Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Γέροντας Αθανάσιος Μετεωρίτης:Επιτακτική ανάγκη ο πνευματικός αναβαπτισμός


Πλήθος πιστών παρακολούθησε χθες το απόγευμα τη διάλεξη του πανοσιολογιότατου αρχιμανδρίτη π. Αθανασίου Μετεωρίτη, που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στο ξενοδοχείο «Imperial», στο πλαίσιο εκδήλωσης της ερανικής επιτροπής αποπερατώσεως του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας. Ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης μίλησε για την ανάγκη του πνευματικού αναβαπτισμού μέσω της αγιαστικής παράδοσης της εκκλησίας, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι μόνο η Εκκλησία μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, να τον μεταμορφώσει, να τον απαλλάξει από τα πάθη και τις αδυναμίες του, να τον φωτίσει.
Επιπλέον, ανέφερε ότι ο αναβαπτισμός των πιστών μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας σηματοδοτεί, και τον αναβαπτισμό της κοινωνίας ολόκληρης και συμβάλλει κατά συνέπεια στην αναβάθμιση και την ποιότητα της πολιτείας, των θεσμών της αφού αυτός είναι ο ρόλος τελικά και η ευθύνη της Εκκλησίας, νά φανερώσει το αληθινό νόημα και τον σκοπό της ζωής μας, πού είναι ο ουρανός, η πραγματική δηλαδή και μόνιμη πατρίδα μας.Στη συνέχεια ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου ευλόγησε την βασιλόπιτα της Ερανικής Επιτροπής της Του Θεού Σοφίας και σε σύντομη ομιλία του εξήρε των αγώνα που κάνουν οι πιστοί της Λάρισας για την αποπεράτωση του ιερού ναού. Ακολούθησαν επίκαιροι βυζαντινοί ύμνοι από τη χορωδία του Βυζαντινού και Δημοτικού Εργαστηρίου του «Αγίου Αχιλλίου».
Επίσης, ο σεβασμιότατος μητροπολίτης κ. Ιγνάτιος απένειμε τιμητικές πλακέτες τόσο στον ομιλητή π. Αθανάσιο Μετεωρίτη όσο και στο χοράρχη κ. Θεοδόσιο Διαμαντή. Τα έσοδα που συγκεντρώθηκαν από την εκδήλωση θα διατεθούν για την κατασκευή του άνω μέρους του ιερού ναού της Του Θεού Σοφίας στη Χαραυγή.
Στην εκδήλωση παρέστησαν μεταξύ άλλων οι αντιδήμαρχοι Μαίρη Αγραφιώτη, Ελένη Ξυνοπούλου, Δέσποινα Μάντζαρη και η εκδότης-διευθυντής της «Ε» κ. Δανάη Δημητρακοπούλου. (http://www.eleftheria.gr/index.asp?cat=7&aid=35903)






























Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου
«Ὁ πνευ­μα­τι­κός ἐ­πα­να­βα­πτι­σμός μας στἠν ἁ­γι­α­στι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας»
Ὁ­μι­λί­α στήν κο­πή τῆς Βα­σι­λό­πι­τας τῆς ἐ­νο­ρί­ας τῆς τοῦ Θε­οῦ Σο­φί­ας Λα­ρί­σης
Λά­ρι­σα, Ξε­νο­δο­χεῖ­ο I­m­p­e­r­i­al, 15 Ἰ­αν. 2012, ὥ­ρα 6.00 μ.μ.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Ἅ­γι­ε πρω­το­σύγ­κελ­λε, σεβαστοί πατέρες, ἀ­γα­πη­τέ ἀ­δελ­φέ καί συλ­λει­τουρ­γέ π. Ἰ­ω­αν­νί­κι­ε, ἀξιότιμες κ. ἀντιδήμαρχοι, προ­σφι­λέ­στα­τοι ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί μας, κα­λή καί εὐ­λο­γη­μέ­νη χρο­νιά.
Θά θέ­λα­με κα­τ’ ἀρ­χήν νά σᾶς εὐ­χα­ρι­στή­σου­με γιά τήν πρό­σκλη­σή σας νά πα­ρευ­ρε­θοῦ­με ἀ­πό­ψε ἐ­δῶ σέ αὐ­τή τήν τό­σο πολυπληθή πνευ­μα­τι­κή, ὄ­μορ­φη καί ζε­στή ἐκ­δή­λω­ση, πα­ρου­σί­ᾳ καί τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Λα­ρί­σης καί Τυρ­νά­βου κ. Ἰ­γνα­τί­ου, στό πρό­σω­πο τοῦ ὁ­ποί­ου τρέ­φου­με βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό καί ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λά­βια.
Θά θέ­λα­με, ἐ­πί­σης, νά συγ­χα­ροῦ­με τόν π. Ἰ­ω­αν­νί­κιο γιά τό καρ­πο­φό­ρο πνευ­μα­τι­κό, ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό καί ἀ­νοι­κο­δο­μη­τι­κό του ἔρ­γο, κα­θώς καί ὅ­λους ἐ­σᾶς τούς συ­νερ­γά­τες καί τούς ἐ­νο­ρί­τες τῆς νε­ο­συ­στα­θεί­σας ἐ­νο­ρί­ας τῆς Ἁ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ Σο­φί­ας, πού τόν πε­ρι­βάλ­λε­τε μέ ἀ­γά­πη καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί συμ­βάλ­λε­τε στήν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ νέ­ου ἐ­νο­ρια­κοῦ να­οῦ.
Στήν ἀ­πο­ψι­νή μας ὁ­μι­λί­α, ἀ­φοῦ ἀ­να­φερ­θοῦ­με, δι’ ὀ­λί­γων, εἰ­σα­γω­γι­κά στόν Με­γά­λο Βα­σί­λει­ο, πρός τι­μή τοῦ ὁ­ποί­ου κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἡ βα­σι­λό­πι­τα, καί στήν ση­μα­σί­α τῆς ἐ­νο­ρί­ας στήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, θά κλεί­σου­με μέ κά­ποι­ες ἁ­πλές κα­λο­γε­ρι­κές σκέ­ψεις, καρ­πό τῆς πο­λυ­ε­τοῦς δι­α­κο­νί­ας μας στό μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς ἀ­να­στρο­φῆς καί ἐ­να­σχο­λή­σε­ώς μας μέ πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού πέ­ρα­σαν ἀ­πό τήν ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κη με­τά­νοι­ά μας –τό μο­να­στή­ρι μας-, καί τά ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τά τους.
Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὅ­πως ὅ­λοι γνω­ρί­ζε­τε, ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γα­λύ­τε­ρους Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἕ­νας ἀ­πό τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­δα­σκά­λους καί γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­στη­κε Μέ­γας καί Οὐ­ρα­νο­φάν­τωρ. Ὑ­πῆρ­ξε πα­νε­πι­στή­μων καί λο­γι­ώ­τα­τος ἀ­σκη­τής καί ὁ­μο­λο­γη­τής Ἐ­πί­σκο­πος μέ τε­ρά­στια κοι­νω­νι­κή εὐ­αι­σθη­σί­α, δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί προ­σφο­ρά.
Ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος δι­ε­τέ­λε­σε ἐ­πί­σκο­πος στήν Και­σά­ρεια τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας σὲ μί­α πο­λὺ δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας ἱ­στο­ρί­ας, τὴν πε­ρί­ο­δο με­τα­ξύ τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ποὺ ἔ­γι­νε στὴν Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας τὸ 325 μ.Χ., καὶ τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ποὺ ἔ­γι­νε τὸ 381 μ.Χ. στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος δογ­μά­τι­σε γιά τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, γιά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί γιά τίς σχέ­σεις με­τα­ξύ τῶν Προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Δογ­μά­τι­σε «θε­ο­πρε­πῶς», ὅ­πως μᾶς λέ­ει τό ἀ­πο­λυ­τί­κιό του. Δη­λα­δή ἡ θε­ο­λο­γί­α του δὲν ἦ­ταν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή, ὀρ­θο­λο­γι­στι­κή καί συ­ναι­σθη­μα­τι­κή, ἀλ­λὰ κα­θα­ρὰ ὀν­το­λο­γι­κή. Ἡ θε­ο­λο­γί­α του ἦ­ταν καρ­πός τοῦ φω­τι­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του καί τῶν θεί­ων ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων.
Ταυ­τό­χρο­να μέ τό θε­ο­λο­γι­κό του ἔρ­γο ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἀ­νέ­πτυ­ξε καί μί­α πα­ροι­μι­ώ­δη κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς Σω­ζό­με­νος (ἤ Σω­ζο­με­νός) μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιά τήν πε­ρί­φη­μη «Βα­σι­λειά­δα» καί μι­λᾶ πε­ρὶ «Βα­σι­λειά­δος ὃ πτω­χῶν ἐ­στιν ἐ­πι­ση­μό­τα­τον κα­τα­γώ­γιον (τό πιό φη­μι­σμέ­νο κα­τά­λυ­μα), ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου κα­τα­σκευα­σθέν, ἀ­φ’ οὗ τὴν προ­ση­γο­ρί­αν τὴν ἀρ­χὴν ἔ­λα­βε καὶ εἰς ἔ­τι νῦν ἔ­χει (ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο, δη­λα­δή, καί πῆ­ρε ἀρ­χι­κά, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί μέ­χρι σή­με­ρα δι­α­τη­ρεῖ τήν ὀ­νο­μα­σί­α του)­». Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν Βα­σει­λιά­δα «και­νὴν πό­λιν» ὅ­που «νό­σος φι­λο­σο­φεῖ­ται καὶ συμ­φο­ρὰ μα­κα­ρί­ζε­ται καὶ τὸ συμ­πα­θὲς δο­κι­μά­ζε­ται».
Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς βα­σι­λό­πι­τας εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κή τοῦ φρο­νή­μα­τος καί τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­ξί­ζει νά τήν ξα­να­θυ­μη­θοῦ­με, πα­ρό­τι μᾶς εἶ­ναι λί­γο ἕ­ως πο­λύ γνω­στή ἔ­τσι, ὅ­πως τήν δι­α­σώ­ζει ὁ λα­ο­γρά­φος Φαί­δων Κου­κου­λές, κα­τὰ τὴν πα­ρου­σί­α­ση τοῦ Δη­μή­τρη Λου­κά­του. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τὴν «ὅ­ταν ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος στὴν Και­σά­ρεια, ὁ τό­τε Ἔ­παρ­χος τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας πῆ­γε μὲ σκλη­ρὲς δι­α­θέ­σεις νὰ εἰ­σπρά­ξει φό­ρους. Οἱ κά­τοι­κοι φο­βι­σμέ­νοι ἐ­ζή­τη­σαν τὴν προ­στα­σί­α τοῦ ποι­με­νάρ­χη τους. –"Σᾶς προ­τρέ­πω εὐ­θύς, τοὺς εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, νὰ μοῦ φέ­ρει ἕ­κα­στος ὅ,τι πο­λύ­τι­μον ἔ­χει ἀν­τι­κεί­με­νον". Μά­ζε­ψαν πολ­λὰ δῶ­ρα, καὶ βγῆ­καν μα­ζὶ μὲ τὸν Δε­σπό­τη τους οἱ Και­σα­ρεῖς νὰ προ­ϋ­παν­τή­σουν τὸν Ἔ­παρ­χο. Ἦ­ταν ὅ­μως τέ­τοι­α ἡ ἐμ­φά­νι­ση καὶ ἡ πει­θὼ τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου, ποὺ ὁ Ἔ­παρ­χος κα­τα­πρα­ΰν­θη­κε, χω­ρὶς νὰ θε­λή­σει νὰ πά­ρει τὰ δῶ­ρα. Γύ­ρι­σαν πί­σω χα­ρού­με­νοι, κι ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος πῆ­ρε νὰ τοὺς ξα­να­δώ­σει τὰ τι­μαλ­φῆ. Ὁ χω­ρι­σμὸς ὅ­μως ἦ­το δυ­σχε­ρής, δι­ό­τι πολ­λὰ ὅ­μοι­α εἶ­χον προ­σφέ­ρει, δα­κτυ­λί­ους δη­λα­δή, νο­μί­σμα­τα κ.λπ. Ὁ Βα­σί­λει­ος τό­τε σκέ­φθη­κε ἕ­να θαυ­μα­τουρ­γὸν τρό­πο: Δι­έ­τα­ξε νὰ κα­τα­σκευ­α­σθῶ­σι τὴν ἑ­σπέ­ραν τοῦ Σαβ­βά­του πλα­κούν­τια (δηλ. μι­κρὲς πί­τες) καὶ ἐν­τὸς ἑ­νὸς ἑ­κά­στου ἔ­θη­κεν ἀ­νὰ ἓν ἀν­τι­κεί­με­νον, τὴν δ’ ἑ­πο­μέ­νην ἔ­δω­κεν ἀ­νὰ ἓν εἰς ἕ­κα­στον Χρι­στια­νόν. Ποῖ­ον θαῦ­μα! Ἐν­τός τοῦ πλα­κουν­τί­ου του εὗ­ρεν ἕ­κα­στος ὅ,τι εἶ­χε προ­σφέ­ρει! Ἀ­πὸ τό­τε, λέ­γει ἡ πα­ρά­δο­ση, κά­θε στὴ γι­ορ­τὴ τοῦ ἁγ. Βα­σι­λεί­ου κά­νου­με κι ἐ­μεῖς πί­τες καὶ βά­ζου­με μέ­σα νο­μί­σμα­τα» (Δη­μη­τρί­ου Λου­κά­του, Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα καί τῶν ἑ­ορ­τῶν).
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Ἡ ἵ­δρυ­ση καί λει­τουρ­γί­α μί­ας νέ­ας ἐ­νο­ρί­ας, ὅ­πως ἡ τῆς τοῦ Θε­οῦ Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας Λα­ρί­σης, εἶ­ναι ἕ­να ἐ­ξό­χως ση­μαν­τι­κό γε­γο­νός μέ πάμ­πολ­λες εὐ­ερ­γε­τι­κές δι­α­στά­σεις. Εἶ­ναι μιά ἠ­χη­ρή ἀ­πάν­τη­ση καί μιά θε­τι­κή καί ἐλ­πι­δο­φό­ρα πρό­κλη­ση στήν ἄρ­νη­ση καί τόν μη­δε­νι­σμό τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Ἀ­κό­μη καί μέ­σα σέ αὐ­τή τήν τρα­γι­κή κα­τά­στα­ση τῶν ἡ­με­ρῶν μας, σέ πεῖ­σμα τῶν σχε­δια­σμῶν τῆς νέ­ας τά­ξε­ως πραγ­μά­των, πού ἐ­πι­βάλ­λουν τήν ἐ­θνι­κή μας συρ­ρί­κνω­ση, τήν οἰ­κο­νο­μι­κή καί κοι­νω­νι­κή ἐ­ξα­θλί­ω­ση τοῦ λα­οῦ μας, σέ πεῖ­σμα τῆς νέ­ας ἐ­πο­χῆς, πού ἀλ­λο­τρι­ώ­νει ἀν­θρώ­πους καί ἀλ­λοι­ώ­νει ἀρ­χές καί ἀ­ξί­ες, σέ πεῖ­σμα τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ, τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καί τῆς παν­θρη­σκεί­ας, πού νο­θεύ­ει τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί δι­δα­σκα­λί­α, συ­στά­θη­κε μί­α νέ­α ἐ­νο­ρί­α.
Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­νας νέ­ος θύ­λα­κας πνευ­μα­τι­κῆς ἀν­τι­στά­σε­ως, ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ καί ἀ­να­τρο­φο­δο­σί­ας, μί­α ἰ­σχυ­ρή πνευ­μα­τι­κή βά­ση, ἕ­νας πυ­ρή­νας συ­νο­χῆς καί αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, ἕ­να σχο­λεῖ­ο ἁ­για­σμοῦ καί γυ­μνα­στή­ριο πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­θλή­σε­ως. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να παυ­σί­λυ­πο θλί­ψε­ων καί κέν­τρο φι­λαν­θρω­πί­ας, ἕ­να ἀ­λε­ξι­τή­ριο δαι­μό­νων καί πει­ρα­σμῶν, ὅ­λα ὅ­σα δη­λα­δή συ­να­πο­τε­λοῦν μί­α ὀρ­θό­δο­ξη ἐ­νο­ρί­α.
Ἡ ἀ­νέ­γερ­ση ἑ­νός να­οῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­ψί­στη ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Ὀ­νό­μα­τος τοῦ Θε­οῦ καί πη­γή ἀ­πεί­ρων εὐ­λο­γι­ῶν γιά ὅ­λους ὅ­σους συμ­βάλ­λουν στήν οἰ­κο­δό­μη­σή του, σέ και­ρούς μά­λι­στα πού στίς χῶ­ρες τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ οἱ να­οί τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων αἱ­ρε­τι­κῶν κλεί­νουν ὁ ἕ­νας με­τά τόν ἄλ­λο καί με­τα­τρέ­πον­ται σέ ἑ­ται­ρεῖ­ες καί σέ χώ­ρους δι­α­σκε­δά­σε­ως καί ἀ­πο­θη­κεύ­σε­ως.
Ὁ ὅ­ρος ἐ­νο­ρί­α πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό ἐ­πί­θε­το ἐ­νό­ριος, πού ση­μαί­νει τόν χῶ­ρο ἐν­τός ὁ­ρί­ων, μί­α κα­θο­ρι­σμέ­νη πε­ρι­ο­χή ἤ το­πι­κή πε­ρι­φέ­ρεια. Ἐ­νο­ρί­α εἶ­ναι ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­φέ­ρεια ἑ­νός να­οῦ, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τλεῖ τό ὄ­νο­μά της, κα­θώς καί τό σύ­νο­λο τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν πού κα­τοι­κοῦν στήν ἴ­δια πε­ρι­φέ­ρεια καί συ­νέρ­χον­ται στίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές συ­νά­ξεις.
Ἡ Ἐ­νο­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κύτ­τα­ρο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς καὶ ἐ­κεῖ ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀ­γά­πη τῶν χρι­στια­νῶν-ἐ­νο­ρι­τῶν πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους. Σύμ­φω­να μέ τόν Ὁ­μό­τι­μο Κα­θη­γη­τή τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρο π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό: «Ὁ πι­στὸς ζῆ τὸ μυ­στή­ριον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν ζω­ὴ καὶ πρά­ξη τῆς Ἐ­νο­ρί­ας του, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α, ἀ­γω­νι­ζό­με­νος καὶ ἁ­γι­α­ζό­με­νος, ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸν Χρι­στόν, τὸν Κύ­ριόν της Ἐκ­κλη­σί­ας, καὶ τοὺς ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς του, πραγ­μα­το­ποι­ών­τας συ­νε­χῶς τὴν ἐν Χρι­στῷ ὕ­παρ­ξη καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τά του. Ὁ λό­γος, συ­νε­πῶς, γιὰ τὴν ἐ­νο­ρί­α καὶ τὴν ζω­ὴ της εἶ­ναι κα­τ' οὐ­σί­αν λό­γος γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν πα­ρου­σί­α της εἰς τὸν κό­σμον».
Ὁ Κα­θη­γού­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους Ἀρ­χιμ. Π. Γε­ώρ­γιος πα­ρα­τη­ρεῖ πο­λύ εὔ­στο­χα ὅ­τι: «Ἡ ἐ­νο­ρί­α δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι μί­α θρη­σκευ­τι­κή γρα­φει­ο­κρα­τι­κή ἀρ­χή ἤ ἕ­να ἵ­δρυ­μα ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν μό­νον ἀ­ναγ­κῶν κά­ποι­ων θρη­σκευ­ο­μέ­νων ἀ­τό­μων, ἀλ­λά τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κόν κέν­τρον ἑ­νό­τη­τος καί κοι­νω­νί­ας ὅ­λων τῶν ἐ­νο­ρι­τῶν. Στήν ἐ­νο­ρί­α με­τα­μορ­φώ­νε­ται κα­θο­λι­κά ἡ ζω­ή τους, οἱ σχέ­σεις τους, ὁ κό­σμος τους, ξε­κι­νοῦν τήν κά­θαρ­ση τῶν πα­θῶν καί μπαί­νουν σέ πο­ρεί­α πρός τήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν».
Ἡ ἐ­νο­ρί­α -καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νο­λι­κά- εἶ­ναι πρω­ταρ­χι­κά νο­σο­κο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καί θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν. Εἶ­ναι μί­α με­γά­λη, θά λέ­γα­με, πο­λυ­κλι­νι­κή, ὅ­που ὅ­λοι –για­τροί καί νο­ση­λευ­ό­με­νοι– δέ­χον­ται τήν θε­ρα­πεί­α, τήν κά­θαρ­ση τῆς ψυ­χῆς ἀ­πό τά πά­θη γιά νά φθά­σουν στόν φω­τι­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί στόν δο­ξα­σμό, τήν θέ­ω­ση.
Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­χνά στίς ὁ­μι­λί­ες του καί στά γρα­πτά του ὅ­τι σκο­πός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι «νά θε­ρα­πεύ­η τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τήν κα­τά­στα­ση πού βρί­σκον­ται, νά τούς πε­ρά­ση ἀ­πό τήν κά­θαρ­ση στόν φω­τι­σμό». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐ­τό καί πα­ρο­μοί­α­ζε τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ νο­σο­κο­μεῖ­ο «τό ὁ­ποῖ­ο θε­ρα­πεύ­ει τούς ἀρ­ρώ­στους. Ὁ­πό­τε ὁ ἀρ­χη­γός τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου αὐ­τοῦ λέ­γε­ται Ἐ­πί­σκο­πος. Καί οἱ για­τροί λέ­γον­ται Πρε­σβύ­τε­ροι καί Δι­ά­κο­νοι. Οἱ δι­ά­κο­νοι καί Δι­α­κό­νισ­σες, ἄς ποῦ­με, εἶ­ναι οἱ νο­σο­κό­μες. Καί οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι εἶ­ναι οἱ για­τροί. Καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι ὁ πρό­ε­δρος τοῦ Πρε­σβυ­τε­ρί­ου, δη­λα­δή τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, δη­λα­δή τῆς ἐ­νο­ρί­ας. Ὅ­πό­τε τό νο­σο­κο­μεί­ο εἶ­ναι ἡ ἐ­νο­ρί­α. Μέ­σα εἶ­ναι οἱ πρός θε­ρα­πεί­α καί οἱ θε­ρα­πευ­τές. Αὐ­τό εἶ­ναι τό νο­σο­κο­μεῖ­ο». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 273).
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἀ­γα­πη­τοί ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί,
Ἡ εἴ­σο­δος, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, στό νέ­ο ἔ­τος ση­μα­το­δο­τεῖ γιά μᾶς τούς χρι­στια­νούς καί ἕ­να νέ­ο ξε­κί­νη­μα, μί­α ἀ­να­τρο­φο­δο­σί­α καί ἕ­ναν ἐ­πα­να­τρο­χια­σμό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας πο­ρεί­ας καί τοῦ ἀ­γώ­να τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Θά μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψε­τε, λοι­πόν, με­τά τά εἰ­σα­γω­γι­κά, νά κα­τα­θέ­σου­με στήν ἀ­γά­πη σας καί κά­ποι­ες ἁ­πλές κα­λο­γε­ρι­κές σκέ­ψεις καί προ­τρο­πές πρός τούς ἐν Χρι­στῷ λα­ϊ­κούς ἀ­δελ­φούς μας, τούς ἐ­νο­ρί­τες τῆς Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας. Πρό­κει­ται γιά λό­γους ἐλ­πί­δος καί πα­ρη­γο­ρί­ας, λό­γους ἀ­γά­πης καί στη­ρί­ξε­ως, λό­γους πα­ραι­νε­τι­κούς γιά ἀ­να­νέ­ω­ση τοῦ ἐν­θέ­ου ζή­λου μας καί γιά μιά νέ­α ἀρ­χή με­τα­νοί­ας σέ αὐ­τή τήν νέ­α χρο­νιά πού εἰ­σερ­χό­μα­στε.
Δι­α­νύ­σα­με ἤ­δη τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη πε­ρί­ο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Δω­δε­κα­η­μέ­ρου καί με­τεί­χα­με στά ἀ­εί πα­ρόν­τα θεῖ­α, μο­να­δι­κά, ἐ­ξαί­σια καί σω­τή­ρια γε­γο­νό­τα τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως, τῆς Πε­ρι­το­μῆς καί τῆς Βα­πτί­σε­ως τοῦ γλυ­κυ­τά­του Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, τῆς μό­νης ἀ­κα­ται­σχύν­του ἐλ­πί­δος μας, τοῦ μό­νου Ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ καί Σω­τῆ­ρος μας· μέ τίς πα­νευ­φρό­συ­νες καί με­γα­λει­ώ­δεις ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες, τίς Λει­τουρ­γί­ες, τίς Ἀ­γρυ­πνί­ες καί τά με­λω­δι­κώ­τα­τα ψάλ­μα­τα, πού με­ταρ­σι­ώ­νουν τίς ψυ­χές καί με­ταγ­γί­ζουν μέ­σα τους οὐ­ρα­νό καί ἄ­κτι­στη Χά­ρη, ὑ­περ­κό­σμια χα­ρά καί εἰ­ρή­νη.
Μέ ἀ­φορ­μή τίς λα­τρευ­τι­κές εὐ­και­ρί­ες τῶν Ἁ­γί­ων ἡ­με­ρῶν τῶν Ἑ­ορ­τῶν, μιά πη­γαί­α δο­ξο­λο­γί­α καί εὐ­χα­ρι­στί­α καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη μᾶς συ­νε­παίρ­νει πρός τόν Παν­τευ­ερ­γέ­τη Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού μέ­σα στό ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ος Του καί τήν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη φι­λαν­θρω­πί­α Του καί στορ­γή Του, βρί­σκε­ται πάν­τα Πα­ρών μέ­σα στήν κι­βω­τό τῆς σω­τη­ρί­ας μας, τήν Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας, διά τῆς ὁ­ποί­ας κα­τερ­γά­ζε­ται τή σω­τη­ρί­α καί τόν ἁ­για­σμό μας, μέ τή σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια, τήν ὁ­ποί­α δι­α­φυ­λάσ­σει ἀ­κραιφ­νή καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες, μέ τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια καί τό πλῆ­θος τῶν ἁ­γι­α­στι­κῶν πρά­ξε­ων καί τε­λε­τῶν.
Ἡ Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι ἡ κα­λή καί σο­φή καί στορ­γι­κή μας Μά­να. Ἡ γα­λα­κτρο­τρο­φοῦ­σα, ἡ παι­δα­γω­γοῦ­σα, ἡ εἰ­ρη­νεύ­ου­σα, ἡ ἀ­να­παύ­ου­σα, ἡ συμ­πά­σχου­σα, ἡ θε­ρα­πεύ­ου­σα, ἡ συγ­χω­ροῦ­σα, ἡ ἁ­γι­ά­ζου­σα, ἡ οὐ­ρα­νο­δρο­μοῦ­σα. Μέ­σα σ’ αὐ­τήν ἀ­να­γεν­νό­με­θα πνευ­μα­τι­κά, στήν ἀγ­κα­λιά της γα­λου­χού­με­θα καί ἀν­δρω­νό­με­θα. Στούς κόλ­πους της ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ἁ­γι­α­ζό­μα­στε καί προ­γευ­ό­μα­στε τή μέλ­λου­σα εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν καί μέ­σα σ’ αὐ­τή, τε­λι­κά, σω­ζό­μα­στε καί γευ­ό­μα­στε ὀν­το­λο­γι­κά τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί τήν ἄ­κτι­στη δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ μας.
Κι ὅ­μως αὐ­τή τή Μά­να, μέ τίς ἄ­πει­ρες εὐ­ερ­γε­σί­ες, ὄ­χι μό­νο δέν τήν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καί δέν τήν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές καί τήν ἀ­γνο­οῦ­με καί τή λη­σμο­νοῦ­με καί τήν πι­κραί­νου­με, συμ­φυ­ρό­με­νοι μέ τόν κο­σμι­κό τρό­πο ζω­ῆς καί τό ὀρ­θο­λο­γι­στι­κό φρό­νη­μα, ἀ­δι­κών­τας ὅ­μως καί τόν ἑ­αυ­τό μας στε­ρού­με­νοι τῆς σω­στι­κῆς καί ἁ­γι­α­στι­κῆς της Χά­ρι­τος.
Ἀ­γνο­ών­τας καί λη­σμο­νών­τας τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­γνο­οῦ­με καί λη­σμο­νοῦ­με τόν ἴ­διο τό Χρι­στό, ἀ­φοῦ Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Αὐ­τός ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, Αὐ­τός σώ­ζει καί ἁ­γιά­ζει διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κι ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριός μας καί Θε­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, πού τα­πει­νώ­θη­κε, σαρ­κώ­θη­κε, σταυ­ρώ­θη­κε, ἀ­να­στή­θη­κε καί ἀ­να­λή­φθη­κε γιά νά θε­ώ­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μας, εἶ­ναι τό κέν­τρο τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς, τό κέν­τρο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καί τῆς Πί­στε­ώς μας, τό κέν­τρο τῶν Θεί­ων Γρα­φῶν καί τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, δυ­στυ­χῶς, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ καί τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς μας, τῆς δι­α­νοί­ας μας, τῆς καρ­διᾶς μας, τό κέν­τρο τοῦ εἶ­ναι μας. Δέν εἶ­ναι ὁ σκο­πός τῆς ζω­ῆς μας, τό ἀ­γαλ­λί­α­μά μας, ὁ πό­θος μας καί ἡ λα­χτά­ρα μας. Κα­θη­με­ρι­νά ἐκ­θρο­νί­ζου­με στήν πρά­ξη τόν Χρι­στό ἀ­πό τή ζω­ή μας, ἀ­πό τίς συ­να­να­στρο­φές μας, τίς συ­ζη­τή­σεις μας καί τίς ἀ­να­ζη­τή­σεις μας, ἀ­πό τή σκέ­ψη μας καί τή γλώσ­σα μας, ἀ­κό­μα κι ἀ­π’ τήν προ­σευ­χή μας. Ἡ πρώ­τη ἐν­το­λή Του, τό «ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καί ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου» (Μάρκ. ιβ΄, 30) δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κύ­ρια μέ­ρι­μνά μας, τήν πεμ­πτου­σί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας ἀ­γῶ­να.
Ἀλ­λά, πα­ρά τή δι­κή μας ἀ­μέ­λεια, τή ρα­θυ­μί­α, τή χλι­α­ρό­τη­τα καί τήν πε­ρί τά πνευ­μα­τι­κά νω­θρό­τη­τά μας, ὁ ἐ­ρά­σμιος Νυμ­φί­ος τῶν ψυ­χῶν μας, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Χρι­στός μας, δέν παύ­ει νά κρού­ει τή θύ­ρα τῆς ψυ­χῆς μας καί νά μᾶς ἀ­πευ­θύ­νει στορ­γι­κά, ἐ­πί­μο­να, ἀλ­λά καί δι­α­κρι­τι­κά τόν πα­ρή­γο­ρο λό­γο Του. Κα­τά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Χρυ­σό­στο­μο:
«Ἐ­γώ εἶ­μαι καί πα­τέ­ρας σου, μᾶς λέ­ει ὁ Χρι­στός, ἐ­γώ καί ἀ­δελ­φός σου, ἐ­γώ καί νυμ­φί­ος σου, ἐ­γώ καί σπί­τι σου, ἐ­γώ καί τρο­φή σου, ἐ­γώ καί ροῦ­χο σου, ἐ­γώ καί ρί­ζα, ἐ­γώ καί θε­μέ­λιο, ἐ­γώ τά πάν­τα γιά σέ­να, γί­νο­μαι ὅ,τι κι ἄν θε­λή­σεις, κον­τά μου τά ἔ­χεις ὅ­λα. Ἐ­γώ καί θά σέ ὑ­πη­ρε­τή­σω· για­τί ἦρ­θα γιά νά δι­α­κο­νή­σω καί ὄ­χι νά δι­α­κο­νη­θῶ. Ἐ­γώ εἶ­μαι καί φί­λος σου καί μέ­λος σου καί κε­φα­λή σου καί ἀ­δελ­φός καί ἀ­δελ­φή σου καί μη­τέ­ρα σου, ἐ­γώ εἶ­μαι τά πάν­τα, μό­νο νά τά ἔ­χεις κα­λά μα­ζί μου.
»Ἐ­γώ ἔ­γι­να φτω­χός γιά σέ­να καί ἐ­παί­της γιά σέ­να, ἀ­νέ­βη­κα στόν σταυ­ρό γιά σέ­να, τά­φη­κα γιά σέ­να, γιά χά­ρη σου πα­ρα­κα­λῶ τόν Πα­τέ­ρα μου στόν οὐ­ρα­νό καί στάλ­θη­κα στή γῆ ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα μου ὡς δι­κός σου με­σο­λα­βη­τής. Γιά μέ­να ἐ­σύ εἶ­σαι τά πάν­τα, καί ἀ­δελ­φός καί φί­λος καί μέ­λος. Ὅ,τι ἔ­χω εἶ­ναι καί δι­κό σου. Τί πε­ρισ­σό­τε­ρο θέ­λεις»;
Ἀ­λή­θεια, πό­σο μω­ροί, πό­σο ἀ­γνώ­μο­νες, πό­σο ἄ­σο­φοι ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Δη­μι­ουρ­γός τοῦ Παν­τός, ὁ Βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καί Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, ὁ ἀ­νεν­δε­ής καί Παν­το­δύ­να­μος Κύ­ριος, ὁ φο­βε­ρός Θε­ός, «Ὅν φρίσ­σει καί τρέ­μει τά Χε­ρου­βείμ», ὁ Πλά­στης καί Θε­ός μας, ἔρ­χε­ται τό­σο κον­τά μας· γί­νε­ται ὁ πο­λυ­εύ­σπλαγ­χνος Πα­τέ­ρας μας, ὁ ἀ­δελ­φός μας καί ὁ πι­στός φί­λος μας, ἕ­τοι­μος νά μᾶς προ­σφέ­ρει τά πάν­τα, θυ­σι­ά­ζον­τας τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό Του· ἔρ­χε­ται νά μᾶς ὑ­πη­ρε­τή­σει «ὡς ὁ δι­α­κο­νῶν», νά μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πό τά βά­ρη καί τίς θλί­ψεις, νά μᾶς χα­ρί­σει τά πα­ρόν­τα καί τά μέλ­λον­τα ἀ­γα­θά Του, κι ἐ­μεῖς —ὤ τῆς πα­ρα­φρο­σύ­νης!— τολ­μοῦ­με νά Τόν ἀ­γνο­οῦ­με ἤ καί ἀ­κό­μη νά Τόν πε­ρι­φρο­νοῦ­με «πε­ρί ἄλ­λα πολ­λά τυρ­βά­ζον­τες».
Ἀ­δελ­φοί, «ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος, ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας» (Β΄ Κο­ριν. στ΄, 2). Τώ­ρα, σ’ αὐ­τή τή ζω­ή ὑ­πάρ­χει τό ἔ­λε­ος καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ θά­να­τος κα­ρα­δο­κεῖ ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή, ἡ αὐ­λαί­α πέ­φτει ὁ­σο­νού­πω, ἡ Κρί­σις χω­ρίς ἔ­λε­ος, ἀ­κρι­βο­δί­και­η καί ἀ­δέ­κα­στη. Πο­λύ σο­φά ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς δι­δά­σκει τή με­γά­λη αὐ­τή ἀ­λή­θεια μέ τούς συμ­βο­λι­σμούς μέ­σα στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό. Σέ ὅ­λες τίς εἰ­κό­νες τοῦ Τέμ­πλου, δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά τῆς Ὡ­ραί­ας Πύ­λης καί ἐμ­πρός στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, οἱ ἀ­ναμ­μέ­νες καν­δῆ­λες συμ­βο­λί­ζουν τό θεῖ­ο ἔ­λε­ος πού δί­νε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα σέ ὅ­σους προ­σέρ­χον­ται ἐν με­τα­νοί­ᾳ ἐ­κεῖ, ἔμ­προ­σθεν τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης, γιά τήν Με­τά­λη­ψη τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον». Ἐ­νῶ στόν ἐ­πι­σκο­πι­κό θρό­νο μέ τήν εἰ­κό­να τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Χρι­στοῦ, πού συμ­βο­λί­ζει τό βῆ­μα τοῦ Κρι­τοῦ, δέν ὑ­πάρ­χει καν­δή­λα, δι­ό­τι ἀ­κρι­βῶς ἡ Κρί­ση τό­τε θά εἶ­ναι ἀ­νέ­λε­ος.
Ἀ­δελ­φοί μας ἀ­γα­πη­τοί! «Στῶ­μεν κα­λῶς, στῶ­μεν με­τὰ φό­βου»! Εἶ­ναι φο­βε­ρή ἡ ὥ­ρα τῆς Κρί­σε­ως καί ἡ κό­λα­ση, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρά, τό φο­βε­ρώ­τε­ρο κα­κό. Τά δει­νά τῆς κο­λά­σε­ως, ἡ αἰ­ώ­νια, δη­λα­δή, στέ­ρη­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ, δέν ἔ­χουν καμ­μί­α σύγ­κρι­ση μέ τίς συμ­φο­ρές τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς. Ἄς εὐ­χό­μα­στε κα­νείς ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο νά μήν δο­κι­μά­σει τήν ἄ­φα­τη ὀ­δύ­νη της. Ἄς μή παί­ζου­με «ἐν οὐ παι­κτοῖς». Τό δι­α­κυ­βευ­ό­με­νο εἶ­ναι ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή μας καί τό αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας. Κα­λό θά ἦ­ταν καί στίς εὐ­χές μας, σέ γι­ορ­τές ἤ δι­ά­φο­ρες ἄλ­λες πε­ρι­στά­σεις, νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται κι ἀ­πό τούς λα­ϊ­κούς ἀ­δελ­φούς μας, ἡ εὐ­χή τῶν Μο­να­χῶν: «Κα­λή με­τά­νοι­α, κα­λόν Πα­ρά­δει­σο».
Ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο εἶ­ναι ἕ­νας. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος πού βά­δι­σαν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι: ὁ δρό­μος τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στό σπί­τι τοῦ Πα­τέ­ρα μας. Ὁ δρό­μος τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας καί στήν Ἁ­γί­α Πα­ρά­δο­σή της.
Πό­τε; Τώ­ρα, σή­με­ρα. Πῶς; Νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στήν πα­λιά εὐ­σέ­βεια, στό φό­βο τοῦ Θε­οῦ, στήν ἁ­γί­α ἁ­πλό­τη­τα. Νά ἐ­πα­νέλ­θου­με ὅ­λοι, Κλη­ρι­κοί, Μο­να­χοί καί λα­ϊ­κοί, στήν πρα­ό­τη­τα, στήν τα­πεί­νω­ση, στήν ἀ­κα­κί­α, στήν ἀ­φε­λό­τη­τα τῆς καρ­δί­ας, στήν κα­τά Θε­όν γνώ­ση καί σο­φί­α. Καί ν’ ἀρ­χί­σου­με ἀ­πό ἁ­πλά μι­κρά καί ἴ­σως τυ­πι­κά, κα­τά τό φαι­νό­με­νο, πράγ­μα­τα· ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­λύ σπου­δαῖ­α καί οὐ­σι­α­στι­κά.
Νά πά­ρου­με, δη­λα­δή, καί πά­λι στά χέ­ρια μας τόν Συ­να­ξα­ρι­στή, τούς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων μας, τόν Εὐ­ερ­γε­τι­νό, τά Γε­ρον­τι­κά, τήν ἁ­μαρ­τω­λῶν σω­τη­ρί­α, τόν Ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο, τόν Ἅ­γιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό.­.. Καί κυ­ρί­ως καί πρω­τί­στως νά ἀρ­χί­σου­με νά με­λε­τᾶ­με τα­κτι­κά καί εὐ­λα­βι­κά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, Πα­λαι­ά καί Και­νή Δι­α­θή­κη καί τά πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, πού ἑρ­μη­νεύ­ουν καί ἀ­να­λύ­ουν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.
Νά ἔ­χου­με εὐ­πρε­πι­σμέ­νο εἰ­κο­νο­στά­σι —ὄ­χι στό σα­λό­νι γιά ἐ­πί­δει­ξη—, ἀλ­λά σέ ἰ­δι­αί­τε­ρο χῶ­ρο, ἄν ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα, ὅ­που θά μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­συρ­θοῦ­με γιά προ­σευ­χή. Εἰ­κο­νο­στά­σι μέ εἰ­κό­νες τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν ὁ­ποί­ων φέ­ρου­με τά ὀ­νό­μα­τα, μέ Σταυ­ρό, μέ ἀ­ναμ­μέ­νη καν­δή­λα, μέ τή σύ­νο­ψη, τό Συ­νέκ­δη­μο, τά Προ­σευ­χη­τά­ρια. Εἰ­κο­νο­στά­σι, ὅ­που, ὅ­πως οἱ πα­λι­ές εὐ­λα­βεῖς οἰ­κο­γέ­νει­ες, θά φυ­λάσ­σου­με καί ὅ­λα τά ἁ­γι­α­στι­κά (τά βά­για, τόν βα­σι­λι­κό, λά­δι ἤ μῦ­ρο ἀ­πό προ­σκυ­νή­μα­τα, τό Με­γά­λο ἁ­για­σμό κ.λπ.­).
Νά μά­θου­με νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε μέ εὐ­λά­βεια καί μέ προ­σο­χή στά τε­λού­με­να. Νά προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη ἡ­μέ­ρα, μέ σω­μα­τι­κή καί ψυ­χι­κή κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί προ­ε­τοι­μα­σί­α, μέ πε­ρι­συλ­λο­γή, μέ ἀ­νά­παυ­ση, μέ προ­σευ­χή καί με­λέ­τη τῶν βί­ων τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­κῶν καί Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Ἀ­να­γνω­σμά­των καί τῶν ὑ­πο­θέ­σων τῶν με­γά­λων Ἑ­ορ­τῶν.
Νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας βι­βλι­ο­θή­κη, ὅ­που, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων πα­τε­ρι­κῶν καί ψυ­χω­φε­λί­μων βι­βλί­ων, θά ὑ­πάρ­χουν καί τά λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α (τό Μέ­γα Ὡ­ρο­λό­γιο, ἡ Πα­ρα­κλη­τι­κή, τά Μη­ναῖ­α, τό Πεν­τη­κο­στά­ριο, τό Τρι­ώ­διο κ.λπ).
Νά ἀρ­χί­σουν οἱ νοι­κο­κυ­ρές, ὅ­σες δέν τό κά­νουν, νά ζυ­μώ­νουν πρό­σφο­ρα μέ εὐ­λά­βεια καί μέ εἰ­δι­κή προ­ε­τοι­μα­σί­α, νά προ­σφέ­ρουν τό νᾶ­μα, τό κα­θα­ρό κε­ρί καί τό θυ­μί­α­μα γιά τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, μα­ζί μέ τά ὀ­νό­μα­τα, ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας κά­ποι­ο ὄ­νο­μα μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νάγ­κη (κα­λό θά ἦ­ταν καί μέ τό αἴ­τη­μά του). Ἡ μνη­μό­νευ­ση τῶν ὀ­νο­μά­των καί ἡ προ­σφο­ρά τῶν δώ­ρων ἀ­πο­δί­δουν τή με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια σέ ζῶν­τες καί κε­κοι­μη­μέ­νους, ὅ­ση ὠ­φέ­λεια δέν μπο­ρεῖ νά προ­σφέ­ρει καμ­μί­α ἄλ­λη προ­σευ­χή ἐ­πί τῆς γῆς. Ἰ­δί­ως γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους μας, πού δέν ἔ­χουν πλέ­ον τή δυ­να­τό­τη­τα νά βο­η­θή­σουν τόν ἑ­αυ­τό τους καί πε­ρι­μέ­νουν μό­νον ἀ­πό ἐ­μᾶς. Κα­λές οἱ δω­ρε­ές καί τά στε­φά­νια, ἀλ­λά ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά τούς ἀν­θρώ­πους μας εἶ­ναι τό ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­το ἀ­πο­κούμ­πι τους.
Πο­λύ ὠ­φέ­λι­μο θά ἦ­ταν νά τε­λοῦ­με καί Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες (ν’ ἀ­νοί­γου­με τίς Ἐκ­κλη­σι­ές, ὅ­πως συ­νη­θί­ζει νά τό λέ­ει ὁ λα­ός μας) ὑ­πέρ τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν μας, τῶν συγ­γε­νῶν μας, τῶν φί­λων μας, ἀλ­λά καί τῶν ἐ­χθρῶν μας, καί τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων μας, μή πα­ρα­λεί­πον­τας καί ὅ­λα τά δι­α­τε­ταγ­μέ­να (κόλ­λυ­βα καί ὑ­ψώ­μα­τα γιά τούς Ἁ­γί­ους μας, ἀρ­το­κλα­σί­α, μνη­μό­συ­να, τρι­σά­για καί κόλ­λυ­βα γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους μας).
Νά κα­ταρ­γή­σου­με τά πάρ­τι καί τά γε­νέ­θλια, τά ἐκ τῆς Δύ­σε­ως προ­ερ­χό­με­να καί γιά λό­γους ἐμ­πο­ρι­κούς προ­βαλ­λό­με­να καί ἐ­πι­βαλ­λό­με­να, ἀλ­λά καί γιά λό­γους οἰ­κο­γε­νεια­κῆς προ­βο­λῆς προ­τι­μώ­με­να.­.. Νά ἐ­πι­μεί­νου­με στίς Ἑ­ορ­τές τῶν Ἁ­γί­ων μας· μή κα­τα­λύ­ον­τας, τι­μών­τας τόν Ἅ­γιο καί τήν νη­στεί­α, ὅ­ταν εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα νη­στεί­ας.
Νά μά­θου­με νά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τίς εἰ­δι­κές εὐ­χές καί νά ἐ­πι­κα­λού­μα­στε τούς Ἁ­γί­ους γιά τήν κά­θε πε­ρί­στα­ση, ὅ­πως ἀ­σθέ­νεια, βα­σκα­νί­α, μα­γεί­α κ.λπ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἔ­χει γιά κά­θε πε­ρί­πτω­ση, καί γιά τήν πιό ἁ­πλή, εὐ­χές καί προ­σευ­χές καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τούς Ἁ­γί­ους, πού ἔ­χουν λά­βει ἀ­πό τόν Θε­ό εἰ­δι­κό χά­ρι­σμα· π.χ.: ἡ Ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή γιά τά μά­τια, ὁ Ἅ­γιος Παρ­θέ­νιος Λαμ­ψά­κου γιά τόν καρ­κῖ­νο, ὁ Ἅ­γιος Ἀν­τί­πας γιά τά δόν­τια, ὁ Ἅ­γιος Μη­νᾶς γιά εὕ­ρε­ση ἀν­τι­κει­μέ­νων πού χά­θη­καν κ.ο.κ. Ἐ­πι­ση­μαί­νου­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό καί ἐ­πι­μέ­νου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως: ὅ­τι ὁ Χρι­στια­νός δέν πρέ­πει πο­τέ, σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση, νά κα­τα­φεύ­γει γιά τήν ἐ­πί­λυ­ση προ­βλη­μά­των (ἀρ­ρώ­στι­ες παι­δι­ῶν, συγ­γε­νῶν, ἀ­πο­κα­τά­στα­ση κ.λπ.) σέ μά­γους, φω­τι­σμέ­νους, φω­τι­σμέ­νες ἀ­στρο­λό­γους, χαρ­το­ρί­χτρες, μέν­τιουμ κ.λπ.) Εἶ­ναι προ­τι­μώ­τε­ρο νά πε­θά­νει τό παι­δί μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, νά μήν παν­τρευ­τεῖ τό παι­δί, πα­ρά νά ζή­σει ἤ νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Σα­τα­νᾶ —κι αὐ­τό, βε­βαί­ως, ἀμ­φί­βο­λο— πα­ρά νά χά­σει τήν ψυ­χή του. Νά τε­λοῦ­με, κα­τά δι­α­στή­μα­τα, τόν Μι­κρό Ἁ­για­σμό καί τό Μυ­στή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Εὐ­χε­λαί­ου στά σπί­τια μας, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν τά πλέ­ον ἀ­σφα­λή ἀ­λε­ξι­κέ­ραυ­να κα­τά τῆς δαι­μο­νι­κῆς ἐ­νέρ­γειας καί  ἐ­πή­ρειας καί κυ­ρί­ως νά προ­σερ­χό­μα­στε τα­κτι­κά στό μυ­στή­ριο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως. «Τό πε­τρα­χή­λι τοῦ πα­πᾶ καί­ει τήν γού­να τοῦ σα­τα­νᾶ», λέ­ει σο­φά ὁ λα­ός μας.
Νά μήν πα­ρα­λεί­που­με τό ση­μεῖ­ο τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ —καί μά­λι­στα σω­στά— καί τήν προ­σευ­χή πρίν καί με­τά τό φα­γη­τό. Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου μιά τυ­πι­κή συ­νή­θεια αὐ­τό· εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α καί προ­στα­σί­α ἀ­πό κά­θε ἐ­πή­ρεια δαι­μο­νι­κή καί βα­σκα­νί­α (πολ­λές φο­ρές φα­γη­τά ἤ γλυ­κί­σμα­τα, πού μᾶς προ­σφέρ­θη­καν, ἦ­ταν μο­λυ­σμέ­να ἀ­πό μα­γι­κά)­.­.. Ἀλ­λά εἶ­ναι καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τόν δω­ρε­ο­δό­τη καί τρο­φο­δό­τη Κύ­ριό μας καί Θε­ό μας.
Νά τη­ροῦ­με τήν ἀρ­γί­α τῆς Κυ­ρια­κῆς καί τῶν με­γά­λων Ἑ­ορ­τῶν, ἀ­φι­ε­ρώ­νον­τας τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές σέ πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σευ­χή, πνευ­μα­τι­κή με­λέ­τη, ἄ­σκη­ση φι­λαν­θρω­πί­ας, ἀ­νά­παυ­ση καί ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νεια.
Νά τη­ροῦ­με μέ εὐ­λά­βεια τίς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες νη­στεῖ­ες, ἐ­κτός ἀ­σθε­νεί­ας καί μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ, ἀ­ρε­τή καί ἄ­σκη­ση πού εἶ­ναι πο­λύ ὠ­φέ­λι­μη καί γιά τήν σω­μα­τι­κή μας ὑ­γεί­α. Μή λη­σμο­νοῦ­με τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο «ὁ λαι­μός τῆς κοι­λί­ας εἶ­ναι ἡ πόρ­τα τῆς πορ­νεί­ας».
Νά προ­σφέ­ρου­με καί ἀ­πό τό ὑ­στέ­ρη­μά μας ἀ­κό­μη —για­τί οὕ­τως ἤ ἄλ­λως τό πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­νή­κει στούς φτω­χούς— στούς ἀ­νήμ­πο­ρους, στούς ἔ­χον­τες ἀ­νάγ­κη, πού εἶ­ναι ἀ­δελ­φοί τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἡ ἀ­γά­πη ἡ διά τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας ἐ­νερ­γου­μέ­νη, εἶ­ναι τό μέ­τρο τῆς Μελ­λού­σης Κρί­σε­ως, ὅ­πως ξε­κά­θα­ρα το­νί­ζε­ται στό Εὐ­αγ­γέ­λιο.
Νά συ­νει­σφέ­ρου­με καί στήν ἀ­νέ­γερ­ση καί τόν εὐ­πρε­πι­σμό Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν καί Μο­νῶν —τό λέ­ω αὐ­τό, ὄ­χι για­τί εἶ­μαι Μο­να­χός καί Πα­πᾶς— ἀλ­λά γιά νά μνη­μο­νευ­ό­μα­στε διά παν­τός ὡς κτί­το­ρες καί εὐ­ερ­γέ­τες, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη θά ἐ­κλεί­ψει ἡ συγ­γέ­νειά μας καί τό ὄ­νο­μά μας ἀ­πό τή γῆ αὐ­τή.
Νά προ­σπα­θοῦ­με νά δι­α­τη­ροῦ­με τή μνή­μη τοῦ Θε­οῦ καί τήν προ­σευ­χή κα­θ’ ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, μέ σύν­το­μες ἱ­κε­τευ­τι­κές καί δο­ξο­λο­γι­κές προ­σευ­χές. Ἀ­κό­μη καί μέ­σα στίς μέ­ρι­μνες, τήν πί­ε­ση καί τήν κό­πω­ση τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τος εἶ­ναι πο­λύ ἀ­πα­ραί­τη­τη καί χρή­σι­μη ἡ συ­νε­χής ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός Του. Γι’ αὐ­τό σέ κά­θε στιγ­μή, ἀ­δελ­φοί μας, ὅ­που καί ἄν βρι­σκό­μα­στε καί μέ ὅ­ποι­α ἐρ­γα­σί­α καί ἄν ἀ­πα­σχο­λού­μα­στε (στό δρό­μο, στό αὐ­το­κί­νη­το, στό σπί­τι, παν­τοῦ), νά μήν πα­ρα­λεί­που­με νά λέ­με μέ­σα μας τήν καρ­δια­κή εὐ­χή, τήν εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἡ ὁ­ποί­α ἐν­δυ­να­μώ­νει, εὐ­λο­γεῖ, χα­ρι­τώ­νει καί φω­τί­ζει τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ εὐ­χή αὐ­τή εἶ­ναι: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ ἐ­λέ­η­σέ με» ἤ ἁ­πλού­στε­ρα: «Χρι­στέ μου ἐ­λέ­η­σέ μας καί συγ­χώ­ρε­σέ μας, τόν ἄν­δρα μου ἤ τή γυ­ναί­κα μου, τά παι­διά μου κι ὅ­λο τόν κό­σμο». Ἄν καί οἱ πα­λι­ές γι­α­γιά­δες, πού βί­ω­ναν τήν πρα­κτι­κή θε­ο­λο­γί­α, προ­σεύ­χον­ταν πρῶ­τα γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων καί ἔ­πει­τα γιά τή δι­κή τους καί τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τους.
Νά κά­νου­με πολ­λές φο­ρές κα­τά τή διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας καί σω­στά τό ση­μεῖ­ο τοῦ Τι­μί­ου καί Ζω­ο­ποι­οῦ Σταυ­ροῦ —εἶ­ναι ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τό καί πο­λύ δυ­να­τή προ­σευ­χή—, κα­τά τήν εἴ­σο­δο καί ἔ­ξο­δο ἀ­πό τό σπί­τι μας, ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας, ἀ­πό τό αὐ­το­κί­νη­τό μας, σέ στιγ­μές δύ­σκο­λες πού χρει­α­ζό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ. Μήν κυ­κλο­φο­ροῦ­με πο­τέ χω­ρίς τόν ἐ­πι­στή­θιο σταυ­ρό ἐ­πά­νω μας.
Νά μά­θου­με νά βα­δί­ζου­με τόν ἴ­σιο δρό­μο καί μέ τό σταυ­ρό στό χέ­ρι καί νά εἴ­μα­στε σί­γου­ροι —πα­ρά τά λε­γό­με­να πε­ρί τοῦ ἀν­τι­θέ­του— ὅ­τι θά ἔ­χου­με σ’ αὐ­τή τή ζω­ή τή δια­ρκή εὐ­λο­γί­α καί προ­στα­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί στήν ἄλ­λη ζω­ή θά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ός τῶν ἐ­που­ρα­νί­ων Του ἀ­γα­θῶν.
Ἀ­φή­σα­με τε­λευ­ταῖ­ο τό σπου­δαι­ό­τα­το ζή­τη­μα τῆς τα­κτι­κῆς, εἰ­λι­κρι­νοῦς καί ἐν με­τα­νοί­ᾳ Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, χω­ρίς τήν ὁ­ποί­α δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἔ­χου­με πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί, κα­τά συ­νέ­πειαν, σω­τη­ρί­α καί ἁ­για­σμό, καί τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά προ­σερ­χό­μα­στε τα­κτι­κά κι ἐ­μεῖς καί τά παι­διά μας, μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ.
Κα­τα­κλεί­ον­τας τήν μι­κρή αὐ­τή κα­λο­γε­ρι­κή ὁ­μι­λί­α μας  ἀ­φή­νου­με γιά κά­ποι­α ἄλ­λη πνευ­μα­τι­κή εὐ­και­ρί­α καί συ­νάν­τη­ση ἀρ­κε­τές ἀ­κό­μη τέ­τοι­ες ἁ­πλές, πρα­κτι­κές, ἀλ­λά πο­λύ οὐ­σι­α­στι­κές καί σω­στι­κές ἀ­να­φο­ρές στήν πα­ρα­δο­σια­κή καί ἐμ­πει­ρι­κή κα­θη­με­ρι­νή κα­τά Χρι­στόν ζω­ή μας.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Εὐ­χη­θεῖ­τε νά βά­λου­με ἀρ­χή με­τα­νοί­ας ἀ­πό σή­με­ρα. Ἄς φι­λο­τι­μη­θοῦ­με, ἄς ξε­κι­νή­σου­με, ἄς πέ­σου­με, ἄς ξα­να­ση­κω­θοῦ­με —ἄλ­λω­στε, κα­τά τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες, ἅ­γιος εἶ­ναι ὁ συ­νε­χῶς ἀ­νι­στά­με­νος—, ἄς πα­ρα­κι­νεῖ ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἄς φρον­τί­ζει ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἄς συγ­χω­ρεῖ ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἄς ἀ­γα­πᾶ ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, γιά νά βρε­θοῦ­με ὅ­λοι μα­ζί, ὅ­πως ἐ­δῶ στή γῆ καί στόν Πα­ρά­δει­σο.
Ὁ ἀ­γώ­νας μας εἶ­ναι σκλη­ρός καί ἀ­νε­λέ­η­τος, για­τί οἱ κα­κές συ­νή­θει­ες καί τά πά­θη εἶ­ναι ρι­ζω­μέ­να μέ­σα μας καί φι­λε­πί­στρο­φα. Ἀλ­λά τά ἔ­πα­θλα αἰ­ώ­νια καί ἀ­τί­μη­τα. Συ­στρα­τι­ῶ­τες στή στρα­τεί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί συ­να­θλη­τές στόν ἀ­γώ­να τῆς σω­τη­ρί­ας μας, ἀ­δελ­φοί καί φί­λοι, ἄς ἐμ­ψυ­χώ­νου­με καί ἄς στη­ρί­ζου­με ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο στόν χει­μώ­να τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς, μέ τά λό­για πού ἄλ­λοι στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ, πο­λύ­α­θλοι καί Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρες Ἅ­γιοι, φί­λοι καί ἀ­δελ­φοί, οἱ Ἅ­γιοι Τεσ­σα­ρά­κον­τα Μάρ­τυ­ρες στή λί­μνη τῆς Σε­βα­στεί­ας, ἀλ­λη­λο­ε­νι­σχύ­ον­ταν, γιά νά ὑ­πο­μεί­νουν μέ­χρι τέ­λους τό φρι­κτό μαρ­τύ­ριό τους:
«Δρι­μὺς ὁ χει­μών, ἀλ­λὰ γλυ­κὺς ὁ Πα­ρά­δει­σος· ἀλ­γει­νὴ ἡ πῆ­ξις, ἀλ­λ’ ἡ­δεῖ­α ἡ ἀ­πό­λαυ­σις. Μὴ οὖν ἐκ­κλί­νω­μεν, ὦ συ­στρα­τι­ῶ­ται· μι­κρὸν ὑ­πο­μεί­νω­μεν, ἵ­να τοὺς στε­φά­νους τῆς νί­κης ἀ­να­δη­σώ­με­θα, πα­ρὰ Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ, καὶ Σω­τῆ­ρος τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν».
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, εὐ­χη­θεῖ­τε νά ἔ­χου­με μί­α κα­λή καί εὐ­λο­γη­μέ­νη χρο­νιά μέ πλού­σια πνευ­μα­τι­κή καρ­πο­φο­ρί­α, μέ ὑ­γεί­α σω­μα­τι­κή καί πνευ­μα­τι­κή. Εὐ­χη­θεῖ­τε, ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός νά εὐ­λο­γή­σει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα τήν νε­ο­συ­στα­θεί­σα αὐ­τή ἐ­νο­ρί­α, ὥ­στε καί ὁ να­ός σύν­το­μα νά ἀ­πο­πε­ρα­τω­θεῖ καί νά κα­τα­στεῖ πη­γή ἁ­για­σμοῦ καί σω­τη­ρί­ας ὅ­λων τῶν ἐ­νο­ρι­τῶν της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου