Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Υπόμνημα καθηγητή Ηρακλή Ρεράκη σχετικά με την απόφαση ίδρυσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ




ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ
τηλ / φαξ: 2310997113 mail:  irerakis@past.auth.gr
ΠΡΟΣ: 
ΜΕΛΗ ΙΕΡΑΣ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ-ΗΓΟΥΜΕΝΟΥΣ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΘΕΜΑ: ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α.Π.Θ.
Θεσσαλονίκη, 14 Νοεμβρίου 2014
Σεβαστέ Άγιε Πρώτε,
Σεβαστοί μου Άγιοι Καθηγούμενοι, Γέροντες και Πατέρες,
Ευλογείτε.
Οι Αγιορείτες είχαν πάντοτε την θεόδοτη ικανότητα να αφουγκράζονται και να αντιλαμβάνονται ακόμη και τα πιο επιτηδευμένα χτυπήματα εναντίον της Ορθοδοξίας. Για αυτόν το λόγο, άλλωστε, το περιώνυμο Όρος διαβαίνει τους αιώνες αλώβητο από κάθε μορφής κινδύνους, ορατούς ή κεκαλυμμένους, με σχήμα προβάτου ή λύκου, διατηρεί δε αναλλοίωτη τη φλόγα της Ορθόδοξης Παράδοσης, στα όρια "α έθεντο οι Πατέρες”.

Στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αποφασίστηκε η ίδρυση και λειτουργία Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών, τετραετούς φοίτησης, σαράντα οκτώ (48) μαθημάτων, μετά από την παρακολούθηση των οποίων θα απονέμεται πτυχίο με ειδίκευση στον Μουσουλμανισμό.
Η απόφαση αυτή είναι σαφές ότι αλλοιώνει τον ιστορικό ορθόδοξο θεολογικό χαρακτήρα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Κυρίως, όμως, συνιστά άλλο ένα “χτύπημα” εναντίον της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα, αυτή τη φορά στο θεολογικό χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα:
1. Τον Μάρτιο του 2014, είκοσι τρεις (23) από τους τριάντα εννέα (39) καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας -και από τους συνολικά εβδομήντα δύο (72) των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.- αποφάσισαν την ίδρυση κατευθύνσεως Μουσουλμανικών Σπουδών εντός του Προγράμματος Σπουδών της ιστορικής Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
2. Στην απόφαση αυτή είναι καθολικά αντίθετο το άλλο Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
3. Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών συνιστά διεθνή πρωτοτυπία: είναι γεγονός ότι δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ, ούτε σε Προτεσταντικές Σχολές, ούτε σε Ρωμαιοκαθολικές Σχολές, ούτε, φυσικά, σε Σχολές του Ισλάμ ή άλλων Θρησκειών τέτοιου είδους συμφυρμός.
4. Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών είναι επιστημονικώς, παιδαγωγικώς και θεολογικώς ανεξήγητος: η προσπάθεια “εμφυτεύσεως” Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών σε μία Σχολή η οποία δεν έχει -ούτε μπορεί να έχει- κανενός είδους σχέση με αυτές και η οποία, λόγω της φυσιογνωμίας της, δεν μπορεί να τις υποστηρίξει επιστημονικώς ούτε να εγγυηθεί την αρτιότητα και την ακαδημαϊκή τους αυτοτέλεια, θεωρείται τουλάχιστον παράδοξη. Δεν είναι δυνατόν οι Μουσουλμανικές Σπουδές να αποτελούν έργο που υπηρετείται από ορθόδοξους θεολόγους, αποκλειστική αποστολή των οποίων, από πλευράς θεολογικής και επιστημονικής -αλλά και επαγγελματικής- είναι η σταθερή προσήλωσή τους στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα και με το επιμέρους γνωστικό τους αντικείμενο, για το οποίο άλλωστε και προσελήφθησαν.
5. Με δεδομένο ότι δεν υφίσταται Ορθόδοξη Θεολογία εκτός Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσοι διακονούν την Ορθόδοξη Θεολογία οφείλουν να ακολουθούν την αντίστοιχη διδασκαλία και να διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως. Ο Ορθόδοξος Θεολόγος δεν είναι ούτε φιλόσοφος, ούτε θρησκειολόγος, ούτε κοινωνιολόγος της θρησκείας.

6. Η προσέγγιση των Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας στην έννοια της Θεολογίας δεν έχει ουδεμία σχέση με την έννοια της Θεολογίας που προσλαμβάνει και υποστηρίζει μία μικρή μερίδα θεολόγων -και δυστυχώς ορισμένων Επισκόπων- μεταξύ των οποίων και οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί ισλάμ. Tο δε εγχείρημα περί ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών αποτελεί ένα ακόμα «προϊόν» αυτής της τάσης.  Η τάση αυτή πορεύεται με έναν τρόπο θεολογικά τουλάχιστον παράδοξο. Χρησιμοποιεί ακατάλληλα ορθολογικά, γνωσιολογικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπιστικά κριτήρια και επικαλείται μονότονα γενικώς παραδεδεγμένες πανανθρώπινες αξίες οι οποίες, στον χώρο τουλάχιστον της Ορθοδόξου Παραδόσεως, είναι από αιώνων όχι απλώς γνωστές αλλά και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της - και προφανώς δεν περιμένουν την «ανακάλυψή» τους από τους σύγχρονους εντεταλμένους ερευνητές του «άλλου», του «ξένου», του «διαφορετικού», κ.τ.τ.
7. Η πρόθεση περί ιδρύσεως Μουσουλμανικών Σπουδών -σε συνδυασμό με την μανιώδη προσπάθεια επικράτησης του πολυθρησκευτικού μοντέλου εκπαίδευσης στην Α/θμια και Β/θμια Εκπαίδευση, μέσω του προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδών για τα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου, παρά τις αντιδράσεις –μεταξύ των οποίων και της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους- δείχνει ότι τούτοι οι σχεδιασμοί επεκτείνονται μεθοδευμένα και συστηματικά, εκτός της Α/θμιας και Β/θμιας, και στην Γ/θμια Εκπαίδευση.
Κύριος στόχος δε αυτών των σχεδιασμών φαίνεται ότι είναι η διάδοση και επικράτηση μίας νέας συναφειακής, πολυθρησκειακής, πολυπολιτισμικής «θεολογίας», ως υποκατάστατου της αληθινής και εκ Θείας Αποκαλύψεως Πίστεως και Θεολογίας, παράλληλα με τη σταδιακή οικοδόμηση των προϋποθέσεων μεταπτώσεως της θρησκευτικής συνείδησης φοιτητών και μαθητών, από το πνεύμα της Ζώσας Εκκλησιαστικής Παραδόσεως σε μία ομογενοποιημένη παγκόσμια «Θρησκεία», με χαρακτηριστικά ανθρωποκεντρικής διαθρησκειακής πνευματικότητος, η οποία θα αποστασιοποιεί τους νέους από την Ορθόδοξη Πίστη.
Σεβαστέ Άγιε Πρώτε,
Σεβαστοί μου Άγιοι Γέροντες, Καθηγούμενοι και Πατέρες,
Αισθανόμενος το ηθικό χρέος που μου αναλογεί, πρωτίστως ως πιστού και ακολούθως ως πανεπιστημιακού δασκάλου, συνέταξα το Υπόμνημα το οποίο σας διαβιβάζω με την παρούσα επιστολή μου.
 Έχοντας δε πλήρη επίγνωση της επιδράσεως που ασκεί στις ψυχές όλων ο θεόπνευστος λόγος Σας, φρονώ ότι είναι επείγουσα ανάγκη να συμβάλετε δι’ αυτού στην κοινή προσπάθεια, υπό τις Ευλογίες και την πρωτοστασία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. κ. Ανθίμου, προκειμένου να μην υλοποιηθεί η απόφαση αυτή, ή έστω να καταγραφεί ιστορικά το μέγεθος της αντίδρασης στο ανίερο αυτό εγχείρημα.
Επί τούτοις ταπεινώς ζητώ και ευελπιστώ να εξετάσετε το ενδεχόμενο συντάξεως Μηνύματος ή Επιστολής προς τις Πολιτικές, Εκκλησιαστικές και Πανεπιστημιακές Αρχές επί του σοβαρότατου τούτου θέματος.
 Μετά βαθυτάτου σεβασμού και αγάπη Χριστού,
Καθηγητής Ηρακλής Ρεράκης
_________________________________
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΙΔΡΥΣΗΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α.Π.Θ.
ΗΡΑΚΛΗ ΡΕΡΑΚΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ.
           Τον Μάρτιο του 2014, είκοσι τρεις (23) από τους τριάντα εννέα (39) καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας και από τους συνολικά εβδομήντα δύο (72) Καθηγητές των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. αποφάσισαν την ίδρυση Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών, όπου μετά από φοίτηση τεσσάρων (4) ετών και σαράντα οκτώ (48) σχετικών μαθημάτων θα απονέμει σε Μουσουλμάνους, υποψήφιους Ιεροδιδασκάλους του Κορανίου, αλλά και μη Μουσουλμάνους, Πτυχίο Θεολογίας με ειδίκευση στον Μουσουλμανισμό. Η απόφαση αυτή, παρότι λήφθηκε με είκοσι τρεις (23) ψήφους, εμπνεύστηκε και καλλιεργήθηκε από συγκεκριμένα πρόσωπα, εντός και εκτός της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
           Η απόφαση αυτή βρήκε κάθετα αντίθετο το άλλο Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας - στο οποίο και υπηρετώ ως Καθηγητής. Ειδικότερα, στην με αριθμό 518/26.03.2014 απόφασή του επισημαίνεται η απόλυτη ασυμβατότητα του όλου εγχειρήματος περί “Ισλαμικών Σπουδών” με το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία της Θεολογικής Σχολής, με την ενδιαφέρουσα επισήμανση ότι: «Η αυτοτελής γνωστική περιοχή που θεραπεύει η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και τα δύο Τμήματά της, από της συστάσεώς τους, είναι οι σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία, ή επί τη βάσει της Ορθοδόξου Θεολογίας σπουδή του φαινομένου της Θρησκείας και του Χριστιανικού Πολιτισμού, ή του Πολιτισμού γενικότερα» και ότι «με την απόφαση ίδρυσης Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών αλλοιώνεται ο μέχρι τώρα χαρακτήρας της Σχολής και η ακαδημαϊκή της αντιστοίχηση με τα διεθνώς κρατούντα». Επίσης τονίζεται ότι: «Η Θεολογική Σχολή κατά το επιστημονικό της περιεχόμενο και το σκοπό ιδρύσεως και λειτουργίας της είναι επιστημολογικά αναρμόδια για την οργάνωση προγραμμάτων σπουδών άλλων θρησκειών». Τέλος, σημειώνεται ότι «ως προς το θέμα μιας τριτοβάθμιας δομής λειτουργίας Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών, η Συνέλευση του Τμήματος επισημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας (Ν. 4009, άρθρο 32) και των διεθνών συνθηκών, με σοβαρή νομοτεχνική μελέτη και πνεύμα νηφάλιου διαλόγου των αρμοδίων φορέων και προτείνει ένα πρόγραμμα σπουδών με την ευθύνη των καθ᾽ ύλη αρμοδίων Παιδαγωγικών Τμημάτων».
          Οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ αγνόησαν εντελώς την αντίθεση του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Την ίδια εξάλλου περίοδο έκλεινε σαράντα (40) χρόνια λειτουργίας η Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ). Η Ακαδημία αυτή εξυπηρετούσε την ανάγκη παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε Ιεροδιδασκάλους που καλούνται να διδάξουν το Κοράνιο στους Έλληνες Μουσουλμάνους της Θράκης, έχοντας εντούτοις πλήρη ακαδημαϊκή και διοικητική αυτοτέλεια, χωρίς συμμείξεις με άλλες Σχολές. Εντούτοις, η Σχολή αυτή καταργήθηκε, μολονότι θα μπορούσε να διευρυνθεί το αντικείμενό της και να αναβαθμιστεί σε Σχολή τριετούς ή τετραετούς φοίτησης, καλύπτοντας έτσι το σκοπό που επικαλούνται ότι προσδοκούν να καλύψουν οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ.
Έτσι, επιλέχτηκε –μέχρι στιγμής σε επίπεδο μόνο πανεπιστημίου- ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών εντός της ιστορικής Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
********
Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών, καταρχάς, συνιστά διεθνή πρωτοτυπία: είναι γεγονός ότι δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ, ούτε σε Προτεσταντικές Σχολές, ούτε σε Ρωμαιοκαθολικές Σχολές, ούτε, φυσικά, σε Σχολές του Ισλάμ ή άλλων Θρησκειών τέτοιου είδους συμφυρμός. Σε χώρες της Ευρώπης προσφέρονται μεν Μουσουλμανικές Σπουδές, όχι όμως από Θεολογικές Σχολές, αλλά από ανεξάρτητα πανεπιστημιακά Ινστιτούτα ή Κέντρα, με μοναδικό αντικείμενο ακριβώς τις Μουσουλμανικές Σπουδές, τα οποία διαθέτουν ακαδημαϊκή αυτοτέλεια και στελεχώνονται από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει πανεπιστημιακούς τίτλους και μακρόχρονη θητεία στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας του Ισλάμ.
Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών, περαιτέρω, είναι, επιστημονικώς, παιδαγωγικώς και θεολογικώς, ανεξήγητος. Η δε προσπάθεια “εμφύτευσης” Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών σε μία Σχολή η οποία από την ίδρυσή της θεραπεύει την Ορθόδοξη Θεολογία και ως εκ τούτου, λόγω της φυσιογνωμίας της, δεν μπορεί να τις υποστηρίξει επιστημονικώς ούτε να εγγυηθεί την αρτιότητα και την ακαδημαϊκή τους αυτοτέλεια, θεωρείται τουλάχιστον παράδοξη. Τούτο μαρτυρούν δίχως αμφιβολία και τα ισχύοντα Προγράμματα Σπουδών - αλλά και οι θεματικές επιστημονικές περιοχές που θεραπεύουν οι Καθηγητές της, βάσει των οποίων προσλήφθηκαν και εντάχτηκαν στο διδακτικό προσωπικό της. Δεν είναι δυνατόν οι Μουσουλμανικές Σπουδές να αποτελούν έργο Ορθοδόξων Θεολόγων, αποκλειστική αποστολή των οποίων, από πλευράς θεολογικής και επιστημονικής -αλλά και επαγγελματικής- είναι η σταθερή προσήλωσή τους στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα άλλωστε και με το επιμέρους γνωστικό τους αντικείμενο. Μόλις αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι είναι απόλυτα αναληθές, καίτοι εκφράστηκε δημόσια από πρόσωπο με θεσμικό ρόλο στο Τμήμα Θεολογίας, ότι “το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. με την παρούσα απόφασή του, (συνεχίζει) μια παράδοση σπουδής και διδασκαλίας των θρησκευμάτων και ιδίως του Ισλάμ που ανέπτυξε ήδη από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής του”.
********
Με δεδομένο ότι δεν υφίσταται Ορθόδοξη Θεολογία εκτός Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσοι διακονούν την Ορθόδοξη Θεολογία οφείλουν να ακολουθούν την αντίστοιχη διδασκαλία και να διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο τα δόγματα της Ορθόδοξης Πίστης και της χριστιανικής Αλήθειας υπό το Φως της Ορθόδοξης Παράδοσης. Ο Ορθόδοξος Θεολόγος δεν είναι ούτε φιλόσοφος, ούτε θρησκειολόγος, ούτε κοινωνιολόγος της θρησκείας.
Παρακάτω προσεγγίζονται ενδεικτικά οι βασικές κατευθυντήριες αρχές της Ορθόδοξης διδασκαλίας καθώς και η θέση Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και σύγχρονων Θεολόγων, για το τί σημαίνει Ορθόδοξη Θεολογίας[1]. Με την προσέγγιση αυτή θα διαφανεί, αν η έννοια της Ορθόδοξης Θεολογίας έχει σχέση με την έννοια της Θεολογίας που προσλαμβάνει και υποστηρίζει μία μικρή μερίδα Θεολόγων -και δυστυχώς ορισμένων Επισκόπων- μεταξύ των οποίων και οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ, και, ακολούθως, θα διαπιστωθεί, αφενός αν λήφθηκαν υπόψη ορθόδοξα θεολογικά κριτήρια κατά τη λήψη της απόφασης ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών και αφετέρου αν μπορεί να υπάρξει κοινός τόπος Χριστιανικών και Μουσουλμανικών Σπουδών σε επίπεδο Θεολογίας.
Η παράδοση της Θεολογίας προϋποθέτει τη θεογνωσία, ως κοινωνία με τον Θεό και την εμπειρία αυτής της κοινωνίας, και αρχίζει από τις πρώτες στιγμές της Θείας Αποκαλύψεως. Οι Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης γνωρίζουν τον Θεό από προσωπική κοινωνία και σχέση μαζί Του. Οι προφήτες, επίσης, βλέπουν τον Θεό και μετά μιλούν γι' Αυτόν. Οι Απόστολοι θεολογούν γι' αυτά τα οποία είδαν, άκουσαν, ψηλάφησαν[2].
Ο αρχηγός και ιδρυτής της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός έδωσε εντολή στους Μαθητές του και, μέσω αυτών, σε όλους τους πιστούς Χριστιανούς -και προπαντός στους Ποιμένες και τους Διδασκάλους της Εκκλησίας- να διδάσκουν σε όλο τον κόσμο το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἃπαντα κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει»[3].
Ο Απόστολος Παύλος, που έφερε τον Χριστιανισμό στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, σε όλη τη διδασκαλία του παραγγέλλει προς τους Διδασκάλους της Εκκλησίας να διδάσκουν «Χριστόν ἐσταυρωμένον»[4]. Ουδείς Απόστολος, Διδάσκαλος, Απολογητής, Ομολογητής, Πατέρας, Άγιος, Όσιος Μάρτυρας ή Νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας δίδαξε ποτέ άλλη πίστη ή οργάνωσε τη διδασκαλία άλλων Θρησκειών και Θεών, οι οποίοι μάλιστα εκλαμβάνονται σαφώς ως είδωλα από την αγιοπνευματική και πατερική διδασκαλία. Παρέκκλιση από αυτή τη διαχρονική εκκλησιαστική και θεολογική γραμμή συνιστά κακοδοξία. Ο Απόστολος Παύλος, επιπλέον, τονίζει «ὅτι οὐδέν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καί ὅτι οὐδείς Θεός ἕτερος εἰ μή εἷς. Καί γάρ εἴπερ εἰσί λεγόμενοι θεοί εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε ἐπί τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσί θεοί πολλοί καί κύριοι πολλοί, ἀλλ΄ ἡμῖν εἷς Θεός ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι΄οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι΄αὐτοῦ»[5]. Μάλιστα, απευθυνόμενος προς τους Θεσσαλονικείς τους επαινεί, διότι, παρά τους κινδύνους και τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν, δέχτηκαν τη νέα πίστη, εγκατέλειψαν τα είδωλα και επέστρεψαν στον ζώντα και αληθινό Θεό: «καὶ πῶς ἐπεστρέψατε πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ, καὶ ἀναμένειν τὸν υἱόν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, Ἰησοῦν»[6].
Κατά τον Μέγα Αθανάσιο, Θεολογία σημαίνει Τριαδολογία: «ἐν Τριάδι ἡ θεολογία τελεία ἐστί, καί αὔτη ἡ ἀληθής καί μόνη θεοσέβειά ἐστι, καί τοῡτό ἐστι τό καλόν καί ἡ ἀλήθεια»[7]. Ο Μέγας Βασίλειος ονομάζει Θεολογία την αναφορά στον Τριαδικό Θεό, διακρίνοντας σε Αυτόν μια ου­σία και τρεις υποστάσεις[8]. Τριαδολογία σημαίνει και για τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό αλλά και για τους Καππαδόκες Πατέρες: ο Θεός είναι ένας, μια ουσία, που διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις. Ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ονομάζει τους Πατέρες της Εκκλησίας μεγάλους Θεολόγους και ορίζει τη διδασκαλία τους ως Θεολογία. Θεωρεί επίσης τον Χριστό ως Θεό και τον μόνο Θεολόγο[9]. Μάλιστα, κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ Θεολογίας και Φιλοσοφίας, θεωρώντας τη δεύτερη ως ένα βοήθημα για την κατανόηση κάποιων θεμάτων που βασάνιζαν παλαιότερα τον άνθρωπο[10]. Κατεξοχήν Θεολόγος, σύμφωνα με τη διδασκαλία του, δεν είναι αυτός που φιλοσοφεί στοχαστικά και διαλεκτικά, αλλά «ὁ φθάσας, χάριτι Θεοῡ, εἰς θεωρίαν τῆς δόξης τοῡ Χριστοῡ καί οὓτω λαβῶν τήν ἐκ Θεοῡ άποκάλυψιν, γενόμενος αὐθεντία τοῖς πιστοῖς»[11].
Σαφέστερη γίνεται η χρήση του όρου Θεολογία με τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος στο σύγγραμμά του «Περί Εκκλησιαστικής θεολογίας», αντιπαραθέτει τη Χριστιανική Θεολογία με την εθνική[12]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευσέβιος θεωρεί πλήρη, τέλεια και ακριβή Θεολογία, εκείνη που παρέχεται από την Εκκλησία, έχει ως επίκεντρο τον Χριστό και θεολογήθηκε από τους Προφήτες και τους Αποστόλους[13].
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντιμετωπίζοντας την εκτροπή της μονομερούς και μόνο ορθολογικά θεολογίζουσας θεολογίας των δυτικών και δυτικοφρόνων Θεολόγων της εποχής του, προσπαθεί με τη διάκριση άκτιστης ουσίας και ακτίστων ενεργειών και με την εμπειρία της θεοπτίας, να επαναφέρει τη Θεολογία στην πρωταρχική της μορφή, διασφαλίζοντας έτσι τη βαθύτερή της ουσία και το πραγματικό της νόημα. Ο Ωριγένης, αντιμετωπίζοντας και αυτός την τάση μίας μονομερούς γνωσιολογικής προσέγγισης με την οποία ορισμένοι προσλάμβαναν και διερμήνευαν στην εποχή του το μέγεθος της Θεολογίας, μιλάει για τη «μεγίστη θεολογία», η οποία είναι η περί του Λόγου του Θεού διδασκαλία ή η σχέση Πατρός και Υιού[14].
Κατά τον Παναγιώτη Χρήστου ο όρος Θεολογία δηλώνει την αποκάλυψη ή φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο και ότι Θεολογία δεν είναι ο λόγος του ανθρώπου για τον Θεό, αλλά ο λόγος του Θεού, που προσφέρει στον άνθρωπο την «κατά χάριν» δυνατότητα να επικοινωνεί και να ζει εν Θεώ και κατά το θέλημά Του[15].
Κατά τον π. Δ. Στανιλοάε, όταν γίνεται λόγος για Ορθόδοξη Θεολογία οφείλουμε να συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μία Θεολογία «που τρέφεται  από την προσευχή και από την πνευματική ζωή της Εκκλησίας, μια θεολογία που αποδίδει και εμβαθύνει τη σκέψη και το πνευματικό της βίωμα, το καθαγιαστικό και το διακονικό της έργο»[16].
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης επισημαίνει ότι η Ορθόδοξη Θεολογία έχει εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα, αφού φορέας της είναι η Εκκλησία, αποτελεί δηλαδή διακονία εκκλησιαστική, συνέχεια της πατερικής Θεολογίας. Συνδέεται επίσης αναπόσπαστα με την ορθόδοξη Εκκλησία, και ανήκει αποκλειστικά σ' αυτήν, η οποία, μάλιστα, εγγυάται την αλήθεια και τη γνησιότητά της. Γι' αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία οφείλει να είναι όργανο και στόμα της, που να εκφράζει και να μαρτυρεί την αλήθεια, την πίστη, την αυτοσυνειδησία, τη λατρεία και γενικά τη ζωή της[17].
Κατά δε τον π. Γεώργιο Καψάνη, η Θεολογία δεν αποτελεί προϊόν δημιουργικού στοχασμού, αλλά κυρίως βιωματική εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό. Η ενασχόληση με τη Θεολογία δεν αφορά μόνον στη γνωστική λειτουργία του ανθρώπου, που οδηγεί στην επιστημονική συγκρότηση συστήματος Χριστιανικών Αληθειών, αλλά και στην πνευματική, που οδηγεί στην διά της ορθής προσεγγίσεως αποκατάσταση της πνευματικής σχέσης με τον Θεό. Η Θεολογία, επομένως, που βασίζεται στα φιλοσοφικά ή θρησκευτικά διανοήματα του ανθρώπου και όχι στην εμπειρία του Τριαδικού Θεού, είναι Φιλοσοφία και όχι Θεολογία. Είναι ανθρώπινο έργο και όχι θεανθρώπινο. Δεν πληροφορεί τις καρδιές ούτε τις αναπαύει[18]. Θεολογία, κατά τον μακαριστό Γέροντα, η οποία κινείται στη σφαίρα της γνώσεως και περιορίζεται στη θεωρητική απόκτηση και μετάδοση των Θείων Αληθειών, χωρίς μια βαθύτερη πνευματική εμπειρία, βρίσκεται μακράν της θεοπτίας και συνεπώς της αληθινής Θεολογίας[19].
Είναι σαφές ότι οι παραπάνω προσεγγίσεις της έννοιας της Ορθόδοξης Θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια της Θεολογίας που προσλαμβάνει και υποστηρίζει η μικρή μερίδα Θεολόγων -και δυστυχώς ορισμένων Επισκόπων- μεταξύ των οποίων και οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ. Το δε εγχείρημα της ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. αποτελεί ένα ακόμα αμφιλεγόμενο «προϊόν» αίωλων μεταπατερικών και συναφειακών πειραματισμών, στα πλαίσια των οποίων οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ, αντί θεολογικών επιχειρημάτων χρησιμοποιούν ή εφευρίσκουν εντελώς αδόκιμα ορθολογικά, γνωσιολογικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπιστικά κριτήρια, ενώ παράλληλα επικαλούνται μονότονα γενικώς παραδεδεγμένες πανανθρώπινες αξίες που, στον χώρο τουλάχιστον της Ορθόδοξης Παράδοσης, είναι από αιώνων όχι απλώς γνωστές αλλά και αναπόσπαστο μέρος αυτής [20]-και προφανώς δεν περιμένουν την «ανακάλυψή» τους από τους σύγχρονους εντεταλμένους ερευνητές του «άλλου», του «ξένου», του «διαφορετικού» κ.τ.τ.-. Στηρίζοντας όμως τους πειραματισμούς τους σε κριτήρια νεστοριανικής μορφής υποβάλλουν την Ορθόδοξη Θεολογία σε περιπέτειες και δοκιμασίες και την οδηγούν, άλλοι / άλλοτε εκούσια και άλλοι / άλλοτε ακούσια, στην υπηρεσία διαφόρων ειδών σκοπιμοτήτων της εποχής, συντελώντας έτσι στην αποκοπή της από τον ίδιο τον Χριστό, Αυτόν που είναι «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[21].
Βέβαια, ευτυχώς η Ορθόδοξη διδασκαλία διάβηκε τους αιώνες ανόθευτη από θεολογικές ή άλλες παρεκκλίσεις: τον παπισμό, τον σχολαστικισμό, την αναγέννηση, τη μεταρρύθμιση, την αντιμεταρρύθμιση, τον ορθολογισμό και τον μοντερνισμό, εμμένοντας στην πιστότητα της Ορθόδοξης Αγιογραφικής και Πατερικής παραδόσεως.
Στη σημερινή εποχή η οποία, μετά την οικονομική παγκοσμιοποίηση -με τα ορατά πλέον αποτελέσματα ειδικά στη χώρα μας-, «προστάζει» εμμέσως πλην σαφώς και την θρησκευτική παγκοσμιοποίηση, οπότε και ευνοείται η αποδόμηση των επιμέρους παραδόσεων, η Θεολογία οφείλει να διατηρήσει ζωντανή την σχέση της με την Εκκλησία και την αγιοπνευματική της παράδοση και να παραμείνει αναλλοίωτη από τις σύγχρονες θεωρίες ή τάσεις του φιλελευθερισμού, του μηδενισμού, του σχετικισμού, του κοινωνισμού, του λεγόμενου λαϊκού οικουμενισμού, του ατομικισμού. Οι θεωρίες αυτές, άλλωστε, είναι πλέον εμφανές ότι επιδιώκουν την απομείωση και τον παραμερισμό της Ορθόδοξης Θεολογίας των Αγίων και των Πατέρων της Ορθοδοξίας, την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και τελικά μια «μοντέρνα θεολογία» που να μην έχει λόγο ή Λόγο και να μην αρνείται το νέο μοντέλο πλασματικής πνευματικότητας και θρησκευτικότητας που προωθείται σταδιακά, στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης πολυθρησκειακής παγκοσμιοποίησης.
Το εγχείρημα, επομένως, της ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών εντός του ισχύοντος πλαισίου των Προγραμμάτων Σπουδών δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει συνθήκες σοβαρής αλλοίωσης της Ορθόδοξης Θεολογίας, όπως αυτή θεραπεύεται επιστημονικά στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. από την ίδρυσή της. Το δε Τμήμα Θεολογίας απολαμβάνει μεν αναμφισβήτητα τα προνόμια της ακαδημαϊκής και διοικητικής αυτονομίας ενός Τμήματος ΑΕΙ, έχει όμως ταυτόχρονα και μία άλλη αποστολή, η οποία σχετίζεται άμεσα με την Ορθόδοξη Θεολογία, την οποία υπηρετεί από την ίδρυσή του και οφείλει, ως εκ τούτου, να συνεχίσει αν υπηρετεί, χωρίς εκπτώσεις ή άλλοιώσεις.
********
Πέραν των άλλων, η Ισλαμική Θεολογία είναι εντελώς αλλότρια, εντελώς αντίθετη από την Ορθόδοξη Θεολογία του Τριαδικού Θεού. Δεν αποδέχεται τον Τριαδικό Θεό, το τρισυπόστατο της Θεότητας, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Απορρίπτει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και Θεός, θεωρώντας ότι είναι ένας άνθρωπος – Προφήτης. Αρνείται, επίσης, τη θαυματουργική Γέννηση Του, τη θεία Του Μεταμόρφωση, τη Σταύρωσή του, την Ανάστασή Του, την Ανάληψή Του, ενώ δεν δέχεται τη θεανθρώπινη και μυστηριακή δομή και λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι θέσεις της για το ανθρώπινο πρόσωπο, τον «Άλλο», τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, τίθενται επίσης σε εντελώς διαφορετική βάση, σε σχέση με το Χριστιανισμό.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει επίσης: «τὸν δὲ Μεχούμετ, οὔτε παρά τῶν Προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τὶ ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διά τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδέ τῷ παρ’αὐτοῦ βιβλίῳ»[22]. Λέγει επίσης ότι η πίστη του επιβλήθηκε με νίκες εναντίον άλλων εθνών και λαών «πολέμῳ καὶ μαχαίρᾳ καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδέν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί»[23]. Και καταλήγει ο Άγιος: «Ἡ τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία, καίτοι τῶν τοῦ βίου σχεδόν ἁπάντων ἡδέων ἀπάγουσα, πάντα τε περιέσχε τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα καὶ μεταξύ τῶν αὐτῇ πολεμούντων κρατεῖ, μηδεμίαν αὕτη βίαν ἐπάγουσα, νικῶσα δὲ μᾶλλον τὴν ἀντεπαγομένην βίαν ἑκάστοτε ὡς καὶ οὕτω ταύτην εἶναι τὴν νίκην τὴν τὸν κόσμον νικήσασαν»[24].
Ο Μωάμεθ είναι αποδεκτός ως διδάσκαλος και Προφήτης μόνο από τους Μουσουλμάνους και, επομένως, οι Μουσουλμάνοι Θεολόγοι είναι φυσικό να οργανώνουν και να διδάσκουν ομολογιακά τη διδασκαλία του. Όμως, για τη Χριστιανική Πίστη ο Μωάμεθ δεν είναι αληθινός Προφήτης, διότι το Ευαγγέλιο αναφέρει ρητά ότι «ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπό τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται καὶ πᾶς εἰς αὐτήν βιάζεται»[25].
Χριστιανοί Θεολόγοι, επομένως ορθόδοξοι δάσκαλοι, πώς θα οργανώσουν και θα διδάξουν το Ισλάμ, αν μάλιστα συμφωνούν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος θεωρεί τη χριστιανική διδασκαλία ως την ορθή διδασκαλία για κάθε Χριστιανό και προτρέπει την προσήλωσή του «τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ»[26];
Αλήθεια, αν τυχόν εντεταλμένοι μουσουλμάνοι διδάσκοντες διδάξουν ομολογιακά τη διδασκαλία του Ισλάμ, τι προτίθενται να πράξουν οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ; Θα τους ελέγξουν ή επιτιμήσουν «επί ισλαμική κατηχήσει»;
Ποια θεολογική και σωτηριολογική σημασία και ποιο νόημα μπορεί να έχει ένας θεολογικός συμφυρμός της Ορθόδοξης με την Ισλαμική Θεολογία, που επιχειρείται στη Θεολογική Σχολή;
Ποια εκπαιδευτική, κοινωνική, πολιτισμική ή θεολογική ανάγκη εξυπηρετεί αυτή η σπουδή από την πλευρά των εμπνευστών του εγχειρήματος περί Ισλάμ;
Ποια πνευματικά «καλά και συμφέροντα» των ψυχών των ορθοδόξων -αλλά και των Μουσουλμάνων- φοιτητών πρόκειται να διακονήσει αυτός ο συμφυρμός;
********
Οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ προβάλλουν, ακόμα, το επιχείρημα ότι οι δύο Θρησκευτικές Κοινότητες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, συνυπάρχουν και επικοινωνούν ειρηνικά στη Θράκη, ή σε άλλα σημεία του κόσμου, με αλληλοσεβασμό στην θρησκευτική ετερότητά τους. Επομένως, σύμφωνα με αυτούς, μπορούν να συνυπάρξουν και οι αντίστοιχες σπουδές, οι οποίες μέσα μάλιστα από τον μεταξύ τους διάλογο προσδοκάται ότι θα καλλιεργήσουν αυτό το κλίμα ειρηνικής συνύπαρξης.
Το επιχείρημα αυτό, όμως, είναι προφανές ότι δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση με το εγχείρημά τους: οι δύο Κοινότητες συνυπάρχουν πράγματι ειρηνικά, στον όποιο βαθμό, στη Θράκη ή αλλού, και τούτο είναι γεγονός σημαντικό. Πέραν τούτου, όμως, ασφαλώς και δεν αναμένουν ούτε προσδοκούν να βελτιωθούν οι σχέσεις τους από την ίδρυση Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Άλλωστε ουδέποτε ζητήθηκε, από οποιονδήποτε Φορέα ή συλλογικότητα Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, η θεσμοθέτηση τέτοιων σπουδών, τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο και δη στο χώρο της Θεολογικής Σχολής.
Αντίθετα, η αντιπαλότητα που είναι πιθανόν να δημιουργηθεί στο θρησκευτικό συναίσθημα των φοιτητών των δύο Θρησκειών -λόγω της κοινής στέγης και, ιδίως, λόγω των επιπόλαια προβαλλόμενων δήθεν θεολογικών, (στην πραγματικότητα ενδεχομένως κοινωνιολογικών) κοινών τόπων- είναι πιθανόν να οδηγήσει σε δυσάρεστα αποτελέσματα, σε μία εποχή μάλιστα, η οποία, λόγω της παρατηρούμενης θρησκευτικής έντασης σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν μπορεί να θεωρείται ως η καταλληλότερη για τέτοιου είδους πειραματισμούς.
********
Είναι προφανές, από όσες σκέψεις προεκτέθηκαν, ότι το εγχείρημα της ίδρυσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. προκαλεί βαθείς προβληματισμούς, προς πολλές κατευθύνσεις, που δεν απαντώνται με τα ρηχά επιχειρήματα που ενίοτε χρησιμοποιούν ή εφευρίσκουν οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ. Ο πιο έντονος προβληματισμός αφορά στις προθέσεις που μπορεί να υπηρετεί το εγχείρημα αυτό, σε σχέση μάλιστα με το μέλλον και την προοπτική της πορείας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ως έχει δε διατυπωθεί σε πρόσφατο κείμενο Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ., «το θέμα της ίδρυσης των Ισλαμικών Σπουδών από το Τμήμα Θεολογίας θεωρείται ως το σοβαρότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης στο παρόν και στο προσεχές μέλλον, εάν υλοποιηθεί η ίδρυσή του», αφού «φαίνεται ότι ενορχηστρώνεται ένας αγώνας αλλοίωσης των θεολογικών σπουδών της Θεσσαλονίκης». Ο προβληματισμός αυτός καθίσταται ακόμα πιο σοβαρός μετά και την πρόσφατη βαρύνουσα τοποθέτηση  του σημερινού Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων στη Βουλή των Ελλήνων, ο οποίος -σε απόλυτη ταύτιση και κοινής προέλευσης γραμμή πλεύσης και επιχειρημάτων, πολλές φορές και αυτολεξεί, με τους εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ- αναφέρει ότι «το Τμήμα Θεολογίας προφανώς έκρινε ότι οι Θεολόγοι -οποιασδήποτε θρησκείας- πρέπει να αποφοιτούν από τις Θεολογικές Σχολές»[27]. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί τον σοβαρότερο κλυδωνισμό στα πνευματικά θεμέλια της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., εφόσον φανερώνει την πρόθεση αλλαγής της φυσιογνωμίας της.
********
Το εγχείρημα της ίδρυσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., σε συνδυασμό με την μανιώδη προσπάθεια επικράτησης του πολυθρησκευτικού μοντέλου εκπαίδευσης στην Δευτεροβάθμια και Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση μέσω του προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδών για το Μάθημα των Θρησκευτικών[28] -παρά την οξεία θεολογική[29] και εν γένει επιστημονική [30] κριτική, αλλά και τη σχετική τοποθέτηση της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους[31] και πλήθους Αρχιερέων-, δείχνει ότι οι τεκταινόμενοι σχεδιασμοί επεκτείνονται, προγραμματισμένα και μεθοδευμένα, εκτός από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Κύριος στόχος δε αυτής φαίνεται ότι είναι η διάδοση και επικράτηση μίας νέας συναφειακής, πολυθρησκειακής, πολυπολιτισμικής «θεολογίας», ως υποκατάστατου της Θεολογίας των Αγίων και Πατέρων της Ορθοδοξίας, και η σταδιακή οικοδόμηση των προϋποθέσεων της μετάπτωσης της θρησκευτικής συνείδησης φοιτητών και μαθητών, από το πνεύμα της Ζώσας Εκκλησιαστικής Παράδοσης σε μία ομογενοποιημένη παγκόσμια «θρησκεία» με χαρακτηριστικά ανθρωποκεντρικής μεταμοντέρνας διαθρησκειακής πνευματικότητας. 
_____________________________________
[1]                Βλ. σχετικά, Η. Ρεράκης, Θεολογία και θεολογικές σπουδές, Εισαγωγικές Προσεγγίσεις, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 29-39.
[2]                Α' Ιω. 1,1.
[3]                Μάρκ. 16,15.
[4]                Α΄ Κορ. 1, 23.
[5]                Α΄Κορ. 8, 4-6.
[6]                Α΄Θεσ. 1, 9-10.
[7]                ΜέγαςΑθανάσιος, Κατά Άρειανών, Ι, PG. 26, 49A.
[8]          Μέγας Βασίλειος, Ερμηνεία εις τόν προφήτην Ήσαϊαν, IPG. 30, 169C.
[9]             Γ. Μαντζαρίδης, «Η έννοια της Θεολογίας», στο Κληρονομία, 1, τ. Α’ (1969), σ. 113.
[10]             Α. Δεληκωστόπουλος, Θεολογία: Δημιουργοί και ορό­σημα, ό.π., σ. 52-53.
[11]              I. Ρωμανίδης, Δογματική και συμβολική Θεολο­γία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 41999, σ. 55.
[12]          Ευσέβιος, Ευαγγελική Προπαρασκευή, Δ', α'. PG. 21, 229.
[13]             Α. Δεληκωστόπουλος, Θεολογία: Δημιουργοί και ορόσημα, Αθήνα 1973, σ. 23.
[14]             Ωριγένης, Κατά Κέλσου, Β' LXXIPG. 11, 908.
[15]          Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική ΓραμματολογίαΠατέρες και θεολόγοι του Χριστιανισμού, τόμ. Α', εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 169.
[16]            Δ. Στανιλοάε, Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος: Εισα­γωγή στην Ορθόδοξη Δογματική Θεολογία, εκδ. Αρμός, Αθή­να 1995, σ. 145.
[17]             Ι. Ρωμανίδης, Πρωτ., Δογματική και Συμβολική Θεο­λογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, ό.π., σ. 90 και εξ. Επίσης, βλ. Α. Παπαδόπουλου, Μαρτυρία και διακονία της Ορθοδοξίας σήμερα, Οικουμενικά Ι, εκδ. Κυριακίδη, Θεσ­σαλονίκη 1998, σ. 85-92.
[18]             Γ. Καψάνης, Αρχιμ., «Θεολογία και εμπειρία κατά τον Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την αγιορείτικη παράδοσι», Κοινωνία, 2 (1995), σ. 118.
[19]             Γ. Καψάνης, Αρχιμ., «Θεολογία και εμπειρία...», ό.π., σ. 117-124.
[20]            Βλ. ειδικότερα Η. Ρεράκης, Ο «άλλος» στο ελληνικό σχολείο, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006.
[21]             Ιω. 14,6.
[22]             Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Προς την εαυτού Εκκλησίαν 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
[23]             Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Προς την εαυτού Εκκλησίαν 28, ΕΠΕ  7, 188-190.
[24]             Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ό.π.
[25]             Λουκ. 16,16.
[26]             Τίτ. 1,9.
[27]             Βλ. τη με αρ. πρωτ.:162113/1ΗΕΞ 138314 εις /8.10.2014 Απάντηση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων στην με αρ.: 2131/1.9.2014 Ερώτηση, στη Βουλή των Ελλήνων.
[28]             Βλ. σχετικά Η. Ρεράκης, Υπόμνημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, Κοινωνία, τ. 4, 2012, σελ. 234.
[29]             Γ. Καψάνης, Οδηγός προς την Πανθρησκεία το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το Μάθημα των Θρησκευτικώνhttp://www.alopsis.gr/ alopsis/thriske5.htm (προσπελάστηκε 01/11/2014), Β. Γοντικάκης, Πιλοτικά Προγράμματα Θρησκευτικών. Κάτι ιερό και άγιο προδίδεταιhttp://aktines.blogspot.gr/2012/10/blog-post_759.html (προσπελάστηκε 01/11/2014).
[30]             Βλ. αντί πολλών Σ. Μιχελουδάκης – Ε. Πεπές (επιμ.), Πρακτικά Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου με θέμα: “Το Μάθημα των Θρησκευτικών: προβληματισμοί επισημάνσεις προτάσεις”, Θεσσαλονίκη 2014.
[31]         Βλ. το με αρ. πρωτ. Φ.2/7/3464/22.11/3.12.2012 Έγγραφο προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου