Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Ο Μητρ. Μεσσηνίας συμφωνεί και υποστηρίζει το Κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» της Μεγάλης Συνόδου

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος σε 15σέλιδο υπόμνημα του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο το οποίο κοινοποιεί και σε όλους τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκφράζει την συμφωνία του με το Κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» που εισάγεται προς έγκριση στην Μεγάλη Σύνοδο και με το οποίο παρέχεται εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς, παπικούς και προτεστάντες.
Χαρακτηρίζει μάλιστα επιπόλαιες τις προσεγγίσεις και ερμηνείες όσων διαφωνούν με το Κείμενο και ότι αυτές προκαλούν σύγχυση.

Το όποιο πρόβλημα του κειμένου το εντοπίζει στην «εκκλησιαστική και γλωσσική ιδιαιτερότητά» του!

********************

Υπόμνημα του Μητροπολίτη Μεσσηνίας για το Πανορθόδοξο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»


Με ένα αναλυτικό 15σέλιδο υπόμνημα του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο και Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, πανεπιστημιακός Δάσκαλος της Θεολογίας και μέλος της Αντιπροσωπείας της Ελλαδικής Εκκλησίας στις Προσυνοδικές Διασκέψεις τοποθετείται υπεύθυνα για το κείμενο της Ε’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως με τίτλο, «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Υπενθυμίζεται ότι το κείμενο αυτό, που έχει τύχει Πανορθόδοξης αποδοχής και έγκρισης, αποτελεί την αιχμή της κριτικής που ασκείται από ορισμένα πρόσωπα τα οποία ενίοτε εγείρουν ζήτημα ακόμα και ως προς την σκοπιμότητα της πραγματοποίησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 

Στο πολυσέλιδο υπόμνημά του, το οποίο κοινοποιεί και προς όλους τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας δίνει σαφείς απαντήσεις υπενθυμίζοντας ότι μέχρι σήμερα καμία Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν έχει απορρίψει το κείμενο της Ε’ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως. «Ἡ γλωσσική καί ἐκφραστική αὕτη ἰδιαιτερότης τοῦ παρόντος κειμένου δέν συνεπάγεται ὅμως καί θεολογικήν ἤ ἐκκλησιολογικήν «διγλωσσίαν» ἐνῶ, παρά τό περιεκτικό τοῦ περιεχόμενό του, προσπαθεῖ νά διαγράψῃ τάς ἐκκλησιολογικάς ἀρχάς, διά μίαν οὐσιαστικήν συμβολήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τούς διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους καί εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἱεροκανονικῆς, συνοδικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή του υπομνήματός του ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος και προσθέτει: «Περισσό- τερον ὅμως θεωρῶ ὅτι δημιουργοῦν σύγχυνσιν οἱ ἐπιπολαίως προσεγγίζοντες καί ἑρμηνεύοντες τό κείμενον, μέ βάσιν τήν ἀρχήν «λήψεως τοῦ ζητουμένου», προβλέποντες ὅπως ὁδηγήσουν τάς σκέψεις τῶν ἀναγνωστῶν των εἰς τά ἰδικά των συμπεράσματα». 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του υπομνήματος του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο και τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος: 
Ὑπόμνημα 
περί τοῦ κειμένου τῆς 
Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως 
(Chambésy – Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015) : 
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» 

Μακαριώτατε, 
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, 

Ἐξ ἀφορμῆς τῆς Ἀποφάσεως τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Chambésy – Γενεύη, 21-28 Ἰανουαρίου 2016), συμφώνως πρός τήν ὁποίαν «αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δύνανται νά δη- μοσιεύσωσιν εἰς τά ἐπίσημα αὐτῶν ὄργανα - ἠλεκτρονικά ἤ ἔντυπα- τά ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορ- θοδόξων Διασκέψεων καί τῶν Συνάξεων τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων ὁμοφώνως γενόμενα ἀποδεκτά τά κείμενα τῆς Ἡμερησίας Διατάξεως τῆς Συνόδου πρός πληροφόρησιν τοῦ ποιμνίου αὐτῶν, ὡς καί παντός ἐνδιαφερομένου» (§ 5), ἀνεφύησαν καί αἱ πρῶται κριτικαί καί ὑπομνηματισμοί ἐπί τοῦ λίαν ἐνδιαφέροντος κειμένου, ὑπό τόν τίτλον «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». 

Ἐπειδή : α) Τό συγκεκριμένον κείμενον ἔτυχε ὁμοφώνου ἀποδοχῆς ὑφ’ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἄνευ οὐδεμίας ἐπιφυλάξεως, τόσον ὑπό τῶν Ἀντιπροσώπων αὐτῶν εἰς τήν Ε΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν (Chambésy – Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015), ὅσον καί ὑπό τῶν Προκαθημέ- νων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ Συνάξει αὐτῶν ( Chambésy–Γενεύη, 21-28 Ἰανουαρίου 2016), β) Τό παρόν κείμενον, ὡς καί τά λοιπά, ἀπηχοῦν θέσεις καί ἀπόψεις πανορθοδόξους, διά τῶν ὁποίων ἐπετεύχθη ἡ ὁμοφώνως ἀποδοχή αὐτῶν καί οὐχί μόνον τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, γ) Ἦτο αἴτημα, ὥστε ἕν τοιοῦτον κείμενον νά ἐξαχθῇ ὡς ἔκφρασις πανορθοδόξου θέσεως ἔναντι τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς τῆς Πανορθοδόξου Συναντήσεως τοῦ ἔτους 1930, ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατο- πεδίου, δ) Οὐδεμία ἄχρι τοῦ νῦν, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά γνωστοποιηθείσης συνοδικῆς ἀποφάσεως πρός τάς λοιπάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, δέν ἀπέρριψεν αὐτόν, ε) Ἀρκεταί ἐκ τῶν γενομένων κριτικῶν παρατηρήσεων καί ὑπομνηματισμῶν ἐρείδονται ἐπί λανθασμένων ἀρχῶν καί προϋποθέσεων, τυγχάνουν προβληματικαί, στ) Ἡ υἱοθέτησις τοιούτων κριτικῶν εἶναι δυνατόν νά τύχουν τῆς πανορθοδόξου ἀπορρίψεως, καταθέτω τόν παρόντα ὑπομνηματισμόν, ἵνα ἀξιολογηθῇ καί οὗτος συνοδικῶς μετά τῶν λοιπῶν. 

Μετά τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ καί εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 755/35/16-2-2016 Συνοδικοῦ ἐγγράφου, ἀναφέρω Ὑμῖν τά ὡς κάτωθι : 

1. Εἰς τό παρόν κείμενον ἐγένοντο διορθώσεις ὑπό τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων (ἀριθμ. πρωτ. 53/20-3-2015), τάς ὁποίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἐν τῇ συνεδρίᾳ αὐτῆς, τῆς 1ης Ἀπριλίου 2015, υἱοθέτησεν ἀπολύτως καί διά τοῦ ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 476/679/1-4- 2015 ἀπέστειλεν εἰς τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ἑλβετίας κ. Ἱερεμίαν, Γραμματέα τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προκειμένου αἱ γενόμεναι καί προταθεῖσαι παρατηρήσεις, κρίσεις, διορθώσεις καί τροπολογίαι κατατεθῶσιν εἰς τήν Ε΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν. Αἱ γενόμεναι παρατηρήσεις καί ὑποδείξεις ἐγένοντο ἐπίσης ὁμοφώνως δεκταί ὑπό τῶν Ἀντιπροσώπων τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐν τῇ Ε΄ Προσυνοδικῇ Πανορθοδόξῳ Διασκέψει, καί ἐνεσωματώθησαν εἰς τό τελικόν κείμενον. 

2. Τό παρόν κείμενον, προέρχεται ἐκ τῆς συνενώσεως δύο ἄλλων παλαιοτέρων κειμένων («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» καί «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἡ Οἰκουμενική Κίνησις»), τά ὁποῖα ἔτυχον τῆς ἐγκρίσεως καί ἀποδοχῆς ὑφ’ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἀντιπροσώπων κατά τήν Γ΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν (Chambésy-Γενεύη 1986). Ἡ συνένωσις ὅμως αὕτη τῶν δύο κειμένων, καρπός τῶν ἐργασιῶν τῆς Α΄ Συναντήσεως τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Ἀναθεωρήσεως τῶν Κειμένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων (Chambésy, Γενεύης, 29 Σεπτεμβρίου – 4 Ὀκτωβρίου 2014), ἐθεωρήθη ἀναγκαία, κατόπιν ὁμοφώνου καί πανορθοδόξου συναινέσεως ἐπί τῷ σκοπῷ ὅπως ὑπερβαθῶσιν ἐπαναλήψεις ἤ καί ἀνακολουθίαι. Ἐκ τῆς γενομένης κειμενολογικῆς συνενώσεως προεκλήθησαν ὄντως προβλήματα συντάξεως καί ὑφολογικῆς διατυπώσεως, τά ὁποῖα δημιούργησαν δυσκολίας κατανοήσεως τοῦ ὅλου σκεπτικοῦ τοῦ νέου κειμένου, μέ ἄμεσον ἐπακόλουθον καί τήν προσέγγισιν τοῦ ὅλου περιεχομένου τοῦ κειμένου. Ἐπιπλέον δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι αὐτή αὕτη ἡ χρησιμοποιούμενη ὁρολογία καί αἱ γλωσσικαί διατυπώσεις, ἐν πολλοῖς νέαι, δημιουργοῦν ἀρκετάς παρερμηνείας, αἱ ὁποῖαι δικαίως ὁδηγοῦν καί εἰς ἄλλας κατανοήσεις καί δίδουν ἀφορμήν διατυπώσεως περί διαφόρων δῆθεν ἐκκλησιολογικῶν ἀποκλίσεων. Ἡ γλωσσική καί ἐκφραστική αὕτη ἰδιαιτερότης τοῦ παρόντος κειμένου δέν συνεπάγεται ὅμως καί θεολογικήν ἤ ἐκκλησιολογικήν «διγλωσσίαν» ἐνῶ, παρά τό περιεκτικό τοῦ περιεχόμενό του, προσπαθεῖ νά διαγράψῃ τάς ἐκκλησιολογικάς ἀρχάς, διά μίαν οὐσιαστικήν συμβολήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τούς διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους καί εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἱεροκανονικῆς, συνοδικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως. Περισσότερον ὅμως θεωρῶ ὅτι δημιουργοῦν σύγχυνσιν οἱ ἐπιπολαίως προσεγγίζοντες καί ἑρμηνεύοντες τό κείμενον, μέ βάσιν τήν ἀρχήν «λήψεως τοῦ ζητουμένου», προβλέποντες ὅπως ὁδηγήσουν τάς σκέψεις τῶν ἀναγνωστῶν των εἰς τά ἰδικά των συμπεράσματα. 

3. Διά τούς λόγους τούτους θά παράσχω κάθε δυνατήν ἐπεξήγησιν εἰς κάθε παράγραφον τοῦ κειμένου, προκειμένου νά ἀρθοῦν αἱ τυχόν ἐπιφυλάξεις καί ἐπί τῷ τέλει ὅλων ὅσων ἀνέφερον εἰσαγωγικῶς. 
α) Ἡ § 1 ἀποτελεῖ ἀφετηριακήν ἀναφοράν ὡς πρός τήν αὐτοσυνειδησίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» συμβάλλει εἰς τήν ὅλην πορείαν προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι (ἐνν. Χριστιανοί) ἐξ αἰτίας τῶν κατά καιρούς αἱρέ- σεων καί σχισμάτων τυγχάνουν ἤδη διηρημένοι καί ἀποσχισμένοι ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. 
Ἡ παροῦσα παράγραφος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται, ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογική της αὐτοσυνειδησία, πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, ἀναγνωρίζει ὅμως ὅτι ὑφίσταται διάσπασις τῶν Χριστιανῶν, καί οὐχί τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ἐσφαλμένως διατυποῦται ὑπό τῶν ἐπικριτῶν, καί οὕτως συμβάλλει εἰς τήν ὅλην διαδικασίαν πρός ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος ὅλων μετ’ Αὐτῆς, ὡς τῆς «οὔσης τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», πρωτίστως διά τῆς ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαφορῶν, ἐφόσον ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ, κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, εἶναι ἡ ἐπίτευξις καί ἡ πραγμάτωσις τῆς ἑνότητος πάντων ἐν Χριστῷ ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας των (βλ. PG 91, 657D-717C). 
β) Ἡ § 2 θεμελιοῖ καί περιγράφει τάς ἀρχάς καί τάς προϋποθέσεις διά τῶν ὁποίων ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά συμβάλῃ εἰς τήν ἐπίτευξιν τῆς προαναφερθείσης ἑνότητος. 
γ) Ἡ § 3 περιγράφει τήν ἑνότητα, ὡς γεγονός κοινωνίας ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί ἐν τοῖς μυστηρίοις, καί οὐχί ὡς μίαν κοσμικοῦ ἤ ἰδεολογικοῦ τύπου ἑνότητα ἤ ὡς ἑνός εἴδους διομολογιακοῦ μορφώματος. δ) Ἡ § 4 παρουσιάζει τό μέσον πρός ἐπίτευξιν καί πραγμάτωσιν αὐτῆς τῆς ἑνότητος, τό ὁποῖον εἶναι ὁ διάλογος, ὡς ἐφηρμόζετο καί εἰς κάθε ἱστορικήν στιγμήν ἐν τῇ ζωῇ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ὑπό τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς πράττει διαχρονικῶς μέχρις καί σήμερον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς κατανοήσεως τῆς σωτηριολογικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ἐν σχέσει πρός τούς ἐκτός Αὐτῆς. 
Τόν σκοπόν τοῦ διαλόγου περιγράφει μέ κάθε σαφήνειαν ὁ 92ος κανόνας τῆς συνόδου τῆς Καρθαγένης (419 μ.Χ.)˙ ἵνα «χαρῆναι περί τῆς ὑμετέρας (ἐνν. τῶν Δονατιστῶν) διορθώσεως» καί ἵνα «μή ποτε διά πεῖσμα ἀνθρώπων ἀσθενεῖς ψυχαί καί ἄπειροι λαοί ἱεροσύλῳ τινί χωρισμῷ ἀπόλωνται» (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμος Γ΄, σελ. 525-526). Ἐπί τῷ σκοπῷ τούτῳ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν, ὡς τό Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι» (PG 62, 85), καθότι ἡ διαίρεσις ἐκκλησιολογικῶς συνεπάγεται ἀπώλειαν καί ἔκπτωσιν. 
ε) Εἰς τήν § 5 θεωρῶ ὅτι καί πάλιν, ὡς καί εἰς τήν § 1, ἀποδίδεται μία ἐσφαλμένη ἑρμηνεία ἐκ μέρους τῶν ἀντιλεγόντων, μεταξύ τῆς ὑφισταμένης καί τῆς δεδομένης ἑνότητος ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καθ’ Ἑαυτήν καί τῆς συμβολῆς αὐτῆς, ἐπί τῇ «βάσει τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων», πρός ἀποκατάστασιν «τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» καί οὐχί τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ἀναφέρουν. Δέν ὑφίστανται σήμερον Χριστιανοί καί Χριστιανικαί Κοινότηται, αἱ ὁποῖαι ἐξαιτίας τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων δέν εὑρίσκονται ἑνωμένοι μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς «οὔσης τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» ; Ἡ καταφατική ἀπάντησις νομίζω ὅτι εἷναι δεδομένη. Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν, ὅτι ἡ ἱστορική ὕπαρξις σχισμάτων καί αἱρέσεων βεβαίως δέν ἀλλοιώνει τήν ὀντολογικήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «ἀπαιτεῖ» δ’ ὅμως τήν θεραπείαν αὐτῶν (ἐνν. τῶν σχισμάτων καί αἱρέσεων) μέ τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος διά τῆς ἐντάξεως πάντων τῶν Χριστιανῶν ἐν τῷ σώματι τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό αὐτήν τήν προοπτικήν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀμφισβητηθῇ τό περιεχόμενον τῆς παρούσης παραγράφου, πολλῷ δέ μᾶλλον νά παρερμηνευθῆ. 


Ἐπίσης εἰς τήν παροῦσαν παράγραφον οὐδεμία ἀντίληψις περί «διηρημένης ἐκκλησίας» ἀπηχεῖται ἐν ὀντολογικῇ ἐννοίᾳ, ὅπως ἀκρίτως καί ἐσφαλμένως χρησιμοποιεῖται ὁ παρών νεολογισμός, πλήρως ἀθεο- λόγητος καί ἀντι—εκκλησιολογικός, ὑπό τινων. 

Διά τῆς χρήσεως τοῦ παρόντος νεολογισμοῦ («διηρημένη ἐκκλησία») φαίνεται ὅτι δέν καθίσταται ἀντιληπτή ὑπό τῶν ἐπικριτῶν ἡ ὑφισταμένη οὐσιαστική καί πραγματική διάκρισις μεταξύ τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων καί τῆς ὀντολογικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς φύσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καθ’ Ἑαυτῆς, ὡς γεγονότος μυστηριακοῦ καί εὐχαριστιακοῦ. Ἐπίσης δέν δύνανται νά κατανοήσουν οἱ κατακρίνοντες, ὅτι μέ τήν χρῆσιν τοῦ παρόντος νεολογισμοῦ («διηρημένη ἐκκλησία»), ἐπί τῷ σκοπῷ ἀφ’ ἑνός μέν ὅπως ἀντιδράσουν εἰς τήν ἱστορικότητα καί πραγματικότητα τῆς διαιρέσεως, ἐξ αἰτίας τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅπως θεμελιώσουν τήν περί ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἱδρυματικήν ἀντίληψιν μιᾶς «ἐκκλησιαστικῆς ἀποκλειστικότητος», περιπίπτουν ἤ καί ἐπαναλαμβάνουν ἐξ ἀντιγραφῆς ὅσας ἀντιλήψεις περί «ἀποκλειστικῆς ἐκκλησιολογίας» πρεσβεύει ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ὡς ταῦτα μάλιστα διετυπώθησαν εἰς τό κείμενον Dominus Jesus. 
Ἡ ὕπαρξις τῆς ἱστορικότητος καί πραγματικότητος τοῦ σχίσματος, ὡς γεγονότος ἐκκλησιαστικοῦ, καί τῆς ἱστορικῆς διαιρέσεως ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ σώματι, ἐπιβεβαιοῦται ὑφ’ ὅλων τῶν πατερικῶν καί συνοδικῶν πηγῶν, ἰδιαιτέρως δέ ὑπό τοῦ Ὁμολογητοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου («ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν τεθεμελιωμένην Ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχι- σμένην νῦν καί διῃρημένην, καί ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν Χριστιανούς ἑτέρως». Mansi XII, 987, PG 98, 1440C, 1429D), καί ὑπό τοῦ Μ. Βασιλείου («ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθείσας». PG 32, 528Β). Ἡ ἱστορική αὕτη πραγματικότης τοῦ σχίσματος καί τῆς διαιρέσεως δέν συνεπάγεται καί τήν ὀντολογικήν διάσπασιν τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἑνότης θεμελιοῦται ἐπί τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως καί ἐν τῇ κοινωνίᾳ. 


στ) Ὅλα τά παραπάνω ἐπιβεβαιοῦνται ἐν τῇ § 6, ἔνθα ὑφίσταται εἰδικότερον καί ἡ ἔκφρασις «μετά διαφόρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», διά τήν ὁποίαν ἔχουν κατατεθεῖ ἐπίσης ἀρκεταί ἐνστάσεις. 
Ὄντως ἡ παροῦσα ἔκφρασις, ὡς εὐκόλως συγχέουσα καί παρερμηνεύουσα ἀρκετάς ἄλλας θέσεις τοῦ ὅλου κειμένου, δημιουργεῖ καί ἐν ταὐτῷ τήν δυνατότητα ἀναπτύξεως μιᾶς δικαιολογημένης ἀντιρρήσεως. 
Εἰς γενομένην ὅμως πρότασιν ἀντικαταστάσεώς της διά τῆς ἐκφράσεως, «μετά διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων» εἰς ὅλας τάς παραγράφους εἰς τάς ὁποίας ἀναφέρεται, ὑπῆρξε ἀντίδρασις ἐκ μέρους Σλαβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν Ε΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, ἡ ὁποία προέβαλλε ὡς ἐπιχείρημα, ὅτι ἡ προταθεῖσα ἀλλαγή θά ἐδημιούργῃ προβλήματα εἰς τήν συνύπαρξιν ἐνίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τῶν ἄλλων Κοινοτήτων («Ἐκκλησιῶν») ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, εἰδικότερον δέ διά τήν Ρωμαιοκαθολικήν Ἐκκλησίαν ἀνέφερε ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιμοποιεῖται ὡς περιγρα- φικός (terminus technicus) καί οὐχί μέ δογματικόν περιεχόμενον καί κατά κυριολεξίαν, θεωροῦσα μάλιστα ὅτι εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ὑφίστανται θεολογικῶς «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος» (vestigia ecclesiae), ὡς ὁ τῦπος τοῦ τριαδολογικοῦ βαπτίσματος, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσύνη, ἡ συνοδικότης, ἀνεξαρτήτως τοῦ λανθασμένου «τύπου» καί «τρόπου» λειτουργίας αὐτῶν, ἄποψιν τήν ὁποίαν ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἐλλογιμώτατος Καθηγητής Δημ. Τσεγγελίδης, (Δυτική Θεολογία καί Πνευματικότητα, ἔκδ. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, ἄ.χ., σελ. 7 : «ἡ ρωμαιοκαθολική διδασκαλία δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπορριπτέα»)!!! Ἐνημερωτικῶς πάντως ἀναφέρομεν, ὅτι, ὡς εἴδομεν καί ἐν τῇ προηγουμένῃ παραγράφῳ, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁμιλεῖ διά «διατμηθείσας ἀπ’ ἀλλήλων Ἐκκλησίας», δηλαδή ἀποκεκομμένας Ἐκκλησίας (εἰς πληθυντικόν ἀριθμόν), χρησιμοποιῶν καί αὐτόν τόν ὅρον «Ἐκκλησίας» περιγραφικῶς καί μή κατά δογματικήν κυριο- λεξίαν καί μάλιστα διά νά προσδιορίσῃ τάς κοινότητας ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι ὑφίστανται «ἐν σχίσματι» καί ἀποκεκομμέναι ἐκ τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. 
Ἐάν ἡ «λογομαχία» (πρβλ. Μ. Βασιλείου, PG 31, 688D – 689A. 29, 477A- 500A. Γρηγορίου Θεολόγου, PG 35, 1077Β), ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς καί μόνον τήν χρῆσιν τοῦ ὅρου καί τήν συγκεκριμένην ἔκφρασιν εἶναι δυνατόν νά υἱοθετηθεῖ ὡς διορθωτική πρότασις, ἐπί τῆς ἀνωτέρω ἐκφράσεως τοῦ κειμένου, ἡ «ἄλλων ἤ λοιπῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων». 
Ἐπίσης τό περιεχόμενον τῆς παρούσης παραγράφου δέν κατέστει κατανοητόν ὑπό τῶν ἀσκησάντων τήν κριτικήν καί ἐπί ἑνός ἄλλου σημείου, ἐξ ἴσου σημαντικόν, διό καί καταθέτω τάς ἑξῆς διευκρινήσεις. 
Τό κείμενον τονίζει ὅτι αἱ ὑφιστάμεναι σχέσεις μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁμολογιῶν καί ἐν τοῖς πλαισίοις τῶν διαλόγων δέν πρέπει νά προσβλέπουν εἰς μίαν ἑνότητα στηριζομένη ἀποκλειστικῶς καί μόνον εἰς τό γεγονός τῆς πίστεως καί τῶν μυστηρίων, ἀλλά αὐτή ἡ ἑνότης θά πρέπει νά ἐπιβεβαιώνεται καί νά ἐκφαίνεται καί ὑφ’ ὅλων τῶν λοιπῶν θέσεων τῶν Ὁμολογιῶν, ἤτοι εἰς τάς περί Ἐκκλησίας, περί μυστηρίων, περί τῆς θείας χάριτος, περί τῆς ἱερωσύνης καί περί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἀντιλήψεις. Ἡ ἀπόκλισις καί εἰς τάς προαναφερθείσας ὄψεις τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας ὡς τρόπου ἐκφράσεως τοῦ γεγονότος τῆς πίστεως δέν εἶναι δυνατόν νά «οἰκοδομήσῃ» τήν ἑνότητα ἔστω καί ἄν ὑφίσταται σύμπτωσιν ἐν τῇ πίστει καθεαυτήν, ἄλλως ἡ ἐπίτευξις ἑνότητος ἐν τῇ πίστει ἄνευ ἐπιτεύξεως ἑνότητος καί ἐν τῇ λοιπῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας, μεταλλάσει τό γεγονός τῆς πίστεως εἰς μίαν θεωρητικήν ἤ ἰδεολογικήν ἀντίληψιν περί ἑνότητας, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποτελεῖ καί τήν «πραγματικήν» ἔκφρασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. 
ζ) Αἱ §§ 7,8,9,10,11,12,13,14,15 ἀναφέρονται εἰς τήν διεξαγωγήν τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μέ σημαντικάς τάς §§ 10,11,12,13,14 καί 15, διά τῶν ὁποίων διασφαλίζεται ἡ διαδικασία, ἡ πορεία καί ἡ διεξαγωγή τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ὡς ἔκφρασις πλέον πανορθοδόξου ἑνότητος, λειτουργίας καί συγκαταθέσεως ἐνῷ δηλοῦται ὡς ἀναγκαία καί ἡ τακτική ἀξιολόγησις αὐτῶν ὑπό ἀντιστοίχου Πανορθοδόξου Ὀργάνου καί ἐπί τῇ βάσει πανορθοδόξου διαδικασίας καί μεθόδου. η) Αἱ §§ 16,17,18,19 ἀναφέρονται εἰς τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), ἰδιαιτέρως δέ εἰς τάς §§ 17,18,19 περιγράφεται ἡ περί τοῦ ΠΣΕ καί τῆς συμμετοχῆς εἰς αὐτό τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας καί ὡς αὕτη διετυπώθη εἰς τήν Δήλωσιν τοῦ Τορόντο (1950) εἰς τάς ἀποφάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό ΠΣΕ (Special Commission) καί συμφώνως ὡς πρός τά ἀποφα- σισθέντα ὑπό τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). 

θ) Ἡ § 20 οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει, οὔτε ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωσιν τῆς ἀγνώστου ἀντιλήψεως εἰς τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καί εἰς τήν περί μυστηρίων ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, ἡ ὁποία ὑποδηλοῦται διά τοῦ ὅρου «βαπτισματική θεολογία»!!!

 *

 Ὁ ὅρος οὗτος προερχόμενος ἐκ τῆς φιλελευθέρου προτεσταντικῆς θεολογικῆς ἀντιλήψεως περί μυστηρίων, υἱοθετήθη λανθασμένως ὑπό ἐνίων θεολόγων (ἐπισκόπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν) προκειμένου νά περιγράψουν τήν ἀντίθεσίν των εἰς μίαν ἀνύπαρκτον τάσιν ἀναγνωρίσεως ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καί ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, καί μιᾶς δῆθεν ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικότητος εἰς τάς ὁμάδας ἤ Κοινότητας αὐτάς, καί ὡς τοῦ πρώτου σημείου ἑνότητος μετ’ αὐτῶν τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. 

Τό βάπτισμα, ὡς ἐκκλησιαστικό γεγονός, εἶναι δυνατόν νά ἀποτελέσει τήν βάσιν τοῦ διαλόγου πρός τήν ἑνότητα ἀποκλειστικῶς καί μόνον ὡς πρός τό προ-βαπτισματικόν τμῆμα αὐτοῦ, ἔνθα καί οἱ κατηχούμενοι ἀκόμη συμμετεῖχον ὑποχρεωτικῶς εἰς αὐτό. 
Μία τοιούτου εἴδους μεθοδολογικῆς χρήσεως καί προσεγγίσεως τοῦ προ-βαπτισματικοῦ τμήματος τοῦ βαπτίσματος οὔτε ἀναγνώρισιν τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καθ’ ἑαυτόν συνεπάγεται, οὔτε ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικότητος αὐτῶν ἐπιτυγχάνεται ὡς πρός τάς λοιπάς Χριστιανικάς Κοινό- τητας, ὡς ἐσφαλμένως τονίζεται ὑπό τῶν εἰσηγητῶν τῆς λεγομένης «βαπτισματικῆς θεολογίας» [πρβλ. Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση 71 (Δεκέμβριος 2001), σελ. 12]. 

*

 Ἀντιθέτως ἡ παροῦσα παράγραφος περιγράφει τόν τρόπον καί τό πλαίσιον τῆς «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἑτεροδόξων εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, ὡς αὕτη καταγράφεται εἰς τήν ἱεροκανονικήν παράδοσιν καί διετυπώθη εἰς τούς 7ον τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου καί 25ον τῆς Πενθέκτης κανόνας, [ὡς καί ἄλλων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν, τούς ὁποίους ἀνέφερε ὁ Σεβ. Ἠλείας κ. Γερμανός εἰς τήν Εἰσήγησίν του, τῆς 8ης Μαρτίου 2016, εἰς τήν ΙΣΙ (σελ. 12)]. 
Ἡ «κατ’ οἰκονομίαν» αὕτη ἀποδοχή τῶν ἑτεροδόξων ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά Λιβέλλου καί διά Χρίσματος, συνεπάγεται μέν τήν «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχήν ὡς ἐγκύρου καί ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ὄχι ὅμως καί ὅλων τῶν λοιπῶν μυστηρίων ἤ τῆς ἀντίστοιχης Ὁμολογίας («Ἐκκλησίας»), αὕτη δέ ἡ «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχή τοῦ βαπτίσματος ἐπιτυγχάνεται ὑπό ὅρους, προϋποθέσεις καί κριτήρια καί οὐχί αὐθαιρέτως, μάλιστα δέ ὑπό τόν ὅρον ἀποδοχῆς τῆς ὀρθῆς πίστεως (ὑπογραφή Λιβέλλου), τῆς ἀποδοχῆς τοῦ προσερχομένου εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ὑπό τοῦ κανονικοῦ ἐπισκόπου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (Χρίσεως διά Μύρου) καί τῆς τηρήσεως τοῦ ἀπαραβάτου ὅρου τοῦ τριαδολογικοῦ «τύπου» τοῦ βαπτίσματος (πρβλ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμος Β΄, σελ. 187-191). 
Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτικήν καί τάς προϋποθέσεις καθορίζονται ἄλλωστε καί τά «ὅρια» τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα εἶναι μυστηριακά, ἐφ’ ὅσον «ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται» (Νικόλαος Καβάσιλας), δηλαδή χαρισματικά, ἀλλά καί ἐν ταὐτῷ κανονικά (συγκατάθεσις καί ἀποδοχή ὑπό τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς συνόδου) καί οὐχί μόνον χαρισματικά ἤ μόνον κανονικά, ἡ δέ κοινωνία «ἐν τοῖς μυστηρίοις» προϋποθέτει σύμπτωσιν ἐν τῇ πίστει καί τῇ ἀποστολικῇ διαδοχῇ καί ὁδηγεῖ ἀποκλειστικῶς καί ἀπαραιτήτως εἰς τήν συμμετοχήν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν. Ἄλλη πορεία πρός τήν ἑνότητα καί τήν ἐκκλησιαστική ἀναγνώρισιν δέν ὑφίσταται, διό καί ἡ ὁποιαδήποτε «ἀναγνώρισις» βαπτίσματος, τόσον ὡς ἐγκύρου, ὅσον καί ὡς ὑποστατοῦ, ἐάν δέν ὁδηγεῖ, δηλαδή δέν κατατείνει, ἀποκλειστικῶς καί μόνον εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν οὐδεμίαν ἔχει σημασίαν (βλ. σχῖσμα Καθαρῶν, Lapsi, σχῖσμα Παλαιοημερολογιτισμοῦ κ.ἄ.). 
Ἡ θεώρησις τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος μόνον ὡς «μυητικοῦ» μυστηρίου ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁδηγεῖ εἰς τήν κατανόησίν του ὡς ἀποκλειστικοῦ καί μόνον μέσου μυήσεως καί οὐχί ἐντάξεως διά μετανοίας, εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὡς τρόπου δηλαδή μετα-στροφῆς καί ἐντάξεως εἰς τήν πορείαν πρός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 
Ἐπιπλέον ἡ «κατ’ οἰκονομίαν» ἀποδοχή τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν διά τοῦ Χρίσματος καί τοῦ Λιβέλλου δέν συνεπάγεται αὐτομάτως καί τήν ἀναγνώρισιν τῶν συγκεκριμένων αἱρετικῶν ἤ σχισματικῶν, οὔτε τήν ἀποκατάστασιν τῆς κοινωνίας μετ’αὐτῶν, αὐτό ἄλλωστε ὁριοθετεῖ καί διαφυλάσσει ἡ «κατ’ οἰκονομίαν» πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (πρβλ. Ἰ. Χρυσοστόμου, PG 48, 948, 952, 60, 323). 
Τέλος τό ἀναπτυχθέν ἐπιχείρημα, ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, δύνανται νά ὑποκατασταθῶσιν ὑπό μιᾶς Συνόδου «τριῶν Πατριαρχῶν», τοῦ ἔτους 1756, ἐπί Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄ (Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί Ἱεροσολύμων Παρθενίου), ἡ ὁποία, διά λόγους «καιρικούς» καί «δι’ αἰτίαν» ἀποκλειστικήν (τῆς οὐνίας), ἐπανέφερε προσωρινῶς τόν ἀναβαπτισμόν, μίαν ἀπόφασιν ἡ ὁποία δέν ἐφηρμόσθη ὑπό συνόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἤ μή μόνον καί δι’ ὀλίγον χρονικόν διάστημα καί μόνον ἐν Κωνσταντινουπόλει τυγχάνει ἀνέρειστος εἰς τήν ὅλην ἱεροκανονικήν καί συνοδικήν Παράδοσιν. Ἡ ὑποκατάστασις συνοδικῶν ἀποφάσεων Οἰκουμενικοῦ κύρους ὑπό ἄλλων ἀποφάσεων Μειζόνων, Ὑπερτοπικῶν ἤ καί Πανορθοδόξων συνοδικῶν ὀργάνων, ὡς τονίζεται ὑπό τινων, ἀπηχεῖ θέσεις ρωμαιοκαθολικῆς καί μάλιστα βελλαρμινείου ἀντιλήψεως περί συνοδικότητος, συμφώ- νως πρός τήν ὁποίαν ἐξ αἰτίας μιᾶς ὑπεροχικῆς ἀντιλήψεως μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καθ’ ἑαυτήν ἔναντι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυνατόν ἡ συγκεκριμένη νά ἀποφασίζῃ καί νά ἀναβαθμίζῃ τοπικάς Συνόδους καί τάς ἀποφάσεις αὐτῶν εἰς Οἰκουμενικοῦ κύρους, καί νά τάς συναριθμῇ ὡς Οἰκουμενικάς τοιαύτας. 

ι) Eἰς τήν § 21 δηλοῦται μέν ἡ θετική ἐκτίμησις τῶν ἐκδοθέντων θεολογικῶν κειμένων τοῦ Τμήματος «Πίστις καί Τάξις» τοῦ ΠΣΕ δέν υἱοθετεῖται ὅμως διά τῆς παρούσης θετικῆς ἐκτιμήσεως οὔτε ἡ ἀναγνώρισις οὔτε ἡ ἀποδοχή αὐτῶν τῶν κειμένων, διό καί κατά παγίαν τακτικήν καί ἀπόφασιν τῶν Συνο- δικῶν Ὀργάνων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οὐδεμία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προσυπογράφει τοιούτου εἴδους κείμενα, ἐνῶ ἡ ἀκροτελεύτεια φρᾶσις τῆς παραγράφου ταύτης δηλώνει ἀπεριφράστως καί ἐπιβεβαιοῖ ἅπαντα τά παραπάνω : «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως». 
ια) Ἡ § 22 ἐκφράζει κατά περιεχόμενον τόν 6ον κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, συμφώνως πρός τόν ὁποῖον «αἱρετικούς δέ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καί τούς μετά ταῦτα ὑφ’ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας» καί οὐχί τήν ὑπό ὁρισμένων καί μόνον κληρικῶν ἤ λαϊκῶν αὐθαιρέτως ἀπόδοσιν ὡς κατηγορίας τοῦ «αἱρετικοῦ» εἰς ἄλλους κληρικούς, κυρίως ἐπισκόπους. 
Ὁ κανών οὗτος, εἰς τήν ἀρχήν τοῦ κειμένου, ἀναφέρει ἀκριβῶς τούς λόγους διά τούς ὁποίους καταλήγει εἰς τήν παροῦσα τοποθέτησιν, «ἐπειδή πολλοί τήν ἐκκλησιαστικήν εὐταξίαν συγχεῖν καί ἀνατρέπειν βουλόμενοι φιλέχθρως καί συκοφαντικῶς αἰτίας τινάς κατά τῶν οἰκονομούντων τάς Ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδέν ἕτερον ἤ χραίνειν τάς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καί ταραχάς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες ... μή ἀνεξετάστως προσίεσθαι τούς κατηγόρους, μηδέ πᾶσιν ἐπιτρέπειν τάς κατηγορίας ποιεῖσθαι κατά τῶν οἰκονομούντων τάς Ἐκκλησίας, μηδέ μήν πάντας ἀποκλείειν... αἱρετικούς δέ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καί τούς μετά ταῦτα ὑφ’ ἡμῶν (ἐνν. τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) ἀναθεματισθέντας» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμος Β΄, σελ. 481-482). 
Ἡ παροῦσα παράγραφος υἱοθετήθη ἐκ τῆς § 10 τοῦ Μηνύματος τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ ἔτους 2000 καί ἐκφράζει τήν διαχρονικήν ἀρχήν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ὅτι ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως δέν τυγχάνει ἐφικτή. 


Οὕτως οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει ἡ παροῦσα παράγραφος, ὅπως ἐφαλμένως ἀναφέρουν οἱ κρίνοντες, μέ τήν ἔκφρασιν τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως», οὔτε μέ τήν ἔννοιαν τοῦ ἀλαθήτου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. 
Ἀντιθέτως περιγράφει συγκεκριμένως τήν ἁρμοδιότητα τῆς Συνόδου, ὡς τῆς μόνου καί ἀποκλειστικῶς ἁρμοδίας, διά τήν καταδίκην τῶν αἱρέσεων καί χαρακτηρισμοῦ διαφόρων προσώπων ἤ ὁμάδων ὡς αἱρετικῶν, ὡς καί τοῦ μόνου ὀργάνου διατηρήσεως, διασφαλίσεως καί διακηρύξεως τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως, τό ὁποῖον θά κρίνῃ καί περί τῶν τυχῶν ἀποκλίσεων ἤ μή ἐν τῇ πίστει, ἄλλως ἡ μονομέρεια καί ὁ ἰδεολογικός ἀτομισμός θά καθίσταντο κριτήρια ὀρθοδοξίας, τά δέ ὅρια μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως θά ἐτύγχανον δισδιάκριτα. 
* 
ιβ) Τέλος ἡ § 23 ἀποκλείει κάθε τάσιν ἀναγνωρίσεως ἤ ἀποδοχῆς «πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ», θεωρῶ δέ ὅτι θά ἦτο δυνατόν νά προστεθεῖ ἐν παρενθέσει καί ἐπεξηγηματικῶς ὁ ὅρος «οὐνία». 

Πάντα ταῦτα ὑποβάλλω Ὑμῖν εὐσεβάστως, διατελῶ 
+ o Mεσσηνίας Χρυσόστομος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου