Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν: Περί Η' καί Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων



ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΠΕΡΙ Η´ KAI Θ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ 
 
Ἡ ἄτυπη «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» διερμηνεύοντας καὶ ὅλους τοὺς πονοῦντας καὶ ἀνησυχοῦντας διὰ τὴν αὐθεντικὴ καὶ ἀνό­θευτη τῶν ἱερῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας ἀκεραιότητα, αἰ­σθανόμεθα τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσουμε τὰ θερμὰ συγχαρητήριά μας, τὸν ἱερὸ ἐνθουσιασμό μας, καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἱερὰ πρωτοβουλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ νὰ ἀναδείξει εἰς τὴν δέουσα περιωπὴ τῆς σειρᾶς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνό­δων τὶς Ὀγδόη καὶ Ἐνάτη Οικουμενικές Συνόδους. Τὶς εἰσήγαγε ἤδη εἰς τὴν ζῶσα λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τόσο μὲ εἰδικὲς ἱερὲς Ἀκολου­θίες ὅσο καὶ ὁρίζοντας ἡμερομηνίες τακτές γιὰ τὸν κατ’ ἔτος ἑορτασμό τους ὡς τοπικὴ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀρχικῶς, ἑορτή.
Ἐπίσης συγχαίρουμε τὸν Σεβασμιώτατο Πειραιῶς, γιὰ τὴν ἐξόχως χρή­σιμη καὶ ἀπὸ πολλοῦ χρόνου ἀναμενόμενη ἔκδοση δοκίμων ἱερῶν Ἀκολου­θιῶν τῶν δύο συνόδων, τὶς ὁποῖες ἐξέδωσε εἰς ἰδιαιτέρως καλαίσθητα τεύχη, συνοδευόμενα μὲ θεολογικώτατη προσωπική ἐγκύκλιο-εἰσαγωγή. Προσέτι παρέθεσε καὶ τὶς ἔγκριτες εἰσηγήσεις τοῦ Σεβασμιωτά­του Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, θεολογικωτάτου πατρός, γιὰ τὴν Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 879-880, ὡς καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μη­τροπολίτου Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμίου, ἐπιφανοῦς καθηγη­τοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γιὰ τὴν Ἐνάτη Οἰ­κουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ ἀναγνωσθοῦν εἰς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὡστόσο πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι μὲ θλίψη καὶ ἔκπληξη πληροφορη­θήκαμε ὅτι οἱ ἐξαιρετικὲς αὐτὲς εἰσηγήσεις δὲν καρποφόρησαν ἐπὶ συνοδι­κοῦ ἐπιπέδου, ὅπως γράφει τὸ Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πει­ραιῶς μὲ ἡμερομηνία 16.12.2013: «Εἶναι ἐγνωσμένον τοῖς πᾶσιν, ὅτι ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Συνοδικῆς περιόδου 2010-2011 ἐψήφισεν ὡς θέματα τῆς τα­κτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὑπο­βολὴν προτάσεων πρὸς τὴν Γραμματείαν τῆς μέλλουσας νὰ συνέλθῃ Πανορ­θοδόξου Συνόδου διὰ τὴν τυπικὴν ἀναγνώρισιν τῶν Οἰκουμενικῆς περιωπῆς Η΄ καὶ Θ΄ Συνόδων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ­κλησίας, τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθουσῶν κατὰ τὰ ἔτη 879-880 καὶ 1341-1351 μ.Χ., ὄντως Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ὅτι κατὰ πρόδηλον παράβα­σιν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφαλκιδεύθη ἡ συγκεκριμένη διαδικασία καὶ ἐτέθη ες τὰς περιωνύμους καλένδας της».
Τοιουτοτρόπως ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας ἔχασε μία μοναδικὴ εὐκαιρία, νὰ δηλώσει τὴν συνοδικὀρθόδοξη δυναμική της, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, τὸν Πάπα, τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐνῶ μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ προσέβαλε τὴν μνή­μη τῶν Μεγάλων Ἁγίων Πατέρων μας Ἱεροῦ Φωτίου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι πρωταγωνίστησαν στὶς δύο συνόδους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν μας, παραπέμποντας τὸ θέμα αὐτὸ εἰς τὰς ἑλληνικὰς καλέν­δας, ἔδειξε ἀσυνέπεια καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της, διότι ἡ ἰδία Σύνοδος εἶχε ἀνα­θέσει εἰς τοὺς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Ναυπάκτου καὶ Γόρ­τυνος κ.κ. Ἱερόθεο καί Ἱερεμία νὰ παρουσιάσουν τὶς περὶ Ὀγδόης καὶ Ἐνά­της Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰσηγήσεις τους, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν πατερικὲς ὁμολογίες, καθ’ ὅλα ἔγκυρες καὶ ἄψογες ἱστορικοθεολογικὲς μελέτες.
Οἱ ὡς ἄνω ἐπαινετὲς ἐνέργειες τοῦ Σε­βα­σμιωτάτου κ. Σεραφείμ, ἀνοί­γουν τὸν δρόμο στὴν ἐπέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνό­δων καὶ σὲ ὅλη τὴν Πατρίδα μας, ἀκόμη καὶ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Χῶρες. Εἶναι δὲ γνωστό, ὅτι στὴν παράδοσή μας ἡ λατρεία, ὡς καρδιὰ τοῦ ὀρθο­δόξου πληρώματος, ἔχει τὴν δύναμη νὰ καταξιώνει στὴν πράξη ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καὶ ὁμολογίες, ἐξουδετερώνοντας ὅλες τὶς φοβικὲς ἐναντιώσεις.
Ἡ ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς ἐνέχει ἐξαιρετικῶς μεγάλη σημασία καὶ σπουδαιότητα σήμερα, τὸν καιρὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, κατά τόν ὁποῖο οἱ παγκοσμιοκράτες τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀναδεικνύουν καὶ προωθοῦν τὸν Πάπα ὡς τὸν θρησκευτικὸ πλανητάρχη, διότι οἱ Ὀγδόη καὶ Ἐνάτη Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀκριβῶς καταγγέλλουν καὶ καταδικάζουν τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Πάπα, τὸ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο «του» καὶ τὸ ἑωσφορικὸ ἀλάθητό «του» ὡς αἵρεση καὶ παναίρεση. Γιὰ ὅσους ἐκ τῶν ἀδελφῶν μας ἀγνοοῦν τήν σημα­σία τῶν ἐν λόγῳ συνόδων σημειώνουμε τά ἑξῆς:
Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879-880, μὲ κορυφαῖο πατέρα τὸν Μέγα καὶ Ἱερὸ Φώτιο μετὰ τῶν σὺν αὐτῷ θεοπνεύ­στων  ἁγίων Πατέρων εἶναι οἰκουμενική, διότι ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Ναυπά­κτου κ. Ἱερόθεος, «ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ οἰκουμενική»: (α) άσχολεῖται «μὲ τὸν καθορισμὸ δογματικῶν θεμάτων, ὅπως τὸ τριαδικό, τὸ χριστολογικὸ καὶ τὰ συναφῆ μὲ αὐτὰ δόγματα», (β) συνεκλήθη «ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα», ὅπως ὅλες οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, (γ) «συμμετέχουν ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες». Καὶ ἐπιλέγει ὁ Σεβασμιώτα­τος: «Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρα­κτηρισθῆ οἰκουμενική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτσι χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ πολλοὺς Πατέ­ρας καὶ διδασκάλους, ὅπως τὸν Θεόδωρο Βαλσαμῶνα, τὸν Νεῖλο Θεσσαλονί­κης, τὸν Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν Νεῖλο Ρόδου, τὸν Μακάριο Ἀγκύρας, τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεσσαλονίκης, τὸν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο, τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου κ.λπ. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς νεωτέρους, ὅπως τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο καὶ πολλοὺς ἄλλους». Ὡς ὀγδόη Οἰκουμε­νικὴ Σύνοδος χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀ­νατολῆς τοῦ 1848 (ἄρθρο 5, παρ. 11). Ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀνακή­ρυξε τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 787 (περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυ­νήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων) ὡς ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. 
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅπως σημειώνει ὁ Σεβ. ἅγιος Ναυπάκτου, ἡ Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος «ἀσχολήθηκε μὲ δύο σοβαρὰ θέματα, ἤτοι τὸ filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα», τὰ ὁποῖα καὶ κατεδίκασε. «Πρόκειται γιὰ δύο θέματα τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους. Τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα εἶχε ἐκδηλωθεῖ ἀπὸ τοὺς προηγουμένους Πάπες, ἐνῶ τὸ filioque εἶχε εἰσαχθῆ ἀπὸ τοὺς Φράγκους μὲ τὴν ἀντίδραση καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης ἕως τὸ 1009, ἐνῶ τὸ ἔτος αὐτὸ εἰσήχθη στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὰ δύο αὐτὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα εἶναι δόγματα τῶν Λατίνων καὶ γιὰ μᾶς εἶναι αἱρέσεις...». Ὁ τονισμὸς καὶ ἡ ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου ἐξου­σίας ἐκ μέρους τῶν παπῶν στὶς ἡμέρες μας καὶ ἡ ἀκολουθήσασα πλάνη τοῦ ἀλαθήτου ἀποτελοῦν κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς πτώση παρόμοια μὲ τὴν τοῦ Ἑωσφόρου. Τὴν ἴδια πλάνη διαφαίνεται νὰ διακινδυνεύουν σήμερα καὶ οἱ ἐν τῇ Νέα Ρώμῃ θεολογοῦντες, ζηλώσαντες ἐξουσίαν ἐπὶ τῆς γῆς.
Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐνάτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 1341-1351, εἶναι ὡσαύτως οἰκουμενική γιατί, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας, «(α) εἶχε ὡς ἀντικείμενο ἕνα σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πνευματικότητα καὶ στὸ ὁποῖο θέμα συγκρούονται δύο παραδόσεις, ἡ ὀρθόδοξη καὶ ἡ φραγκολεβαντίνικη. (β) ... ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων ποὺ ἀπασχόλη­σαν τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸν 4ο αἰ. οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρε­ση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καὶ ἡ Σύνο­δος τοῦ 1351 στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή... (γ) ... ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Συνόδων, διότι τεκμηρίωσε ὅλη τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας..., διότι στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ ἐκφράζει τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Πατέρες πρόσθεσαν καὶ τὰ «κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου αὐτῆς. (δ) ...ἀνέπτυξε τὴν διδασκαλία της ὁ θεούμενος πατὴρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πραγμα­τικὰ τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καὶ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τὴν συγκροτοῦν».
Ἡ ἁγία Ἐνάτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεφάνθη περί: (α) Τῆς διακρίσεως μεταξύ θείας οὐσίας καί θείας ἐνεργείας, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μεταξύ τους εἰς τὸ ὅτι ἡ μέν θεία ἐνέργεια μετέχεται καί διαμερίζεται στούς ἀξίους πι­στούς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος καί ἀμέριστος καί ἀνώνυμος, δη­λαδή ἐντελῶς ὑπερώνυμος καί ἀκατάληπτος. (β) Περὶ τῆς θείας ἐνεργείας ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ὅτι αὐτὸ οὐδεμία σύνθεση προκαλεῖ στόν Θεό. (δ) Περὶ τῆς θείας καί ἀκτίστου ἐνεργείας ὅτι ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους καί Θεό­της. (ε) Περὶ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς θείας φυσικῆς ἐνεργείας ὅτι εἶναι ἀ­χώριστες. στ) Περὶ τοῦ Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ὅτι εἶναι ἄκτιστο.
Ἐν συνόψει, ἡ Ἐνάτη Οἰκουμενική Σύνοδος (1341-1351) ἀπέκρουσε θριαμβευτικά τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ οὐνιτίζοντος φιλοσόφου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ (καί τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ), ὁ ὁποῖος διεκήρυττε ὅτι μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό προχωρεῖ ἡ διάνοια στήν θεογνωσία καί στήν ἀνάπτυξη τῶν δογμάτων, καί ὄχι μέ τήν νοερά προσευχή καί τόν ἡσυχασμὸ ἐν πνεύματι ταπεινώσεως καί μετα­νοίας, πού ἦταν ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ὁμοφρόνων του νηπτικῶν συνασκητῶν. Ὁ κυριώτερος σκοπός τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ μυστική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ θέωση, διά τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς μετανοίας καί τῆς θείας χάριτος. Ὁ ἁρμο­διώτερος τρόπος τοῦ ζῆν, γιά τήν πραγμάτωση τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ προορι­σμοῦ εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἡσυχίας. Ἐπειδή μέ τόν ἡσυχαστικό βίο ὁ ἄνθρω­πος διατελεῖ ἐν «διηνεκεῖ κοινωνίᾳ πρός τόν Θεό διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευ­χῆς, καθαίρων ἑαυτόν τῶν παθῶν». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προσευχόμενος ὁ ἡσυχαστής ἀφικνεῖται εἰς τήν ἀνωτέραν βαθμίδα τῆς ἡσυχίας, ποὺ εἶναι ἡ θεωρία, καὶ ἡ ὁποία συνεπάγεται τήν θεία ἔλλαμψη, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Τό Φῶς αὐτό φανερώνεται καί μεταδίδεται παρά τοῦ ἀϊδίου Θεοῦ τοῖς ἀξίοις, τῇ συνεργίᾳ πάντοτε τῆς θείας Χάριτος.
Ὁ χριστοφόρος πατήρ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑπεράσπισε ἐν Συνόδῳ τό βίωμα τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων ὡς τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συμπλήρωσε δέ καί ὁλοκλήρωσε τήν διδασκαλία περί ἡσυχασμοῦ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σι­να­ΐ­τη (1255/56-1337). Ἡ  διδασκαλία του περί Ἀκτίστου Φωτός καί Ἡσυχασμοῦ «ἀνυψώθηκε εἰς δόγμα».
Ἐν κατακλεῖδι, εὐελπιστοῦμε ὅτι ὁ σπόρος πού ἔσπειρε ὁ Σεβασμιώτα­τος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ θά καρποφορήσει ἑκατονταπλα­σίονα καρπόν καί σέ προσεχῆ Σύνοδο οἱ Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἄλλων ὁμοδόξων λαῶν —τῇ ἐπιπνοίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος— θά προχωρήσουν καὶ στήν συνοδικὴ ἀναγνώριση τῶν Ὀγδόης καί Ἐνάτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διότι διαφορετικὰ θὰ κοπεῖ ἡ ἀδιάλει­πτος συνέχεια καὶ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ δογματικῆς, ὁδη­γώντας σὲ βαθὺ καὶ ἀγεφύρωτο σχίσμα  μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπως συνέβη στοὺς Παπικοὺς καὶ πάσης φύσεως ἄλλους αἱρετικούς. Ἡ ἀναγνώριση δὲ τῶν Ὀγδόης καὶ Ἐνάτης ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέον νά συμπεριληφθεῖ ὡς τὸ κύριο καὶ καίριο καὶ προεξάρχον θέμα τῆς ὅποιας μελλούσης νὰ συνέλθει Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου.
Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση —καὶ πανορθοδόξως γίνεται ἀποδεκτό— ἔχει ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ Ὀγδόη καὶ Ἐνάτη Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι διαφορο­ποιοῦν ριζικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν πατερικὴ συνέχειά της ἀπὸ τὸν «χριστιανισμό» τῆς Δύσεως.
Ἡ ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν μετ’ αὐτῶν ὁμοφρο­νούντων μεθοδευομένη μέλλουσα νὰ συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος τὸ 2016, ὅπως μὲ σαφήνεια διαζωγραφεῖται ἐκ τῶν προσυνοδικῶν πανορθοδό­ξων διασκέψεων αὐτῆς —τῶν ὁποίων τὰ θέματα, τὰ κείμενα καὶ τὰ πορί­σματα τηροῦνται καὶ διαφυλάσσονται ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ, ὅπως ἄλ­λωστε συμβαίνει μὲ ὅλους τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους μετὰ τῶν παπικῶν κ.ἄ. αἱρετικῶν, δηλαδὴ χωρὶς ἐπισταμένη ἐνημέρωση τῶν συνόδων καὶ πληρωμάτων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησίων, ἄνευ συνοδικῆς διαγνώμης, δίχως κἂν διατύπωση συνοδικῶν προτάσεων— φοβούμεθα ὅτι ἀπεργάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν ἐκκλησιῶν! Ἐὰν ὄντως ἔτσι, ὅπως διαφαίνεται, ἐξελιχθοῦν τὰ ἐκκλησια­στικά μας πράγματα, τότε εὐχόμεθα νὰ μὴ συνέλθει ποτέ!
Ἐὰν ὅμως συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἔστω καὶ χωρὶς αὐτὸ τὸν σκοπό, ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίσει τὶς Ὀγδόη καὶ Ἐνάτη Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὡς οἰκουμενικές, τότε θὰ εἶναι μία Οἰκουμενιστικὴ Σύνοδος. Θὰ εἶναι μία ψευδοσύνοδος, ὅπως ἡ σύνοδος τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας, ποὺ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ κάποιους φιλοπαπικοὺς τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοὺς παπικοὺς τῆς Δύσεως, ὅπως καὶ σήμερα ἐπιχειρεῖται νὰ συμβεῖ. Ἀλλὰ ὅπως τότε ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύ­ματι ἀντίδραση καὶ ἀντίσταση ἐλαχίστων κορυφῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προεξάρχοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ στήριξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατάφεραν νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ ψευδοσύνοδος ἡ αἱρετικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδος τῶν Φεράρας-Φλωρεντίας, ἔτσι καὶ σήμερα ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς ἡ διαχρο­νικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας θὰ ἀντιδράσει καὶ θὰ ἀντισταθεῖ.
Ἐπιθυμία ὅλων μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ συνάντησή μας στὴν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ὅλων τῶν αἰώνων. Σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση ἡ ὅποιας μορφῆς «ἕνωση», θὰ εἶναι ψευδοένωση, ποὺ θὰ καταστρέφει καὶ θὰ διαστρέφει καὶ θὰ ἀκυρώνει κάθε εἰλικρινὴ προσπά­θεια πρὸς τὴν ἐν τῇ Ἀληθείᾳ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρία μας. Ἀμήν.

Γιά τή Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου

Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς

Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου

Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου