Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Βαρυσήμαντο κείμενο κατά τῆς "νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου".

     Τό κείμενο ὑπογράφουν Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἁγιορεῖτες ἡγούμενοι καί κελλιῶτες, ἡγούμενοι, γερόντισσες, πλῆθος ἱερέων, μοναχῶν καί μοναζουσῶν, Καθηγητές θεολόγοι καί πάνω ἀπό δύο χιλιάδες λαϊκοί.
     Τό κεί­με­νο αὐτό συν­τά­χθη­κε μέ ἀ­φορ­μή τήν πρό­σφα­τη συ­νάν­τη­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη μέ τόν Πά­πα στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα τόν Μά­ι­ο τοῦ 2014, ὅ­που συν­τελέ­στη­κε μί­α ἀ­κό­μη ὀ­λί­σθη­ση τοῦ κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου πρός μί­α ἀλ­λοι­ω­μέ­νη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, προ­σαρ­μο­σμέ­νη στίς ἀρ­χές τοῦ πα­πο­κεν­τρι­κοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Ἀ­νά­λο­γα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ὀ­λι­σθή­μα­τα ἔ­χουν συν­τε­λε­στεῖ ἐκ μέ­ρους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη καί σέ πλεῖ­στες ἄλ­λες ἀν­τί­στοι­χες πε­ρι­πτώ­σεις στό πα­ρελ­θόν.
      Στό τέλος τοῦ κειμένου ὑπάρχουν πληροφορίες γιά ὅσους ἐπιθυμοῦν νά τό συνυπογράψουν.


Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου

Μέ θλίψη γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν διαδραματισθέντων πρό ὀλίγν μηνῶν στήν Ἁγία Γῆ. Μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος διατύπωσε στό πλαίσιο τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Πάπα Φραγκῖσκο στά Ἱεροσόλυμα στίς 25 Μαΐου τρ.ἔ. μία καινοφανῆ καί ἐντελῶς ξένη πρός τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογία· ὡς ἡ χειρότερη ἔκφανση καί τό ἀποκορύφωμα μιᾶς παρεκκλίνουσας ἐκκλησιολογικῆς πορείας πού ἔχει ἐκκινήσει ἤδη ἀπό πολλοῦ, ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία, ἀπορρίπτει τό ἀκατάλυτον καί ἄφθαρτον τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί Αὐτή, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους τούς αἰῶ­νας καί εἰς ὅλην τήν αἰωνιότητα. Διά τοῦτο ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει “σπίλον ἤ ρυ­τίδα ἤ τι τῶν τοιούτων”»[1]. Ἀντιθέτως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρ­χου, ἡ Ἐκκλησία, παρά τό θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου Χριστοῦ, ἔχει διασπασθῆ:

1. Διατυπώσεις τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς «διεσπασμένης ἐκκλησίας»

«Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”,  τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπε­ρασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί  “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία,  ὁ Χρι­στός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
«Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύ­σεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν  πολεμικήν»[2].
Ἡ θέση αὐτή δέν εἶναι παντελῶς νέα· ἤδη πολύ ἐνωρίς ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχε ἐκφράσει τήν ἄποψή του ὑπέρ τῆς ἰσότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ:
«Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρη­θεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύ­λαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προ­οπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνι­σχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτι­σμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή»[3].  
«Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότα­τος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσ­πάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθεί­σης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης»[4].
Ἡ παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περι­βόλου της τούς αἱρετικούς Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύ­σεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζι­λίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφα­σισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσα­μεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου»[5].
Πρός κοινή ἔκπληξη, τό τελικό κείμενο τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης διακη­ρύσ­σει περί τῶν «ἐκκλησιῶν» τοῦ Π.Σ.Ε.:
«Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κά­θε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»[6].
Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας), θεολογικός σύμβου­λος τοῦ Πατριάρχου, ἐπίσης θεωρεῖ ὡς ἐντός «ἐκκλησίας» ὅσες (δι)αιρέσεις καί σχίσματα ἐφαρμόζουν ἕνα ὁποιοδήποτε «βάπτισμα»:
«Τό βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριο στήν Ἐκκλησία. Τώρα μέ αὐτό τό βαπτι­στικό ὅριο εἶναι κατανοητό νά ὑπάρξει διαίρεση, ἀλλά ὁποιαδήποτε διαίρεση μέσα σέ αὐτά τά ὅρια δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τήν διαίρεση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό αὐτό τό βαπτιστικό ὅριο [...] Ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νά μιλᾶς γιά Ἐκκλησία»[7].
Διευρύνοντας αὐθαιρέτως τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κ. Ἰωάννης περιόρι­σε τό ἐπ’ αὐτῷ καί τό πεδίο τῶν αἱρέσεων· κατ’ αὐτόν «ἐκκλησιαστικοποιεῖ­ται» κάθε αἵρεση ἡ ὁποία δέν ἀντιπίπτει ἐκπεφρασμένως στό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδή ὁ Μονοφυσιτισμός-Μονοθελητισμός (τῶν λεγομέ­νων «προχαλκηδονίων»), ἡ Εἰκονομαχία, ὁ ἀντι-ησυχασμός, ὁ ἐθνοφυλετι­σμός κ.λπ.:
«Ἡ αἵρεση, δηλαδή ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτό πού πιστεύει καί ὁμολογεῖ μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως ἐκτός τῆς Ἐκκλη­σίας. Τό πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ ὀπτική αὐτή γωνία ἀπολυτοποιεῖται [...]»[8].
Ὅλα τά παραπάνω φαίνονται ὡς προβολή καί προέκταση τῆς παλαιᾶς προτάσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέντορος τῶν μετά ταῦτα πρωτερ­γατῶν τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
«Εἰς τήν κίνησιν πρός ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθο­λικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας θεολο­γικάς διαφοράς»[9].


2. Ἔμπρακτη ἐφαρμογή διαχρονικῶς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας

Οἱ πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθῆ μέ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνε­σθαι: ἐπί παραδείγματι, μέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμε­νικοῦ Πατριάρχου σέ ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στήν κηδεία τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008), σέ συνεδρία τῆς Συνόδου τῶν Κα­θολικῶν Ἐπισκόπων (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη λειτουργία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013), μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992), καθώς καί μέ τή συμμετοχή τοῦ Πάπα Βενε­δίκτου ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ Πάπας, φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον! Μέ τήν πρόσφατη (Μάιος 2014) συμπροσευχή στήν Ἱερουσα­λήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεοεκλεγέντα οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008). Μέ τή συμμετοχή ἐπίσης τοῦ παπικοῦ ἐπι­σκόπου Louis Pelâtre στόν ἑσπερινό τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη, μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδό­ξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης. Μέ τή συμμετοχή τοῦ κ. Βαρθολο­μαίου στή Σύνοδο τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth Palace (Νοέμβριος 1993). Ὅ­λα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις. Στό πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς στο­χεύσεώς του ὁ κ. Βαρθολομαῖος δέν παρέλειψε νά παροτρύνει καί τόν νέο Πατριάρχη Βουλγαρίας, Μακαριώτατο κ. Νεόφυτο, νά ἐπανέλθει τό Πα­τριαρχεῖο Βουλγαρίας στήν οἰκουμενική κίνηση ἀπ΄ ὅπου ἀπεχώρησε τό 1998[10].


3.  Ἄρνηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πίστεως «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν»

Οἱ ὡς ἄνω δηλώσεις καί τά γεγονότα προσδιορίζουν τή σταθερή ἐκκλη­σιολογική γραμμή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Ἡ πρόσ­­φατη ἐν Ἱεροσολύμοις δήλωσή του, ἀναδεικνύει σαφῶς καί τήν προφα­νῆ ἀντιφατικότητα ἤ τή διγλωσσία τῆς ἐκκλησιολογίας αὐτῆς, χαρακτηρι­στικές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθώς προβάλλει μέν τήν Μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ὡς «διεσπασμένην ἐν χρόνῳ». Ἐν προκειμένῳ τό πατριαρχικό κείμενο δημιουργεῖ σύγχυση καί σαφῶς δέν ὑπαγορεύεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι Πνεῦμα «εὐθές»[11]. Εἶναι ἀκόμη εὐνόητο, ὅτι ἡ θέση αὐτή συνι­στᾷ συνειδητή ἄρνηση τοὐλάχιστον τῆς ἑνότητος τῆς «Μιᾶς» Ἐκκλησίας ὡς ἰδιότητος καί ὀντολογικοῦ Της δεδομένου. Ἡ συμπερίληψη τῆς ἰδιότητος αὐτῆς στό ἐκκλησιολογικό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας καί ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλη­σίας καί κατά συνέπειαν ὅποιος – κληρικός ἤ λαϊκός - ἀμφισβητεῖ συνειδη­τῶς ἤ ἀπορρρίπτει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ὁριοθετεῖται μέ κάθε ἀκρίβεια στούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἰδιαιτέρως στά μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σέ καθαίρεση ἤ ἀφορισμό κατά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους[12].


4. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αἰωνίως ἀκατάλυτη, ἡ ἑνότητα Χριστοῦ καί πιστῶν ἀδιάσπαστη

Ἡ σαφής ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσι»[13] τῆς Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐπειδή «τό μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν καί τό ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί»[14], καταρρίπτει κάθε ἰσχυρισμό τοῦ Πατριάρχου, ὅτι «ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπι­νος παράγων» στή β΄ χιλιετία τῆς ἱστορίας Της! Εἶναι σαφεῖς ἐν προκειμένῳ οἱ διαπιστώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων: γιά τόν Μ. Βασίλειο ὁ Χριστός «ἐν μέσῳ» τῆς Ἐκκλησίας «ἐγένετο, χαριζόμενος αὐτῇ τό μή σαλεύε­σθαι»[15]· ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὀνομάζει τήν Ἐκκλησία «κληρονομίαν Χρι­στοῦ μεγά­λην καί οὐ παυσομένην, ἀλλ’ ἀεί βαδιουμένην», ὁ δέ Χρυσόστομος Ἰωάννης διακηρύσσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἀπό τήν Γραφή «ὄρος, διά τό ἀπερί­τρεπτον καί πέτρα, διά τό ἄφθαρτον»[16]. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὁμόφωνος μέ τήν ὁμολογία πάντων τῶν ἁγίων Πατέρων, βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «μόνη ἐστίν ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας[17], διότι τό Πνεῦμα τό παράκλητον μένει ἐν αὐτῇ εἰς τόν αἰῶνα»[18]. Ἡ συνεχής παρουσία τοῦ Πνεύματος διασφαλίζει τήν Ἐκκλησία, καί γι΄ αὐτό εἶναι ὁλοκληρω­μένο, «περατωθέν», τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔργον ἐκπεράνας εὔ­φρανε φίλους»[19].
Στήν Ἐκκλησία πιστεύουμε ὡς εἰς αἰώνιο θεανθρώπινο καθίδρυμα τό ὁποῖον «οὐ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκταθήσεται μόνον, ἀλλά καί πανταχοῦ τοῦ αἰῶνος»[20] καί συνεπῶς δέν ἡττᾶται ἤ παρέρχεται· εἶναι πασιφανές, ὅτι αὐτή ἡ χωροχρονική ἔκταση δέν ἀφορᾷ μιά νοητή «ἄχρονη» Ἐκκλησία, ἀλλά τήν «ἐν χρόνῳ» στρατευομένη, ἡ ὁποία εἶναι καί ἱστορικῶς ἐμφανέ­στατη ὡς ἑνότητα-κοινωνία πιστῶν[21], διότι εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμέ­νη» καί «οἶκος τοῦ Θεοῦ περίοπτος τοῖς ἁπανταχοῦ»[22].
Ἡ ὑπερφυής ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ εἶναι κάτι τό δεδομένο, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας[23], τόν Χριστό, μέ τή συνεχῆ παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύμα­τός Του σ’ Αὐτήν[24], ἕως τῆς συντελείας, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Οἱ πιστοί, ὡς τό Σῶμα τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητο συμπλήρωμά Της, «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» Χριστοῦ[25], γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ Μία Ἐκκλησία «ἐκτός χρόνου», δηλαδή χωρίς ἐπί γῆς πιστούς· γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἔνθα γάρ ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καί τό σῶμα· οὐδενί γάρ μέσῳ διείργεται ἡ κεφαλή καί τό σῶμα· εἰ γάρ διείργετο, οὐκ ἄν εἴη σῶμα, οὔκ ἄν εἴη κεφαλή [...] Ὅρα πῶς αὐτόν κοινῇ πάντων χρῄζοντα εἰσάγει [...] Διά πάντων οὖν πληροῦται τό σῶμα αὐτοῦ. Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν συνημμένοι καί συγκεκολλημένοι»[26]. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δοξάζεται καί ἐν Χριστῷ καί ἐν τῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ὁποίας μόνης εἶναι Σωτήρ ὁ Θεάνθρωπος[27], ὁ ὁποῖος «ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν»[28]. Ὅποιος δέν πιστεύει στή συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως, τήν Ἐκκλησία, δέν πιστεύει στόν Χριστό· ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἐντός τοῦ χρόνου Σαρκώσεως. Καί ὅπως ὁ Κύριός μας ἐθεάθη, ψηλαφήθηκε καί προσκυνήθηκε ἐν σαρκί, ἐν χρόνῳ, ἔτσι ἐπίσης συνεχίζει νά συμβαίνει καί μέ τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλη­σία - ἑνωμένη καί ἁγία - ἐν χρόνῳ. Ἄν θά δεχόμασταν τή διαίρεση τῆς Ἐκ­κλησίας, θά δεχόμασταν λοιπόν τήν ἐκμηδένιση τῆς Ἐνσαρκώσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου[29].


5. Ἐπειδή ὁ Χριστός «οὐ μεμέρισται», ἡ ἑνότητα εἶναι δεδομένον «κτῆμα» τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Ἐκκλησία ἔχοντας ὡς ὀντολογικό Της δεδομένο τήν ἑνότητα, δέν τήν ἐπιζητεῖ, ἁπλῶς τήν διατηρεῖ -«τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συν­δέσμῳ τῆς εἰρήνης»[30]-, εἶναι δέ αὐτή οὐσιῶδες χαρακτηριστικό Της, καθ΄ ὅ­σον «τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλ΄ ἑνώσεώς ἐστι καί συμφωνίας ὄνομα»[31]. Ἐκκλησία διῃρημένη καί διεσπασμένη εἶναι τραγέλαφος καί ψιλή φαντασία. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης ὁ Θαυματουργός στρεφόμενος κατά τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας» φαίνεται νά ἐρωτᾷ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη: «Πρός τί καί τό ὄνομα Ἐκκλησία, ἀφοῦ τά μέλη εἰσί μεμονωμένα καί πρός ἄλληλα ἄγνωστα, καί δέν ἀποτελοῦν ὀργανικόν τι σύστημα οὐδ’ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον κατά τήν ἀληθῆ σημασίαν τοῦ ὀνόματος αὐτῆς;»[32]
Ἡ ἑνότης τῆς δογματικῆς πίστεως εἶναι λοιπόν ἐπίσης δεδομένον τῆς Ἐκκλησίας· διότι καθώς ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά διασπασθεῖ -«οὐ μεμέρισται ὁ Χριστός»[33]-, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία ὑφίσταται «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[34] καί ὄχι δογματική πολυφωνία· ἡ Ἐκ­κλησία διαμορφώνει ἑνιαία πίστη στό χριστεπώνυμο πλήρωμα, «κατά μίαν τῆς πίστεως καί χάριν καί κλῆσιν τούς πιστούς ἀλλήλοις ἑνοειδῶς συνά­πτουσα»[35].


6. Ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν δέν βλάπτει τήν Ἐκκλησία

Ὅποιος ἐκπίπτει ἀπό τήν ὁμοφωνία τῆς θεολογικῆς ὁμολογίας, καί καθίσταται λοιπόν ξηρό κλῆμα πού ἀπεκόπη ἀπό τήν Ἄμπελο[36], εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος, καθώς σαφῶς προειδοποιεῖ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Μέ­νε εἰς Ἐκκλησίαν καί οὐ προδίδοσαι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν δέ φύγῃς ἀπό Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία [...] Ἐάν δέ ἐξέλθῃς ἔξω, θηριάλωτος γίνῃ· ἀλλ’ οὐ παρά τήν μάνδραν τοῦτο, ἀλλά παρά τήν σήν μικροψυχίαν [...] Ἐκκλησία γάρ οὐ τοῖχος καί ὄροφος, ἀλλά πίστις καί βίος»[37].
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν Λατίνων καί ἡ ἀπουσία τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν ἀπό τή Μία καί Καθολική Ἐκκλησία δέν Τήν ἔβλαψε («οὐ προδίδοσαι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας») καί οὔτε θά μποροῦσε νά τήν βλάψει· σαφέστατα δηλώνουν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες σέ Σύνοδο τοῦ 18ου αἰῶνος τήν θεανθρώπινη ἀρτιμέλεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἔκπτωση τῶν Λατίνων ἐξ ὑπερηφανίας τοῦ Πάπα: «Ὕστερον μέντοι πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη [...] Νῦν δέ τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...]. Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβής Ἐκκλησία ἐπί τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, καί μένει ἀδιάσειστος καί ἀκλόνητος»[38].
Βεβαίως, ἡ αἵρεση δέν εἶναι μόνον ἡ εἰς τά καίρια βλάβη τῆς ἐκκλησια­στικῆς πίστεως, ἀλλά καί στά ἐλάχιστα, τά ὁποῖα πάντοτε ἐξελίσσονται ἐπί τά χείρω. Μαζί μέ πολλούς ἄλλους ἁγίους ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγιος Ταράσιος παρατηρεῖ: «Τό γάρ ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»[39]. Καί μέγας Πατριάρχης ΚΠόλεως Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος συμφωνεῖ: «Εἴτε γοῦν ἐν μείζονι εἴτε ἐν ἐλάττονι διαμαρτάνοι τις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, αἱρετικός ἐστιν»[40].


7. Ἔχει καταλυθῆ ἡ Ἱερωσύνη τῶν Ἐπισκόπων ;

Συνεπής ἑρμηνεία τῆς νέας αὐτῆς ἐκκλησιολογίας, καθιστᾷ τόν Πατρι­άρχη καί ἅπαντες τούς Ἐπισκόπους «ἐλλιπεῖς» ὡς πρός τήν πραγματική Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς τοποτηρητές, ἀλλ΄ ὄχι διαδόχους τῶν Θρόνων τους, καί ἐπόπτες, ἀλλ’ ὄχι τελειωτές τῶν θείων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἐπίσκοποι δέν μετέχουν στό πλήρωμα τῆς Ἱερωσύνης τῆς Ἐκκλησίας, ἄν ἀληθεύει ὁ κ. Βαρθολομαῖος. Ἄν διεσπάσθη ἐν χρόνῳ ἡ Μία Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, ἡ ὁποία εἶναι ἐν Πνεύματι κοινωνός τῆς ἐπουρανίου Ἱεραρχίας κατά τόν ἅγιο Μάξιμο[41], ἔχει «θρυμματισμένο»  τόν φωτισμό τῆς Ἱερωσύ­νης, διότι «θεοπτικῶς ὁ ἱεράρχης πρῶτον ἐλλάμπεται, εἶτα μεταδίδωσι τοῖς ὑπ΄ αὐτόν, εἶτα τελειοῖ τούτοις, οἷς μεταδίδωσι τῆς ἐλλάμψεως» [42].

Ἀπό τίς παραπάνω σύντομες, κατά τό δυνατόν περιεκτικές, δογματικές διαπιστώσεις καθίσταται ἡλίου φαεινοτέρα ἡ ἀπόσταση τῶν κατά καιρούς πατριαρχικῶν δηλώσεων ἀπό τήν Ὀρθοδοξία: ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πιστεύει σέ μία «διευρυμένη καί διῃρημένη» Ἐκκλησία· διευρυμένη, διότι θεωρεῖ τούς αἱρετικούς ὡς ἀνήκοντες σέ αὐτήν δυνάμει ὁποιουδήποτε «βαπτίσματος», παρά τά αἱρετικά τους δόγματα καί τό σχί­σμα τῆς ἀκοινωνησίας, διῃρημένη δέ, διότι δέν ὑπάρχει «διακοινωνία» ὀρθο­δόξων καί αἱρετικῶν. Μολονότι διῃρημένη «ἐντός τῆς ἱστορίας», ἡ Μία Ἐκ­κλησία συνεχίζει νά ὑφίσταται «κάπου-κάπως», κατά τόν κ. Βαρθολομαῖο. Εἶναι ὅμως καταφανές στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἑνότητά Της εἶναι ὀντολογικό καί ἀναφαίρετο γνώρισμά Της, διότι Αὐτή εἶναι Σῶμα τοῦ ἀδιαιρέτου καί Παντοδυνάμου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ, διότι αὐτό εἶναι κατάλυσή Της καί «ἧττα» τῆς Θεότητος, οὔτε μπορεῖ νά παύσει νά ὑφίσταται, διότι Αὐτή ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς αἰωνίου ἐπί γῆς σωτηρίας. Ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μεταξύ ἄλλων καί στήν ἑνιαία δογματική πίστη, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὁποίας συνιστᾷ αἵρεση, ἀμφισβήτηση τῶν προϋποθέσεων τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Χριστός ἀπεφάνθη, ὅτι ὅποιος χωρισθεῖ ἀπό τήν Ἄμπελο, δηλ. τόν Ἴδιο, ξηραίνεται ὡς τό κλῆμα καί ἀπόλλυται[43]. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ζῶσα καί εὔχυμος Ἄμπελος τοῦ Κυριακοῦ Σώματος χωρίς τά ξηρά κλήματα πού μέ δική τους εὐθύνη ἀπεκόπησαν εἶναι ἐλλιπής, «διεσπασμένη», καί πρέπει ὁπωσδήποτε νά τά «ἐγκεντρίσουμε» σέ Αὐτήν ἐκ νέου, νεκρά ὄντα, στό ἐκκλησιαστικό Σῶμα τῆς ὄντως Ζωῆς, τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ.

8. Ἡ παλαιά ἀντίδραση μέ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα

Ἡ καινοτόμος ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθο­λομαίου ἔχει προωθήσει τόν Οἰκουμενισμό ἀπό τό σημεῖο τῆς ἀπαξιώσεως τῶν δογμάτων, ἴδιον τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, στήν παροῦσα φοβερή διαστρέβλωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως· προφανῶς ἡ διακήρυξη «διαλύσεως» τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν Οἰκουμενισμό, ὥστε ἡ «νέα-ἐκκλησία» νά «ἐπανιδρυθεῖ» σέ ἁρμονία μέ τίς οἰκουμενιστικές προδιαγρα­φές.
Ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τό Ἅγιον Ὄρος σύσσωμο εἶχε ἀντιδράσει στά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα. Τρεῖς Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφάρμοσαν τήν προβλεπόμενη ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες καί τούς ἱερούς Κανόνες, τόν 31ον Ἀποστολικό καί τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας, νόμιμη ἐκκλησιαστική ἀντίσταση διά τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Τό ἴδιο ἔπραξαν καί ὀκτώ ἀθωνικές ἱερές Μονές: «διά τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, Συνεδρίᾳ ΝΒ΄ τῆς 13ης Νοεμβρίου 1971, [...] ἑκάστη Ἱερά Μονή, ὡς αὐτοδιοίκητος, ἀφέθη ἐλευθέρα νά πράττη κατά συνείδησιν εἰς τό θέμα τοῦτο»[44]. Ἡ διακοπή ἐκείνη τοῦ μνημοσύνου, χωρίς περαιτέρω ἀποτείχιση ἤ παντελῆ ἀκοινωνησία, ἀποτελοῦσε ἐπαινετή στάση, διότι καθώς ὁρίζει ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας[45] (ἔτους 861), ὅσοι ἀμύνονται ἔτσι «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»· ὅσοι μέ τέτοια πρόθεση διακόπτουν τό μνημόσυνον Ἐπισκόπων ἑτεροφρόνων, «οὐκ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» καί γι΄ αὐτό «οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται [...] ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται»[46]. Λυπούμεθα, διότι ἡ πορεία τῶν πραγμάτων δέν ἐμπνέει αἰσιοδοξία γιά ἀλλαγή πλεύσεως τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Στήν προσεχῆ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στό Φανάρι, γιά τή Θρονική Ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στά τέλη τοῦ ἐρχομένου Νοεμβρίου καί πάλιν ἀναφαίνεται στόν ζοφερό ὁρίζοντα τυπικόν αὐξημέ­νης λειτουργικῆς συμμετοχῆς τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στήν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, φοροῦντος ὠμοφόριο, μέ λειτουργικό ἀσπασμό πρός αὐτόν (πού δέν προβλέπεται γιά ὅσους δέν λειτουργοῦν ἀλλά παρίστανται μόνον), μέ ἀπαγγελία ἀπό αὐτόν τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», προσευχῆς μέ σαφῆ εὐχαρι­στιακή ἀναφορά («τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον») καί πού πρέπει νά ἀ­παγγέλλεται ἀπό τόν Προεστῶτα ἐκ μέρους τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ· ἀκόμη μέ θυμιάτιση τοῦ Πάπα καί μέ παραχώρηση σέ αὐτόν τοῦ ἄμβωνος, γιά νά κηρύξει. Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἁπλῆ συμπροσευχή, διότι ἀσφαλῶς, ἡ Θεία Λειτουργία δέν ἄρχεται ἀπό τό «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», ἀλλά ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία»[47]. Κατά τόν π. Ἀλέ­ξανδρο Σμέμαν «ἀπό τήν πλευρά τῆς Παραδόσεως, ὁ μυστηριακός χαρακτή­ρας τῆς Εὐχαριστίας δέν μπορεῖ τεχνητῶς νά περιορισθεῖ σέ μία πράξη, σέ μία στιγμή τοῦ ὅλου τυπικοῦ. Ἔχουμε μία “τάξη” στήν ὁποία ὅλα τά μέρη καί ὅλα τά στοιχεῖα εἶναι ἀναγκαῖα, εἶναι ὀργανικῶς συνδεδεμένα μετ΄ ἀλλήλων σέ μία μυστηριακή δομή. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστήριο ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καί ἡ ἐκπλήρωση ἤ ὁλοκλήρωσή της “καθίσταται ἐφικτή” ἀπό ὅλη τή Λειτουργία»[48].
Εὐχόμεθα, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος νά ἀναλογι­σθεῖ τή μέγιστη εὐθύνη του ἔναντι ἐκείνων τούς ὁποίους ὁδηγεῖ στήν πλάνη καί τήν ἀπογύμνωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν «χιτῶνα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας»[49]. Τίποτε ἀπό τά ὀρθόδοξα δόγματα δέν θά ἐκπέσει ποτέ. Τίποτε δέν θά μεταβληθεῖ ποτέ. Καί ποτέ δέν θά προστεθεῖ καμμία ἀπόφαση νέα πού νά ἀλλοιώνει τίς παλαιές.  Δογματική ἐξέλιξη δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει  καμμία, κανενός εἴδους[50].

«Ὁ δέ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα, ὅστις ἄν ᾖ»[51]

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ὅσοι ἐκ τῶν κληρικῶν, μοναχῶν, μοναζουσῶν καί λαϊκῶν ἐπιθυμοῦν νά συμμετάσχουν στήν μικρή αὐτή κατάθεση ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἠμποροῦν νά τό δηλώσουν γράφοντας: «Συμφωνῶ μέ τό κείμενο ἐναντίον της Νέας Ἐκκλησιολογίας τοῦ Πατριάρχου Βαρθο­λομαίου” καί προσυπογράφω». Νά  ἀποστείλουν δέ τήν δηλωση μέ τό ὄνομά τους καί τήν κληρική, μονα­στι­κή ἤ ἐπαγγελματική τους ἰδιότητα στή διεύθυνση: Περιοδικό «Θεοδρομία», Τσιμισκῆ 128, 546 21 Θεσσαλονίκη, Fax: 2310.276590 καί e-mail: synaxisorthkm@gmail.com


[1]. Αγ. Ιουστινοσ Ποποβιτσ, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος· μελετήματα  Ὀρθοδόξου Θεολο­γίας, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1987, σελ. 182 (Κεφάλαια Ἐκκλησιολογικά, § 33). Βλ. καί Ἐφ. 5, 27.
[2]. «Οικουμενικός Πατριάρχης προς Πατριάρχη Ιεροσολύμων: Αμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24 Μαϊ 2014) http://www.amen.gr/ article18151 (παράγραφος §4).
[3]. «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartho­lomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, http://www.ewtn.com/library/ PAPALDOC/ BARTHDEC.HTM. Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[4]. Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις, ἔτος 29ον, ἀρ. 563 (31-11-1998).
[5]. «Ὁμιλία ἐπεὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουα­ρίου 2008) ἐν http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr
[6]. Μτφρ. ἀπό τό Called to be the One Church, §6 καί 7 ἐν God, in your Grace ... Official Report of the Ninth Assembly of the World Council of Churches, ὑπό Luis N. Rivera-Pagán, WCC Publica­tions, Geneva 2007, σ. 257.
[7]. «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (Ἀγγλία), τόμ. 21 (Αὔγουστος 1985), σ. 16.
[8]. «Ἐκκλησία καί ἔσχατα», Ἐκκλησία καί Ἐσχατολογία, Ἱ.Μ. Δημητριάδος, Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2001, σ. 30.
[9]. Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων 1967, ἐν Α. Βασιλοπουλοσ, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης: ἡ ἐπίσκεψις τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμεν. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς Ἀγγλίαν –Νοέμβριος 1967, Ἀθῆναι 1968, σελ. 87.
[10]. «Χαιρετισμός τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολο­μαίου κατά τήν Ὑποδοχήν ἐν τῇ Αἰθούσῃ τοῦ Θρόνου τοῦ Μακ. Πατριάρχου Βουλγαρίας κ. κ. Νεοφύτου» (Φανάριον, 20 Σεπτεμβρίου 2013) ἐν http://www.ec-patr.org/docdisplay. php?lang=gr&id=1757&tla=gr· «Ἔχομεν δι᾿ ἐλπίδος ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ὑπό τήν Ὑμετέραν πεπνυμένην καθοδήγησιν, Μακαριώτατε, θά συμμετέχῃ, κατά παράδοσιν καί πανορθόδοξον ἐν Διασκέψεσιν ἀπόφασιν, εἰς τούς διορθοδόξους καί διαχριστιανικούς διαλόγους».
[11]. Ψαλμ. 50, 12· πρβλ. καί Ἰακ. 5, 12· «ἤτω δέ ὑμῶν τό ναί ναί καί τό οὔ οὔ, ἵνα μή εἰς ὑπόκρισιν πέσητε».
[12]. Βλ. ἱερόν ζ΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ACO 1,1,7,105ἑ.).
[13]. Ματθ. 16, 18.
[14]. Α΄ Κορ. 1, 25.
[15]. Μ. Βασιλειοσ, Ὁμιλία εἰς τόν με΄ Ψαλμόν 5, PG 29B, 424B.C.
[16]. Αγ. Γρηγοριοσ Θεολογοσ, Λόγος Δ΄ (Κατά Ἰουλιανοῦ Βασιλέως Α΄) 67, PG 35, 588C-589A. Τό χωρίον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει ὁ Αγ. Ιωαννησ Δαμασκηνοσ, Ἱερά Παράλληλα, Στοιχεῖον Ε, τίτλος ΣΤ΄, PG 95, 1436A.
[17]. Α΄ Τιμ. 3, 15
[18]. Αγιοσ Νεκταριοσ, Μελέται δύο· Α΄: Περί τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Β΄: Περί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ἐκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 1987, σ. 32.
[19]. Πεντηκοστάριον, Ὄρθρος Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἰαμβικός κανών, ᾠδή α΄.
[20]. Αγ. Ιωαννησ Χρυσοστομοσ,  Εἰς τόν Ψαλμ. 44, PG 55, 203.
[21]. Ὅτι εἶναι ὁρατή εἶναι ἐμφανές καί στήν Ἁγία Γραφή· βλ. Πράξ. 2, 41 καί 2, 47: «ὁ δέ Κύριος προσετίθει καθ΄ ἡμέραν τούς σῳζομένους τῇ Ἐκκλησίᾳ».
[22]. Ματθ. 5, 14 καί Αγ. Κυριλλος Αλεξανδρειας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφή­την Ἠσαΐαν 1, 2 PG 70, 69A.B. Βλ. καί Ευσεβιος Καισαρειας, Εὐαγγελική προπαρασκευή 6, 18 PG 22, 457D
[23]. Ἐφ. 1, 22.23
[24]. Ἰω. 14, 16 καί Λουκ. 24, 49
[25]. Ἐφ. 1, 22.23· «καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις έστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»
[26]. Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους 1, 3, 2· PG 62, 26.
[27]. Ἐφ. 3, 21· «αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τάς γενεάς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν»· Ἐφ. 5, 23· «... ὡς καί ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτός ἐστι σωτήρ τοῦ σώματος».
[28]. Ἐφ. 5, 29
[29]. Ανωνυμοσ (Ὀρθόδοξος Ἱερεύς), Τά προσφάτως διαδραματισθέντα στήν Ἁγία Πόλη καί τό ἐκκλησιολογικό τους ὑπόβαθρο, http://www.impantokratoros.gr/B15881B3.el.aspx
[30].  Ἐφ. 4, 3.
[31]. Αγ. Ιωαννησ Χρυσοστομοσ, Εἰς τήν Πρός Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολήν 1, PG 61, 13.
[32]. Αγ. Νεκταριοσ, αὐτόθι, σ. 27.
[33]. Α΄ Κορ. 1, 13
[34]. Ἐφ. 4,5
[35]. Αγ. Μαξιμοσ ο Ομολογητησ, Μυσταγωγία 24, PG 91, 705Β.
[36]. Ἰω. 15, 4-6
[37]. Αγ. Ιωαννησ ο Χρυσοστομοσ, Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος 1, PG 52, 397.
[38]. Ἀποκρίσεις (1716/1725) τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τούς Ἀγγλι­κανούς Ἀνωμότους, (Ἀπόκρισις 5), εἰς Ιω. Καρμιρησ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β', σ. 794 ἑξῆς.
[39]. Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξις Α’, Mansi 12, 1031-1034.
[40]. Πρός τόν Βασιλέα· ἐπέμφθη αὐτῷ τῇ ιβῃ τοῦ Μαρτίου 6,  ἐν Γενναδίου Σχολαρίου Ἅπαντα τά Εὑρισκόμενα, τόμ. 3, ἐκδ. Louis PetitX. A. Siderides, Paris 1930, σ. 161.
[41]. Σχόλια εἰς τό Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας  5, 2.4 PG 4, 161A. 
[42]. Αγ. Μαξιμοσ ο Ομολογητησ, Σχόλια εἰς τό Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας  5, 2.4 PG 4, 164Α. Πρβλ. Αγ. Διονυσιοσ Αρεοπαγιτησ, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 3, 2 PG 3, 428A.
[43].  Ἰω. 15, 4-6
[44]. Βλ. τό σχετικόν Γράμμα τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου ἐν Θεοδρομία ΙΑ΄1 (Ἰαν-Μάρ 2009) 77. Τά συναφῆ ὅλα στίς σσ. 75-81.
[45]. Αγ. Νικοδημοσ ο Αγιορειτησ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1982, σ. 358.
[46]. Βλ. τή γνώμη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (αὐτόθι, σ. 344) περί τῶν Κανόνων τῆς Πρωτοδευτέρας «... ἀναγκαῖοι μέν ὄντες εἰς τήν τῆς Ἐκκλησίας εὐκοσμίαν καί κατάστασιν, βεβαιούμενοι δέ καί ἐπικυρούμενοι ἀπό τε τοῦ Νομοκάνονος τοῦ Φωτίου, ἀπό τούς ἑρμηνευτάς τῶν κανόνων καί ἀπό ὅλην τήν Ἐκκλησίαν».
[47]. Πρβλ. Πρεσβ. Αν. Γκοτσοπουλοσ, Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς· προσεγγίζοντας τήν κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 118 καί γενικῶς σσ. 113-118.
[48]. «Theology and Eucharist» (§6), http://www.schmemann.org/byhim/theologyandeucharist. html
[49]. Κοντάκιον τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (13-19  Ἰουλίου)
[50]. Πρβλ. Πρωτοπρ. Γ. Φλωροφσκυ, «Ὁ Οἶκος τοῦ Πατρός», ἐν Ἀνατομία Προβλημάτων τῆς Πίστεως, μτφρ. Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 133.
[51]. Γαλ. 5, 10



ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ - ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ ΛΑΪΚΟΙ







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου