Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ανοιχτή επιστολή της «ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ» σχετικά με την ίδρυση «Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών»

Ανοιχτή επιστολή της «ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ» παράταξης του ΔΣ του Ενιαίου Συλλόγου Διδακτικού Προσωπικού (ΕΣΔΕΠ) του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) προς τους Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου
Σχετικά με το Θέμα της ίδρυσης «Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών» στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.
  
Αξιότιμοι κύριοι Βουλευτές,

 Οι καθηγητές - μέλη ΔΕΠ της «Ακαδημαϊκής Παρέμβασης», λαμβάνοντας υπόψη α) τις ανησυχίες και τις αντιδράσεις συναδέλφων β) το κοινωνικό, πνευματικό και πολιτισμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο βρίσκεται και εξελίσσεται το Πανεπιστήμιό μας και γ) τα διεθνή γεγονότα που συμβαίνουν τον τελευταίο ιδίως καιρό στη Μέση Ανατολή με τους Τζιχαντιστές και τον διεθνή αντίκτυπό τους, επιθυμούμε με την παρούσα επιστολή να σας εκφράσουμε τις θέσεις μας σχετικά με το τεράστιας θρησκευτικής, επιστημονικής και εθνικής σημασίας θέμα της ιδρύσεως κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου μας.
Σύμφωνα και με πληροφορίες που έχουμε από πολλούς συναδέλφους της Θεολογικής Σχολής, τον περασμένο Μάρτιο (23) από τους (39) καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας και τους (72) συνολικά των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής, ψήφισαν απόφαση με την οποία ιδρύεται Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα τους, εντός της Θεολογικής Σχολής. Κατά τον ίδιο μήνα, το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, αποτελούμενο από (33) καθηγητές, αντιδρώντας έντονα και άμεσα στην απόφαση του Τμήματος Θεολογίας, ψήφισε σχεδόν ομόφωνα και δημοσίευσε απόφαση εναντίον της ιδρύσεως και λειτουργίας Μουσουλμανικών Σπουδών εντός της Θεολογικής Σχολής, εκφράζοντας τη θέση ότι δεν είχαν αντίρρηση να ιδρυθεί και να λειτουργήσει Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών σε ελληνικό ΑΕΙ, όχι όμως στη Θεολογική Σχολή. Φαίνεται, επομένως, ότι μόλις περί τους (23) από τους (72) συνολικά καθηγητές της Θεολογικής Σχολής ήταν υπέρ της εισαγωγής και λειτουργίας Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή.
Εν τω μεταξύ, έχουμε την πληροφόρηση ότι ήδη στη Συνεδρίαση της Συγκλήτου του ΑΠΘ, που πραγματοποιήθηκε στις 07-11-2014, συζητήθηκε το θέμα και δυστυχώς ελήφθη η απαιτούμενη απόφαση έγκρισης, η οποία, ωστόσο, αποτελεί κόλαφο για το ΑΠΘ για τους λόγους που θα εκθέσουμε παρακάτω. Επειδή όλο το προηγούμενο διάστημα είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε το θέμα σε βάθος, με τη βοήθεια συναδέλφων και από τη Θεολογική και έχουμε παρακολουθήσει τις εντάσεις και τις αντιδράσεις που υπάρχουν (θέσεις συναδέλφων ακαδημαϊκών, θέσεις της τοπικής Εκκλησίας, δημοσιεύματα, ομιλίες, άρθρα, ερωτήσεις στη Βουλή, ημερίδες κ.ά.), είμαστε πεπεισμένοι ότι το θέμα αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό.
Θα θέλαμε, επομένως, παράλληλα με τις δικές σας επί του θέματος αντιλήψεις και πληροφορίες, να σταθμίσετε και αυτούς τους λόγους προκειμένου να κάνετε τις δέουσες ενέργειες και παρεμβάσεις προς τον Πρωθυπουργό της χώρας και προς κάθε άλλο αρμόδιο πρόσωπο ή φορέα, προκειμένου να αποτραπεί η εφαρμογή του:
1.Η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ είναι ορθόδοξη χριστιανική και όχι θρησκειολογική
Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου μας είναι μία από τις (4) πρώτες ιστορικές Σχολές που ιδρύθηκαν στο Πανεπιστήμιό μας από το 1925, ενώ λειτούργησε από το 1942. Είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο ως ορθόδοξη Θεολογική Σχολή και όχι φυσικά ως θρησκειολογική, λόγω των άρτια οργανωμένων ορθοδόξων θεολογικών Σπουδών της, οι οποίες έως σήμερα προσελκύουν ικανό αριθμό αλλοδαπών φοιτητών, από περίπου 50 χώρες. Θεωρείται μάλιστα σημαντική η 194/1987 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούσε στο αντίστοιχο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο αποδέχεται ότι «η θεολογική Σχολή (λειτουργεί) ως ορθόδοξος ομολογιακή από της ιδρύσεώς της έως σήμερα» και ότι «τα όσα διδάσκονται στο θεολογικό Τμήμα αποτελούν κυρίως δόγματα της ορθόδοξης Εκκλησίας».
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, επομένως, είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται στον αρχικό ιδρυτικό του σκοπό και χαρακτήρα. Διαφορετικά, αν κάποιοι από τους καθηγητές του πιστεύουν ότι τα γνωστικά τους αντικείμενα καλύπτουν τις ακαδημαϊκές προδιαγραφές της θεολογίας και άλλων θρησκειών, ας αποφασίσουν να μετατρέψουν το Τμήμα τους σε Τμήμα θρησκειολογίας ή Ανατολικών θρησκειών ή Ισλαμικών Σπουδών και τότε μπορεί να υπάρχει συμβατότητα ανάμεσα στις Σπουδές που οργανώνουν και στα αντικείμενα ειδίκευσης που υπηρετούν. Δεν μπορεί, από τη μια πλευρά, να φαίνεται και να θεωρείται Τμήμα χριστιανικής θεολογίας και από την άλλη, μετά από (72) χρόνια λειτουργίας της Θεολογικής σχολής με χριστιανικές θεολογικές σπουδές, να επιχειρείται, με αυτόν τον περίεργο τρόπο, η αλλοίωση του χαρακτήρα της Σχολής και να υποστηρίζεται επισήμως για άγνωστους λόγους ότι μπορεί η Θεολογική Σχολή να μετατραπεί σε ένα Supermarket θρησκειών, στο οποίο να μοιράζονται πτυχία θεολογίας όλων των θρησκειών.
Η Θεολογική Σχολή έχει τη δικαιοδοσία να καταρτίζει μόνον χριστιανούς Θεολόγους που θα διδάσκουν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη για να εφαρμόζεται και το Σύνταγμα της Ελλάδας που ορίζει (άρθρο 16. παράγρ. 2) ότι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους πολίτες».
Υπόψη, ότι ως «θρησκευτική συνείδηση» θεωρείται η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, που αποτελεί τη θρησκευτική επιλογή της μεγάλης πλειονοψηφίας των Ελλήνων ελευθέρως βαπτισμένων χριστιανών μαθητών.
Αλλωστε στο άρθρο 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι «επικρατούσα θρησκεία είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».
Η παραπάνω συνταγματική επιταγή ερμηνεύεται και εφαρμόζεται με αυτό το πνεύμα και από τον ισχύοντα έως σήμερα στην Εκπαίδευση Νόμο 1566/85, άρθρ. 1, για τη «Δομή και τη λειτουργία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης», όπου ως ένας από τους βασικούς σκοπούς της Εκπαίδευσης ορίζεται η βοήθεια του σχολείου προς τους μαθητές, προκειμένου να έχουν «πίστη προς τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Το γεγονός ότι υπάρχουν στα θεολογικά Τμήματα και γνωστικά αντικείμενα θρησκειολογίας αποτελεί αναγκαία ρύθμιση για μια παραγωγική καθηγητική Σχολή, αφού στο Λύκειο (Β' τάξη) οι θεολόγοι διδάσκουν στους μαθητές στοιχεία και πληροφορίες -σε ένα εξάμηνο- για τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου.
2.α) Εύλογο το αίτημα των Ιεροδιδασκάλων της Θράκης για σπουδές των Ιεροδιδασκάλων  στην Ελλάδα
Οι Μουσουλμάνοι της Θράκης είναι Έλληνες πολίτες και δικαιούνται ισονομίας και ισοπολιτείας. Άρα οφείλει η Ελληνική Πολιτεία να παράσχει στους ιεροδιδασκάλους, που διδάσκουν το Κοράνιο στους μουσουλμάνους μαθητές, θεολογική κατάρτιση πανεπιστημιακού επιπέδου, έτσι ώστε να μην απαιτείται η μετάβασή τους σε ισλαμικές χώρες, προκειμένου να σπουδάσουν την ισλαμική θεολογία.
Έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι μόλις το 2014 έκλεισε η επί 40 χρόνια λειτουργούσα στη Θεσσαλονίκη Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, η γνωστή ως ΕΠΑΘ, η οποία, με ειδικευμένους επιστήμονες, είχε ως ιδρυτικό της σκοπό να καταρτίζει διδασκάλους για τα σχολεία της μειονότητας της Θράκης. Η Σχολή διέθετε καθηγητές που δίδασκαν, εκτός των άλλων και το Ισλάμ, ώστε να καταρτίζονται οι μουσουλμάνοι δάσκαλοι στη διδασκαλία του Κορανίου και της ισλαμικής πίστεως. Η ΕΠΑΘ καταργήθηκε χωρίς δικαιολογία, αν και οι απόφοιτοί της στελέχωναν για αρκετά χρόνια τα σχολεία της μειονότητας στη Θράκη.
β) Επαναλειτουργία της ΕΠΑΘ;
Αν το ενδιαφέρον για τις Ισλαμικές Σπουδές είναι αληθινό και χωρίς σκοπιμότητες, γιατί, αντί να επιχειρείται μία μη συμβατή μείξη της θεολογίας του Ισλάμ με τη θεολογία της Ορθοδοξίας στη Θεολογική Σχολή, να μην επανιδρυθεί η ΕΠΑΘ; Θα μπορούσε, μάλιστα, να μετατραπεί από τριετούς σε τετραετούς φοιτήσεως, να γίνει δηλαδή ένα αυτοτελές πανεπιστημιακό Ινστιτούτο ή Κέντρο Ισλαμικών ή Μουσουλμανικών Σπουδών και να στελεχωθεί από καθηγητές όλων των ειδικοτήτων που θα υπηρετούν αυτό τον σκοπό, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, θα μπορούσε να βρεθεί ένας συμβατός και ομαλός τρόπος να οργανωθούν οι Ισλαμικές Σπουδές με αξιοπρεπή σχεδιασμό και επιστημονικά κριτήρια, σε άλλο χώρο (ή ίσως σε άλλη πόλη) και προπαντός με τους κατάλληλους επιστημονικά αλλά και θρησκευτικά επιστήμονες.
γ) Αναρμόδια επιστημολογικά η Θεολογική Σχολή για την οργάνωση Προγράμματος Μουσουλμανικών Σπουδών
Σοβαρά ερωτήματα προκαλεί το γεγονός ότι, ως κατάλληλοι σχεδιαστές, επόπτες και διδάσκοντες των ισλαμικών σπουδών, που θα καταρτίζουν δασκάλους του Κορανίου, θεωρούνται, μέσα από το υποβληθέν και εγκριθέν από τη Σύγκλητο του ΑΠΘ Πρόγραμμα, οι ορθόδοξοι θεολόγοι της Θεολογικής Σχολής, οι ίδιοι δηλαδή που υπέβαλαν και το σχετικό Πρόγραμμα!! Με ποια υποδομή και κατάρτιση θα διδάξουν το Κοράνιο;
Ερωτήματα, επίσης, υπάρχουν ως προς τα επιστημονικά και ακαδημαϊκά κριτήρια, με τα οποία επιλέχτηκε η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ για να ενταχθούν οι Μουσουλμανικές Σπουδές, αφού πρόκειται για σπουδές εντελώς άσχετες επιστημολογικώς με τα γνωστικά της αντικείμενα.
Προβληματισμό δημιουργεί ακόμη το γεγονός ότι ούτε ρωτήθηκε ούτε λαμβάνεται υπόψη η εντελώς αρνητική και στοιχειοθετημένη θέση του αδελφού Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής και μάλιστα σε μία τέτοια ιστορική υπόθεση που αφορά σε ολόκληρη τη Σχολή, όταν το Τμήμα Θεολογίας μοιράζεται με το έτερο Τμήμα Ποιμαντικής τους ίδιους χώρους της Σχολής και εννοείται ότι κτίζουν από κοινού, το επιστημονικό μέλλον και την επιστημονική και θεολογική της αξιοπιστία. Πώς είναι δυνατό να μην γίνεται κατανοητό ότι το εγχείρημα αυτό της εμφύτευσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική, σε μία Σχολή άσχετη με γνωστικά αντικείμενα της Ισλαμικής Θεολογίας, αφενός δείχνει επιστημονική προχειρότητα και ανευθυνότητα και αφετέρου δείχνει αδιαφορία ως προς την ανυπολόγιστη βλάβη, περιφρόνηση και υποτίμηση που θα προκαλέσει σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Θεολογική Σχολή ασχολείται σοβαρά μόνον με τις δικές της σπουδές και έρευνες και αυτό δείχνουν τα γνωστικά αντικείμενα ειδίκευσης όλων των καθηγητών της. Δεν υπάρχουν καθηγητές με γνωστικά αντικείμενα στην ισλαμική θεολογία και η εισαγωγή Μουσουλμανικών σπουδών σηματοδοτεί μία πτωτική πορεία των χριστιανικών θεολογικών σπουδών και ερευνών και μία ανεπίτρεπτη, ασύμβατη και μη βιώσιμη θεολογικά μετατροπή του σκοπού, του χαρακτήρα και του περιεχομένου των σπουδών και των ερευνών της από θεολογικές που είναι σε πολυθρησκειακές.
Ο προβληματισμός αυτός, μάλιστα, τίθεται και υπογραμμίζεται στην απόφαση του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, με την οποία τα μέλη ΔΕΠ του Τμήματος εναντιώνονται στην οργάνωση Ισλαμικών Σπουδών εντός της Θεολογικής Σχολής, με το ισχυρό επιχείρημα ότι «η Θεολογική Σχολή κατά το επιστημονικό της περιεχόμενο και τον σκοπόν ιδρύσεως και λειτουργίας της, είναι επιστημολογικώς αναρμόδια διά την οργάνωσιν προγραμμάτων σπουδών άλλων θρησκειών» και ότι «η αυτοτελής γνωστική περιοχή που θεραπεύει είναι οι σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία, ή η επί τη βάσει της Ορθοδόξου Θεολογίας σπουδή του φαινομένου της Θρησκείας και του Χριστιανικού Πολιτισμού, ή του Πολιτισμού γενικότερα».
Για παράδειγμα και κατά αντιστοιχία, θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί από τους καθηγητές μίας Ιατρικής Σχολής ως συμβατό με την επιστημονική της αξιοπιστία, η ίδρυση και η λειτουργία εντός της ερευνητικής της περιοχής, ενός Τμήματος ή μίας Κατεύθυνσης Σπουδών Ομοιοπαθητικής, όπου θα διδάσκουν Καθηγητές Ιατρικής, ανεξάρτητα από την ειδίκευσή τους, γνωστικά αντικείμενα ή θέματα ομοιοπαθητικής και όλη αυτή η κατάρτιση να οδηγεί στην απονομή στους φοιτούντες πτυχίων της Ιατρικής Σχολής;
Η απόφαση τόσο του Τμήματος Θεολογίας όσο και της Συγκλήτου του ΑΠΘ, επομένως, αποδεικνύεται ότι αφενός δεν πληροί καμία επιστημολογική προϋπόθεση και αφετέρου αποτελεί ενέργεια που για πρώτη φορά συμβαίνει τόσο στην ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας όσο και στην ευρύτερη σύγχρονη παγκόσμια χριστιανική παράδοση. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πρωτοτυπία και η Καινοτομία είναι θετική υπόθεση. Όμως, όπως σε όλα τα θέματα παιδείας, έτσι και στην περίπτωση αυτή, μία πρόταση πρωτοτυπίας είναι ανάγκη να λαμβάνει υπόψη και να είναι συμβατή με τις απαιτούμενες αξιακές και πνευματικές δομές αλλά και με την ιστορία του τόπου και του φορέα που την υποβάλλει.
3. α) Προσχηματική η επίκληση εθνικών λόγων
Η επίκληση εθνικών ή πολιτικών λόγων, τους οποίους οι σχεδιαστές του εγχειρήματος, ορθόδοξοι θεολόγοι του εν λόγω Τμήματος, προβάλλουν και επικαλούνται είναι αβάσιμοι, απαράδεκτοι, όπως προβάλλονται, και σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να χρησιμοποιούνται, αφού, μέσω αυτών, καταστρατηγείται ο επιστημολογικός αλλά και ο θεολογικός χαρακτήρας της Θεολογικής Σχολής. Αλλωστε, η θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ουδέποτε και για οιονδήποτε λόγο αποδέχτηκε τη μείωση, απεμπόληση ή αλλοίωση της υπαρξιακής της δομής για κοσμικούς, πολιτικούς ή εθνικούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση, οι εθνικοί λόγοι μπορούν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο.
β) Οι Μουσουλμανικές Σπουδές μειώνουν το διεθνές κύρος και αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της Θεολογικής Σχολής, ως κατεξοχήν Ορθόδοξης Χριστιανικής Σχολής
Το Τμήμα Ποιμαντικής υποστηρίζει ότι η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. είναι διεθνώς γνωστή ως Σχολή, που κατά το επιστημονικό της περιεχόμενο και τον σκοπό ιδρύσεως και λειτουργίας της, καλλιεργεί τη σπουδή στην Ορθόδοξη Θεολογία. Με την ανακοίνωση της ιδρύσεως της συγκεκριμένης Κατεύθυνσης Ισλαμικών σπουδών, τα μέλη ΔΕΠ του Τμήματος Ποιμαντικής γίνονται αποδέκτες έντονου φόβου, αμφισβήτησης και κριτικής, εντός και εκτός Ελλάδος, ως προς τον στόχο που θα έχει πλέον η Σχολή και το εκπαιδευτικό έργο που θα επιτελεί, γεγονός έντονα ανησυχητικό ως προς το επιστημονικό κύρος και την αξιοπιστία της Σχολής.
Η απόφαση επομένως του Τμήματος Θεολογίας και της Συγκλήτου του ΑΠΘ φαίνεται ότι δεν βασίζεται σε στέρεα επιστημολογικά και θεολογικά θεμέλια, δεν λαμβάνει υπόψη τη βλάβη που υφίσταται η Θεολογική Σχολή, εξαιτίας της εμμονής της σχετικής πλειοψηφίας του Τμήματος Θεολογίας να προσφέρει αυτό που δεν έχει, αυτό που δεν μπορεί να κάνει, αυτό που δεν είναι συμβατό ούτε με την παλαιά ούτε με τη σύγχρονη Ιστορία της χριστιανικής Θεολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, οι Μουσουλμανικές Σπουδές στην Ελλάδα μπορούν να οργανωθούν σε άλλες συνθήκες, σε στερεότερες βάσεις, από καταλληλότερους παράγοντες και, το σπουδαιότερο, χωρίς να προσβάλλεται το ακαδημαϊκό ήθος, η θρησκευτική ελευθερία και η χριστιανική ταυτότητα της Θεολογικής Σχολής.
4.Ασύμβατη η χριστιανική με την ισλαμική Θεολογία
Η θεολογία του Ισλάμ είναι εντελώς ασύμβατη με εκείνη του Χριστιανισμού. Από μέλη ΔΕΠ της Θεολογικής επισημαίνεται ότι το Ισλάμ έχει και λατρεύει έναν άλλο Θεό, δεν αποδέχεται τον Τριαδικό Θεό (το τρισυπόστατον της Θεότητας Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα), απορρίπτει θεμελιακούς όρους της ορθόδοξης Θεολογίας, όπως ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και Θεός, θεωρώντας ότι είναι ένας άνθρωπος - Προφήτης. Επίσης, αρνείται τη θαυματουργική Γέννηση, τη θεία Μεταμόρφωση, τη Σταύρωση, την Ανάσταση, την Ανάληψή του Χριστού κ.ά., δεν δέχεται τη θεανθρώπινη και μυστηριακή δομή και λειτουργία της Εκκλησίας και φυσικά οι θέσεις του για το πρόσωπο, τον «άλλο», τις οικογενειακές και κοινωνικές αντιλήψεις είναι σε εντελώς άλλη βάση από εκείνες του Χριστιανισμού. Το επιχείρημα ότι οι δύο λαοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι διαβιούν στη Θράκη ή σε άλλα σημεία του κόσμου με σεβασμό στην ετερότητά τους ή ακόμα το γεγονός ότι υπάρχει και είναι γόνιμο να υπάρχει διάλογος μεταξύ των δύο πίστεων, της χριστιανικής και της ισλαμικής(π.χ. για κοινωνικά ή περιβαλλοντικά θέματα), είναι άλλη υπόθεση και δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι μπορεί να υπάρξει οντολογικά κοινός θεολογικός τόπος με κοινές συμβατές σπουδές των δύο θεολογιών κάτω από την πνευματική στέγαση της χριστιανικής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
5.Οργάνωση Μουσουλμανικών σπουδών ερήμην των Μουσουλμάνων ειδικών; Το πρόβλημα του σεβασμού της ετερότητας
Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα, που τονίζεται από το έτερο Τμήμα της Θεολογικής Σχολής, αυτό της Ποιμαντικής: Πώς είναι δυνατό, από πλευράς καθαρά επιστημονικής και θεολογικής, να οργανώνεται στο ΑΠΘ Κατεύθυνση Θεολογικών Μουσουλμανικών Σπουδών ερήμην Μουσουλμάνων ακαδημαϊκών επιστημόνων και θεολόγων, οι οποίοι ούτε φαίνεται να είχαν ή να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή αποφασιστικής σημασίας στον σχεδιασμό του Προγράμματος Σπουδών και στα όργανα διοίκησης;
Εύλογα, επομένως, δημιουργείται το ερώτημα, κατά πόσον μία τέτοια απόφαση εκπληρώνει επιστημονικά και ηθικά τις προϋποθέσεις της ακαδημαϊκής δεοντολογίας και κατά πόσον μπορεί να γίνει πιστευτό ότι ο σεβασμός ως προς την ετερότητα των Μουσουλμάνων, είναι πράγματι υπαρκτός και αληθινός στον σχεδιασμό ή στην πραγμάτωση ενός Προγράμματος που γίνεται γι' αυτούς, αλλά χωρίς αυτούς!!
6.Διεθνής πρωτοτυπία ο συμφυρμός Χριστιανικών και Μουσουλμανικών σπουδών
Επισημαίνεται ότι οι Μουσουλμανικές σπουδές στην Ευρώπη οργανώνονται με τη σύσταση Ινστιτούτων ή Κέντρων με πλήρη ακαδημαϊκή αυτοτέλεια και ελευθερία, ενώ στελεχώνονται από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό με τίτλους και μακρόχρονη θητεία στο πεδίο έρευνας της ισλαμικής θρησκείας. Ο συμφυρμός των Μουσουλμανικών ή Ισλαμικών Σπουδών με χριστιανικές σπουδές σε ευρωπαϊκές προτεσταντικές ή ρωμαιοκαθολικές Θεολογικές Σχολές, αποκλείεται εκ προοιμίου σε όλες σχεδόν τις χώρες της Δύσεως, οι οποίες, ως γνωστό, προσφέρουν Σπουδές επικεντρωμένες στο χριστιανικό τους δόγμα. Κατά αντίστοιχο τρόπο, παρόμοιος συμφυρμός θεολογικών σπουδών διαφορετικών θρησκευτικών πίστεων δεν έχει υπάρξει ποτέ και πουθενά έως σήμερα ούτε στις θεολογικές Σχολές του Ισλάμ ούτε όμως και σε εκείνες των άλλων ανατολικών θρησκειών.
Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι το θέμα είναι ανάγκη να μελετηθεί και να εξεταστεί από όλες τις πλευρές του με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα, διότι καθώς φαίνεται και από την εμπειρία ξένων πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, η λειτουργία Προγράμματος Μουσουλμανικών Σπουδών, υπό τη σκέπη μίας ετερόδοξης θεολογικής σχολής και με την ευθύνη επιστημονικού προσωπικού άσχετου με το αντικείμενο το οποίο καλείται να διδάξει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει τεράστια προβλήματα στην επιστημονική λειτουργία και αξιοπιστία της Θεολογικής Σχολής που θα επηρεάσουν και ολόκληρο το ΑΠΘ.
Η εισαγωγή Μουσουλμανικών Σπουδών σε μία Πανεπιστημιακή Σχολή, η οποία, λόγω της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της και των ειδικεύσεων των στελεχών που διαθέτει, δεν μπορεί να τις υποστηρίξει επιστημονικά ούτε να εγγυηθεί την αρτιότητα και την ακαδημαϊκή αυτοτέλειά τους, αποτελεί μία «ωρολογιακή επιστημολογική και θεολογική βόμβα» για τη Σχολή, ενέχει σοβαρότατους κινδύνους για το μέλλον της και, τελικά, μειώνει και το επιστημονικό κύρος ολόκληρου του ΑΠΘ, η Σύγκλητος του οποίου ενέκρινε τη λειτουργία αυτών των Σπουδών.
Ως έχει μάλιστα διατυπωθεί σε κείμενο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής: «Το θέμα της ίδρυσης των ισλαμικών σπουδών από το Τμήμα Θεολογίας θεωρείται ως το σοβαρότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης στο παρόν και στο προσεχές μέλλον, εάν υλοποιηθεί η ίδρυσή του», αφού «φαίνεται ότι ενορχηστρώνεται ένας αγώνας αλλοίωσης των θεολογικών σπουδών της Θεσσαλονίκης και η μεταβολή τους σε θρησκειολογικές». Παράλληλα, είναι βέβαιο ότι ολόκληρο το ΑΠΘ, με την εισαγωγή Μουσουλμανικών Σπουδών στους κόλπους του, μπαίνει σε μία ενδεχομένως επικίνδυνη και αδιέξοδη περιπέτεια.
Επισημαίνεται μάλιστα ότι το εγχείρημα αυτό του Τμήματος Θεολογίας είναι άστοχο και αναιρεί τη σχέση της Θεολογίας με την Εκκλησία, αφού μπορεί να θεωρηθεί ως «ανεξαρτητοποίηση της Θεολογίας από την Εκκλησία», όταν μάλιστα «Θεολογία εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει και Εκκλησία χωρίς Θεολογία δε νοείται». Η εκδηλωθείσα σφοδρή αντίδραση του επιχώριου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, εν προκειμένω, είναι δηλωτική του προβλήματος που θα ανακύψει.
7.Άστοχη η απάντηση του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Α. Λοβέρδου σε επερώτηση των Βουλευτών κ. Μιχελάκη και κας Ράπτη
Για τη δημιουργία ενός Τμήματος ή Κατεύθυνσης Σπουδών από ένα Τμήμα δεν αρκεί μόνον να εξετάζεται το δικαίωμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας ενός Τμήματος αλλά και η ακαδημαϊκή δεοντολογία, όπως αναλύθηκε στο παρόν κείμενο, καθώς επίσης και τα γενικότερα ιστορικά, θρησκευτικά, κοινωνικοπολιτισμικά και εθνικά δεδομένα του ελληνικού λαού.
Η Επιστήμη της θεολογίας, διακονώντας και ερευνώντας, κατά βάση, επιστημονικά τις πηγές της ορθόδοξης Εκκλησίας και του Χριστιανισμού, είναι μεν ως Ακαδημαϊκή μονάδα αυτοτελής διοικητικά, οι πηγές, όμως, που ερευνά και διδάσκει εστιάζονται κυρίως στον χώρο της Εκκλησίας και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να μην λαμβάνει υπόψη την εκκλησιαστική ιστορία, την παράδοση, τα βιώματα, τις εμπειρίες και την εκκλησιαστική συνείδηση. Δεν μπορεί, επομένως, να αυτονομηθεί πνευματικά από την αγιοπνευματική παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς να διακινδυνεύσει ουσιαστικά την οντολογική της ύπαρξη και το ερευνητικό της στόχο στον χώρο των επιστημών. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας της Θεολογικής Επιστήμης, κανένα Θεολογικό Τμήμα δεν μπορεί να αυτονομείται από την εκκλησιαστική και θεολογική παράδοση της Εκκλησίας και να θεωρεί ότι μπορεί να λειτουργεί εντελώς γνωσιολογικά και ορθολογικά και να ιδρύει ολοκληρωμένες Σπουδές για Μουσουλμάνους φοιτητές, που θα περιέχουν την πνευματική, τελετουργική και αξιακή δομή της θρησκείας του Κορανίου. Η επίκληση της ακαδημαϊκής αυτονομίας και αυτοτέλειας του Τμήματος, αφορά σε άλλα θέματα και όχι στον ιδρυτικό και υπαρξιακό σκοπό του Τμήματος Θεολογίας, ως προς τον χαρακτήρα της διδασκαλίας που δικαιούται να παρέχει, όπως πολύ σωστά αναφέρει και η ανωτέρω αναφερθείσα υπ. αρ. 194/1987 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας: «...Τα όσα διδάσκονται στο θεολογικό τμήμα αποτελούν κυρίως δόγματα της ορθόδοξης Εκκλησίας».
Οι πληροφορίες, επομένως, που παρείχαν ορισμένοι στον νυν Υπουργό της Παιδείας και Θρησκευμάτων, τον εκθέτουν, αφού δεν ανταποκρίνονται στην εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, προκειμένου να απαντήσει στην με αρ. 2131/1.09.2014 ερώτηση του Βουλευτή κ. Ιω. Μιχελάκη με το υπ. αρ. πρωτ. 162113 / ΙΗ ΕΞ 138314 εισ/ 8.10.2014 έγγραφό του, που κατέθεσε στο Τμήμα Κοινοβουλευτικού ελέγχου, ισχυρίζεται ότι «το Τμήμα Θεολογίας προφανώς έκρινε ότι οι Θεολόγοι -οποιασδήποτε θρησκείας- πρέπει να αποφοιτούν από τις Θεολογικές Σχολές».
Τα στοιχεία αυτά είναι αβάσιμα και ανεύθυνα από πλευράς θεολογικής και επιστημονικής, μειώνουν το επιστημονικό κύρος των Θεολογικών Σχολών και παραπληροφορούν την ελληνική Βουλή, παρέχοντάς της τη λανθασμένη εντύπωση ότι ένα Τμήμα, που μέχρι σήμερα καταρτίζει Θεολόγους της Ορθόδοξης Θεολογίας, ΠΡΕΠΕΙ να καταρτίζει θεολόγους οποιασδήποτε θρησκείας.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις για να κατανοήσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή κάθε θρησκεία έχει τη δική της Θεολογία και τις δικές της οργανωμένες θεολογικές Σχολές και Σπουδές και καταρτίζει σ αυτές τους δικούς της Θεολόγους.
Δεν είναι υπεύθυνες και σοβαρές οι πληροφορίες που παρέχονται στον Υπουργό και μεταφέρονται από αυτόν στην ελληνική Βουλή, όταν εμφανίζουν τη χριστιανική Θεολογική Σχολή ως αρμόδια επιστημονικά και θεολογικά να υποκαθιστά τις άλλες θρησκείες και θεολογίες και να καταρτίζει θεολόγους άλλων θρησκειών.
Τι είδους σεβασμός στη θρησκευτική ετερότητα του άλλου, του διαφορετικού ως προς τη θεολογία και τη θρησκευτική συνείδηση είναι αυτός, όταν θεωρείται συμβατή με την ελευθερία του άλλου η θέση ότι ΠΡΕΠΕΙ οι θεολόγοι όλων των θρησκειών να αποφοιτούν από τις χριστιανικές Θεολογικές Σχολές της Ελλάδας; Πουθενά στον κόσμο και καμιά θεολογική Σχολή οποιοασδήποτε θρησκείας, δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι μπορεί να δίδει πτυχία σε θεολόγους των άλλων θρησκειών!! Εξαίρεση αποτελεί φυσικά(!) από ό,τι φαίνεται, το Τμήμα Θεολογίας. Το ακούσαμε και αυτό το ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΟ - και μάλιστα από στόμα Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων μέσα στην κρίση που περνάμε, που, καθώς φαίνεται, δεν είναι μόνον κρίση οικονομική, αλλά και πνευματική κρίση και κρίση θεσμών. Με αυτές τις θέσεις τους ο κ. Υπουργός και οι (23) εκ των (39) καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, φαίνεται να φιλοδοξούν να ανατρέψουν την ιστορία των δύο Θεολογικών Σχολών της χώρας, ιστορία (189) χρόνων για τη Θεολογική Αθηνών και (72) χρόνων για τη Θεολογική Θεσσαλονίκης, διότι καθώς φαίνεται θεωρούν μάλλον ως λανθασμένη τη μέχρι σήμερα πορεία και κατεύθυνση που είχαν όλα αυτά τα χρόνια οι δύο Σχολές, αφού δεν είχαν εντάξει στους κόλπους τους όλες τις θρησκείες, όπως θεωρεί ο Υπουργός και ως τώρα δεν απένειμαν πτυχία σε θεολόγους όλων των θρησκειών!!
Οι Σχολές επομένως ήταν, κατά τον παραπάνω υπουργικό ισχυρισμό, σε λάθος δρόμο!!! Τέτοιας επιστημονικής αξιοπιστίας είναι δυστυχώς τα επιχειρήματα που συνοδεύουν και στηρίζουν την κατά τα άλλα δήθεν δικαιωματική, λόγω ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτοτέλειας, προσπάθεια εισαγωγής Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας, την οποία φαίνεται να στηρίζει ενθέρμως και ο Υπουργός Παιδείας.
Στη ίδια κατεύθυνση βρίσκεται επίσης και η θέση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που ευθυγραμμιζόμενος καθώς φαίνεται με τις θέσεις καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας, βαπτίζει εντός της Βουλής ένα μάθημα, ένα γνωστικό αντικείμενο, εκείνο της θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας, ως «Τομέα» του Τμήματος και ισχυρίζεται ότι με θεμελιακή βάση αυτόν τον δήθεν «Τομέα» και τους (2) θρησκειολόγους καθηγητές που διαθέτει το Τμήμα Θεολογίας, δικαιολογείται και νομιμοποιείται να αναπτύξει Πρόγραμμα Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών (48) μαθημάτων!!
Δεν είναι επίσης απορίας άξιο, να εμπιστεύεται ένας Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κάποιες απόψεις και να μεταφέρει ανεξέλεγκτα στη Βουλή των Ελλήνων αστήρικτα επιστημονικώς στοιχεία, όπως αυτό που ισχυρίστηκε στην ανωτέρω απάντησή του σε ερωτήσεις Βουλευτών, ότι Τμήματα Ισλαμικών Σπουδών εντάσσονται δήθεν στις Θεολογικές Σχολές ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων; Αναφέρθηκε μάλιστα ενδεικτικά και σε κάποιες συγκεκριμένες Θεολογικές Σχολές της Ευρώπης, που, αν ερευνούσε λίγο το θέμα ο εν λόγω Υπουργός-Καθηγητής, θα διαπίστωνε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είπε, αφού σε καμιά Θεολογική Σχολή της Ευρώπης δεν έχουν ενταχθεί Ισλαμικές ή Μουσουλμανικές Σπουδές είτε ως Τμήματα είτε ως Κατευθύνσεις Τμημάτων!!!
Συμπερασματικά
Το θέμα είναι πάρα πολύ σπουδαίο και χρειάζεται μελέτη σε βάθος και έκταση καθώς και σοβαρή στάθμιση όλων των παραμέτρων και των πιθανών συνεπειών που θα έχει στην πραγμάτωση του. Είναι ανάγκη οι Έλληνες Βουλευτές να κατανοήσουν ότι η διατήρηση της πνευματικής και πολιτισμικής ζωής και κληρονομιάς ενός τόπου είναι πολύ βασικό στοιχείο στην πορεία του προς το μέλλον και μάλιστα εν μέσω εκτάκτων καταστάσεων, όπως αυτές που βιώνει ο τόπος μας, λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας των λαών και των παρενεργειών που προξενούν σε χώρες όπως η δική μας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν ισχυρές ενστάσεις, διαμαρτυρίες και μομφές, που, με αφορμή αυτό το θέμα, κάνουν λόγο για απεμπόληση αρχών και αξιών αλλά και για έλλειψη αντιστάσεων έναντι νεωτερισμών (που ενδεχομένως υποκρύπτουν και μεθοδεύσεις;), που απειλούν τα παραδοσιακά ιστορικά, θρησκευτικά, πνευματικά και πολιτισμικά όρια της πατρίδας μας, πιστεύουμε ότι η εισαγωγή Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ αποτελεί τεράστιο πνευματικό ολίσθημα για ένα Πανεπιστήμιο που, εκτός από επιστημονικό και ερευνητικό ίδρυμα της χώρας, θεωρείται και πνευματικό ίδρυμα.
Ας σημειωθεί ότι, εκτός από άπαντες τους κληρικούς της τοπικής Εκκλησίας, οι οποίοι σε ιερατική σύναξή τους, υπό την προεδρεία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ανθίμου, αποφάσισαν με ψήφισμα, ομόφωνα ότι είναι αντίθετοι με τις Μουσουλμανικές Σπουδές στη Θεολογική, όλοι οι πολίτες που επικοινωνούν ευκαιριακά μαζί μας, ομολογούν ότι παρακολουθούν άγρυπνα τα δρώμενα στο ΑΠΘ και είναι απογοητευμένοι από την ως άνω απόφαση, την οποία θεωρούν απερίσκεπτη και ίσως σκόπιμη, αφού είναι σαφές ότι συντελεί στην πνευματική αποδόμηση του τόπου.
Το επιχείρημα ότι αυτό γίνεται για εθνικούς λόγους το θεωρούν πρόσχημα και δεν καλύπτει κανενός τη συνείδηση και προπαντός ούτε την εθνική ούτε τη θρησκευτική. Επικαλούνται μάλιστα οι πολίτες: α) την πνευματική και ιστορική μνήμη μας για τους χιλιάδες Νεομάρτυρες, οι οποίοι χάριν της χριστιανικής πίστεως αλλά και της ελευθερίας της Ελλάδας μαρτύρησαν παλαιότερα (ιδίως κατά την περίοδο της οθωμανικής σκλαβιάς του Έθνους), με τα πιο φρικτά βασανιστήρια, από τους ισλαμιστές, με βάση τις αρχές του Κορανίου. β) Τις σύγχρονες καθημερινές θηριωδίες και σφαγές, που πραγματοποιούνται από τους τζιχαντιστές-ισλαμιστές στη Μέση Ανατολή, στο όνομα πάλι του Κορανίου, τη διδασκαλία του οποίου, με τόση εμμονή οι (23) καθηγητές της Θεολογικής σχεδιάζουν και προγραμματίζουν να εισαγάγουν στη Θεολογική Σχολή και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Κατόπιν όλων αυτών των λόγων σας παρακαλούμε να κάνετε ό,τι είναι δυνατόν προς την κατεύθυνση του κυρίου Πρωθυπουργού και όλων των άλλων υπευθύνων, έτσι ώστε να αποσοβηθεί η εφαρμογή της απόφασης για εισαγωγή των Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.
Για τα μέλη ΔΕΠ του ΑΠΘ που εκπροσωπούνται από την «ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» στο ΔΣ του ΕΣΔΕΠ
1.Απόστολος Ι. Χατζητόλιος, Ιατρική Σχολή ΑΠΘ, Γραμματέας ΕΣΔΕΠ
2.Βενιαμίν Καρακωστάνογλου, Νομική Σχολή ΑΠΘ, Μέλος ΔΣ ΕΣΔΕΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου