πο­λύ εὔ­κο­λα ἀν­τι­πα­ρήλ­θα­με ὡς ξε­πε­ρα­σμέ­νους θε­ω­ρών­τας ἑ­αυ­τούς ἰ­σο­τί­μους καί ἰ­σο­στα­σί­ους τους, ἀ­κό­μη καί ἱ­κα­νο­τέ­ρους στήν ἐκ­φο­ρά ἑ­νός σύγ­χρο­νου θε­ο­λο­γι­κοῦ λό­γου, πού θά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στίς ἀ­παι­τή­σεις τῶν και­ρῶν μας, κα­θώς καί στίς ἀ­παι­τή­σεις τῆς πο­λυ­πό­θη­της «ἑ­νώ­σε­ως».

Και­νο­φα­νεῖς θε­ο­λο­γι­κές ἀ­πό­ψεις, ἀ­πο­κλί­νου­σες δογ­μα­τι­κές θέ­σεις, ἀ­νε­πί­τρε­πτες ὑ­πο­χω­ρή­σεις καί συμ­βι­βα­σμοί σέ θέ­μα­τα πί­στε­ως, ἀ­πο­δο­χή θε­ο­λο­γού­με­νων θε­μά­των, ἀ­νο­χή καί νο­μι­μο­ποί­η­ση σέ ἀ­πα­ρά­δε­κτα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά καί ἠ­θι­κά ὀ­λι­σθήμ­ατα ἀ­πο­τε­λοῦν πλέ­ον ζη­τή­μα­τα ρου­τί­νας γι­ά τούς ὀρ­θο­δό­ξους πού με­τέ­χουν στούς δι­α­λό­γους.

Ἡ αὔξηση τῆς συ­χνό­τη­τας, ἡ ἐ­πι­τά­χυν­ση στόν ρυθ­μό, τό ἀ­προ­κά­λυ­πτο τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν, ἡ ἐ­πικοι­νω­νι­α­κή τα­κτι­κή, ἡ με­θο­δευ­μέ­νη ἐ­πι­ση­μό­τη­τα, ἡ φαν­τα­σμα­γο­ρί­α τοῦ σκη­νι­κοῦ προ­δί­δουν τήν σπου­δή γι­ά τήν ἐ­πι­βο­λή τε­τε­λε­σμέ­νων στό ζή­τη­μα τῆς λε­γό­με­νης «ἑ­νώ­σε­ως». Τε­τε­λε­σμέ­να πού, χω­ρίς καμ­μί­α λο­γι­κή ἐ­ξή­γη­ση, χω­ρίς θε­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο, χω­ρίς συ­νο­δι­κή συγ­κα­τά­θε­ση, χω­ρίς τήν ἀ­πο­δο­χή ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα, ἀ­να­τρέ­πουν σέ μι­ά στιγ­μή τήν ἀ­λή­θει­α καί τήν ἀ­κρί­βει­α τῆς πί­στε­ώς μας πού εἶ­ναι θε­με­λι­ω­μέ­νες στήν δι­σχι­λι­ε­τή πα­ρά­δο­ση τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Τε­τε­λε­σμέ­να πού προ­α­πο­φα­σί­ζον­ται σέ συ­νε­δρί­ες Ἐ­πι­τρο­πῶν ἤ Συμ­βου­λί­ων κε­κλει­σμέ­νων τῶν θυ­ρῶν ἤ μέ ἐν­τε­ταλ­μέ­να μέ­λη καί μέ τούς ἴ­δι­ους πάν­το­τε «ἡ­με­τέ­ρους» ἀν­τι­προ­σώ­πους σέ μα­κρυ­νές ὑ­περ­πόν­τι­ες ἀ­πο­στο­λές, τά πο­ρί­σμα­τα τῶν ὁ­ποί­ων γί­νον­ται γνω­στά μό­νον σέ ὅ­σους τά ἀ­να­ζη­τή­σουν ἐ­πι­στα­μέ­νως καί δέν φθά­νουν πο­τέ στό εὐ­ρύ κοι­νό. Τε­τε­λε­σμέ­να πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται μέ ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες καί λει­τουρ­γι­κές πρά­ξεις κο­ρυ­φαί­ου συμ­βο­λι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα, ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη καί τόν Ρω­μαῖ­ο Πον­τί­φι­κα.

Ἡ «θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων», ἡ ἀρ­χή τῶν «ἀ­δελ­φῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν», ἡ «βα­πτι­σμα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α», ἡ «με­το­χή εἰς τά αὐτά μυ­στή­ρια», ἡ «κοι­νή ἀ­πο­στο­λι­κή πα­ρά­δο­ση», ἡ «ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή» κ.ἄ. ἀ­πο­τε­λοῦν τά νέ­α «δόγ­μα­τα» τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται ἄ­νω­θεν, χω­ρίς θε­ο­λο­γι­κό ἔ­ρει­σμα.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία παραχωροῦν τήν θέση τους στήν διπλωματία καί τήν πολιτική. Ἡ τήρηση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ προσχώρηση στή λογική τῶν συσχετισμῶν, ἡ ὑπαγωγή στά κοινωνικά καί πολιτικά δεδομένα καί ἀπαιτήσεις ἀποτελοῦν τήν νέα κυρίαρχη ἀντίληψη στή σύγχρονη οἰκουμενιστική θεολογία.

Καί δεδομένου ὅ­τι στήν ἐ­πο­χή μας καί στό εὐ­ρύ κοι­νό ἡ θε­ο­λο­γι­κή κα­τάρ­τι­ση, ἡ κα­τή­χη­ση καί ἡ δι­α­ποί­μαν­ση δέν εἶ­ναι οἱ δέ­ου­σες, τά πρω­τό­γνω­ρα αὐ­τά «δόγ­μα­τα» κα­θι­ε­ρώ­θη­καν μέ τήν μορ­φή ἀ­ξι­ώ­μα­τος ἐ­πι­χει­ρών­τας νά ἀ­να­τρέ­ψουν ἀ­κό­μη καί τά αὐ­το­νό­η­τα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου