Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

H ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Του Φώτη Κόντογλου

Η Πα­να­γί­α εί­ναι το πνευ­μα­τι­κό στό­λι­σμα της ορ­θο­δο­ξί­ας. Για μας τους Έλ­λη­νες εί­ναι η πο­νε­μέ­νη μη­τέ­ρα, η πα­ρη­γο­ρή­τρια κ’ η προ­στά­τρια που μας πα­ρα­στέ­κε­ται σε κά­θε πε­ρί­στα­ση. Σε κά­θε μέ­ρος της Ελ­λά­δας εί­ναι χτι­σμέ­νες α­μέ­τρη­τες εκ­κλη­σι­ές και μο­να­στή­ρια, πα­λά­τια αυ­τη­νής της τα­πει­νής βα­σί­λισ­σας, κι έ­να σω­ρό ρη­μοκ­κλή­σια, μέ­σα στα βου­νά, στους κάμ­πους και στα νη­σιά, μο­σκο­βο­λη­μέ­να α­πό τη παρ­θε­νι­κή και πνευ­μα­τι­κή ευ­ω­δί­α της. Μέ­σα στο κα­θέ­να α­π’ αυ­τά βρί­σκε­ται το πα­λη­ό και σε­βά­σμιο ει­κό­νι­σμά της με το με­λα­χροι­νό και χρυ­σο­κέ­ρι­νο πρό­σω­πό της, που το βρέ­χου­νε ο­λο­έ­να τα δά­κρυ­α του βα­σα­νι­σμέ­νου λα­ού μας, για­τί δεν έ­χου­με άλ­λη να μας βο­η­θή­σει, πα­ρε­κτός α­πό υ­ήν Πα­να­γί­α, «άλ­λην γαρ ουκ έ­χο­μεν α­μαρ­τω­λοί προς Θε­όν εν κιν­δύ­νοις και θλί­ψε­σιν α­εί με­σι­τεί­αν, οι κα­τα­καμ­πτό­με­νοι υ­πό πται­σμά­των πολ­λών». Το κάλ­λος της Πα­να­γί­ας δεν εί­ναι κάλ­λος σαρ­κι­κό, αλ­λά πνευ­μα­τι­κό, για­τί ε­κεί που υ­πάρ­χει ο πό­νος κ’ η α­γι­ό­τη­τα, υ­πάρ­χει μο­να­χά κάλ­λος πνευ­μα­τι­κό. Το σαρ­κι­κό κάλ­λος φέρ­νει σαρ­κι­κή έ­ξα­ψη, ε­νώ το πνευ­μα­τι­κό κάλ­λος φέρ­νει κα­τά­νυ­ξη, σε­βα­σμό κι α­γνή α­γά­πη. Αυ­τό το κάλ­λος έ­χει η Πα­να­γί­α. Κι αυ­τό το κάλ­λος εί­ναι α­πο­τυ­πω­μέ­νο στα ελ­λη­νι­κά ει­κο­νί­σμα­τά της που τα κά­να­νε άν­θρω­ποι ευ­σε­βείς ο­πού νη­στεύ­α­νε και ψέλ­να­νε και βρι­σκόν­τα­νε σε συν­τρι­βή καρ­δί­ας και σε πνευ­μα­τι­κή κα­θα­ρό­τη­τα. Στην ό­ψη της Πα­να­γί­ας έ­χει τυ­πω­θεί αυ­τό το μυ­στι­κό κάλ­λος που τρα­βά σαν μα­γνή­της τις ευ­σε­βείς ψυ­χές και τις η­συ­χά­ζει και τις πα­ρη­γο­ρά. Κι αυ­τή η πνευ­μα­τι­κή ευ­ω­δί­α εί­ναι το λε­γό­με­νο Χα­ρο­ποι­όν Πέν­θος που μας χα­ρί­ζει η θρη­σκεί­α του Χρι­στού, έ­να βό­τα­νο ά­γνω­στο στους αν­θρώ­πους που δεν πή­γα­νε κον­τά σ’ αυ­τόν τον κα­λόν ποι­μέ­να. Τού­τη τη χα­ρο­ποι­ά λύ­πη την έ­χου­νε ό­λα ό­σα έ­κα­νε η ορ­θό­δο­ξη τέ­χνη, και τα ευ­ω­διά­ζει σαν σμύρ­να και σαν α­λό­η, καν ει­κό­νι­σμα εί­ναι, καν υ­μνω­δί­α, καν ψαλ­μω­δί­α, καν χει­ρό­γρα­φο, καν άμ­φια, καν λό­γος, καν κί­νη­μα, καν ευ­λο­γί­α, καν χαι­ρε­τι­σμός, καν μο­να­στή­ρι, καν κελ­λί, καν σκα­λι­στό ξύ­λο, καν κέν­τη­μα, καν καν­τή­λι καν α­να­λό­γι, καν μα­νουά­λι, ό­τι και νά­ναι α­γι­ω­τι­κό.

Α­πό τα ο­νό­μα­τα και μό­νο που έ­δω­σε η Ορ­θο­δο­ξί­α στην Πα­να­γί­α, και που μ’ αυ­τά την κα­τα­στό­λι­σε, ό­χι σαν εί­δω­λο θε­α­τρι­κό, ό­πως γί­νη­κε αλ­λού που φορ­τώ­σα­νε μια κού­κλα με δα­χτυ­λί­δια και με σκου­λα­ρί­κια και με έ­να σω­ρό άλ­λα α­νί­ε­ρα και α­νό­η­τα πράγ­μα­τα, λοι­πόν α­’­πό τα ο­νό­μα­τα αυ­τά μο­να­χά, λέ­γω, φαί­νε­ται πό­σο πνευ­μα­τι­κή α­λη­θι­νά εί­ναι η λα­τρεί­α της Πα­να­γί­ας στην ελ­λη­νι­κή ορ­θο­δο­ξί­α. Πρώ­τα-πρώ­τα το έ­να α­γι­ώ­τα­το ό­νο­μά της: Πα­να­γί­α. Ύ­στε­ρα τα άλ­λα: Υ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νη, Θε­ο­τό­κος, Πα­να­μώ­μη­τος, Τι­μι­ω­τέ­ρα των Χε­ρου­βίμ και εν­δο­ξο­τέ­ρα α­συγ­κρί­τως των Σε­ρα­φείμ, Ζώ­σα και Ά­φθο­νος Πη­γή, Έμ­ψυ­χος Κι­βω­τός, Ά­χραν­τος, Α­μό­λυν­τος, Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, Α­ει­μα­κά­ρι­στος και πα­να­μώ­μη­τος, Προ­στα­σί­α, Ε­πα­κού­ου­σα, Γρη­γο­ρού­σα, Γορ­γο­ε­πή­κο­ος, Η­γι­α­σμέ­νος Να­ός, πα­ρά­δει­σος λο­γι­κός, Πό­δον το Α­μά­ραν­τον, Χρυ­σούν Θυ­μι­α­τή­ριον, Χρυ­ςή Λυ­χνί­α, Μα­να­δό­χος Στά­μνος, Κλί­μαξ Ε­που­ρά­νιος, Πρε­σβεί­α θερ­μή, Τεί­χος α­προ­σμά­χη­τον, Ε­λέ­ους Πη­γή, τπυ Κό­σμου Κα­τα­φύ­γιον, Βα­σι­λέ­ως Κα­θέ­δρα, Χρυ­σο­πλο­κώ­τα­τος Πύρ­γος και Δω­δε­κά­τει­χος Πό­λις, Η­λι­ο­στά­λα­κτος Θρό­νος, Σκέ­πη του Κό­σμου, Δέν­δρον α­γλα­ό­καρ­πον, Ξύ­λον ευ­σκι­ό­φυλ­λον, Α­κτίς νο­η­τού η­λί­ου, Σι­ών α­γί­α, Θε­ού κα­τοι­κη­τή­ριον, Ε­που­ρά­νιος Πύ­λη, Α­δι­κου­μέ­νων προ­στά­τις, Βα­κτη­ρί­α τυ­φλών, Θλι­βο­μέ­νων η χα­ρά, και χί­λια δυ­ό άλ­λα, που βρί­σκον­ται μέ­σα στα βι­βλί­α της εκ­κλη­σί­ας. Κον­τά σ’ αυ­τά εί­ναι και τα ο­νό­μα­τα που γρά­φου­νε α­πά­νω στα ά­για ει­κο­νί­σμα­τά της οι α­γι­ο­γρά­φοι: Ο­δη­γή­τρια, Γλυ­κο­φι­λού­σα, Πλα­τυ­τέ­ρα των Ου­ρα­νών, η Ελ­πίς των α­πελ­πι­σμέ­νων, η Τα­χεί­α Ε­πί­σκε­ψις, «Α­μό­λυν­τος, η Ελ­πίς των Χρι­στια­νών, η Πα­ρα­μυ­θί­α, η Ε­λε­ού­σα κι .αλ­λα πολ­λά, που γρά­φουν­ται α­πό κά­τω α­πό τη συν­το­μο­γρα­φί­α: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πει Μή­τηρ Θε­ού. Πό­ση α­γά­πη, πό­σο σέ­βας και πό­σα κα­τα­νυ­κτι­κά δά­κρυ­α φα­νε­ρώ­νου­νε μο­να­χά αυ­τά τα ο­νό­μα­τα, που δεν ει­πω­θή­κα­νε σαν τα λό­για ο­πού βγαί­νου­νε εύ­κο­λα α­πό το στό­μα, αλ­λά που χα­ρα­χτή­κα­νε στις ψυ­χές με πό­νο και με τα­πεί­νω­ση και με πί­στη.

Α­μή οι ύ­μνοι της πού­ναι α­μέ­τρη­τοι σαν τ’ ά­στρα τ’ ου­ρα­νού κ’ ε­ξαί­σιοι στο κάλ­λος, και που τους συν­θέ­σα­νε οι ά­γιοι υ­μνο­λό­γοι, «θί­α­σον συγ­κρο­τή­σαν­τες πνευ­μα­τι­κόν»! Σ’ αυ­τό το ευ­ω­δι­α­σμέ­νο πε­ρι­βό­λι βρί­σκουν­ται ό­λα τα α­μά­ραν­τα άν­θη και τα ευ­ω­δι­α­σμέ­να βό­τα­να του λό­γου. Α­λη­θι­νά προ­φή­τε­ψε η ί­δια η Πα­να­γί­α για τον ε­αυ­τό της, τό­τε που πή­γε στο σπί­τι του Ζα­χα­ρί­α και την α­σπά­σθη­κε η Ε­λι­σά­βετ, πως θα τη μα­κα­ρί­ζου­νε ό­λες οι γε­νε­ές: «Ε­κεί­νες τις μέ­ρες ση­κώ­θη­κε η Μα­ριάμ και πή­γε στη Ο­ρει­νή με σπου­δή, στην πο­λι­τεί­α του Ι­ού­δα και μπή­κε στο σπί­τι του Ζα­χα­ρί­α και χαι­ρέ­τη­σε την Ε­λι­σά­βετ. Και σαν ά­κου­σε η Ε­λι­σά­βετ τον χαι­ρε­τι­σμό της Μα­ρί­ας πή­δη­ξε το παι­δί μέ­σα στην κοι­λιά της (σ.σ.: Το παι­δί ή­τα­νε ο Πρό­δρο­μος).

Και γέ­μι­σε Πνεύ­μα Ά­γιο η Ε­λι­σά­βετ και φώ­να­ξε με φω­νή με­γά­λη κ’ εί­πε: Βλο­γη­μέ­νη εί­σαι ε­σύ α­νά­με­σα στις γυ­ναί­κες και βλο­γη­μέ­νος ο καρ­πός της κοι­λί­ας σου. Κι α­πό που μου ήρ­θε αυ­τό το κα­λό, νάρ­θει η μη­τέ­ρα του κυ­ρί­ου μου προς ε­μέ­να; Για­τί μό­λις ήρ­θε η φω­νή του χαι­ρε­τι­σμού σου στ’ αυ­τιά μου, ξε­πέ­τα­ξε το παι­δί στην κοι­λιά μου, κι εί­ναι μα­κά­ρια ε­κεί­νη που πί­στε­ψε σε ό­σα της εί­πεν ο Κύ­ριος (σ.σ.: Δη­λα­δή σε ό­σα εί­πε στην Πα­να­γί­α ο αρ­χάγ­γελς Γα­βρι­ήλ κα­τά τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό). Κ’ εί­πε η Μα­ριάμ: «Δο­ξο­λο­γά η ψυ­χή μου τον Κύ­ριο κι α­να­γάλ­λια­σε το πνεύ­μα μου, για­τί κα­τα­δέ­χτη­κε να κοι­τά­ξει την τα­πει­νή τη δού­λα του. Για­τί, να, α­πό τώ­ρα κ’ ύ­στε­ρα θα με μα­κα­ρί­ζου­νε ό­λες οι γε­νε­ές, ε­πει­δή έ­κα­νε σε μέ­να με­γα­λεί­α ο Δυ­να­τός, κ’ εί­ναι α­γι­α­σμέ­νο τ’ ό­νο­μά του, και το έ­λε­ός του πη­γαί­νει α­πό γε­νε­ά σε γε­νε­ά σε κεί­νους που έ­χου­νε τον φό­βο του».

Α­μέ­τρη­τες εί­ναι οι υ­μνω­δί­ες της Πα­να­γί­ας, μα α­μέ­τρη­τα εί­ναι και τα σε­μνό­χρω­μα ει­κο­νί­σμα­τά της, που κα­τα­στο­λί­ζου­νε τι εκ­κλη­σι­ές­μας, ζω­γρα­φι­σμέ­να στο σα­νί­δι εί­τε στον τοί­χο. Σε κά­θε ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σιά στέ­κε­ται το ε­ο­κό­νι­σμά της στο τέμ­πλο α­πό τα δε­ξιά της α­γί­ας Πόρ­τας. Σε άλ­λες ει­κό­νες ζω­γρα­φί­ζε­ται και μο­να­χή, μα στα ει­κο­νί­σμα­τα του τέμ­πλου κρα­τά πάν­τα τον Χρι­στό στην αγ­κα­λιά της α­π’ τ’ α­ρι­στε­ρά, σπά­νια α­π’ τα δε­ξιά (τό­τε λέ­γε­ται Δε­ξι­ο­κρα­τού­σα). Το κε­φά­λι της εί­ναι σκε­πα­σμέ­νο σε­μνά και σο­βα­ρά με το μα­φό­ριο, έ­να φό­ρε­μα φαρ­δύ κι ι­ε­ρα­τι­κό σκού­ρο βυσ­σι­νί, που πέ­φτει στον ώ­μο της α­πλό­χω­ρο, α­φή­νον­τας να φαί­νε­ται μο­να­χά το μα­κρου­λό πρό­σω­πό της και τα χέ­ρια της. Α­πό μέ­σα α­πό το σκέ­πα­σμα φαί­νε­ται μια στε­νή λου­ρί­δα α­πό το δέ­σι­μο του κε­φα­λιού της που σφίγ­γει το μέ­τω­πό της και α­φή­νει να φα­νού­νε μο­νά­χα οι ά­κρες των αυ­τι­ών της. Το μέ­τω­πό της εί­ναι σαν με­λα­χροι­νό φίλ­ντι­σι, α­γνό, α­πλό και κα­τα­κά­θα­ρο. Τα μα­τό­φρυ­δά της εί­ναι κα­μα­ρω­τά, ζω­η­ρά και μα­κρυ­ά, φτά­νον­τας ί­σα­με κον­τά στ’ αυ­τιά της, τα μά­τια της α­μυ­γδα­λω­τά, ι­σκι­ω­μέ­να, κα­στα­νά, βα­θειά, σο­βα­ρά μα γλυ­κύ­τα­τα, με τ’ α­σπρά­δι κα­θα­ρό μα ι­σκι­ω­μέ­νο. Το βλέμ­μα της εί­ναι με­λαγ­χο­λι­κό, α­πλό, ί­σιο, ή­συ­χο, συμ­πα­θη­τι­κό, α­γα­πη­τό, θλιμ­μέ­νο μα και μα­ζί χα­ρο­ποι­ό, αυ­στη­ρό μα και μα­ζί συμ­πο­νε­τι­κό, α­γι­ώ­τα­το, πνευ­μα­τι­κό, α­θώ­ο, σκε­φτι­κό, ά­μω­μο, ελ­πι­δο­φό­ρο, υ­πο­μο­νη­τι­κό, πρά­ο, σε­μνό­τα­το, μα­κρυ­ά α­πό κά­θε σαρ­κι­κόν λο­γι­σμό, κα­θρέ­φτι­σμα μυ­στι­κό του πα­ρα­δεί­σου, βα­σι­λι­κό και τα­πει­νό, αν­θρω­πι­νό και θε­Ι­κό, ά­κα­κο, α­δελ­φι­κό, ευ­γε­νι­κό, ε­λεγ­κτι­κό, ά­γρυ­πνο, γα­λη­νό, φι­λάν­θρω­πο, μη­τρι­κό, παρ­θε­νι­κό, δρο­σε­ρό, καυ­τε­ρό για ό­σους έ­χου­νε πο­νη­ρούς λο­γι­σμούς, τρυ­φε­ρό, δι­α­πε­ρα­στι­κό, ε­ρευ­νη­τι­κό, α­προ­σποί­η­το, η­γε­μο­νι­κό, συγ­κα­τα­βα­τι­κό, πα­ρα­κα­λε­στι­κό, α­με­τα­σά­λευ­το. Η μύ­τη της εί­ναι μα­κρυ­ά και στε­νή, με μέ­τρο, ι­ου­δα­Ι­κή, ά­σαρ­κη, με λε­πτά ρου­θού­νια, λί­γο γυ­ρι­στή, σε­μνή. Το στό­μα της μι­κρό, ντρο­πα­λό, φρό­νι­μο, κλει­στό, κα­θα­ρό, ι­σκι­ω­μέ­νο κα­τά το μά­γου­λο, σαν να χα­μο­γε­λά ε­λα­φρά. Το πη­γού­νι της γυ­ρι­στό, σε­βα­στό, α­νε­πι­τή­δευ­το, τα­πει­νό. Το μά­γου­λό της, παρ­θε­νι­κό, κα­θα­ρό, χνου­δω­τό, ευ­ω­δι­α­σμέ­νο, ντρο­πα­λό, χλω­μό με μιαν ε­λα­φρό­τα­τη ρο­δο­κοκ­κι­νά­δα. Ο λαι­μός της γυρ­τός τα­πει­νά, σμί­γει με το πη­γού­νι μ’ έ­να α­πα­λό ί­σκια­σμα που το λέ­γα­νε οι πα­λαι­οί γλυ­κα­σμό. Το ό­λο πρό­σω­πό της εί­ναι ι­ε­ρα­τι­κό και θρη­σκευ­τι­κό, και μαρ­τυ­ρά αρ­χαί­α φυ­λή. Τα ά­χραν­τα χέ­ρια της εί­ναι μι­κρά, στε­νά,μα­κρο­δά­χτυ­λα, λε­πτό­νυ­χα. Με το α­ρι­στε­ρό βα­στά τον Χρι­στό, και το δε­ξί το ’­χει α­κουμ­πι­σμέ­νο σε­μνά α­πά­νω στο στή­θος της, σε στά­ση πα­ρα­κα­λε­στι­κή, με το με­γά­λο δά­χτυ­λο μα­κρυ­ά α­πό τ’ άλ­λα. Στα πιο αρ­χαί­α ει­κο­νί­σμα­τα αυ­τό το χέ­ρι εί­ναι πιο όρ­θιο και πιο ψη­λά, κον­τά στο λαι­μό.

Ο πιο αυ­στη­ρός τύ­πος της Πα­να­γί­ας εί­ναι η λε­γό­με­νη Ο­δη­γή­τρια, που έ­χει όρ­θια την κε­φα­λή της, έκ­φρα­ση α­πα­θέ­στε­ρη και το ό­λο σχή­μα της εί­ναι πιο ι­ε­ρα­τι­κό. Ε­νώ η Γλυ­κο­φι­λού­σα έ­χει το κε­φά­λι της γυρ­τό κα­τά το παι­δί της, που τ’ αγ­κα­λιά­ζει σφι­χτό­τε­ρα, κ’ η έκ­φρα­σή της εί­ναι πιο αι­σθη­μα­τι­κή. Η Πλα­τυ­τέ­ρα πα­ρι­στά­νε­ται κα­θι­σμέ­νη α­πά­νω στο θρό­νο, αυ­στη­ρή κι α­λύ­γι­στη, και βα­στά τον Χρι­στό στα γό­να­τά της, α­κουμ­πών­τας το ’­να χέ­ρι της στον ώ­μο του και με τ’ .αλ­λο βα­στών­τας το πό­δι του η έ­να μαν­τή­λι.

Στην Ελ­λά­δα, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες εκ­κλη­σι­ές της Πα­να­γί­ας γι­ορ­τά­ζου­νε κα­τά την Κοί­μη­ση της Θε­ο­τό­κου, δη­λα­δή στις 15 Αυ­γού­στου. Τα τρο­πά­ρια που ψέλ­νου­νε σ’ αυ­τή τη γι­ορ­τή εί­ναι α­πό τα πιο ε­ξαί­σια. Το δο­ξα­στι­κό του Ε­σπε­ρι­νού εί­ναι το μο­νά­χο τρο­πά­ρι που ψέλ­νε­ται με τους ο­χτώ ή­χους, κά­θε φρά­ση κι άλ­λος ή­χος. Αρ­χί­ζει α­πό τον πρώ­τον ή­χον και τε­λει­ώ­νει πά­λι στον πρώ­τον.

Μα ο­λά­κε­ρη «Ελ­λά­δα δεν υ­μνο­λο­γά την Πα­να­γί­α μο­νά­χα με τους ψαλ­τά­δες και με τους πα­πά­δες στις εκ­κλη­σι­ές, αλ­λά και με το κά­θε τι της, με τα χω­ριά, με τα βου­νά, με τα νη­σιά, πού­χου­νε τ’ α­γι­α­σμέ­νο τ’ ό­νο­μά της. Τα κα­ρά­βια βολ­τα­τζά­ρου­νε στη δρο­σε­ρή θά­λασ­σα, α­νοι­χτά α­πό τους κά­βους πού­ναι χτι­σμέ­να τα μο­να­στή­ρια της, έ­χον­τας στην πρύ­μνη σκα­λι­σμέ­νο τ’ α­γα­πη­μέ­νο και προ­σκυ­νη­τό ό­νο­μά της. Ό­ποι­ος τα­ξι­δεύ­ει στα ελ­λη­νι­κά νε­ρά, σ’ ό­ποι­ο μέ­ρος κι αν βρε­θεί τη μέ­ρα της Πα­να­γί­ας, θαν α­κού­σει α­π’ α­νοι­χτά τις καμ­πά­νες α­πά­νω α­πό το πέ­λα­γο. Άλ­λες έρ­χουν­ται α­πό τ’ Ά­γιον Ό­ρος που το λέ­νε Πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γί­ας, άλ­λες α­πό την Τή­νο πού­χει το ξα­κου­στό πα­λά­τι της, άλ­λες α­πό την Σα­λα­μί­να που γι­ορ­τά­ζει η Φα­νε­ρω­μέ­νη, άλ­λες α­πό τη Μυ­τι­λή­νη, α­πό την Πα­να­γιά της Α­γιά­σσος και της Πέ­τρας, άλ­λες α­πό το Μο­να­στή­ρι της Σίφ­νου, άλ­λες α­πό τη Σκιά­θο, άλ­λες α­πό τη Νά­ξο, α­πό κά­θε νη­σί, α­πό κά­θε κά­βο, α­πό κά­θε στε­ριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου