Σάββατο 8 Μαΐου 2010

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

του Αρχιμανδρίτη Χρίστου Κυριαζόπουλου

Πρίν κἄν ἀρ­χί­σου­με νά συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τί ση­μαί­νει γιά τόν κα­θέ­να μας καί γιά τήν πα­τρί­δα μας ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση στήν ὁ­ποί­α ἀρ­χί­ζου­με νά δι­ο­λι­σθαί­νου­με καί ποι­ές οἱ πι­θα­νές μελ­λον­τι­κές πα­ρε­νέρ­γει­ές της στίς ποι­κί­λες πτυ­χές τοῦ ἐ­θνι­κοῦ ἀλ­λά καί τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μας βί­ου, βρε­θή­κα­με αἴφ­νης ἐ­νώ­πιον ἑ­νός ἄλ­λου μεί­ζο­νος προ­βλή­μα­τος. Κά­ποι­ες φω­νές, μέ­σα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως καί ἐ­πει­γόν­τως τή με­τά­φρα­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κει­μέ­νων. Πι­στεύ­ουν μᾶλ­λον πώς, ἄν αὐ­τό συμ­βεῖ,  θά γε­μί­σουν οἱ να­οί ἀ­πό κό­σμο, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Σέ ὧ­ρες πού ἡ ἐ­θνι­κή σύμ­πνοι­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ὅ­σο πο­τέ, ἀ­νοί­γουν ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο ἐν­τά­σε­ων καί συγ­κρού­σε­ων. Μή­πως ἄ­ρα­γε προ­τί­θεν­ται νά θέ­σουν ὁ­σο­νού­πω ἐ­πί τά­πη­τος καί ἄλ­λα θέ­μα­τα ἐ­νώ­πιον τῶν ὁ­ποί­ων τά ζη­τή­μα­τα τά σχε­τι­κά μέ τή γλώσ­σα θά  ὠ­χριοῦν; Γιά τό θέ­μα τῶν με­τα­φρά­σε­ων θά ἐκ­θέ­σου­με τα­πει­νά ἐ­λά­χι­στες σκέ­ψεις.
Εἶ­ναι εὔ­λο­γο τέ­τοι­ες προ­τά­σεις, ­ταν μά­λι­στα ἐν­τέ­χνως συ­νο­δεύ­ον­ται ­πό φλύ­α­ρα καί ­περ­φί­α­λα φρα­στι­κά κα­ρυ­κεύ­μα­τα καί ­βρεις σέ βά­ρος ­κεί­νων πού τολ­μοῦν να δι­α­φω­νή­σουν μα­ζί τους, - ­πό ποῦ ­ρα­γε οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί ἀν­τλοῦν ­λη αὐ­τή τήν ­πε­ρο­ψί­α; - νά βρί­σκουν ­πή­χη­ση σέ πολ­λούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους πι­στούς. Ποι­ός δέν θά ἤ­θε­λε νά κα­τα­νο­εῖ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­κού­ει στήν ἐκ­κλη­σί­α! Ὅ­μως εἶ­ναι τοῖς πᾶ­σι γνω­στό ὅ­τι ἡ με­τά­φρα­ση δέν ὁ­δη­γεῖ αὐ­το­μά­τως στήν κα­τα­νό­η­ση κα­νε­νός κει­μέ­νου, πολ­λῷ μᾶλ­λον κει­μέ­νων λει­τουρ­γι­κῶν, μέ βα­θύ­τη­τα θε­ο­λο­γι­κή καί λε­πτές δογ­μα­τι­κές δι­α­τυ­πώ­σεις. Οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι θά θυ­μοῦν­ται τις πο­λύ­ω­ρες ἀ­να­λύ­σεις τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στο σχο­λεῖ­ο καί οἱ νε­ώ­τε­ροι γνω­ρί­ζουν ὅ­τι στό μά­θη­μα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας γυ­μνα­σί­ου καί λυ­κεί­ου οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐ­ρω­τή­σεις τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων, προ­φο­ρι­κῶν καί γρα­πτῶν, ἐ­λέγ­χουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων. Κει­μέ­νων, φυ­σι­κά, γραμ­μέ­νων στή δη­μο­τι­κή γλώσ­σα. Οἱ φι­λό­λο­γοι μπο­ροῦν νά μᾶς βε­βαι­ώ­σουν πό­σο δυ­σκο­λεύ­ον­ται σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μα­θη­τές τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου στήν κα­τα­νό­η­ση ἑ­νός κά­πως δύ­σκο­λου δο­κι­μί­ου, κι ἄς εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σέ ἁ­πλού­στα­τη δη­μο­τι­κή.  Ἡ ἑρ­μη­νεί­α και ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν καί λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων εἶ­ναι, κα­τά μεί­ζο­να λό­γο,  πάν­το­τε ἀ­ναγ­καί­α. Σ’ αὐ­τήν στο­χεύ­ουν τά ἑρ­μη­νευ­τι­κά βι­βλί­α πού, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν ἐν ἀ­φθο­νί­ᾳ καί ὁ­λο­έ­να κυ­κλο­φο­ροῦν και­νούρ­για. Ἀρ­κεῖ νά τά με­λε­τοῦ­με. Σ’ αὐ­τήν ἀ­πο­βλέ­πει καί τό κή­ρυγ­μα καί ὁ ἐν γέ­νει ποι­κι­λό­τρο­πος δι­δα­κτι­κός λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Τά Εὐ­αγ­γέ­λια εἶ­ναι γραμ­μέ­να σέ πο­λύ ἁ­πλά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν στη θεί­α λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­ζον­ται χω­ρίς κα­νέ­να λά­θος καί εὐ­κρι­νῶς, πι­στεύ­ου­με πώς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως κα­τα­νο­η­τά ἀ­πό ὅ­λους. Ἡ ἑλ­λη­νι­στι­κή κοι­νή, τῆς ὁ­ποί­ας, ὡς γνω­στόν, ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἁ­πλού­στε­ρη μορ­φή, ἀ­γα­πή­θη­κε καί μι­λή­θη­κε μέ­σα σέ λι­γό­τε­ρα ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου - ἔρ­γο βέ­βαι­α τῆς Θεί­ας Προ­νοί­ας - ἀ­πό μύ­ριους ἀλ­λό­γλωσ­σους λα­ούς τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Με­σο­γεί­ου ὡς κα­θη­με­ρι­νή τους γλώσ­σα.  Ὡ­ρι­σμέ­νοι φρο­νοῦν πώς οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες οὔ­τε τήν ἀ­γα­ποῦ­με οὔ­τε εἶ­ναι γλώσ­σα μας. Κά­νουν τρα­γι­κό λά­θος!
Στήν ἴ­δια ἁ­πλή, σχε­τι­κά, γλώσ­σα εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­να τά εἰ­ρη­νι­κά, οἱ συ­να­πτές, ἡ ἐ­κτε­νής, τά πλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τά κα­θι­στᾶ πιό προ­σι­τά. Οἱ εὐ­χές, πλου­σι­ώ­τα­τες σέ νο­ή­μα­τα, θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­να­λύ­ον­ται ἀ­πό τούς ἁρ­μο­δί­ους. Ἡ ὑ­πο­βο­λή καί ἡ ποι­η­τι­κή χροι­ά εἶ­ναι σ’­αὐ­τές ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔν­το­νη, γε­γο­νός πού δυ­σκο­λεύ­ει τή με­τά­φρα­σή τους.
Τά ἀ­πο­στο­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα εἶ­ναι ἐ­πί­σης εὐ­κο­λο­νό­η­τα κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­παγ­γέλ­λον­ται βέ­βαι­α ἐμ­με­λῶς, ἴ­σως κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια, ἀλ­λά δέν παύ­ουν νά εἶ­ναι ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Αὐ­τό δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦν οἱ ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες μας. Καί βέ­βαι­α πρίν τά δι­α­βά­σουν νά εἶ­ναι ἄ­ρι­στα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι.
Θε­ω­ροῦ­με ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τή τήν ἀ­να­φο­ρά σέ μιά πι­θα­νή με­τά­φρα­ση τῶν ὑ­μνο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων. Αὐ­τά εἶ­ναι ποι­ή­μα­τα, μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α συμ­πλέ­κον­ται μέ­λος, δύ­σκο­λη με­τρι­κή καί ὑ­ψη­λή δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἀ­κρί­βεια θά κιν­δυ­νεύ­σει μέ τή με­τά­φρα­ση νά δι­α­κυ­βευ­θεῖ. Ἐ­δῶ δέν νο­μί­ζου­με πώς μπο­ρεῖ κἄν νά τε­θεῖ θέ­μα συ­ζη­τή­σε­ως.
Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ, ἐ­ξάλ­λου, ἀ­ξι­ό­πι­στο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἕλ­λη­νες με­τέ­φρα­σαν κά­πο­τε στή σλα­βι­κή τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κεί­με­να καί τά με­τα­φρά­ζουν καί σή­με­ρα στίς γλῶσ­σες τῶν λα­ῶν με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά. Γιά τούς λα­ούς αὐ­τούς ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἦ­ταν καί εἶ­ναι μιά  ξέ­νη γλώσ­σα. Γιά μᾶς προ­φα­νῶς καί δέν εἶ­ναι!
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της καί ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῶν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων κα­θώς καί τῶν ὕ­στε­ρων χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας δέν με­τέ­φρα­σαν τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να γιά λα­τρευ­τι­κή χρή­ση - ἄν καί θά τούς ἦ­ταν εὔ­κο­λο - κι ἄς ἦ­ταν καί τό­τε δυσ­νό­η­τα γιά τούς πολ­λούς. Μό­νον τά ἑρ­μή­νευ­σαν. Καί οἱ ἑρ­μη­νεῖ­ες τους εἶ­ναι πο­λύ­τι­μες καί αὐ­θεν­τι­κές.
Τά λει­τουρ­γι­κά, ἀλ­λά καί ἄλ­λα κεί­με­να πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται συ­χνά στήν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ τα­κτι­κά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι ἄν­θρω­ποι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι, δέν ἀ­δυ­να­τοῦν νά τά κα­τα­νο­ή­σουν. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψή τους καί  ὁ συν­δυα­σμός τους μέ ἄλ­λα πα­ρεμ­φε­ρῆ ἀ­κού­σμα­τα τούς βο­η­θοῦν νά συλ­λά­βουν τό γε­νι­κό νό­η­μα. (Ἔ­τσι δέν συμ­βαί­νει κι ὅ­ταν κά­ποι­ος γλωσ­σο­μα­θής δι­α­βά­ζει ἕ­να ξε­νό­γλωσ­σο κεί­με­νο δυ­σκο­λώ­τε­ρο ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τές του;) Οἱ μο­να­χοί μά­λι­στα καί οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι πο­λύ συ­χνά σέ θέ­ση νά ἐμ­βα­θύ­νουν καί  σέ δύ­σκο­λα νο­ή­μα­τά τους, κι ἄς μήν εἶ­ναι ἐγ­γράμ­μα­τοι, κά­τι πού εἶ­ναι δύ­σκο­λο σέ μή ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νους μορ­φω­μέ­νους.  Ὅ­ποι­ος ἀμ­φι­βάλ­λει πε­ρί αὐ­τοῦ, μπο­ρεῖ νά κά­νει μια μι­κρή σχε­τι­κή ἔ­ρευ­να.
Οἱ ἱ­ε­ρεῖς μπο­ροῦν νά βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι κα­τά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι ὀ­λί­γων γραμ­μά­των δι­α­βά­ζουν τούς ἀ­πο­στό­λους καί κα­τα­νο­οῦν τά ἄλ­λα ἀ­να­γνώ­σμα­τα πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τούς πο­λύ μορ­φω­μέ­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί γι­’­αὐ­τό τούς λεί­πει ἡ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση καί ἡ σχε­τι­κή ἐν τῇ πρά­ξει παι­δεί­α. Ὅ­λοι ἐ­πί­σης γνω­ρί­ζου­με πώς τά νή­πια καί τά βρέ­φη πού οἱ εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς τους τά παίρ­νουν μα­ζί τους κά­θε Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­λαμ­βά­νουν φρό­νι­μα καί μέ συ­ναί­σθη­ση τή θεί­α λει­τουρ­γί­α.  
Ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλά καί μό­νο μιά τε­λε­τή στήν ὁ­ποί­α πα­ρι­στά­με­θα καί προ­σπα­θοῦ­με λο­γι­κῶς νά κα­τα­νο­ή­σου­με. Εἶ­ναι πε­ρι­ο­χή μυ­στη­ρί­ου τό ὁ­ποῖ­ο χά­ρι­τι Θε­οῦ βι­ώ­νου­με. Ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει οἱ Ἕλ­λη­νες τή γλώσ­σα της καί μᾶς ἀ­ρέ­σει καί μᾶς ἀ­νε­βά­ζει πνευ­μα­τι­κά. Τή θε­ω­ροῦ­με κά­πως καί τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς λα­τρεί­ας τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ. Καί στό κά­τω κά­τω ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τή λα­τρεί­α της  εἶ­ναι ὁ μό­νος θε­σμός πού συ­νε­χί­ζει ἀ­κό­μη νά μᾶς δι­δά­σκει τίς δι­α­χρο­νι­κές μορ­φές τῆς γλώσ­σας μας μέ τρό­πο φυ­σι­κό καί ἀ­βί­α­στο και εὔ­λη­πτο. Θά μπο­ρού­σα­με νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σου­με ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος.  Ἄς μή τή σχε­τι­κο­ποι­οῦν οἱ δι­α­φω­νοῦν­τες οὔ­τε ὑ­περ­βο­λι­κά νά ὑ­πο­τι­μοῦν τήν ἀ­ξί­α της οὔ­τε νά τήν εὐ­τε­λί­ζουν. Θά εἶ­ναι πάν­το­τε πρω­ταρ­χι­κό στοι­χεῖ­ο ὄ­χι μό­νο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας ἀλ­λά καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­λων τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν λα­ῶν. Μνη­μεῖ­ο, ἐν τέ­λει, ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος! Ἄς μᾶς ἀ­φή­σουν, ἐ­πί τέ­λους, νά τή χαι­ρό­μα­στε.
Ἔ­χου­με, γιά νά τό ποῦ­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα, τήν αἴ­σθη­ση πώς αὐ­τοί πού μέ πά­θος καί ἔ­παρ­ση ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τόν μο­νό­δρο­μο τῆς με­τά­φρα­σης τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων ἀ­κο­λου­θοῦν τή λο­γι­κή ἐ­κεί­νων πού κα­τήρ­γη­σαν ἐν μιᾷ νυ­κτί τό πο­λυ­το­νι­κό, ἀ­σκών­τας τό­τε ἕ­να δη­μό­σιο καί βί­αι­ο ἐ­ξα­ναγ­κα­σμό, πού κα­τήρ­γη­σε μιά ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων, κα­θώς καί ἐ­κεί­νων πού κά­πο­τε κα­μά­ρω­σαν πώς «ἔ­θα­ψαν» τήν κα­θα­ρεύ­ου­σα - ὡς δυ­να­τό­τη­τα δι­δα­σκα­λί­ας - «θά­βον­τας» μα­ζί της κι ἕ­να θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο λο­γο­τε­χνί­ας καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης. Εἶ­ναι κρί­μα πού στή δι­δα­κτι­κή πρά­ξη ὁ­δεύ­ουν πρός κα­τάρ­γη­ση ὁ Κάλ­βος, ὁ Βι­ζυ­η­νός, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της. Θά ἦ­ταν κρί­μα μας  με­γα­λύ­τε­ρο ἄν ὑ­περ­φί­α­λοι ἐ­ξο­βε­λί­ζα­με ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί τήν ἐ­θνι­κή μας ζω­ή τούς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, Βα­σί­λει­ο τόν Μέ­γα, Ἰ­ω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, Ρω­μα­νό τόν Με­λω­δό, Κο­σμᾶ τόν Με­λω­δό, Ἀν­δρέ­α τόν Κρή­της, Κασ­σια­νή τήν ὁ­σί­α καί τό­σους ἄλ­λους κο­ρυ­φαί­ους δη­μι­ουρ­γούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­τε­λοῦν πνευ­μα­τι­κά ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ παγ­κό­σμιου πο­λι­τι­σμοῦ. Θά ἦ­ταν σάν νά ἀ­πεμ­πο­λού­σα­με οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες τόν ἑ­αυ­τό μας.
Θε­ω­ροῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό βέ­βαι­ο πώς ἄν γί­νει τό λά­θος καί τε­θεῖ ἐ­πι­σή­μως ἕ­να τέ­τοι­ο θέ­μα πρός δι­ά­λο­γο, θά μπεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σ’ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο ἀ­τέρ­μο­νων συ­ζη­τή­σε­ων, προ­τά­σε­ων, πει­ρα­μα­τι­σμῶν, δι­α­φω­νι­ῶν καί ἀν­τεγ­κλή­σε­ων καί θά προ­κύ­ψουν πολ­λά, ἴ­σως και τε­λεί­ως ἀ­πρό­βλε­πτα προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν θά θέ­λα­με οὔ­τε νά φαν­τα­σθοῦ­με. Θά πρέ­πει νά ἀ­να­λο­γι­σθεῖ ὁ κα­θέ­νας πο­λύ σο­βα­ρά τίς προ­σω­πι­κές του εὐ­θύ­νες γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς εἰ­ρή­νης τῶν ψυ­χῶν καί τόν σκαν­δα­λι­σμό και τή  δι­αί­ρε­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα εὐ­θέ­ως τί­θε­ται ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό ὡ­ρι­σμέ­νους ὑ­πέρ­μα­χους τῆς ἀλ­λα­γῆς, δέν θά ὑ­πο­κύ­ψει στίς πι­έ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες τῆς ἀ­σκοῦν­ται.
Ἄς συ­νε­χί­σου­με νά ἐρ­γα­ζό­μα­στε ὅ­λοι μα­ζί, μη­δε­νός ἐ­ξαι­ρου­μέ­νου, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς λα­τρεί­ας ἀ­πό ὅ­λους τους πι­στούς. Τό ἐγ­χεί­ρη­μα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ χρέ­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θά βο­η­θή­σει πλού­σια. Ὅ­ταν πο­νᾶ­νε τά μά­τια μας, δέν τά βγά­ζου­με. Πα­σχί­ζου­με νά τά θε­ρα­πεύ­σου­με. Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με σάν τά μά­τια μας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Ὁ ἀ­σκός τοῦ Αἰ­ό­λου ἀ­νοί­γει εὔ­κο­λα. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι πώς δύ­σκο­λα κλεί­νει.



Ἀρχιμανδρίτης
Χρίστος Κυριαζόπουλος
Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας
M. Sc. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
πρ. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης
                                                                          

3 σχόλια:

  1. Αγαπητοί αδελφοί με πνεύμα αδελφικής αγάπης , ταπεινοφροσύνης και πίστης λαμβάνω το θάρρος να εκφράσω τις σκέψεις μου.
    Πιστεύω ότι μια από τις κυριότερες αιτίες για το ότι δεν προσέρχονται οι πιστοί στο Ναό για να παρακολουθήσουν τη θεία Λειτουργία, για το ότι άλλοι προσερχόμενοι δεν λατρεύουν πραγματικά τον Θεό, αλλά στέκονται τυπικά ή περιφέρονται και περιεργάζονται ανευλαβώς, ή φεύγουν από τον Ναό ακαίρως και ατάκτως, είναι η άγνοια της θείας λειτουργίας. Αυτή η άγνοια οφείλεται στο ότι οι Χριστιανοί ακούν μόνο τις εκφωνείς ευχές και αγνοούν τις μυστικά λεγόμενες από τον ιερέα, οι οποίες πολλές φορές έχουν κατάληξη τις εκφωνείς. Άρα δεν έχουν την δυνατότητα να εννοήσουν την σειρά της τελέσεως του μυστηρίου. Πολλοί βέβαια από τους πιστούς δεν κατανοούν ούτε των εκφώνων προσευχών την έννοια και έτσι δεν μπορούν να μετέχουν στην τελούμενη λατρεία. Δεν είναι παράδοξο το ότι μηχανικά και χωρίς ενδιαφέρον παρακολουθούν την θεία λατρεία χωρίς να αποκομίζουν από αυτή ωφέλεια.
    Οι απλοί (αγράμματοι) άνθρωποι, οι καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου είναι αυτοί που στηρίζουν την εκκλησία, αλήθεια, αλλά κάντε ένα πείραμα, πάρτε τους ανθρώπους αυτούς αλλά και νέους ανθρώπους και βάλτε τους να κάνουν μια απλή μετάφραση ή απόδοση κειμένων της λειτουργίας , των ψαλμών ή του Ευαγγελίου, μετά πείτε τους να σας πουν τι κατανόησαν, κατόπιν δώστε τους να διαβάσουν τις αποδόσεις στην νέα Ελληνική. Τι θα παρατηρήσετε;
    Μας δίδεται κάποια στιγμή το παράδειγμα των λογοτεχνικών κειμένων όπου οι μαθητές δεν μπορούν να αναλύσουν τα κείμενα της κοινής ελληνικής . Αυτό το παράδειγμα δεν έχει να κάνει με το τι διαβάζει ο αναγνώστης αλλά με το πώς και τι κατανοεί από τις σκέψεις που θέλει να αποδώσει ο συγγραφέας. Το σημαντικό λοιπόν για έναν αναγνώστη ή έναν ακροατή είναι να καταλάβει πρώτα το τι διαβάζει ή το τι ακούει για να μπορεί με λίγη βοήθεια από τους ιερείς να εμβαθύνει και να συνειδητοποιήσει το τι εννοείται σε κάθε κείμενο ή περικοπή.
    Το θέμα της εκκλησίας μας δεν είναι η εκμάθηση ή η διάδοση της Ελληνικής γλώσσης αλλά η δημιουργία καλών Χριστιανών. Κάποιοι από εμάς θα πρέπει ασφαλώς να γνωρίζουν τα αρχαία Ελληνικά για να μπορούμε να κάνουμε τις μεταφράσεις από τις πηγές. Το να είναι κάποιος Έλληνας είναι κάτι διαφορετικό από το να είναι Χριστιανός. Όπως καταλαβαίνω και στο θέμα της γλώσσας ίσως γίνει μια μικρή ρήξη. Στη θεία λειτουργία πρέπει να είμαστε όλοι συμμέτοχοι, με όλη την ψυχή ,το πνεύμα και το νου μας. Θα πρέπει να είμαστε όλοι ένα σώμα. Θα πρέπει να ακολουθούμε την εξέλιξη της τελετής με πλήρη κατανόηση των λεχθέντων και με συγκεντρωμένο μυαλό. Οι επικλήσεις, οι προσευχές, οι ανταποδόσεις των ευχών, θα πρέπει να γίνονται από κοινού από όλο το εκκλησίασμα, έστω και νοερώς, χάριν ευφωνίας πια, καθώς την δουλειά του λαού σήμερα την κάνουν οι ψάλτες. Εάν ο κάθε ένας από τους πιστούς λέει την δική του προσευχή ή κάνει τις δικές του σκέψεις κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας τότε αποκλίνουμε από την πραγματική τελετή και έχουμε κάτι άλλο το οποίο ίσως το αποκαλούμε ιδιωτική ή προσωπική προσευχή παρά δημόσια προσευχή και λατρεία. Η θεία λατρεία αποτελεί την σπουδαιότερη προσευχή της εκκλησίας του Χριστού και την μοναδική λατρεία, δια της οποίας ο άνθρωπος λατρεύει τον Θεό κατά τον πλέον ευάρεστο προς Αυτόν τρόπο. Άρα τα κείμενα που λέγονται κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας θα πρέπει να είναι στην κοινή Ελληνική η οποία είναι κατανοητή και καταληπτή από όλους τους πιστούς, για να μπορεί πραγματικά ο κάθε πιστός να είναι παρών και συμμέτοχος της Λατρείας. Ο πιστός στην ιδιωτική του προσευχή χρησιμοποιεί λίγα λόγια με απλή γλώσσα και μάλιστα γλώσσα που καταλαβαίνει και ομιλεί καθημερινά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όταν εγράφησαν τα κείμενα και οι προσευχές της θείας λειτουργίας εγράφησαν στην γλώσσα η οποία ήταν κοινή εκείνη την εποχή και όχι στην αρχαϊζουσα ή την Ομηρική. Και αυτό έγινε διότι έπρεπε όλοι να κατανοούν τα κείμενα, όλοι να ψάλουν από κοινού. Αυτό πρέπει να ισχύσει και σήμερα, καιρός οι πιστοί να κατανοούν την θεία Λειτουργία και τα κείμενα των πράξεων των Αποστόλων και του Αγίου Ευαγγελίου. Το να μάθουν οι Έλληνες καθαρεύουσα είναι δύσκολο πόσο μάλλον το να μάθουν τα κλασικά Ελληνικά. Μακάρι η καθαρεύουσα ή τα αρχαία να γίνουν η κοινή Ελληνική όπως παλαιά αλλά … Γιατί αυτή η εμμονή στην αρχαία γλώσσα στα κείμενα της λειτουργίας και στο Ευαγγέλιο; Είναι γλώσσα Ελληνική ναι, καλύτερη ναι , με υψηλότερα νοήματα ναι σύντομη και μεστή ναι, όμως η εκκλησία άλλα οφείλει να καλύπτει. Η Εκκλησία του Θεού δεν είναι αποκλειστικά Ελληνική αλλά παγκόσμια, οικουμενική και δεν ενδιαφέρεται για το εάν θα πεθάνει μια γλώσσα αλλά για την σωτηρία της ψυχής των ανθρώπων, για την διάδοση της ειρήνης και της αγάπης. Όσον αφορά την γλώσσα την ενδιαφέρει τα νοήματα που εκφράζονται μέσω μιας γλώσσας να είναι κατανοητά από τους πιστούς. Ο απόστολος Παύλος μας ενημερώνει καθαρά για αυτό το θέμα των γλωσσών:<< …πρέπει να επιζητείτε να είστε πιο πλούσιοι σ’ εκείνα που οικοδομούν την εκκλησία. Για αυτό όποιος γλωσσολαλεί ας ζητά στην προσευχή του και το χάρισμα να εξηγεί στου άλλους αυτά που λαλεί. Γιατί εάν προσεύχομαι σε ακατανόητη γλώσσα, προσεύχεται το πνεύμα μου, ο νους μου όμως παραμένει αμέτοχος. Τι πρέπει όμως να κάνω; Θα προσευχηθώ με το πνεύμα μου , θα προσευχηθώ όμως και με το νου μου` θα ψάλω με το πνεύμα , θα ψάλω και με το νου. Γιατί, πραγματικά , αν ευλογείς τον Θεό στη γλώσσα του πνεύματος, πως θα μπορέσει αυτός που δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα να πει το αμήν στην προσευχή της ευχαριστίας που είπες; Αφού δεν καταλαβαίνει τι λες. Εσύ μπορεί να λες μια ωραία προσευχή ευχαριστίας, αλλά όμως δεν κερδίζει τίποτα….. στην εκκλησία προτιμώ να λέω πέντε λόγια κατανοητά για να καθοδηγήσω και άλλους στην πίστη, παρά μύρια λόγια που κανείς δε θα καταλάβει.>> (προς Κορινθίους α΄ 14,14-19)
    Όσο για την πεποίθηση ότι εάν γίνει απόδοση των κειμένων στην νέα Ελληνική θα χαθούν πολλές έννοιες που εκφράζονται μέσω των πρωτοτύπων απλά θα ελπίζω οι σλαβόφωνοι, οι αγγλόφωνοι και οι λοιποί λαοί οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τα αρχαία Ελληνικά να μην έχουν χάσει πολλές από τις έννοιες των κειμένων της θείας λειτουργίας και της Καινής Διαθήκης λόγω της μετάφρασης των κειμένων .
    Με αδελφική αγάπη, ο Κύριος να είναι μαζί σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όταν εγράφησαν τα κείμενα και οι προσευχές της θείας λειτουργίας εγράφησαν στην γλώσσα η οποία ήταν κοινή εκείνη την εποχή και όχι στην αρχαϊζουσα ή την Ομηρική. Και αυτό έγινε διότι έπρεπε όλοι να κατανοούν τα κείμενα, όλοι να ψάλουν από κοινού. Αυτό πρέπει να ισχύσει και σήμερα, καιρός οι πιστοί να κατανοούν την θεία Λειτουργία και τα κείμενα των πράξεων των Αποστόλων και του Αγίου Ευαγγελίου. Το να μάθουν οι Έλληνες καθαρεύουσα είναι δύσκολο πόσο μάλλον το να μάθουν τα κλασικά Ελληνικά. Μακάρι η καθαρεύουσα ή τα αρχαία να γίνουν η κοινή Ελληνική όπως παλαιά αλλά … Γιατί αυτή η εμμονή στην αρχαία γλώσσα στα κείμενα της λειτουργίας και στο Ευαγγέλιο; Είναι γλώσσα Ελληνική ναι, καλύτερη ναι , με υψηλότερα νοήματα ναι σύντομη και μεστή ναι, όμως η εκκλησία άλλα οφείλει να καλύπτει. Η Εκκλησία του Θεού δεν είναι αποκλειστικά Ελληνική αλλά παγκόσμια, οικουμενική και δεν ενδιαφέρεται για το εάν θα πεθάνει μια γλώσσα αλλά για την σωτηρία της ψυχής των ανθρώπων, για την διάδοση της ειρήνης και της αγάπης. Όσον αφορά την γλώσσα την ενδιαφέρει τα νοήματα που εκφράζονται μέσω μιας γλώσσας να είναι κατανοητά από τους πιστούς. Ο απόστολος Παύλος μας ενημερώνει καθαρά για αυτό το θέμα των γλωσσών:<< …πρέπει να επιζητείτε να είστε πιο πλούσιοι σ’ εκείνα που οικοδομούν την εκκλησία. Για αυτό όποιος γλωσσολαλεί ας ζητά στην προσευχή του και το χάρισμα να εξηγεί στου άλλους αυτά που λαλεί. Γιατί εάν προσεύχομαι σε ακατανόητη γλώσσα, προσεύχεται το πνεύμα μου, ο νους μου όμως παραμένει αμέτοχος. Τι πρέπει όμως να κάνω; Θα προσευχηθώ με το πνεύμα μου , θα προσευχηθώ όμως και με το νου μου` θα ψάλω με το πνεύμα , θα ψάλω και με το νου. Γιατί, πραγματικά , αν ευλογείς τον Θεό στη γλώσσα του πνεύματος, πως θα μπορέσει αυτός που δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα να πει το αμήν στην προσευχή της ευχαριστίας που είπες; Αφού δεν καταλαβαίνει τι λες. Εσύ μπορεί να λες μια ωραία προσευχή ευχαριστίας, αλλά όμως δεν κερδίζει τίποτα….. στην εκκλησία προτιμώ να λέω πέντε λόγια κατανοητά για να καθοδηγήσω και άλλους στην πίστη, παρά μύρια λόγια που κανείς δε θα καταλάβει.>> (προς Κορινθίους α΄ 14,14-19)
    Όσο για την πεποίθηση ότι εάν γίνει απόδοση των κειμένων στην νέα Ελληνική θα χαθούν πολλές έννοιες που εκφράζονται μέσω των πρωτοτύπων απλά θα ελπίζω οι σλαβόφωνοι, οι αγγλόφωνοι και οι λοιποί λαοί οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τα αρχαία Ελληνικά να μην έχουν χάσει πολλές από τις έννοιες των κειμένων της θείας λειτουργίας και της Καινής Διαθήκης λόγω της μετάφρασης των κειμένων .
    Με αδελφική αγάπη, ο Κύριος να είναι μαζί σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή