Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

ΕΓ­ΚΥ­ΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΗ­ΤΡ. ΠΕΙ­ΡΑΙ­ΩΣ ΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ


ΠΟΙ­ΜΑΝ­ΤΟ­ΡΙ­ΚΗ ΕΓ­ΚΥ­ΚΛΙΟΣ
 ΤΟΥ ΣΕ­ΒΑ­ΣΜΙ­Ω­ΤΑ­ΤΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ ΠΕΙ­ΡΑΙ­ΩΣ κ.κ.ΣΕ­ΡΑ­ΦΕΙΜ
Ε­ΠΙ ΤΗ­ι ΚΥ­ΡΙ­Α­ΚΗ­ι ΤΗΣ ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΙΑΣ

* * * * *



Α­γα­πη­τοί Πα­τέ­ρες και Α­δελ­φοί, Τέ­κνα μου εν Κυ­ρί­ω πε­ρι­πό­θη­τα,


Ο νέ­ος ό­σιος της Εκ­κλη­σί­ας μας, ο Ά­γιος Ι­ου­στί­νος Πό­πο­βιτς στο μνη­μει­ώ­δες έρ­γο του «’­Ορ­θο­δο­ξος Εκ­κλη­σί­α και Οι­κου­με­νι­σμός» ση­μει­ώ­νει: «Ο Οι­κου­με­νι­σμός εί­ναι κοι­νόν ό­νο­μα δια τους ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμούς, δια τας ψευ­δο­εκ­κλη­σί­ας της Δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης. Μέ­σα του ευ­ρί­σκε­ται η καρ­διά ό­λων των ευ­ρω­πα­ϊ­κών ου­μα­νι­σμών με ε­πι­κε­φα­λής τον Πα­πι­σμό. Ό­λοι δε αυ­τοί οι ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμοί, ό­λαι αι ψευ­δο­εκ­κλη­σί­αι δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μί­α αί­ρε­σις πα­ρα­πλεύ­ρως εις την άλ­λην αί­ρε­σιν. Το κοι­νόν ευ­αγ­γε­λι­κόν ό­νο­μά τους εί­ναι η πα­ναί­ρε­σις». Στο ί­διο μή­κος κύ­μα­τος ο μα­κα­ρι­στός γέ­ρον­τας Αρ­χι­μαν­δρί­της Χα­ρά­λαμ­πος Βα­σι­λό­που­λος μας δί­νει την πραγ­μα­τι­κή ει­κό­να του Οι­κου­με­νι­σμού∙ «Ο Οι­κου­με­νι­σμός εί­ναι έ­να Κί­νη­μα παγ­κό­σμιον του Δι­ε­θνούς Σι­ω­νι­σμού και έ­χει ως μο­να­δι­κόν σκο­πόν τη πο­λι­τι­κήν και θρη­σκευ­τι­κήν κα­τά­κτη­σιν της Οι­κου­μέ­νης! Ο Οι­κου­με­νι­σμός εί­ναι μια φο­βε­ρά λαί­λαψ, που προ­ε­τοι­μά­ζε­ται να ξε­θε­με­λι­ώ­ση, ό­πως φαν­τά­ζε­ται, την   Μί­αν, Α­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν και Α­πο­στο­λι­κήν Εκ­κλη­σί­α­ν’’ του Χρι­στού» Εί­ναι ά­γριος τυ­φών των δυ­νά­με­ων του σκό­τους, που συγ­κεν­τρώ­νει την κα­τα­στρο­φι­κή του μα­νί­α ε­ναν­τί­ον κυ­ρί­ως της Ορ­θο­δο­ξί­ας, με τον σκο­τει­νό πό­θο να την εκ­μη­δε­νί­ση και να την α­φα­νί­ση». Τέ­λος, ο μα­κα­ρι­στός γέ­ρον­τας Αρ­χι­μαν­δρί­της Α­θα­νά­σιος Μυ­τι­λη­ναί­ος ο­νο­μά­ζει τον Οι­κου­με­νι­σμό τε­λευ­ταί­ο πρό­δρο­μο του Αν­τι­χρί­στου.

Ό­πως η παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση σε πο­λι­τι­κό ε­πί­πε­δο θέ­λει να ε­νώ­σει τον κό­σμο και να κά­νει έ­να παγ­κό­σμιο κρά­τος, μί­α παγ­κό­σμια η­λε­κτρο­νι­κή δι­α­κυ­βέρ­νη­ση, έ­να παγ­κό­σμιο νό­μι­σμα, μί­α παγ­κό­σμια οι­κο­νο­μί­α, έ­τσι και ο Οι­κου­με­νι­σμός σε θρη­σκευ­τι­κό ε­πί­πε­δο θέ­λει να ε­νώ­σει ό­λες τις θρη­σκεί­ες (δι­α­θρη­σκεια­κός οι­κου­με­νι­σμός) και ό­λες τις αι­ρέ­σεις (δι­α­χρι­στι­α­νι­κός οι­κου­με­νι­σμός) σε μί­α παγ­κό­σμια θρη­σκεί­α, α­ψη­φών­τας και πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­ών­τας τις τε­ρά­στι­ες, γι­γαν­τια­ίες και χα­ώ­δεις δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρές και ξε­θε­με­λι­ώ­νον­τας εκ βά­θρων τα δόγ­μα­τα και την πί­στη της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας. Ο Οι­κου­με­νι­σμός εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή αί­ρε­ση ό­λων των ε­πο­χών, ε­πει­δή ε­ξι­σώ­νει ό­λες τις θρη­σκεί­ες και τις πί­στεις.

Οι ρί­ζες του Οι­κου­με­νι­σμού πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θούν στον προ­τε­σταν­τι­κό χώ­ρο, στα μέ­σα του 19ου αι. Τό­τε κά­ποι­ες «χρι­στι­α­νι­κές ο­μο­λο­γί­ες», βλέ­πον­τας τον κό­σμο να φεύ­γει α­πό κον­τά τους λό­γω της αυ­ξα­νο­μέ­νης θρη­σκευ­τι­κής α­δι­α­φο­ρί­ας και των ορ­γα­νω­μέ­νων αν­τι­θρη­σκευ­τι­κών κι­νη­μά­των, α­ναγ­κά­σθη­καν σε μια συ­σπεί­ρω­ση και συ­νερ­γα­σί­α. Αυ­τή η ε­νω­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τους έ­λα­βε ορ­γα­νω­μέ­νη πλέ­ον μορ­φή, ως Οι­κου­με­νι­κή Κί­νη­ση, τον 20ο αι. Και κυ­ρί­ως το 1948, με την ί­δρυ­ση στο Άμ­στερ­νταμ της Ολ­λαν­δί­ας του λε­γο­μέ­νου Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου των Εκ­κλη­σι­ών - που ου­σι­α­στι­κά εί­ναι Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο των Αι­ρέ­σε­ων, του Ε­ω­σφό­ρου και του ψεύ­δους, πα­ρά των «Εκ­κλη­σι­ών» - που ε­δρέ­υ­ει στη Γε­νεύ­η.

Έ­να α­πό τα μέ­σα, που χρη­σι­μο­ποι­εί ο Οι­κου­με­νι­σμός για να ε­πι­τύ­χει τους σκο­πούς του, εί­ναι ο συγ­κρη­τι­σμός, αυ­τός ο θα­νά­σι­μος ε­χθρός της χρι­στι­α­νι­κής πί­στε­ως, τον ο­ποί­ο προ­ω­θεί το λε­γό­με­νο «Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο των Εκ­κλη­σι­ών» η μάλ­λον το «Παγ­κό­σμιο Συ­νο­θύ­λευ­μα των Αι­ρέ­σε­ων», ό­πως δι­και­ο­λο­γη­μέ­να έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­σθεί. «Ο συγ­κρη­τι­σμός εί­ναι η σχε­τι­κο­ποί­η­ση των θρη­σκει­ών και των θρη­σκευ­τι­κών ι­δε­ών. Εί­ναι μί­α πα­νοι­κου­με­νι­κή θρη­σκευ­τι­κή σύν­θε­ση και σύ­ζευ­ξη των πιο αν­τι­θε­τι­κών και α­νό­μοι­ων στοι­χεί­ων».

Ο Οι­κου­με­νι­σμός κι­νεί­ται σε δύ­ο ε­πί­πε­δα∙ το πρώ­το σε δι­α­χρι­στι­α­νι­κό και το δεύ­τε­ρο σε δι­α­θρη­σκεια­κό. Έ­τσι έ­χου­με τον δι­α­χρι­στι­α­νι­κό οι­κου­με­νι­σμό και τον δι­α­θρη­σκεια­κό οι­κου­με­νι­σμό, οι ο­ποί­οι α­πο­τε­λούν δύ­ο α­πό τις βα­σι­κές κα­τευ­θύν­σεις του Οι­κου­με­νι­σμού. Τό­σο ο δι­α­χρι­στι­α­νι­κός ό­σο και ο δι­α­θρη­σκεια­κός οι­κου­με­νι­σμός εί­ναι προ­βα­τό­σχη­μοι λύ­κοι και Δού­ρει­οι Ίπ­ποι, που ου­σι­α­στι­κώς λα­τρεύ­ουν τα εί­δω­λα, εί­τε των πα­ρα­τά­ξε­ών τους, εί­τε των προ­σω­πι­κών τους πα­θών, εί­τε της λο­γι­κο­κρα­τί­ας, εί­τε του πο­λι­τι­κού τους πι­στεύ­μα­τος, εί­τε των φι­λο­σο­φι­κών ι­δε­ο­λο­γη­μά­των τους. Η Ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α α­πορ­ρέ­ει α­πό την α­πο­κα­λυ­πτι­κή εμ­πει­ρί­α, που προ­σφέ­ρει η ά­κτι­στη θεί­α ε­νέρ­γεια της Α­γί­ας Τριά­δος μέ­σα στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α. Ο μεν δι­α­χρι­στι­α­νι­κός οι­κου­με­νι­σμός προ­ω­θεί την έ­νω­ση των δι­α­φό­ρων χρι­στι­α­νι­κών «ο­μο­λο­γι­ών» (Πα­πι­κών, Προ­τε­σταν­τών, Αγ­γλι­κα­νών, Ι­ε­χω­βά­δων, Πεν­τη­κο­στια­νών, Μο­νο­φυ­σι­τών, με­τά της Νύμ­φης του Χρι­στού Α­γί­ας Ορ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας) με το κρι­τή­ριο του δογ­μα­τι­κού μι­νι­μα­λι­σμού. Σύμ­φω­να με την οι­κου­με­νι­στι­κή αρ­χή του «δι­α­χρι­στι­α­νι­κού δογ­μα­τι­κού συγ­κρη­τι­σμού» οι δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ ε­τε­ρο­δό­ξων εί­ναι α­πλώς τυ­πι­κές πα­ρα­δό­σεις κά­θε «εκ­κλη­σί­ας» και πρέ­πει να πα­ρα­κάμ­πτων­ται για το κα­λό της ε­νό­τη­τας της Εκ­κλη­σί­ας, η ο­ποί­α μπο­ρεί να εκ­φρά­ζε­ται με την ποι­κι­λί­α δι­α­φό­ρων μορ­φών και εκ­φρά­σε­ων. Ο δε δι­α­θρη­σκεια­κός οι­κου­με­νι­σμός, θε­ω­ρών­τας ό­τι σε ό­λες τις θρη­σκεί­ες υ­πάρ­χουν θε­τι­κά στοι­χεί­α, προ­ω­θεί την έ­νω­ση με­τα­ξύ αυ­τών και κυ­ρί­ως με­τα­ξύ των δή­θεν τρι­ών μο­νο­θε­ϊ­στι­κών θρη­κει­ών του κό­σμου, του Χρι­στι­α­νι­σμού, του Μου­σουλ­μα­νι­σμού και του Ι­ου­δα­ϊ­σμού. Με λί­γα λό­για προ­ω­θεί την λε­γό­με­νη «παν­θρη­σκεί­α». Σύμ­φω­να με την οι­κου­με­νι­στι­κή αρ­χή του «δι­α­θρη­σκεια­κού συγ­κρη­τι­σμού» πρέ­πει να βλέ­που­με τα «κοι­νά θε­ο­λο­γι­κά ση­μεί­α», που υ­πάρ­χουν σε ό­λες τις «μο­νο­θε­ϊ­στι­κές θρη­σκεί­ες», ώ­στε να οι­κο­δο­μή­σου­με την θρη­σκευ­τι­κή ε­νό­τη­τα της οι­κου­μέ­νης.

Λέ­γει ο ά­γιος Συ­με­ών ο Νέ­ος θε­ο­λό­γος ό­τι, για να σω­θεί έ­νας άν­θρω­πος, πρέ­πει να έ­χει ορ­θή ( = ορ­θό­δο­ξη) πί­στη και ορ­θά ( = ορ­θό­δο­ξα) έρ­γα και ζω­ή, δεν σώ­ζε­σαι. Το ί­διο γρά­φει και ο ά­γιος Κύ­ριλ­λος Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων στις «Κα­τη­χή­σεις» του.

Αν εί­ναι δύ­σκο­λο να σω­θεί έ­νας Ορ­θό­δο­ξος χρι­στια­νός, που α­γω­νί­ζε­ται, πό­σο μάλ­λον έ­νας λε­γό­με­νος «χρι­στια­νός», που α­νή­κει στις αι­ρε­τι­κές ο­μά­δες του πα­πι­σμού, των προ­τε­σταν­τών, των μο­νο­φυ­σι­τών, εί­ναι δυ­να­τόν να σω­θεί; Πως να σω­θεί έ­νας Μου­σουλ­μά­νος, που πι­στεύ­ει ό­τι το Κο­ρά­νιο εί­ναι δή­θεν θε­ό­πνευ­στο, ό­ταν αυ­τό αρ­νεί­ται τον Τρι­α­δι­κό Θε­ό και την Θε­ό­τη­τα του εν­σαρ­κω­θέν­τος Υι­ού Του; Πως να σω­θεί έ­νας Ι­ου­δαί­ος, α­φού ού­τε την πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη πι­στεύ­ει, ού­τε την ζει, αλ­λά πι­στεύ­ει στο Ταλ­μούδ και στην Καμ­πά­λα, που εί­ναι δαι­μο­νι­κή μα­γεί­α και σα­τα­νο­λα­τρεί­α; και για­τί σώ­νει και κα­λά να θέ­λου­με ε­μείς οι πι­στεύ­ον­τες στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α να συμ­προ­σευ­χό­μα­στε και  να συλ­λει­τουρ­γού­με με τους αι­ρε­τι­κούς, ε­τε­ρο­δό­ξους και τους ε­τε­ρο­θρή­σκους;

Δεν βο­η­θού­με να σω­θούν ό­λοι οι αι­ρε­τι­κοί με το να λέ­με προς αυ­τούς ό­τι και αυ­τοί έ­χουν ορ­θό δρό­μο, που ο­δη­γεί στον ί­διο Θε­ό, ό­μως α­πό μια άλ­λη ο­δό, που εί­ναι νό­μι­μη κι αυ­τή, ό­πως ο δρό­μος, που α­κο­λου­θού­με οι Ορ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί.

Ε­πο­μέ­νως, ο Οι­κου­με­νι­σμός εί­ναι με­γά­λο εμ­πό­διο στην α­λη­θι­νή έ­νω­ση, την κα­ταρ­γεί και την α­φα­νί­ζει, δεί­χνει ό­τι εί­ναι α­νώ­φε­λη και ά­χρη­στη.

Ο Οι­κου­με­νι­σμός για να υ­λο­ποι­ή­σει τους στό­χους του,  πα­ρα­θε­ω­ρεί βα­σι­κές αρ­χές της Ορ­θο­δο­ξί­ας.

Προ­βάλ­λει την αν­τί­λη­ψη της «Δι­ευ­ρη­μέ­νης Εκ­κλη­σί­ας», σύμ­φω­να με την ο­ποί­α η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι μί­α και πε­ρι­λαμ­βά­νει τους χρι­στια­νούς κά­θε «ο­μο­λο­γί­ας», α­πό τη στιγ­μή που δέ­χθη­καν το βά­πτι­σμα. Έ­τσι, ό­λες οι «χρι­στι­α­νι­κές ο­μο­λο­γί­ες» εί­ναι με­τα­ξύ τους «Α­δελ­φές Εκ­κλη­σί­ες». Πρό­κει­ται για την θε­ω­ρί­α της βα­πτι­σμα­τι­κής θε­ο­λο­γί­ας.

Μέ­σα στο ί­διο πνεύ­μα κι­νεί­ται και η θε­ω­ρί­α της «Παγ­κό­σμιας ο­ρα­τής Εκ­κλη­σί­ας». Η Εκ­κλη­σί­α, που υ­φί­στα­ται τά­χα «α­ό­ρα­τα» και α­παρ­τί­ζε­ται α­πό ό­λους τους χρι­στια­νούς, θα φα­νε­ρω­θεί και στην ο­ρα­τή της δι­ά­στα­ση με τις κοι­νές ε­νω­τι­κές προ­σπά­θει­ες.

Τις αν­τι­λή­ψεις αυ­τές ε­πη­ρέ­α­σε και η προ­τε­σταν­τι­κή θε­ω­ρί­α των κλά­δων, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α η Εκ­κλη­σί­α εί­ναι έ­να «δέν­δρο» με «κλα­διά» ό­λες τις «χρι­στι­α­νι­κές ο­μο­λο­γί­ες», κα­θε­μιά α­πό τις ο­ποί­ες κα­τέ­χει έ­να μό­νο μέ­ρος της α­λη­θεί­ας.

Ας προ­στε­θεί, ε­πί­σης, και η θε­ω­ρί­α των «δύ­ο πνευ­μό­νων», που α­να­πτύ­χθη­κε με­τα­ξύ ορ­θο­δό­ξων οι­κου­με­νι­στών και πα­πι­κών. Σύμ­φω­να με αυ­τήν, Ορ­θο­δο­ξί­α και πα­πι­σμός εί­ναι οι δύ­ο πνεύ­μο­νες, με τους ο­ποί­ους α­να­πνέ­ει η Εκ­κλη­σί­α. Για να αρ­χί­σει τά­χα να α­να­πνέ­ει ορ­θά και πά­λι, θα πρέ­πει οι δύ­ο πνεύ­μο­νες να συγ­χρο­νί­σουν την α­να­πνο­ή τους.

Οι εκ των ορ­θο­δό­ξων και των πα­πι­κών οι­κου­με­νι­στές πι­στεύ­ουν ό­τι ο πα­πι­σμός με τη λο­γι­κο­κρα­τί­α και τον φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό εί­ναι συμ­πλή­ρω­μα α­πα­ραί­τη­το στη «δι­η­ρη­μέ­νη χρι­στι­α­νο­σύ­νη», και ο μυ­στι­κι­σμός της Ορ­θο­δό­ξου πνευ­μα­τι­κό­τη­τος συμ­πλη­ρώ­νει τον στο­χα­σμό του πα­πι­σμού. Και η Ορ­θο­δο­ξί­α και ο Πα­πι­σμός εί­ναι δύ­ο εξ ί­σου νό­μι­μες πα­ρα­δό­σεις της μί­ας και α­δι­αί­ρε­της αρ­χαί­ας η­νω­μέ­νης Εκ­κλη­σί­ας. Για να λει­τουρ­γή­σει σω­στά ο ορ­γα­νι­σμός της Εκ­κλη­σί­ας, πρέ­πει να ε­νω­θούν και πά­λι οι «δύ­ο α­δελ­φές Εκ­κλη­σί­ες», η Ορ­θο­δο­ξί­α και ο Πα­πι­σμός, α­φού κα­θα­ρί­σουν την ι­στο­ρι­κή μνή­μη α­πό τα λά­θη, τις πα­ρα­λεί­ψεις, τους τυ­χόν πο­λέ­μους, που έ­γι­ναν με­τα­ξύ ορ­θο­δό­ξων και πα­πι­κών την τε­λευ­ταί­α χι­λι­ε­τί­α και να ξε­κι­νή­σει μια νέ­α ε­πο­χή, νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των με­τα­ξύ των δύ­ο Εκ­κλη­σι­ών, που θα στη­ρί­ζε­ται στην α­μοι­βαί­α α­γά­πη, στην α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α σε θέ­μα­τα κοι­νής ε­νό­τη­τος, μαρ­τυ­ρί­ας και ι­ε­ρα­πο­στο­λής στον σύγ­χρο­νο εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο κό­σμο, κο­σμο­πο­λι­τι­σμό και α­θε­ϊ­σμό.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­μως, ο Πα­πι­σμός θέ­λει να α­πορ­ρο­φή­σει την Ορ­θο­δο­ξί­α με την έ­νω­ση τύ­που «Ου­νί­ας», που ε­πι­θυ­μεί δι­α­κα­ώς, κά­νον­τας α­νώ­δυ­νες για τον Πα­πι­σμό υ­πο­χω­ρή­σεις, προς την πλευ­ρά της Ορ­θο­δο­ξί­ας.

Γι’ αυ­τό πρέ­πει να ε­νη­με­ρώ­σου­με ό­λοι μας κά­θε Ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό, για τα σχέ­δια του Πα­πι­σμού, που δεν εί­ναι Εκ­κλη­σί­α, αλ­λά κρά­τος, το Βα­τι­κα­νό. Ού­τε εί­ναι ο Πα­πι­σμός Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α. Δεν εί­ναι ού­τε Ρω­μα­ϊ­κή, ού­τε Κα­θο­λι­κή, ού­τε Εκ­κλη­σί­α. Δεν έ­χει σχέ­ση με την Ρω­μη­ο­σύ­νη, ού­τε με την Ρω­μα­νί­α. Δεν εί­ναι Κα­θο­λι­κή, α­φού χω­ρί­στη­κε μό­νη της α­πό την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α το 1054 μ.Χ. Δεν εί­ναι Εκ­κλη­σί­α, α­φού έ­γι­νε κρά­τος, α­φού υ­πέ­κυ­ψε στον τρί­το πει­ρα­σμό του Χρι­στού. Δέ­χτη­κε ο Πα­πι­σμός την πρό­τα­ση του δι­α­βό­λου να τον προ­σκυ­νή­σει και να τον κά­νει κο­σμι­κό παν­το­κρά­το­ρα της γης. Ε­μείς οι Ορ­θό­δο­ξοι εί­μα­στε η σω­στή Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α. Ε­μείς οι Ορ­θό­δο­ξοι εί­μα­στε Ρω­μη­οί, σε μας α­νή­κει η Ρω­μα­νί­α, η Ρω­μη­ο­σύ­νη. Η Ορ­θο­δο­ξί­α εί­ναι η Μί­α, Α­γί­α, ΚΑ­ΘΟ­ΛΙ­ΚΗ και Α­πο­στο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α Του Χρι­στού, το έ­να και μο­να­δι­κό Του Σώ­μα, με Κε­φα­λή Ε­κεί­νον.

Ε­νώ παγ­κο­σμί­ως το σπί­τι του Πα­πι­σμού κλο­νί­ζε­ται ε­πι­κίν­δυ­να λό­γω του α­θε­ϊ­σμού, της εκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως, της αυ­το­δι­και­ώ­σε­ως των πα­πι­κών και της α­νη­θι­κό­τη­τός τους, με τις χι­λιά­δες των σκαν­δά­λων παι­δε­ρα­στί­ας, πά­νε δυ­στυ­χώς οι Οι­κου­με­νι­στές να στη­ρί­ξουν τον Πα­πι­σμό με πα­ρα­χω­ρή­σεις σε θέ­μα­τα πί­στε­ως, πα­ρα­δό­σε­ως, λα­τρεί­ας και δι­οι­κή­σε­ως. Γι’ αυ­τό πρέ­πει να προ­σέ­ξου­με την εν­το­λή του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «Γί­νε­σθε φρό­νι­μοι ως οι ό­φεις και α­κέ­ραι­οι ως αι πε­ρι­στε­ραί». «Ι­δού α­πο­στέλ­λω υ­μάς ως πρό­βα­τα εν μέ­σω λύ­κων».

Βα­σι­κή θέ­ση του Οι­κου­με­νι­σμού εί­ναι ε­πί­σης και η ε­ξής: ό­τι δή­θεν ε­πι­τρέ­πε­ται η συμ­προ­σευ­χή με­τα­ξύ Ορ­θο­δό­ξων και αι­ρε­τι­κών η αλ­λο­θρή­σκων.

Σκο­πός του Οι­κου­με­νι­σμού δεν εί­ναι να α­δειά­σει τους ι­ε­ρούς Να­ούς α­πό πι­στούς∙  αν­τί­θε­τα τους θέ­λει α­σφυ­κτι­κά γε­μά­τους, μό­νο που αυ­τοί οι «πι­στοί» θα έ­χουν ο κα­θέ­νας την δι­κή του πί­στη και δι­δα­σκα­λί­α.

Τέ­λος στις με­θό­δους, που χρη­σι­μο­ποι­εί ο Οι­κου­με­νι­σμός για την προ­σέγ­γι­ση των χρι­στια­νών, πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και ο δογ­μα­τι­κός μι­νι­μα­λι­σμός και ο δογ­μα­τι­κός μα­ξι­μα­λι­σμός. Ό­σον α­φο­ρά στον δογ­μα­τι­κό μι­νι­μα­λι­σμό, πρό­κει­ται για προ­σπά­θεια να συρ­ρι­κνω­θούν τα δόγ­μα­τα στα πιο α­ναγ­καί­α, σ’ έ­να «μί­νι­μουμ» ( = ε­λά­χι­στο), προ­κει­μέ­νου να υ­περ­πη­δη­θούν οι δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ των «ο­μο­λο­γι­ών» και να ε­πέλ­θη η «έ­νω­ση των χρι­στια­νών». Το α­πο­τέ­λε­σμα ό­μως εί­ναι η πα­ρα­θε­ώ­ρη­ση του δόγ­μα­τος, ο υ­πο­βι­βα­σμός και η ε­λα­χι­στο­ποί­η­ση της ση­μα­σί­ας του. «Ας ε­νω­θούν», λέ­νε, «οι χρι­στια­νοί και τα δόγ­μα­τα τα συ­ζη­τούν αρ­γό­τε­ρα οι θε­ο­λό­γοι»! Με την μέ­θο­δο βέ­βαι­α αυ­τή του δογ­μα­τι­κού μι­νι­μα­λι­σμού εί­ναι ί­σως εύ­κο­λο να ε­νω­θούν οι χρι­στια­νοί. Οι τέ­τοι­οι «χρι­στια­νοί» ό­μως μπο­ρεί να εί­ναι Ορ­θό­δο­ξοι, δηλ. α­λη­θι­νά χρι­στια­νοί; Ό­σον α­φο­ρά στον δογ­μα­τι­κό μα­ξι­μα­λι­σμό, εν­νο­εί­ται η προ­σπά­θεια με­ρι­κών να προ­σθέ­σουν νέ­ες λέ­ξεις και ό­ρους στο δόγ­μα, για να ερ­μη­νεύ­ε­ται δή­θεν κα­λύ­τε­ρα η πί­στη η να ε­πι­δι­ώ­κε­ται μια νέ­α ευ­ρύ­τε­ρη ερ­μη­νεί­α. 

Γί­νε­ται, λοι­πόν, κα­τα­νο­η­τό ό­τι η α­πο­δο­χή, η εγ­κόλ­πω­ση, η υι­ο­θέ­τη­ση της πα­ναι­ρέ­σε­ως του Οι­κου­με­νι­σμού και των αν­τορ­θο­δό­ξων θε­ω­ρι­ών του, που α­πο­μει­ώ­νουν την Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α, το σώ­μα του Χρι­στού. Αν σύμ­φω­να με τους οι­κου­με­νι­στές, ό­λες οι ο­μο­λο­γί­ες και οι θρη­σκεί­ες εί­ναι το ί­διο, αν ό­λοι στον ί­διο Θε­ό πι­στεύ­ου­με, αν οι αι­ρέ­σεις και οι θρη­σκεί­ες εί­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κοί, αλ­λά α­πο­δε­κτοί τρό­ποι προ­σεγ­γί­σε­ως του ί­διου Θε­ού, τό­τε για­τί πέ­θα­ναν οι ά­γιοι και οι μάρ­τυ­ρες μας και για­τί ο Θε­ός χα­ρί­τω­σε τα λεί­ψα­νά τους;

Μια α­πό τις πλεί­στες α­ναν­τίρ­ρη­τες Θε­ϊ­κές α­πο­δεί­ξεις και Θε­ο­ση­μεί­ες δι’ ό­λα τα α­νω­τέ­ρω εί­ναι ο ά­γιος έν­δο­ξος Ι­ε­ρο­μάρ­τυς Α­θα­νά­σιος ο Λι­θουα­νός, η­γού­με­νος Μι­κρο­ρωσ­σί­ας, τον ο­ποί­ον ε­δο­λο­φό­νη­σαν οι Πα­πι­κοί ου­νί­τες της Πο­λω­νί­ας, τον έρ­ρι­ξαν σ’ έ­να βό­θρο ό­που πα­ρέ­μει­νε ε­πί 17 χρό­νια και ό­ταν οι ορ­θό­δο­ξοι α­δελ­φοί μας α­νέ­συ­ραν το μαρ­τυ­ρι­κό του σώ­μα, μέ­σα α­πό τη δυ­σω­δί­α του βό­θρου α­νε­φά­νη Χά­ρι­τι του Ζών­τος Θε­ού, α­δι­α­λώ­βη­το, ά­φθαρ­το, και ευ­ω­διά­ζον και σή­με­ρον ο ά­γιος ευ­λο­γεί την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α της Πο­λω­νί­ας με το ά­φθαρ­το, α­ναλ­λοί­ω­το και θαυ­μα­τουρ­γούν λεί­ψα­νό του και προ­σφέ­ρει δι­ϊ­στο­ρι­κώς πλέ­ον και Αυ­τός την α­πάν­τη­ση των ου­ρα­νών, στην πα­ναί­ρε­ση του Οι­κου­με­νι­σμού που εί­ναι ε­φεύ­ρη­μα και έρ­γο του βυ­θί­ου δρά­κον­τος.



Με­τά θερ­μών α­γω­νι­στι­κών και πα­τρι­κών ευ­χών!

Ο ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΗΣ ΣΑΣ
+ ο Πει­ραι­ώς ΣΕ­ΡΑ­ΦΕΙΜ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου