Στόν χῶρο τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἔχουμε τήν ἐξαγγελία, προετοιμασία καί πραγματοποίηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Στήν Ὀρθόδοξη πλευρά ἀκολουθήθηκε ἡ διαδικασία τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ὡς στάδια στήν προπαρασκευή τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Σέ μυστικές συναντήσεις του μέ ἐκπροσώπους τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ ἀποκαλύπτει τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας»42, δηλώνει. Στίς 25 Ἰανουαρίου 1959 ἐξαγγέλλεται ἡ πραγματοποίηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου πραγματοποιοῦνται σέ 178 συνεδριάσεις καί διαρκοῦν τέσσερα ἔτη (1962-1965).
Τό 1961, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συγκαλεῖ στήν Ρόδο τήν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη. Θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες Πανορθόδοξες (1961, 1963, 1964, 1968), καθώς καί Προσυνοδικές Διασκέψεις (1976, 1982, 1986, 2009, 2015), πού τηροῦν τήν ἴδια μεθοδολογία μέ αὐτή τῆς Β΄ Βατικανῆς. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὡς Μητροπολίτης Φιλαδελφίας, ἀπό τό 1977 ἀκόμη, ἀπεκάλυπτε τόν χαρακτήρα τῆς σχεδιαζόμενης τότε Συνόδου σέ συνέντευξή του στό Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό The National Catholic Reporter, ὅπου δήλωνε ὅτι: «οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου ΚΓ΄, νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος θά σημάνει, ἐπίσης, τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή χριστιανικές θρησκεῖες καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτό σημαίνει μία νέα στάση ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ Βουδισμοῦ, τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ καί ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐπιδιώξεις γιά ἀδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις ... μέ ἄλλα λόγια θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»43!!!
Αὐτοί ἦταν ἐξ ἀρχῆς οἱ στόχοι, αὐτή ἦταν ἡ φιλοσοφία, αὐτό ὑπηρέτησε καί αὐτό παρήγαγε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀπαράδεκτο καί ὑπερβαίνει κάθε ἐκκλησιαστική λογική νά διατυπώνονται τέτοιες ἀντορθόδοξες θέσεις ἀπό ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, πού κατέχει μάλιστα τό κορυφαῖο ἀξίωμα στήν Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι πραγματικά ὀδυνηρό καί ἀδιανόητο, ἀλλά αὐτό πού ὁ κ. Βαρθολομαῖος ὁραματιζόταν ὡς «τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης», δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό τέλος στήν πιστότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας(!)∙ τό τέλος στήν ἁγιοπνευματική παράδοση καί ἐμπειρία(!). Εἶναι ἡ πραγματική «ἀπομόνωση» ἀπό τήν ζῶσα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.!!!
Ἀνάλογες θέσεις ἐπιβεβαιώνουν τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία, περί Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί ἀποκαλύπτουν τόν εἰσηγητή πάσης πονηρίας...
1. Ἡ αἵρεση τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας
Ἡ μεγαλύτερη ἀλλαγή τήν ὁποία ἔπρεπε νά ἐπιβάλουν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» ἦταν ἡ ἀναγνώριση, ἑκατέρωθεν, τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Ἔπρεπε, δηλαδή, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νά ἀναγνωρίσουν τούς Ὀρθοδόξους ὡς Ἐκκλησία καί ἀντίστροφα οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναγνωρίσουν, ὡς Ἐκκλησία, τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Γιά τόν σκοπό αὐτό «ἀνακαλύφθηκε» καί ἐπιβλήθηκε μία νέα ἐκκλησιολογία, οἰκουμενιστικῆς προελεύσεως καί προδιαγραφῶν. Γιά τήν θεμελίωση αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, μάλιστα, προηγήθηκε καί ἡ ἀπαραίτητη στροφή ἀπό τόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐπιστροφῆς» στόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐνσωμάτωσης»44.
Ὡς τελευταία κίνηση, πρίν τήν συγκεκριμένη στροφή, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ πρώτη, μετά τήν ἐκλογή του, ραδιοφωνική ὁμιλία τοῦ Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1958, καί ἡ πρόσκληση πού ἀπηύθυνε πρός τούς Ὀρθοδόξους νά ἐπιστρέψουν «στόν οἶκο τοῦ κοινοῦ μας Πατρός». «Προσευχόμαστε, ἔλεγε, νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἰκειοθελῶς, καί εἴθε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά γίνει τοῦτο πολύ σύντομα...»45. Αὐτό τό «κάλεσμα σέ ἐπιστροφή» φάνηκε νά ἐνόχλησε τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος στό πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του τοῦ 1959 ἀνέφερε ὅτι ἡ προσέγγιση τῶν δύο «Ἐκκλησιῶν» θά πρέπει νά γίνει «ἐν πνεύματι ἰσότητος, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας πνευματικῆς καί ἀλληλοσεβασμοῦ»46.
Τήν ἑπόμενη διετία, τό κλίμα διαμορφώθηκε κατάλληλα καί μέ τήν Β΄ Βατικανή, πού ἀκολούθησε, θεμελιώθηκε ὁ «οἰκουμενισμός τῆς ἐνσωμάτωσης»47 καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Βατικανοῦ. Ὁ «οἰκουμενισμός τῆς ἐνσωμάτωσης» βασίζεται στήν θεωρία πού ἀνέπτυξε τό 1939 ὁ Γάλλος Δομινικανός θεολόγος Congar. Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αὐτή κάποια αὐτόνομα ἐκκλησιαστικά «στοιχεῖα», ὅπως εἶναι τό Βάπτισμα, μποροῦν νά ἀποσπῶνται ἀπό τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά νά συνεχίζουν νά παρέχουν τήν χάρη καί νά «”ἐπιφέρουν στήν ψυχή τοῦ σχισματικοῦ χριστιανοῦ μία πνευματική ἐνσωμάτωση (voto) στήν Ἐκκλησία”, καθιστώντας τόν σχισματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας»48.
Ὁ θεολόγος καί ἑρμηνευτής Johannes Feiner μᾶς δίνει μία σαφή περιγραφή αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας (communio) τῆς Β΄ Βατικανῆς: «ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς μία “communio” ἤ “μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τήν μορφή μίας κοινωνίας, ἡ ἑνότητα τῆς ὁποίας ἔχει ἐπέλθει ἀπό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες, εἶναι ἀνοιχτή ἡ πιθανότητα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρόντα ἀκόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες ἐκτός τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας καί νά μποροῦν νά προσδίδουν σ’ αὐτές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα Ἐκκλησίας. Συνεπῶς ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι παροῦσα ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι πράγματι παροῦσα”»49.
Στά ἴδια ἀκριβῶς πρότυπα καί στήν ἴδια φιλοσοφία στηρίχτηκε καί ἡ πολύχρονη προπαρασκευή τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία καθιέρωσε αὐτή τήν νέα ἐκκλησιολογία καί στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
2. Κύρια σημεῖα τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας
Ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία στηρίζεται στήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως, ἢ ἕνα μέρος αὐτῆς, διασώζεται καί σὲ ἄλλες χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Ἀναιρεῖται, ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας∙ ἀναιρεῖται ἡ ταυτότητα καί ἡ αὐτοσυνειδησία της.
Μέ τήν ἀποδοχή τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε τήν ἐπέκταση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά μήν ταυτίζεται ἀποκλειστικά μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Φτάνουμε, ἔτσι, νά διακηρύσσουμε καί νά ὁμολογοῦμε, ἀπό κοινοῦ μέ τήν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί ἀμφιλεγόμενων κοινοτήτων τοῦ ΠΣΕ, ὅτι «κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»50.
Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ νέα ἐκκλησιολογία περικλείει ταυτόχρονα ὅλες τίς δυτικογενεῖς ἀντορθόδοξες θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας, περί διηρημένης ἐκκλησίας, τήν θεωρία τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καί τήν μεταπατερική θεολογία.
Τήν πρώτη ἐπίσημη θεμελίωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί συγκεκριμένα στό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ὅπου ὑπάρχει εἰδικό κεφάλαιο μέ τίτλο «Οἱ σχέσεις τῶν χωρισμένων ἀδελφῶν μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία». Ἐκεῖ ἀναφέρεται συγκεκριμένα: «Μέσα σ’ αὐτή, τή μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐμφανίσθηκαν ἀπό μιᾶς ἀρχῆς μερικά σχίσματα, τά ὁποῖα ἀποδοκιμάζει αὐστηρά καί καταδικάζει ὁ Ἀπόστολος· κατά τούς ἑπόμενους αἰῶνες προκλήθηκαν εὐρύτερα σχίσματα, καί ὁλόκληρες Κοινότητες ἀποχωρίστηκαν ἀπό τήν ὁλοκληρωτική κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μερικές φορές ὄχι χωρίς ἀνθρώπινη ἐνοχή καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Ὅσοι γεννιοῦνται σήμερα σ’ αὐτές τίς Κοινότητες καί ζοῦν ἐκεῖ τήν πίστη τους στό Χριστό δέν εἶναι δυνατό νά κατηγορηθοῦν γιά τό ἁμάρτημα τοῦ σχίσματος καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία τούς ἀγκαλιάζει μέ ἀδελφικό σεβασμό καί στοργή»51.
Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακή ἡ πιστότητα μέ τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές ἀντιγράφουν τήν Β΄ Βατικανή γιά τήν καθιέρωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας καί στήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, ταυτισμένος ἀπόλυτα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Κάτι αὐτονόητο, πού ὅμως εὔκολα παραθεωροῦν ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὅτι οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι δέν ἐπέλεξαν, μέ διάθεση νά προσχωρήσουν σέ αἵρεση, τή χριστιανική ὁμολογία στήν ὁποία σήμερα ἀνήκουν, ἀλλά γεννήθηκαν σέ χώρα στήν ὁποία ἐπί αἰῶνες ἡ ὁμολογία αὐτή ἐπικρατεῖ. Π.χ. ὁ Νορβηγός στή Λουθηρανή Ἐκκλησία, ὁ Σκωτσέζος στήν Πρεσβυτεριανή. Πῶς τούς κρίνουμε διότι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι;»52
Τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» θεμελιώνει, ἐπίσης, τήν βαπτισματική θεολογία καί τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Ἀναφέρει συγκεκριμένα: «Πραγματικά, ὅσοι πιστεύουν στό Χριστό καί ἔλαβαν ἔγκυρα τό βάπτισμα βρίσκονται σέ κάποια κοινωνία μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι ἀτελής... Ὡστόσο, ἔχοντας λάβει στό βάπτισμα τή δικαίωση ἀπό τήν πίστη, εἶναι ἐνσωματωμένοι στό Χριστό, καί ἑπομένως δίκαια φέρουν τό χριστιανικό ὄνομα καί πολύ σωστά ἀναγνωρίζονται ἀπό τά παιδιά τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας σάν ἀδελφοί “ἐν Κυρίῳ”»53.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου διατάγματος ἀναφέρεται: «...Δέν εἶναι ἐπίσης λίγες οἱ ἱερές πράξεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, πού τελοῦνται ἀπὸ τούς χωρισμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖες μέ διαφόρους τρόπους, ἀνάλογα μέ τὴ διαφορετική κατάσταση κάθε Ἐκκλησίας ἢ Κοινότητας, μποροῦν ἀναμφισβήτητα νὰ μεταδίδουν πραγματικά τὴ ζωὴ τῆς χάρης, καὶ πρέπει νὰ ἀναγνωριστοῦν ἱκανές νά ἀνοίγουν τὴν εἴσοδο πρός τήν κοινωνία τῆς σωτηρίας»54.
Οὐσιαστικά, ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἔθεσε, ἀπό τήν πλευρά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τά θεμέλια γιά τήν ἕνωση τῶν παπικῶν ἰδιαιτέρως μέ τούς Ὀρθοδόξους θέτοντας ὡς ἐμπροσθοφυλακή τόν νέο Οἰκουμενισμό. Ἡ ἴδια βάση τέθηκε καί ἀπό τούς ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές σέ ὅλη τήν μακροχρόνια προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου.
3. Ἡ πορεία πρός τήν ἐκκλησιολογική ἐκτροπή
Σταθερός στόχος ὅλης αὐτῆς τῆς προπαρασκευῆς ἦταν ἡ σταδιακή ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί ἡ ἀντικατάστασή της μέ τήν νέα ἐκκλησιολογία πού προαναφέραμε. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου ἦταν ἀπαραίτητο νά πραγματοποιηθοῦν κάποια συγκεκριμένα βήματα. Σέ γενικές γραμμές τά βήματα αὐτά εἶναι:
α) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας,
β) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί αὐτοσυνειδησίας,
γ) ἡ προσαρμογή τους πρός τήν κατεύθυνση τῆς προσεγγίσεως καί τῆς ἑνώσεως μέ τούς ἑτεροδόξους, πού εἶναι καί τό τελικό ζητούμενο,
δ) ἡ ἀποδοχή τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσματος, σέ πρώτη φάση, καί συνολικά τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καί τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων.
Πάνω σέ αὐτούς τούς κεντρικούς ἄξονες κινήθηκε ἡ πολυετής προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου. Στό διάστημα αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «... τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον συνεκάλεσε τέσσαρας Πανορθοδόξους Διασκέψεις ... διά νά προβληθοῦν τά καθιερωμένα κανονικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων τῆς σχέσεως αὐτῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»55.
Ἡ ἀνάγκη αὐτή γιά ἕναν σαφή καί ξεκάθαρο ἐπανακαθορισμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού θά πρέπει νά λάβει καί πανορθόδοξη ἔγκριση, τονίζεται ἀπό τούς οἰκουμενιστές. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει πώς «πρέπει ἡ Ὀρθοδοξία, αὐτή πρώτη καί μέ δική της εὐθύνη, νά ξεκαθαρίσει τίς θέσεις της καί τίς τοποθετήσεις της στό χῶρο αὐτό τῶν σχέσεών της πρός τούς ἔξω, ὥστε νά μή χωροῦν ἀμφιβολίες, νά μήν ὑπάρχουν ἀμφιλογίες, νά μή γεννῶνται ὑποψίες στούς ἄλλους γιά τίς ἀπόψεις της, νά εἶναι ἀναμφίλεκτες καί ἀπό κοινοῦ εἰλημμένες οἱ ἀποφάσεις πού θά παίρνονται καί νά ἀπηχοῦν πανορθόδοξη συναίνεση καί ἀποδοχή. Μόνο ἔτσι θά καταστήσουμε ἀκουστή καί σεβαστή τή φωνή μας»56.
Στό ἄρθρο 20 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀναφέρεται: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως»57.
«Διά τῆς παρούσης παραγράφου», παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί “κατ’ οἰκονομίαν” ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας»58!
Μέ τόν ὅρο «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τῆς παραγράφου 20 δέν ἐννοεῖται, βεβαίως, ἡ δισχιλιετής ἁγιοπνευματική, ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αὐτή πού διαμορφώθηκε κατά τόν τελευταῖο αἰώνα στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως καί κυρίως τά τελευταῖα 50 χρόνια.
Αὐτή ἡ νέα «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προϋποθέτει ἐκ τῶν πραγμάτων καί τήν ἀποδοχή καί καθιέρωση τῆς ἀντορθόδοξης βαπτισματικῆς θεολογίας κι αὐτό γιατί ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἔχει ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους.
Μέ βάση αὐτή τήν ἴδια οἰκουμενιστική ἀντίληψψη, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλο ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»59.
Τό ἴδιο καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καί μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διαχριστιανικῶν Ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κ. Στ. Τσομπανίδης, θέτει ὡς ἕναν ἀπό τούς πρωταρχικούς στόχους τῆς Μεγάλης Συνόδου τό «νά καθορίσει πιό πειστικά καί πιό ὁριστικά τή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσα στό σύγχρονο οἰκουμενικό διάλογο καί νά πεῖ σέ αὐτούς μέ τούς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τή σχέση της μέ αὐτούς καί τί εἶναι αὐτοί γιά τήν Ὀρθοδοξία... Ἀποτελεῖ ἀποστολή τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας, μέσω τῆς προσεχοῦς Συνόδου της, νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὀρθόδοξη βούληση νά συμπορευθεῖ μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες στό δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τή χριστιανική ἑνότητα»60!
Στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καί οἱ περισσότεροι ἀπό ὅσους συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἰδιαιτέρως ὅσοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στήν περαιτέρω προώθηση καί προβολή τῶν νέων αὐτῶν ἀντιλήψεων.
Κάποιοι, μάλιστα, ἐντεταλμένοι ἀνέλαβαν νά λειτουργήσουν ὡς προπομποί, ὡς ὁμάδα κρούσεως, δημιουργώντας ἕνα συγκρουσιακό κλίμα καί ἐπιτιθέμενοι μέ προπέτεια καί ἀμετροέπεια σέ ὅσους παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ γνωστή ἐπιθετική τακτική, πού ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τήν δική της ἐνοχή προκαλώντας τήν ἐνοχοποίηση τοῦ ἄλλου. Στήν προκειμένη περίπτωση ἔχουμε τόν στιγματισμό καί τήν καταδίκη τῶν ἀντιδρώντων ὡς ζηλωτῶν, φανατικῶν, ἀκραίων, φονταμενταλιστῶν, ἐγωκεντρικῶν, ψυχοπαθῶν, ἀκόμη καί ὡς αἱρετικῶν.
Ὁ Μητροπολίτης Χριστουπόλεως κ. Μακάριος, «Εἰδικός Σύμβουλος τοῦ Πατριάρχη», σέ συνέντευξή του λίγες μέρες πρίν τήν ἔναρξη τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀναφέρει: «Μιλοῦν κάποιοι γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ... μήπως θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀσχοληθεῖ καί μέ μιά ἄλλη, νέας μορφῆς, αἵρεση, πού ἔχει δημιουργηθεῖ σήμερα, τήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ; ... Αὐτοί πού φοβοῦνται τόν Οἰκουμενισμό προσχωροῦν στήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ»61.
Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, πού στήν ὁμιλία του κατά τήν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς «Συνόδου» σημείωσε: «Ὁρισμένοι ἔθεσαν τό ἐρώτημα: Στίς μεγάλες Ὀρθόδοξες Συνόδους ἀντιμετωπίστηκε κάποια αἵρεση. Ποιά αἵρεση πρόκειται νά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἡ μεγαλύτερη αἵρεση, ἡ μητέρα τῶν αἱρέσεων, ὁ ἐγωκεντρισμός. Προσωπικός, ὁμαδικός, φυλετικός, τοπικιστικός, ἐκκλησιαστικός κ.λπ., πού δηλητηριάζει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί κάθε μορφή ἁρμονικῆς καί δημιουργικῆς συνύπαρξης»62.
Ἀλλά καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος στήν ἴδια συνεδρίαση σχολίασε γιά τούς ἀντιφρονοῦντες ὅτι «ὁ ἀγρός τῆς Ἐκκλησίας παράγει καί ζιζάνια πού ἔσπειρε ὁ ἐχθρός»63.
Ὁ μεταπατερικός θεολόγος Γεώργιος Βλαντῆς, ἐπιστημονικός συνεργάτης τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, σέ ἕνα πλεόνασμα χολῆς καί εἰρωνείας εἰς βάρος τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, γράφει γι’ αὐτούς: «ἀνίκανοι νά ζήσουν τήν Ἐκκλησία ὡς δρόμο, οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς “Ὀρθόδοξοι” φονταμενταλιστές εἶναι καταδικασμένοι νά τή βιώνουν ὡς πεζοδρόμιο... Τά πλέον κραυγαλέα σχετικά παραληρήματα χρήζουν ὄχι θεολογικῆς ἀντίκρουσης, ἀλλά ψυχιατρικῆς ἀντιμετώπισης... Σέ κάθε περίπτωση, περισσότερο ἐνδιαφέρον ἀπό τίς ἐξάρσεις τοῦ θυμικοῦ τῶν παραφρόνων καί τῶν ἀναλφάβητων παρουσιάζει μιά ὑποκρυπτόμενη αἵρεση, χαρακτηριστική τοῦ φονταμενταλισμοῦ...»64.
Μία σειρά παρόμοιων ἀναφορῶν καί σχολιασμῶν, τό ἀκατάσχετο ὑβρεολόγιο τῶν ὁποίων δέν θα μεταφέρουμε στό κείμενό μας, ἀποκαλύπτουν τό ὕφος καί τό ἦθος τῶν ἐντολοδόχων τοῦ Φαναρίου. Ἄλλωστε, οἱ ὕβρεις, οἱ πιέσεις, οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐκφοβισμοί ἀποτελοῦν πάγια τακτική του στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιφρονούντων.
Ἀναφέρουμε, ἐντελῶς ἐνδεικτικά, τήν πίεση πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀπειλή τῶν Νέων Χωρῶν καί τήν καταγγελία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὅτι «ὑπονομεύεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»65. Ἀνάλογες πιέσεις ἀσκοῦνται καί μέ ἀφορμή τήν οὐκρανική κρίση, καθώς τό Φανάρι ἐπισείει, ὡς ἀπειλή εἰς βάρος τῆς Μόσχας, τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτονομίας τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία.
Χαρακτηριστική εἶναι, ἐπίσης, ἡ δίωξη μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους λόγῳ τῆς ἐκπεφρασμένης ἀντίθεσής τους στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα καί τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ἐσχάτως, μάλιστα, ὑπάρχει ἡ πληροφορία, ὅτι ἀνάλογες πιέσεις -ὑπό τήν ἀπειλή τῆς ἄρσης τοῦ αὐτοδιοίκητου- ἀσκοῦνται καί πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου».
Δέν εἶναι, ἄλλωστε, ἡ πρώτη φορά πού τό Φανάρι ἐπιχειρεῖ νά παραβιάσει τό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ σκοπό νά φιμώσει τούς μοναχούς καί νά ἀποτρέψει τίς ἀντιδράσεις καί τόν ἔλεγχο τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐκτροπῶν του. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί τό 1994, μετά τήν προδοτική συμφωνία τοῦ Balamand, πού ξεσήκωσε θύελλα ἀντιδράσεων στό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί στό Ἅγιον Ὄρος, καθώς καί τόν διάλογο μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους. Γιά τήν καταστολή αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων τό Φανάρι ἀπέστειλε Πατριαρχική Ἐξαρχία ἀποτελούμενη ἀπό τρεῖς Μητροπολίτες μέ τήν ἀξίωση αὐτοί νά λάβουν μέρος στήν Διπλῆ Σύναξη τῶν Ἡγουμένων καί Ἀντιπροσώπων τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κάτι πού σαφῶς ἀπαγορεύεται καί παραβιάζει τό αὐτοδιοίκητο. Προχώρησε μάλιστα καί στήν ἐπιβολή ποινῶν, «ἄνευ δίκης καί ἀπολογίας», καί κήρυξε ἔκπτωτους ἀπό τό ἀξίωμά τους ἡγουμένους καί ἀντιπροσώπους Ἱερῶν Μονῶν «ἐπί ἀπειθείᾳ καί πνεύματι στασιαστικῷ ἔναντι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας»66!!
4. Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὅλα αὐτά, βέβαια, μπορεῖ, ὡς ἕνα βαθμό, νά ἐξηγοῦν τήν στάση της, ἀλλά σίγουρα δέν ἀπαλλάσσουν τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν ἀφωνία καί τήν ἐκκωφαντική σιωπή, τήν ὁποία τηρεῖ στά θέματα τῆς πίστεως καί ἡ ὁποία εἶναι διαμετρικά ἀντίθετη μέ τό ὁμολογιακό φρόνημα καί τήν μαρτυρία πού διαχρονικά ἔδιδε τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἀναμένουμε, ὅλοι, τήν στάση πού θά κρατήσει τό Ἅγιον Ὄρος σχετικά μέ τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, στήν ὁποία ἤδη παρεῖχε τήν νομιμοποίησή του μέ τήν συμμετοχή ἐκπροσώπου του σέ αὐτή, τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα. Ἀναμένουμε τήν ἀντίδραση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας στό γεγονός ὅτι ὅσες προτάσεις κατέθεσε γιά ἀλλαγή τῶν προσυνοδικῶν Κειμένων ἀπορρίφθηκαν καθ’ ὁλοκληρία ἀπό τήν «Σύνοδο».
Ποιά εἶναι τελικά ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τούς ἑτεροδόξους; Τούς ἀναγνωρίζουν ὡς «Ἐκκλησίες», σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ τούς ἀποδέχονται ὡς «χριστιανικά δόγματα καί ὁμολογίες»67, ὅπως ἀναφέρουν στήν Ἐπιστολή-Ὑπόμνημά τους τῆς 12ης/25ης Μαρτίου 2016 πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο;
Παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό παλαιότερες τοποθετήσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα, οἱ ὁποῖες ἐξέφραζαν μέ ξεκάθαρο καί αὐθεντικό τρόπο τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί αὐτοσυνειδησία, πού καταστρατηγήθηκε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἀναμένουμε τήν ἐπαναβεβαίωση τῶν θέσεων αὐτῶν καί ἀπό τούς σύγχρονους ἁγιορεῖτες.
Ἀνακοινώσεις Ἁγίου Ὄρους
1980: «...ἡ παραίτησις ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καί ἡ υἱοθέτησις τῆς κακοδοξίας, ὅτι τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία δέν ἀποτελεῖ ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησία ἀλλά τά δύο ”τμήματα” αὐτῆς, ἤτοι ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ρ/Καθολικισμός,... πείθει ἡμᾶς, ὅτι ἡ κατάστασις ἔχει πολύ χειροτερεύσει καί ὅτι ἡ de facto Ἕνωσις εὑρίσκεται ἐπί θύραις, ὡς ἐσχεδίασε καί ἐπρογραμμάτισεν ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος»68.
1981: «Οἱ Ἁγιορεῖται ἔχουν γαλουχηθῆ παρά τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά φρονοῦν ὅτι ὁ Παπισμός συνιστᾷ αἵρεσιν, αἵρεσιν ὁμοίαν μέ τόν Ἀρειανισμόν...»69.
1987: «Τό Ἅγιον Ὄρος ὡσαύτως δέν συμμερίζεται τήν ἄποψιν, ὅτι ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπάρχουσιν ”Ἐκκλησίαι”. Ὑπάρχουσι μόνον κοινότητες αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὁμολογούντων πίστιν εἰς τόν Χριστόν, πλήν ὅμως ἑτέρως καθ’ ὅ ὁμολογεῖ ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἥτις εἶναι Μία, καί ταυτίζεται μέ τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Οἱ Ρ/καθολικοί εἶναι σχισματικοί καί Αἱρετικοί, ἄνευ ἐγκύρων μυστηρίων καί Θείας χάριτος»70.
1994: «Ἡμεῖς εἴμεθα ὑποχρεωμένοι, χάριν καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τοῦ σύμπαντος κόσμου, διά τούς ὁποίους ἡ ἀνόθευτος Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐσχάτη ἐλπίς, οὐδέποτε νά ἀποδεχθῶμεν ἕνωσιν, ἤ χαρακτηρισμόν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς “ἀδελφῆς Ἐκκλησίας”»71.
1995: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἴμεθα ἀδελφαί Ἐκκλησίαι, ὅταν ἔχωμεν δογματικάς διαφοράς καί ὅταν δέν ἔχωμεν μυστηριακήν κοινωνίαν; Πρόκειται διά μίαν κατάστασιν ἀντιφατικήν, πρωτοφανῆ εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ σκοπιμότης δέν δύναται νά κατανοηθῆ. Εἴμεθα δέ ὑποχρεωμένοι κατ’ ἐπιταγήν τῆς συνειδήσεώς μας νά δηλώσωμεν ὅτι δέν ἀποδεχόμεθα τήν πεπλανημένην θεωρίαν περί ”ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν”»72.
5. Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη τῆς λεγόμενης Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑπῆρξε πάντοτε φειδωλή σέ ἀνοίγματα πρός τούς ἑτεροδόξους τηρώντας σαφεῖς ἀποστάσεις ἀπό τίς παρεκτροπές τοῦ Φαναρίου. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀπαντήσει ἐξαρχῆς ἀρνητικά στήν γνωστή Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πού ἐξέδωσε ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ καί ἀπέστειλε πρός ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζητώντας τίς ἀπόψεις τους γιά τό ἄν μπορεῖ νά προχωρήσει τό ζήτημα τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». Σθεναρή ὑπῆρξε καί ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου) στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τήν δεκαετία τοῦ 1960, μέ τόν ὁποῖο ἦρθε σέ σφοδρή ἀντιπαράθεση. Ἐξίσου παραδοσιακή ὑπῆρξε καί ἡ στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν σύγκρουσή του μέ τήν Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλῆ γιά τήν ἵδρυση Νουντσιατούρας (πρεσβείας τοῦ Βατικανοῦ) στήν Ἀθήνα τό 1979.
Ἱστορικό, ὅμως, ἔμεινε τό γνωστό ἐρώτημα πού διετύπωνε κάθε φορά πού γινόταν λόγος περί «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». «Εἶναι Ἐκκλησία τό Βατικανό;»73, διερωτᾶτο, ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ἀπό τήν συνάφεια τῶν ἀπαντήσεών του ὅτι δέν ἀποτελεῖ Ἐκκλησία, ἀλλά κρατική ὀντότητα κοσμικοῦ χαρακτήρα.
Ἡ παραδοσιακή αὐτή στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄρχισε σταδιακά νά μεταβάλεται καί νά διολισθαίνει σέ οἰκουμενιστικές πρακτικές μέ ἀποκορύφωμα τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου τοῦ Β΄ στήν Ἀθήνα τό 2001 καί τήν ἀντίστοιχη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στό Βατικανό τό 2006.
Ἔχουμε, ἔτσι, σταδιακά τήν στελέχωση τῶν σχετικῶν συνοδικῶν ἐπιτροπῶν μέ οἰκουμενιστές Ἱεράρχες καί Ἀκαδημαϊκούς Θεολόγους. Τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι μέ ποιά κριτήρια ἐπιλέγονται κάθε φορά οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στούς θεολογικούς διαλόγους, στό Π.Σ.Ε. καί τίς διορθόδοξες διασκέψεις. Ὑπάρχει ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου τους καί πῶς ἀποτιμᾶται αὐτό; Τά κείμενα τῶν διαλόγων ἐγκρίνονται ἀπό τήν Ἱεραρχία; Ἀφοῦ, ὅπως προβλέπεται, ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ 2009 αὐτά «τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες»74. Ἀποτελεῖ, πραγματικά, τεράστια πρόκληση γιά τό ὀρθόδοξο αἴσθημα τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἡ ἐπιμονή πλέον τῆς Συνόδου νά ὁρίζει τούς συγκεκριμένους ἀντιπροσώπους στούς διαλόγους, ἐνῶ γνωρίζει τίς δεδομένες καί ἐκπεφρασμένες οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν οἱ Μητροπολίτες Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος καί Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος.
Πολύ περισσότερο δέ αὐτό ἀποτελεῖ πρόκληση μετά καί ἀπό ὅσα διαδραματίστηκαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί τήν ἀνατροπή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν τροποποίηση τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἡ ἐξέλιξη τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀνέδειξε μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο τήν ἀπόλυτη ἀδιαφάνεια, τά στεγανά καί τήν ἐπιβολή τετελεσμένων στήν ὁποία στηρίχτηκε ἡ προπαρασκευή τῆς συγκεκριμένης «Συνόδου». Μιά δράκα ἀνθρώπων, μιά κλειστή καί ἐπιλεκτική ὁμάδα ἐκλεκτῶν, ἕνας σκληρός πυρήνας ἐμπίστων καί προθύμων, μιά ὀλιγαρχία Ἀρχιερέων καί λαϊκῶν θεολόγων κατάφερε νά ἐπιβάλει τήν θέλησή της σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.
Εἰδικά σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν καί τό εὐσεβές πλήρωμα συνολικά ἔμειναν ἐπί σειρά ἐτῶν παντελῶς ἀπληροφόρητοι, ἀνυποψίαστοι γιά ὅλα ὅσα ἐπί δεκαετίες συντελοῦνταν ἐν κρυπτῷ. Ὅπως ἀνέφερε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «ἡ Ἐκκλησία μας δέν προετοιμάσθηκε ἐπαρκῶς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἀντίθετα μάλιστα, Ἱεράρχες πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θέματα αὐτά μᾶς καθησύχαζαν ὅτι δέν θά δημιουργηθοῦν προβλήματα στήν Ἐκκλησία ἀπό τά κείμενα. Ὅμως, ὄντως ὑπάρχουν θεολογικά προβλήματα»75. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν Μακαριώτατο ἔθετε μία σειρά ἀπό ἐρωτήματα ἀπό τά ὁποῖα προέκυπτε ὅτι δέν δόθηκαν ποτέ στούς Ἀρχιερεῖς «οἱ ἐκθέσεις τῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, καί τυχόν κατευθυντήριες γραμμές πού ἔδωσαν οἱ κατά καιρούς Διαρκεῖς Σύνοδοι πρός τήν Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων γιά τήν βελτίωση τῶν κειμένων»76.
Πρέπει, ἔστω καί τώρα, νά δοθεῖ μία ξεκάθαρη ἀπάντηση καί νά εἰπωθεῖ ὅλη ἡ ἀλήθεια. Ἄν δέν πληροφορήθηκαν ἐγκαίρως οἱ Ἱεράρχες τό περιεχόμενο τῶν κειμένων, ὅπως διατείνονται πολλοί ἀπό αὐτούς, ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτό; Ποιός εὐθύνεται πού ἀπεκρύβησαν ἀπό τήν Ἱεραρχία τόσο σημαντικά κείμενα; Ἀναζητήθηκαν εὐθύνες γιά τήν ἀπόκρυψη τῶν κειμένων; Ἄν ναί, σέ ποιόν ἀποδόθηκαν;
Ἄν ἰσχύει ἡ ἄλλη περίπτωση, ὅτι, δηλαδή, εἶχε ἐνημερωθεῖ ἐγκαίρως ἡ Σύνοδος καί γνώριζαν οἱ Ἱεράρχες τό περιεχόμενο τῶν κειμένων, γιατί δέν ἀντέδρασαν ἐγκαίρως, ὥστε νά εἶναι καί πιό ἀποτελεσματική ἡ ἀντίδρασή τους αὐτή; Γιατί δέν εἰπώθηκε οὔτε μιά λέξη γι’ αὐτό τό τόσο σημαντικό ζήτημα; Γιατί δέν ὑπῆρξε οὔτε μία δημόσια ἀναφορά, δέν γράφτηκε οὔτε ἕνα κείμενο, δέν ἐκφράσθηκε οὔτε μία ἀντίρρηση, οὔτε μία παρατήρηση, δέν εἰπώθηκε ἀπολύτως τίποτε πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι προφανές πώς ἡ ὅλη διαδικασία πού τηρήθηκε εἶχε ὡς μοναδικό σκοπό τήν διαμόρφωση καί ἐπιβολή τετελεσμένων ἀποφάσεων, ἐρήμην τῆς Ἱεραρχίας καί τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος.
Στήν διάρκεια τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς 25ης Μαΐου 2016 εἴχαμε μία ἔντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα καί μία συζήτηση σέ ὑψηλούς τόνους καί ἀντιπαραθέσεις, τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας, φυσικά, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ. Χαρακτηριστικό τῆς ἀδιαφάνειας καί τῆς μυστικότητας πού τηρήθηκε εἶναι τό γεγονός ὅτι στά Δελτία Τύπου, τά Ἀνακοινωθέντα καί τήν Ἐγκύκλιο πρός τόν Λαό, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τήν Ἱεραρχία, δέν ἀναφέρεται πουθενά τί ἀκριβῶς ἀποφάσισε καί ποιές ἦταν οἱ τροποποιήσεις πού θά πρότεινε στήν Μεγάλη Σύνοδο.
Οὐσιαστικά, λοιπόν, ποτέ κανείς δέν ἔμαθε ποιές ἤταν τελικά οἱ τροποποιήσεις τῶν κειμένων, πού προτάθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιά τίς ὁποῖες τόσος λόγος ἔγινε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Οἱ μόνες πληροφορίες πού ἔχουμε εἶναι ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου στά κείμενα πού ὁ ἴδιος δημοσίευσε καί ἀπό ὅσα διέρρευσαν στά ΜΜΕ.
Τό πρῶτο ἐρώτημα πού προκύπτει ἀπό τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώσεις τῆς Ἱεραρχίας εἶναι πῶς ἑρμηνεύεται ἡ φράση «ἡ τελική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας (...) θά ὑποστηριχθεῖ ἀπό τόν Μακαριώτατο κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»77.
Τί ἀκριβῶς ὑποστήριξε ὁ Μακαριώτατος στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί μέ βάση ποιά ἐπιχειρηματολογία; Ποία ἦταν ἡ θεολογική βάση πάνω στήν ὁποία ἐπρόκειτο νά στηρίξει τήν ἐπιχειρηματολογία του; Ἀναπτύχθηκε ποτέ ἐπαρκῶς αὐτή ἡ ἐπιχειρηματολογία;
Καί τό ἄλλο σημαντικό ἐρώτημα εἶναι ἄν οἱ Ἱεράρχες πού μετεῖχαν στήν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχαν υἱοθετήσει πραγματικά καί ἀποδέχονταν τίς τροπολογίες πού ἀνέλαβαν νά ὑποστηρίξουν ἤ ἄν, κάποιοι ἀπό αὐτούς, ἁπλά ἀναδιπλώθηκαν γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων ὅτι οἱ τροπολογίες αὐτές δέν θά γίνονταν τελικά δεκτές στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Σύμφωνα, ἄλλωστε, μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Συνόδου, «... αἱ μή ὁμοφώνως ἀποδεκταί γενόμεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται»78.
Συμβιβασμός καταδικασμένος νά ἀποτύχει
Σέ κάθε περίπτωση, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ξεκάθαρο ὅτι ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦσε οὐσιαστικά μία κίνηση τακτικῆς καί ἕναν συμβιβασμό, πού ἐπεχείρησε νά ἑνώσει τά διεστῶτα καί νά συνθέσει τίς ἀντίθετες ἀπόψεις πού εἶχαν κατατεθεῖ ἀπό πολλούς Ἱεράρχες. Ἐπρόκειτο, ἐπίσης, γιά μία προσπάθεια κατευνασμοῦ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων μεταξύ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό σωρεία ἄρθρων, ἀνακοινώσεων, ἐπιστολῶν, ἐντύπων κ.ἄ.
Εἶναι ὅμως γνωστό ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως δέν μπορεῖ νά γίνει συμβιβασμός. Γι’ αὐτό καί εἶχε τονιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» θά ἔπρεπε νά ἀπορριφθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, καθώς ἦταν ἐκ θεμελίων προβληματικό καί δέν ἐπιδεχόταν βελτιώσεις.
Κατά συνέπεια, ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη σέ ἀποτυχία. Θά μποροῦσε, ὅμως, κάποιος καλόπιστα νά παρατηρήσει ὅτι, παρά ταῦτα, ἡ Ἱεραρχία εἶχε τήν πρόθεση καί τήν διάθεση νά ἐπιφέρει βελτιώσεις στό κείμενο. Εἶναι, ὅμως, ἔτσι;
Ἡ ὑπονόμευση ἐκ τῶν ἔσω
Ἐλάχιστες ἡμέρες μετά τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά προτείνει τροποποιήσεις στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ Συνοδικός της Ἀντιπρόσωπος στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἔδωσε, στίς 7-6-2016, συνέντευξη στήν ἰταλική ἐφημερίδα La Stampa (στήν ἠλεκτρονική της ἔκδοση). Ἐκεῖ, μεταξύ ἄλλων, ὁ δημοσιογράφος Andrea Tornielli τοῦ ζήτησε νά σχολιάσει τίς πληροφορίες ὅτι μερικοί Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ζητοῦν νά ἀκυρωθεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» για τούς «Καθολικούς» καί τοῦ ἀπευθύνει τήν ἐρώτηση: «Ἀλλά, μέχρι στιγμῆς, οἱ Καθολικοί ἔχουν θεωρηθεῖ μιά ἀληθινή Ἐκκλησία γιά τούς Ὀρθόδοξους, δέν εἶναι ἔτσι;». «Βέβαια, ἔτσι εἶναι», ἀπαντᾶ ὁ Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «ἡ Καθολική Ἐκκλησία θεωρεῖται πάντα μιά Ἐκκλησία. Ἡ πρόταση γιά τήν ὁποία μιλᾶτε εἶναι, ἀπό ὁρισμένους συντηρητικούς, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά βάλουν στό ἴδιο ἐπίπεδο τίς δύο Ἐκκλησίες. Ἀλλά, πιστεύω, ὅτι θά εἶναι δύσκολο νά περάσει. Ὑπάρχουν πολλοί ἄλλοι πού δέν δέχονται αὐτή τήν τροπολογία»79.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀμέσως μετά τήν ὑποτιθέμενη ὁμοφωνία τῆς Ἱεραρχίας γιά τίς προτεινόμενες τροποποιήσεις, ὁ ἴδιος ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις ἀποστασιοποιεῖται ἐπίσημα ἀπό τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του. Στιγματίζει ὡς «συντηρητικούς» συνεπισκόπους του καί σπεύδει νά καθησυχάσει τό παπικό ἀναγνωστικό κοινό ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν θά ἐγκριθεῖ στήν Κρήτη. Προδικάζει δέ ὁ ἴδιος καί προαναγγέλλει τήν ἀπόρριψη τῆς πρότασης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ ἀνατροπή τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, δέν ἄργησαν νά πέσουν οἱ μάσκες καί νά ἀποκαλυφθεῖ τό ἀληθινό πρόσωπο τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, μέλους τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριµένο κείµενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιά τήν ὀνοµασία τῶν Ἑτεροδόξων... Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας µας τήν Παρασκευή τό µεσηµέρι ἀποφασίσθηκε νά παραµείνουµε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων” ἤ “ἄλλων Χριστιανῶν” ἤ “µή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν”»80.
Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συνῆλθε καί πάλι τό πρωί τοῦ Σαββάτου, ὅπου προτάθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο νά κατατεθεῖ μία νέα πρόταση, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν»81.
Σύμφωνα μέ ὅσα διέρρευσαν στά ΜΜΕ «εἶχε προηγηθεῖ ἕνα ὁλονύκτιο “παζάρι” μεταξύ τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»82. Σ’ αὐτές τίς ὁλονύκτιες διεργασίες συμμετεῖχαν καί ὁ Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ μέ τόν Καθηγητή κ. Βλάσιο Φειδᾶ, οἱ ὁποῖοι φέρονται καί ὡς συντάκτες τῆς νέας πρότασης πού ἀνέτρεψε τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
Στήν ψηφοφορία πού ἀκολούθησε ὑπερψηφίστηκε αὐτή ἡ νέα πρόταση ἀπό ὅλους τούς παρόντες, πλήν τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος διαφώνησε καί ἀποφάσισε νά μήν ὑπογράψει τό κείμενο καί νά ἐπέχει ἀπό τήν «περαιτέρω συζήτηση τοῦ θέματος χάριν τῆς ἑνότητος»83.
Αὐτό πού συνέβη τελικά στήν Κρήτη ἦταν ἡ πλήρης ἀνατροπή τόσο τῆς οὐσίας ὅσο καί τοῦ συνολικοῦ πνεύματος τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016. Καί αὐτό γιατί ἡ ὅλη ὑπόθεση πού ἀπασχόλησε κυρίως τήν Ἱεραρχία ἦταν τό ἄν θεωροῦνται ἤ ὄχι Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι. Στήν πολύωρη καί γεμάτη ἀντεγκλήσεις συζήτηση πού πραγματοποιήθηκε ἀποφασίστηκε νά γίνει ἡ πρόταση «νά ἀντικατασταθοῦν ὅλες οἱ φράσεις πού χαρακτηρίζουν ὡς “Ἐκκλησίες” καί ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς καί τούς προτεστάντες. Ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση-πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στά πρός ἐπικύρωση κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου, ὅπου ὑπάρχει ἡ λέξη “Ἐκκλησία” καί ἀναφέρεται στούς ρωμαιοκαθολικούς καί στούς προτεστάντες, θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ καί νά γίνει “ὁμολογία” ἤ “χριστιανική κοινότητα”»84.
Τήν πρόταση αὐτή μάλιστα ἡ Ἱεραρχία ἀπεφάσισε νά τήν ὑποστηρίξει σθεναρά καί χωρίς ὑποχωρήσεις. «Ἅς μείνουμε μόνοι. Μοναδικοί κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας. Γνήσιοι ἐκφραστές»85, διεκήρυσσε ὁ Μητροπολίτης Ἠλείας, κύριος εἰσηγητής τοῦ θέματος στήν Ἱεραρχία, δίνοντας τό στίγμα αὐτῆς τῆς ἀπόφασης. Ὁ στόχος, λοιπόν, καί ἡ δέσμευση πού ἔθεσε ἡ Ἱεραρχία μέ τήν ἀπόφασή της στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς Ἀρχιερεῖς, πού συναποτελοῦσαν τήν ἀντιπροσωπεία πού τόν συνόδευε, ἦταν σαφής: νά μήν γίνεται ἀναφορά τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» σέ σχέση μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ Ἀρχιερεῖς πού μετεῖχαν στήν ἀντιπροσωπεία προχώρησαν σέ μία ὠμή παραβίαση τῆς ἐντολῆς πού εἶχαν λάβει. Λειτούργησαν μέ ἀπόλυτα ἀντισυνοδικό τρόπο, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση πού εἶχαν λάβει ἀπό τό ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ Ἱεραρχία. Κι αὐτό γιατί ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση δέν περιελάμβανε καμμία ἀπολύτως πρόβλεψη γιά τήν δυνατότητα ἀλλαγῆς τῶν προτάσεων.
Αὐτήν τήν κατάλυση τῆς συνοδικότητας, τήν παραβίαση κάθε δεοντολογίας καί κάθε ἀρχῆς δημοκρατικῆς ἐκπροσώπησης, ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος τήν θεωρεῖ καί τήν προβάλλει ὡς ἔνδειξη ἑνότητας! Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη, «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά πορευθεῖ ἑνωμένη, νά συνθέσει τίς ἀπόψεις τῶν προσώπων πού τήν ἀπαρτίζουν καί νά συμβάλει στή σαφήνεια καί τήν αὐθεντικότητα τῆς διατύπωσης τοῦ μηνύματος τῆς Ὀρθοδοξίας»86.
Ὁ ἴδιος Μητροπολίτης, ἄλλωστε, σέ ἄρθρο του στήν ἐφημερίδα Καθημερινή, λίγες μέρες πρίν τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἔγραφε, μεταξύ ἄλλων, ὅτι «... οἱ ἀποφάσεις θά ληφθοῦν, ὅπως ἡ παράδοσή μας ὁρίζει: “Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν”. Τίς ἀποφάσεις, ὅμως, τίς παίρνουν οἱ παρόντες»87. Αὐτή εἶναι μιά δήλωση πού ἐπιδέχεται πολλές ἑρμηνεῖες καί γεννᾶ πολλά ἐρωτηματικά. Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 δέν ἦταν «ὅπως ἡ παράδοσή μας ὁρίζει»; Δέν ἦταν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» οἱ προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας, πού παραβιάστηκαν στήν Κρήτη;
Καί τελικά ἄν «τίς ἀποφάσεις τίς παίρνουν οἱ παρόντες» (ἐνν. στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης), ὅπως ὑποστηρίζει ὁ κ. Ἰγνάτιος, τότε τί νόημα εἶχαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας πού προηγήθηκαν; Οἱ παρόντες, δηλαδή στήν Κρήτη, ἀντιπρόσωποι δέν ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἱεραρχία τους; Δέν ἀντιπροσώπευαν καί τούς ὑπολοίπους Ἀρχιερεῖς; Ἔχουμε, δηλαδή, ἀποκλεισμό ὅλων τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί διαχωρισμό σέ Ἐπισκόπους δύο ταχυτήτων, αὐτῶν πού θά ἀποφασίζουν καί αὐτῶν πού θά ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις; Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος, στίς προκλήσεις πού δέχτηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, ἀπήντησε ὅτι «ἐμεῖς ἔχουμε Σύνοδο 80 ἀρχιερέων»88.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά ἀναμένεται μέ τεράστιο ἐνδιαφέρον ἡ προσεχής σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ὥστε νά πληροφορηθοῦμε ὅλοι, πῶς θά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς ἡ ἀνατροπή τῆς ἀποφάσεώς τους. Τί θά πράξουν οἱ ὑπόλοιποι Ἀρχιερεῖς; Θά συνεχίσουν νά κωφεύουν καί νά ἀδιαφοροῦν; Θά συνεχίσουν νά ἀποδέχονται τά πραξικοπήματα μιᾶς ἐπισκοπικῆς ὀλιγαρχίας, πού ἐπί σειρά ἐτῶν ἐπιβάλλει συστηματικά καί μεθοδευμένα τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις κατέχοντας κατ’ ἐξακολούθηση καίριες θέσεις στίς Συνοδικές Ἐπιτροπές καί στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους; Θά συνεχίσουν νά γίνονται συνυπεύθυνοι καί συνένοχοι στά ἐγκλήματα πού συντελοῦνται κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας;
6. Ἀποτίμηση
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὄχι μόνο δέν ἀνέδειξε καί δέν προέβαλε τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως διεκήρυσσε, ἀλλά ἀντιθέτως τήν ἔθεσε σέ μία ὀδυνηρή δοκιμασία. Ἀντί νά σφυρηλατήσει τήν ἑνότητα, ἀνατροφοδότησε διχοστασίες καί ἀντιθέσεις, ἀντιπαλότητες καί ἀνταγωνισμούς. Τά πολιτικά παιχνίδια τῶν Προκαθημένων, ἄν καί δέν ἀνέδειξαν κανένα νικητή, ζημείωσαν συντριπτικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁδηγώντας την σέ μία ἔντονη ἐσωτερική περιδίνηση μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Ἡ ἀπουσία τεσσάρων Πατριαρχείων, πού πληθυσμιακά μάλιστα ἐκπροσωποῦν περισσότερους ἀπό τούς μισούς ὀρθοδόξους παγκοσμίως, ἐπέφερε θανάσιμο πλήγμα στήν εἰκόνα τῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς «Συνόδου».
Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀναλυτής Victor Gaetan «ἡ ἄρνηση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμμετάσχει στήν Σύνοδο ματαίωσε τό ὄνειρο τοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου νά προβάλει τήν ὑπ’ αὐτόν παγκόσμια ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας». Καί σημειώνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή «προκαλεῖ περισσότερα ἐρωτήματα παρά ἀπαντήσεις»89.
Τό εὔλογο καί μείζονος σημασίας ἐρώτημα πού γεννᾶται καί πού τό ὑποβάλλει ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν σχολιαστῶν, παρατηρητῶν καί ἀναλυτῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι γιατί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἐπέδειξε τόση ἐπιμονή στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς «Συνόδου».
Γιατί ἐπέμεινε νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Συνόδος–παρωδία μέ τήν συμμετοχή μιᾶς ἰσχνῆς μειοψηφίας Ἀρχιερέων, πού δέν ἀντιπροσώπευσαν οὔτε στό ἐλάχιστο τό Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, πού δέν εἶχαν κἄν δικαίωμα ψήφου καί ἀδιαφόρησαν πλήρως γιά τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὀρθόδοξο πλήρωμα;
Γιατί ἐπέμεινε τόσο πολύ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος–τραγέλαφος, ὅπου ἄλλοι ἀρνήθηκαν νά προσέλθουν, ἄλλοι διετύπωσαν σοβαρές ἐπιφυλάξεις, ἄλλοι ἀρνήθηκαν νά ἀποδεχθοῦν καί νά ὑπογράψουν τά Κείμενα πού ἀποφασίστηκαν καί ἄλλοι ὑπέγραφαν ἀντ’ αὐτῶν, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, πού ὑπέγραψε ἀντί γιά τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας του, πού ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν -χωρίς φυσικά τήν ἔγκρισή τους- καταλύοντας κάθε ἀρχή δημοκρατικῆς ἔκφρασης καί ἐκπροσώπησης, ἀκόμη καί μέ τήν κοσμική της ἔννοια;
Γιατί ἐπέμεινε τόσο πολύ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς «Συνόδου», πού ἀμαύρωσε τήν εἰκόνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐξέπεμψε διχαστικά μηνύματα καί λειτούργησε διαλυτικά ἐπηρεάζοντας ἀρνητικά τήν συνοχή μεταξύ τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν;
Καί τελικά γιατί προτίμησε νά ὑποστεῖ μία τέτοια στρατηγική ἥττα, γιατί ἀποδέχτηκε τόν ἐπικοινωνιακό αὐτοχειριασμό καί τήν κατάρρευση ἑνός τόσο μεγαλεπίβουλου σχεδιασμοῦ, πού ἐπί μισό τουλάχιστον αἰώνα πρωτοστατοῦσε στήν ὀργάνωση καί τήν ἐκπλήρωσή του;
Ἡ ἀπάντηση, μετά ἀπό ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀναπτύξει, εἶναι προφανής. Οἱ στόχοι τῆς «Συνόδου» ἦταν ἄλλοι∙ ἦταν αὐτοί πού περιγράψαμε ἀναλυτικά καί ἡ ἐπίτευξη τῶν ὁποίων προετοιμαζόταν μέ ἐπιμέλεια, μεθόδευση καί πονηρία, ἐπί ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια καί ἰδιαίτερα τήν τελευταία πεντηκονταετία∙ ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς «ἐκκλησιῶν», ἡ ἐπίσπευση τῶν διαδικασιῶν πρός τήν τελική «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» καί διά τοῦ «κοινοῦ Ποτηρίου», ἡ ὁποία εἶναι προαποφασισμένη, καί ἡ ἰσχυροποίηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου, ἄνευ ἴσων, μέσα στήν Ὀρθοδοξία.
Καί ὅπως ἀποδείχθηκε, μπροστά στήν ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν κυρίαρχων καί στρατηγικῶν γιά τούς οἰκουμενιστές στόχων, ὅλα τά ἄλλα τίθενται σέ δεύτερη μοίρα. Ὅπως τέθηκε σέ δεύτερη μοίρα, ἀγνοήθηκε καί ἀπορρίφθηκε ἡ ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγιοπνευματική ὀρθόδοξη θεολογία μας. Ὅπως ἀγνοήθηκαν καί καταπατήθηκαν μία σειρά ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, πού ἔχουν καταδικάσει ἀπερίφραστα, ὡς αἱρετικές, ποικίλες πλάνες, τίς ὁποῖες πρεσβεύουν, ἀκόμη καί σήμερα, ὅλοι αὐτοί -παπικοί καί προτεστάντες- πού ἀναγνωρίστηκαν ὡς «ἐκκλησίες» ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Γι’ αὐτό καί παρατηρεῖ πολύ εὔστοχα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, «ἡ παραθεώρηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τούς ἁγίους αὐτούς, γιά νά βρεθοῦν μερικά κοινά σημεῖα μέ τόν δυτικό Χριστιανισμό, εἶναι προδοσία τῆς πίστεως. Δέν μπορῶ νά βρῶ ἄλλον εὐγενέστερο χαρακτηρισμό»90.
Παραθέτουμε ἐνδεικτικά μόνο κάποιες ἀπό αὐτές τίς Συνόδους, πού καταπατήθηκαν ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης:
Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (381) ἀπαγόρευσε τίς προσθαφαιρέσεις στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τήν ἀπαγόρευση αὐτή ἐπαναλαμβάνουν καί ὅλες οἱ μετέπειτα Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (879-880) ἐπί Μεγάλου Φωτίου, κατεδίκασε ρητά τίς παπικές αἱρέσεις τοῦ Filioque καί τοῦ πρωτείου. Ἡ Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (1341-1351) κατεδίκασε τίς παπικές πλάνες περί κτιστῆς χάριτος καί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (649) καί ὅλες οἱ Τοπικές Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 867, 1009, 1054, 1089, 1170, 1273, 1282, 1285, 1484, 1642, 1722, 1727, 1755, 1838 καί 1895. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1324 ἐν Νυμφαίῳ, τοῦ 1441 ἐν Ρωσίᾳ, τοῦ 1443 ἐν Ἱεροσολύμοις. Ἡ Ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίο τόν Θ΄ τό 1848 καί τό Πανορθόδοξο Συνέδριο στήν Μόσχα τό 1948.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας πού νά μήν καταδικάζει τόν παπισμό. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας πατέρας καί σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας, ἀπό τούς παλαιότερους μέχρι καί τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, πού νά μήν καταδικάζει τίς παπικές πλάνες. Εἶναι ὁμόφωνη, ὁμόθυμη καί διαχρονική ἡ ἀπόρριψη καί ἡ καταδίκη τῶν δοξασιῶν τοῦ παπισμοῦ. Ὅλες αὐτές τίς Συνοδικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας διαχρονικά παραβίασε καί κατεπάτησε βάναυσα ἡ «Σύνοδος»τῆς Κρήτης.
Υποσημειώσεις:
42. Καθ. Δ. Τσάκωνα, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, σελ. 95.
43. “Council coming for Orthodox”, interview by Desmond O’ Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977. Βλ. καί π. Πέτρου Heers (Χίρς), Ἀπό τήν Β΄ Βατικανή (1965) στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο (Κρήτη 2016), http://www.romfea.gr/images/hirs.pdf
44. Βλ. σχ. π. Πέτρου Heers, Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας, http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html.
45. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα 23ου, http://www.kathimerini.gr/806488/article/epikairothta/kosmos/h-eklogh-toy-papa-iwannh-23oy
46. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα 23ου, ὅ.π.
47. Βλ. σχ. Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, Πρακτικά Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.
48. Βλ. σχ. π. Πέτρου Heers, Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας, http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html.
49. π. Πέτρου Heers, ὅ.π.
50. Κείμενο Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στό Porto Alegre, Φεβρουάριος 2006.
51. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 10.
52. Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου, Ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἄλλους χριστιανούς, http://panorthodoxcemes.blogspot.gr/2016/06/2007.html
53. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 10-11.
54. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 11.
55. Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, Ἐπιστολή πρός τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφορικά μέ τήν Μεγάλη Σύνοδο, ἀριθ. πρωτ. 755, 16-2-2016
56. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «ἄλλοι», Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Θείας λατρείας καί Ποιμαντικοῦ Ἔργου, Πεντέλη, 4.6.2010.
57. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world
58. Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τάς λοιπάς χριστιανικάς ἐκκλησίας και ὁμολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν Πανορθοδόξων ἀποφάσεων, http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/08
59. Ἀβύδου Κυρίλλου, Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον, http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia
60. Στυλιανοῦ Τσομπανίδη, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Οἰκουμενική Κίνηση: Μιά ἐκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/17.
61. Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου, Συνέντευξη στόν δημοσιογράφο κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο, http://flashnews.gr/post/272241/apokleistikh-synenteyksh-toy-ep-xristoypolews-sto-flashnews-meros-a
62. Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας, Ἐναρκτήρια Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 19 Ἰουνίου 2016, https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-anastasios
63. Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, Ἐναρκτήρια Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 19 Ἰουνίου 2016, https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-chrysostomos
64. Γιώργου Βλαντῆ, Ὁ φόβος μπροστά στό Πνεῦμα, Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί οἱ φονταμενταλιστές, http://fanarion.blogspot.gr/2016/06/blog-post_78.html
65. http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/6311-i-ixiri-apantisi-tis-athinas-sto-fanari
66. Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ.φ. 1064, 25.2.1994.
67. Ἐπιστολή Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, 12/25 Μαΐου 2016.
68. Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ.φ. 426, 10-10-1980.
69. ὅ.π., ἀρ.φ. 440, 16-1-1981.
70. ὅ.π., ἀρ.φ. 772, 15-1-1988.
71. ὅ.π., ἀρ.φ. 1067, 18-3-1994.
72. ὅ.π., ἀρ.φ. 1154, 22-12-1995.
73. Συνέντευξη στόν Δημοσιογράφο Γιῶργο Τράγκα, στήν ἐκπομπή «Χωρίς ἀναισθητικό», https://www.youtube.com/watch?v=2Sg6uZnPtFw
74. Ἀνακοινωθέν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 16/10/2009, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/anakoinothenta.asp?id=1120&what_sub=announce
75. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, http://www.parembasis.gr/images/anakoinoseis/2016/NAYPAKTOY_DIS_PARATHRHSEIS_M_SYNODO-MAR2016.pdf
76. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π.
77. http://www.ecclesia.gr/epikairotita/main_epikairotita_next.asp?id=1819
78. Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, https://www.holycouncil.org/-/procedures
79. Συνέντευξη Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, http://www.lastampa.it/2016/06/07/vaticaninsider/eng/inquiries-and-interviews/the-panorthodox-council-is-an-historic-event-no-one-must-be-absent-WTlAVSXZ3omyacCGvpoJiO/pagina.html
80. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γιατί δέν ὑπέγραψα τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4555-2016-06-30
81. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π
82. Μαρία Αντωνιάδου, Ὁλονύκτιο «παζάρι» γιά τή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=810672
83. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π.
84. Μαρία Ἀντωνιάδου, Τό παρασκήνιο τῆς Συνόδου πού ἐξόρισε τούς Καθολικούς, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=803331
85. ὅ.π., http://www.tovima.gr/society/article/?aid=803331
86. Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνατίου, Ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἀρχή, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=812280
87. Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνατίου, Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, http://www.kathimerini.gr/863416/opinion/epikairothta/politikh/h-panor8odo3os-synodos
88. http://orthodoxia.info/news/%CE%B1%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7/
89. Victor Gaetan, Pan-Orthodox Council: Russian Absence Saves Ecumenical Patriarchate’s Status — for Now, http://www.ncregister.com/daily-news/pan-orthodox-council-russias-absence-saves-patriarchate-of-constantinoples/
90. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Λίγο πρίν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-240/4530-2016-06-11-amsoe
Σέ μυστικές συναντήσεις του μέ ἐκπροσώπους τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ ἀποκαλύπτει τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας»42, δηλώνει. Στίς 25 Ἰανουαρίου 1959 ἐξαγγέλλεται ἡ πραγματοποίηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου πραγματοποιοῦνται σέ 178 συνεδριάσεις καί διαρκοῦν τέσσερα ἔτη (1962-1965).
Τό 1961, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συγκαλεῖ στήν Ρόδο τήν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη. Θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλες Πανορθόδοξες (1961, 1963, 1964, 1968), καθώς καί Προσυνοδικές Διασκέψεις (1976, 1982, 1986, 2009, 2015), πού τηροῦν τήν ἴδια μεθοδολογία μέ αὐτή τῆς Β΄ Βατικανῆς. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὡς Μητροπολίτης Φιλαδελφίας, ἀπό τό 1977 ἀκόμη, ἀπεκάλυπτε τόν χαρακτήρα τῆς σχεδιαζόμενης τότε Συνόδου σέ συνέντευξή του στό Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό The National Catholic Reporter, ὅπου δήλωνε ὅτι: «οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου ΚΓ΄, νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Σύνοδος θά σημάνει, ἐπίσης, τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή χριστιανικές θρησκεῖες καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτό σημαίνει μία νέα στάση ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ Βουδισμοῦ, τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ καί ὅσον ἀφορᾶ τίς ἐπιδιώξεις γιά ἀδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις ... μέ ἄλλα λόγια θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»43!!!
Αὐτοί ἦταν ἐξ ἀρχῆς οἱ στόχοι, αὐτή ἦταν ἡ φιλοσοφία, αὐτό ὑπηρέτησε καί αὐτό παρήγαγε ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Εἶναι ἐκκλησιολογικά ἀπαράδεκτο καί ὑπερβαίνει κάθε ἐκκλησιαστική λογική νά διατυπώνονται τέτοιες ἀντορθόδοξες θέσεις ἀπό ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, πού κατέχει μάλιστα τό κορυφαῖο ἀξίωμα στήν Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι πραγματικά ὀδυνηρό καί ἀδιανόητο, ἀλλά αὐτό πού ὁ κ. Βαρθολομαῖος ὁραματιζόταν ὡς «τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομόνωσης», δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό τέλος στήν πιστότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας(!)∙ τό τέλος στήν ἁγιοπνευματική παράδοση καί ἐμπειρία(!). Εἶναι ἡ πραγματική «ἀπομόνωση» ἀπό τήν ζῶσα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.!!!
Ἀνάλογες θέσεις ἐπιβεβαιώνουν τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία, περί Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη καί ἀποκαλύπτουν τόν εἰσηγητή πάσης πονηρίας...
1. Ἡ αἵρεση τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας
Ἡ μεγαλύτερη ἀλλαγή τήν ὁποία ἔπρεπε νά ἐπιβάλουν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» ἦταν ἡ ἀναγνώριση, ἑκατέρωθεν, τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Ἔπρεπε, δηλαδή, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νά ἀναγνωρίσουν τούς Ὀρθοδόξους ὡς Ἐκκλησία καί ἀντίστροφα οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναγνωρίσουν, ὡς Ἐκκλησία, τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Γιά τόν σκοπό αὐτό «ἀνακαλύφθηκε» καί ἐπιβλήθηκε μία νέα ἐκκλησιολογία, οἰκουμενιστικῆς προελεύσεως καί προδιαγραφῶν. Γιά τήν θεμελίωση αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, μάλιστα, προηγήθηκε καί ἡ ἀπαραίτητη στροφή ἀπό τόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐπιστροφῆς» στόν «οἰκουμενισμό τῆς ἐνσωμάτωσης»44.
Ὡς τελευταία κίνηση, πρίν τήν συγκεκριμένη στροφή, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ πρώτη, μετά τήν ἐκλογή του, ραδιοφωνική ὁμιλία τοῦ Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1958, καί ἡ πρόσκληση πού ἀπηύθυνε πρός τούς Ὀρθοδόξους νά ἐπιστρέψουν «στόν οἶκο τοῦ κοινοῦ μας Πατρός». «Προσευχόμαστε, ἔλεγε, νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἰκειοθελῶς, καί εἴθε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά γίνει τοῦτο πολύ σύντομα...»45. Αὐτό τό «κάλεσμα σέ ἐπιστροφή» φάνηκε νά ἐνόχλησε τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος στό πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του τοῦ 1959 ἀνέφερε ὅτι ἡ προσέγγιση τῶν δύο «Ἐκκλησιῶν» θά πρέπει νά γίνει «ἐν πνεύματι ἰσότητος, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας πνευματικῆς καί ἀλληλοσεβασμοῦ»46.
Τήν ἑπόμενη διετία, τό κλίμα διαμορφώθηκε κατάλληλα καί μέ τήν Β΄ Βατικανή, πού ἀκολούθησε, θεμελιώθηκε ὁ «οἰκουμενισμός τῆς ἐνσωμάτωσης»47 καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Βατικανοῦ. Ὁ «οἰκουμενισμός τῆς ἐνσωμάτωσης» βασίζεται στήν θεωρία πού ἀνέπτυξε τό 1939 ὁ Γάλλος Δομινικανός θεολόγος Congar. Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αὐτή κάποια αὐτόνομα ἐκκλησιαστικά «στοιχεῖα», ὅπως εἶναι τό Βάπτισμα, μποροῦν νά ἀποσπῶνται ἀπό τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά νά συνεχίζουν νά παρέχουν τήν χάρη καί νά «”ἐπιφέρουν στήν ψυχή τοῦ σχισματικοῦ χριστιανοῦ μία πνευματική ἐνσωμάτωση (voto) στήν Ἐκκλησία”, καθιστώντας τόν σχισματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας»48.
Ὁ θεολόγος καί ἑρμηνευτής Johannes Feiner μᾶς δίνει μία σαφή περιγραφή αὐτῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας (communio) τῆς Β΄ Βατικανῆς: «ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς μία “communio” ἤ “μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τήν μορφή μίας κοινωνίας, ἡ ἑνότητα τῆς ὁποίας ἔχει ἐπέλθει ἀπό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες, εἶναι ἀνοιχτή ἡ πιθανότητα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρόντα ἀκόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες ἐκτός τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας καί νά μποροῦν νά προσδίδουν σ’ αὐτές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα Ἐκκλησίας. Συνεπῶς ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι παροῦσα ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι πράγματι παροῦσα”»49.
Στά ἴδια ἀκριβῶς πρότυπα καί στήν ἴδια φιλοσοφία στηρίχτηκε καί ἡ πολύχρονη προπαρασκευή τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία καθιέρωσε αὐτή τήν νέα ἐκκλησιολογία καί στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
2. Κύρια σημεῖα τῆς νέας Ἐκκλησιολογίας
Ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία στηρίζεται στήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως, ἢ ἕνα μέρος αὐτῆς, διασώζεται καί σὲ ἄλλες χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Ἀναιρεῖται, ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας∙ ἀναιρεῖται ἡ ταυτότητα καί ἡ αὐτοσυνειδησία της.
Μέ τήν ἀποδοχή τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε τήν ἐπέκταση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά μήν ταυτίζεται ἀποκλειστικά μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Φτάνουμε, ἔτσι, νά διακηρύσσουμε καί νά ὁμολογοῦμε, ἀπό κοινοῦ μέ τήν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί ἀμφιλεγόμενων κοινοτήτων τοῦ ΠΣΕ, ὅτι «κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»50.
Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ νέα ἐκκλησιολογία περικλείει ταυτόχρονα ὅλες τίς δυτικογενεῖς ἀντορθόδοξες θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας, περί διηρημένης ἐκκλησίας, τήν θεωρία τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καί τήν μεταπατερική θεολογία.
Τήν πρώτη ἐπίσημη θεμελίωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας ἔχουμε στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καί συγκεκριμένα στό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ὅπου ὑπάρχει εἰδικό κεφάλαιο μέ τίτλο «Οἱ σχέσεις τῶν χωρισμένων ἀδελφῶν μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία». Ἐκεῖ ἀναφέρεται συγκεκριμένα: «Μέσα σ’ αὐτή, τή μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐμφανίσθηκαν ἀπό μιᾶς ἀρχῆς μερικά σχίσματα, τά ὁποῖα ἀποδοκιμάζει αὐστηρά καί καταδικάζει ὁ Ἀπόστολος· κατά τούς ἑπόμενους αἰῶνες προκλήθηκαν εὐρύτερα σχίσματα, καί ὁλόκληρες Κοινότητες ἀποχωρίστηκαν ἀπό τήν ὁλοκληρωτική κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μερικές φορές ὄχι χωρίς ἀνθρώπινη ἐνοχή καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Ὅσοι γεννιοῦνται σήμερα σ’ αὐτές τίς Κοινότητες καί ζοῦν ἐκεῖ τήν πίστη τους στό Χριστό δέν εἶναι δυνατό νά κατηγορηθοῦν γιά τό ἁμάρτημα τοῦ σχίσματος καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία τούς ἀγκαλιάζει μέ ἀδελφικό σεβασμό καί στοργή»51.
Εἶναι πραγματικά ἐντυπωσιακή ἡ πιστότητα μέ τήν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές ἀντιγράφουν τήν Β΄ Βατικανή γιά τήν καθιέρωση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας καί στήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, ταυτισμένος ἀπόλυτα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Κάτι αὐτονόητο, πού ὅμως εὔκολα παραθεωροῦν ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὅτι οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι δέν ἐπέλεξαν, μέ διάθεση νά προσχωρήσουν σέ αἵρεση, τή χριστιανική ὁμολογία στήν ὁποία σήμερα ἀνήκουν, ἀλλά γεννήθηκαν σέ χώρα στήν ὁποία ἐπί αἰῶνες ἡ ὁμολογία αὐτή ἐπικρατεῖ. Π.χ. ὁ Νορβηγός στή Λουθηρανή Ἐκκλησία, ὁ Σκωτσέζος στήν Πρεσβυτεριανή. Πῶς τούς κρίνουμε διότι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι;»52
Τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» θεμελιώνει, ἐπίσης, τήν βαπτισματική θεολογία καί τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Ἀναφέρει συγκεκριμένα: «Πραγματικά, ὅσοι πιστεύουν στό Χριστό καί ἔλαβαν ἔγκυρα τό βάπτισμα βρίσκονται σέ κάποια κοινωνία μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι ἀτελής... Ὡστόσο, ἔχοντας λάβει στό βάπτισμα τή δικαίωση ἀπό τήν πίστη, εἶναι ἐνσωματωμένοι στό Χριστό, καί ἑπομένως δίκαια φέρουν τό χριστιανικό ὄνομα καί πολύ σωστά ἀναγνωρίζονται ἀπό τά παιδιά τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας σάν ἀδελφοί “ἐν Κυρίῳ”»53.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου διατάγματος ἀναφέρεται: «...Δέν εἶναι ἐπίσης λίγες οἱ ἱερές πράξεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, πού τελοῦνται ἀπὸ τούς χωρισμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖες μέ διαφόρους τρόπους, ἀνάλογα μέ τὴ διαφορετική κατάσταση κάθε Ἐκκλησίας ἢ Κοινότητας, μποροῦν ἀναμφισβήτητα νὰ μεταδίδουν πραγματικά τὴ ζωὴ τῆς χάρης, καὶ πρέπει νὰ ἀναγνωριστοῦν ἱκανές νά ἀνοίγουν τὴν εἴσοδο πρός τήν κοινωνία τῆς σωτηρίας»54.
Οὐσιαστικά, ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος ἔθεσε, ἀπό τήν πλευρά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τά θεμέλια γιά τήν ἕνωση τῶν παπικῶν ἰδιαιτέρως μέ τούς Ὀρθοδόξους θέτοντας ὡς ἐμπροσθοφυλακή τόν νέο Οἰκουμενισμό. Ἡ ἴδια βάση τέθηκε καί ἀπό τούς ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές σέ ὅλη τήν μακροχρόνια προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου.
3. Ἡ πορεία πρός τήν ἐκκλησιολογική ἐκτροπή
Σταθερός στόχος ὅλης αὐτῆς τῆς προπαρασκευῆς ἦταν ἡ σταδιακή ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί ἡ ἀντικατάστασή της μέ τήν νέα ἐκκλησιολογία πού προαναφέραμε. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου ἦταν ἀπαραίτητο νά πραγματοποιηθοῦν κάποια συγκεκριμένα βήματα. Σέ γενικές γραμμές τά βήματα αὐτά εἶναι:
α) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας,
β) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί αὐτοσυνειδησίας,
γ) ἡ προσαρμογή τους πρός τήν κατεύθυνση τῆς προσεγγίσεως καί τῆς ἑνώσεως μέ τούς ἑτεροδόξους, πού εἶναι καί τό τελικό ζητούμενο,
δ) ἡ ἀποδοχή τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσματος, σέ πρώτη φάση, καί συνολικά τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καί τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων.
Πάνω σέ αὐτούς τούς κεντρικούς ἄξονες κινήθηκε ἡ πολυετής προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου. Στό διάστημα αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «... τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον συνεκάλεσε τέσσαρας Πανορθοδόξους Διασκέψεις ... διά νά προβληθοῦν τά καθιερωμένα κανονικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων τῆς σχέσεως αὐτῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»55.
Ἡ ἀνάγκη αὐτή γιά ἕναν σαφή καί ξεκάθαρο ἐπανακαθορισμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού θά πρέπει νά λάβει καί πανορθόδοξη ἔγκριση, τονίζεται ἀπό τούς οἰκουμενιστές. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει πώς «πρέπει ἡ Ὀρθοδοξία, αὐτή πρώτη καί μέ δική της εὐθύνη, νά ξεκαθαρίσει τίς θέσεις της καί τίς τοποθετήσεις της στό χῶρο αὐτό τῶν σχέσεών της πρός τούς ἔξω, ὥστε νά μή χωροῦν ἀμφιβολίες, νά μήν ὑπάρχουν ἀμφιλογίες, νά μή γεννῶνται ὑποψίες στούς ἄλλους γιά τίς ἀπόψεις της, νά εἶναι ἀναμφίλεκτες καί ἀπό κοινοῦ εἰλημμένες οἱ ἀποφάσεις πού θά παίρνονται καί νά ἀπηχοῦν πανορθόδοξη συναίνεση καί ἀποδοχή. Μόνο ἔτσι θά καταστήσουμε ἀκουστή καί σεβαστή τή φωνή μας»56.
Στό ἄρθρο 20 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀναφέρεται: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως»57.
«Διά τῆς παρούσης παραγράφου», παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί “κατ’ οἰκονομίαν” ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας»58!
Μέ τόν ὅρο «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τῆς παραγράφου 20 δέν ἐννοεῖται, βεβαίως, ἡ δισχιλιετής ἁγιοπνευματική, ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αὐτή πού διαμορφώθηκε κατά τόν τελευταῖο αἰώνα στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως καί κυρίως τά τελευταῖα 50 χρόνια.
Αὐτή ἡ νέα «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προϋποθέτει ἐκ τῶν πραγμάτων καί τήν ἀποδοχή καί καθιέρωση τῆς ἀντορθόδοξης βαπτισματικῆς θεολογίας κι αὐτό γιατί ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἔχει ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους.
Μέ βάση αὐτή τήν ἴδια οἰκουμενιστική ἀντίληψψη, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλο ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»59.
Τό ἴδιο καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καί μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διαχριστιανικῶν Ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κ. Στ. Τσομπανίδης, θέτει ὡς ἕναν ἀπό τούς πρωταρχικούς στόχους τῆς Μεγάλης Συνόδου τό «νά καθορίσει πιό πειστικά καί πιό ὁριστικά τή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσα στό σύγχρονο οἰκουμενικό διάλογο καί νά πεῖ σέ αὐτούς μέ τούς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τή σχέση της μέ αὐτούς καί τί εἶναι αὐτοί γιά τήν Ὀρθοδοξία... Ἀποτελεῖ ἀποστολή τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας, μέσω τῆς προσεχοῦς Συνόδου της, νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὀρθόδοξη βούληση νά συμπορευθεῖ μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες στό δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τή χριστιανική ἑνότητα»60!
Στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καί οἱ περισσότεροι ἀπό ὅσους συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἰδιαιτέρως ὅσοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στήν περαιτέρω προώθηση καί προβολή τῶν νέων αὐτῶν ἀντιλήψεων.
Κάποιοι, μάλιστα, ἐντεταλμένοι ἀνέλαβαν νά λειτουργήσουν ὡς προπομποί, ὡς ὁμάδα κρούσεως, δημιουργώντας ἕνα συγκρουσιακό κλίμα καί ἐπιτιθέμενοι μέ προπέτεια καί ἀμετροέπεια σέ ὅσους παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ γνωστή ἐπιθετική τακτική, πού ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τήν δική της ἐνοχή προκαλώντας τήν ἐνοχοποίηση τοῦ ἄλλου. Στήν προκειμένη περίπτωση ἔχουμε τόν στιγματισμό καί τήν καταδίκη τῶν ἀντιδρώντων ὡς ζηλωτῶν, φανατικῶν, ἀκραίων, φονταμενταλιστῶν, ἐγωκεντρικῶν, ψυχοπαθῶν, ἀκόμη καί ὡς αἱρετικῶν.
Ὁ Μητροπολίτης Χριστουπόλεως κ. Μακάριος, «Εἰδικός Σύμβουλος τοῦ Πατριάρχη», σέ συνέντευξή του λίγες μέρες πρίν τήν ἔναρξη τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀναφέρει: «Μιλοῦν κάποιοι γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ... μήπως θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀσχοληθεῖ καί μέ μιά ἄλλη, νέας μορφῆς, αἵρεση, πού ἔχει δημιουργηθεῖ σήμερα, τήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ; ... Αὐτοί πού φοβοῦνται τόν Οἰκουμενισμό προσχωροῦν στήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ»61.
Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, πού στήν ὁμιλία του κατά τήν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς «Συνόδου» σημείωσε: «Ὁρισμένοι ἔθεσαν τό ἐρώτημα: Στίς μεγάλες Ὀρθόδοξες Συνόδους ἀντιμετωπίστηκε κάποια αἵρεση. Ποιά αἵρεση πρόκειται νά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἡ μεγαλύτερη αἵρεση, ἡ μητέρα τῶν αἱρέσεων, ὁ ἐγωκεντρισμός. Προσωπικός, ὁμαδικός, φυλετικός, τοπικιστικός, ἐκκλησιαστικός κ.λπ., πού δηλητηριάζει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί κάθε μορφή ἁρμονικῆς καί δημιουργικῆς συνύπαρξης»62.
Ἀλλά καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος στήν ἴδια συνεδρίαση σχολίασε γιά τούς ἀντιφρονοῦντες ὅτι «ὁ ἀγρός τῆς Ἐκκλησίας παράγει καί ζιζάνια πού ἔσπειρε ὁ ἐχθρός»63.
Ὁ μεταπατερικός θεολόγος Γεώργιος Βλαντῆς, ἐπιστημονικός συνεργάτης τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, σέ ἕνα πλεόνασμα χολῆς καί εἰρωνείας εἰς βάρος τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, γράφει γι’ αὐτούς: «ἀνίκανοι νά ζήσουν τήν Ἐκκλησία ὡς δρόμο, οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς “Ὀρθόδοξοι” φονταμενταλιστές εἶναι καταδικασμένοι νά τή βιώνουν ὡς πεζοδρόμιο... Τά πλέον κραυγαλέα σχετικά παραληρήματα χρήζουν ὄχι θεολογικῆς ἀντίκρουσης, ἀλλά ψυχιατρικῆς ἀντιμετώπισης... Σέ κάθε περίπτωση, περισσότερο ἐνδιαφέρον ἀπό τίς ἐξάρσεις τοῦ θυμικοῦ τῶν παραφρόνων καί τῶν ἀναλφάβητων παρουσιάζει μιά ὑποκρυπτόμενη αἵρεση, χαρακτηριστική τοῦ φονταμενταλισμοῦ...»64.
Μία σειρά παρόμοιων ἀναφορῶν καί σχολιασμῶν, τό ἀκατάσχετο ὑβρεολόγιο τῶν ὁποίων δέν θα μεταφέρουμε στό κείμενό μας, ἀποκαλύπτουν τό ὕφος καί τό ἦθος τῶν ἐντολοδόχων τοῦ Φαναρίου. Ἄλλωστε, οἱ ὕβρεις, οἱ πιέσεις, οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐκφοβισμοί ἀποτελοῦν πάγια τακτική του στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιφρονούντων.
Ἀναφέρουμε, ἐντελῶς ἐνδεικτικά, τήν πίεση πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀπειλή τῶν Νέων Χωρῶν καί τήν καταγγελία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὅτι «ὑπονομεύεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»65. Ἀνάλογες πιέσεις ἀσκοῦνται καί μέ ἀφορμή τήν οὐκρανική κρίση, καθώς τό Φανάρι ἐπισείει, ὡς ἀπειλή εἰς βάρος τῆς Μόσχας, τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτονομίας τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία.
Χαρακτηριστική εἶναι, ἐπίσης, ἡ δίωξη μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους λόγῳ τῆς ἐκπεφρασμένης ἀντίθεσής τους στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα καί τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ἐσχάτως, μάλιστα, ὑπάρχει ἡ πληροφορία, ὅτι ἀνάλογες πιέσεις -ὑπό τήν ἀπειλή τῆς ἄρσης τοῦ αὐτοδιοίκητου- ἀσκοῦνται καί πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου».
Δέν εἶναι, ἄλλωστε, ἡ πρώτη φορά πού τό Φανάρι ἐπιχειρεῖ νά παραβιάσει τό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ σκοπό νά φιμώσει τούς μοναχούς καί νά ἀποτρέψει τίς ἀντιδράσεις καί τόν ἔλεγχο τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐκτροπῶν του. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί τό 1994, μετά τήν προδοτική συμφωνία τοῦ Balamand, πού ξεσήκωσε θύελλα ἀντιδράσεων στό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί στό Ἅγιον Ὄρος, καθώς καί τόν διάλογο μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους. Γιά τήν καταστολή αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων τό Φανάρι ἀπέστειλε Πατριαρχική Ἐξαρχία ἀποτελούμενη ἀπό τρεῖς Μητροπολίτες μέ τήν ἀξίωση αὐτοί νά λάβουν μέρος στήν Διπλῆ Σύναξη τῶν Ἡγουμένων καί Ἀντιπροσώπων τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κάτι πού σαφῶς ἀπαγορεύεται καί παραβιάζει τό αὐτοδιοίκητο. Προχώρησε μάλιστα καί στήν ἐπιβολή ποινῶν, «ἄνευ δίκης καί ἀπολογίας», καί κήρυξε ἔκπτωτους ἀπό τό ἀξίωμά τους ἡγουμένους καί ἀντιπροσώπους Ἱερῶν Μονῶν «ἐπί ἀπειθείᾳ καί πνεύματι στασιαστικῷ ἔναντι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας»66!!
4. Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὅλα αὐτά, βέβαια, μπορεῖ, ὡς ἕνα βαθμό, νά ἐξηγοῦν τήν στάση της, ἀλλά σίγουρα δέν ἀπαλλάσσουν τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν ἀφωνία καί τήν ἐκκωφαντική σιωπή, τήν ὁποία τηρεῖ στά θέματα τῆς πίστεως καί ἡ ὁποία εἶναι διαμετρικά ἀντίθετη μέ τό ὁμολογιακό φρόνημα καί τήν μαρτυρία πού διαχρονικά ἔδιδε τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἀναμένουμε, ὅλοι, τήν στάση πού θά κρατήσει τό Ἅγιον Ὄρος σχετικά μέ τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, στήν ὁποία ἤδη παρεῖχε τήν νομιμοποίησή του μέ τήν συμμετοχή ἐκπροσώπου του σέ αὐτή, τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα. Ἀναμένουμε τήν ἀντίδραση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας στό γεγονός ὅτι ὅσες προτάσεις κατέθεσε γιά ἀλλαγή τῶν προσυνοδικῶν Κειμένων ἀπορρίφθηκαν καθ’ ὁλοκληρία ἀπό τήν «Σύνοδο».
Ποιά εἶναι τελικά ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τούς ἑτεροδόξους; Τούς ἀναγνωρίζουν ὡς «Ἐκκλησίες», σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ τούς ἀποδέχονται ὡς «χριστιανικά δόγματα καί ὁμολογίες»67, ὅπως ἀναφέρουν στήν Ἐπιστολή-Ὑπόμνημά τους τῆς 12ης/25ης Μαρτίου 2016 πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο;
Παραθέτουμε κάποια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό παλαιότερες τοποθετήσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα, οἱ ὁποῖες ἐξέφραζαν μέ ξεκάθαρο καί αὐθεντικό τρόπο τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί αὐτοσυνειδησία, πού καταστρατηγήθηκε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἀναμένουμε τήν ἐπαναβεβαίωση τῶν θέσεων αὐτῶν καί ἀπό τούς σύγχρονους ἁγιορεῖτες.
Ἀνακοινώσεις Ἁγίου Ὄρους
1980: «...ἡ παραίτησις ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καί ἡ υἱοθέτησις τῆς κακοδοξίας, ὅτι τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία δέν ἀποτελεῖ ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησία ἀλλά τά δύο ”τμήματα” αὐτῆς, ἤτοι ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ρ/Καθολικισμός,... πείθει ἡμᾶς, ὅτι ἡ κατάστασις ἔχει πολύ χειροτερεύσει καί ὅτι ἡ de facto Ἕνωσις εὑρίσκεται ἐπί θύραις, ὡς ἐσχεδίασε καί ἐπρογραμμάτισεν ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος»68.
1981: «Οἱ Ἁγιορεῖται ἔχουν γαλουχηθῆ παρά τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά φρονοῦν ὅτι ὁ Παπισμός συνιστᾷ αἵρεσιν, αἵρεσιν ὁμοίαν μέ τόν Ἀρειανισμόν...»69.
1987: «Τό Ἅγιον Ὄρος ὡσαύτως δέν συμμερίζεται τήν ἄποψιν, ὅτι ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπάρχουσιν ”Ἐκκλησίαι”. Ὑπάρχουσι μόνον κοινότητες αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὁμολογούντων πίστιν εἰς τόν Χριστόν, πλήν ὅμως ἑτέρως καθ’ ὅ ὁμολογεῖ ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἥτις εἶναι Μία, καί ταυτίζεται μέ τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Οἱ Ρ/καθολικοί εἶναι σχισματικοί καί Αἱρετικοί, ἄνευ ἐγκύρων μυστηρίων καί Θείας χάριτος»70.
1994: «Ἡμεῖς εἴμεθα ὑποχρεωμένοι, χάριν καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τοῦ σύμπαντος κόσμου, διά τούς ὁποίους ἡ ἀνόθευτος Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐσχάτη ἐλπίς, οὐδέποτε νά ἀποδεχθῶμεν ἕνωσιν, ἤ χαρακτηρισμόν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς “ἀδελφῆς Ἐκκλησίας”»71.
1995: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἴμεθα ἀδελφαί Ἐκκλησίαι, ὅταν ἔχωμεν δογματικάς διαφοράς καί ὅταν δέν ἔχωμεν μυστηριακήν κοινωνίαν; Πρόκειται διά μίαν κατάστασιν ἀντιφατικήν, πρωτοφανῆ εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ σκοπιμότης δέν δύναται νά κατανοηθῆ. Εἴμεθα δέ ὑποχρεωμένοι κατ’ ἐπιταγήν τῆς συνειδήσεώς μας νά δηλώσωμεν ὅτι δέν ἀποδεχόμεθα τήν πεπλανημένην θεωρίαν περί ”ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν”»72.
5. Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη τῆς λεγόμενης Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑπῆρξε πάντοτε φειδωλή σέ ἀνοίγματα πρός τούς ἑτεροδόξους τηρώντας σαφεῖς ἀποστάσεις ἀπό τίς παρεκτροπές τοῦ Φαναρίου. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀπαντήσει ἐξαρχῆς ἀρνητικά στήν γνωστή Πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πού ἐξέδωσε ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ καί ἀπέστειλε πρός ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζητώντας τίς ἀπόψεις τους γιά τό ἄν μπορεῖ νά προχωρήσει τό ζήτημα τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». Σθεναρή ὑπῆρξε καί ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου) στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τήν δεκαετία τοῦ 1960, μέ τόν ὁποῖο ἦρθε σέ σφοδρή ἀντιπαράθεση. Ἐξίσου παραδοσιακή ὑπῆρξε καί ἡ στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν σύγκρουσή του μέ τήν Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλῆ γιά τήν ἵδρυση Νουντσιατούρας (πρεσβείας τοῦ Βατικανοῦ) στήν Ἀθήνα τό 1979.
Ἱστορικό, ὅμως, ἔμεινε τό γνωστό ἐρώτημα πού διετύπωνε κάθε φορά πού γινόταν λόγος περί «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». «Εἶναι Ἐκκλησία τό Βατικανό;»73, διερωτᾶτο, ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ἀπό τήν συνάφεια τῶν ἀπαντήσεών του ὅτι δέν ἀποτελεῖ Ἐκκλησία, ἀλλά κρατική ὀντότητα κοσμικοῦ χαρακτήρα.
Ἡ παραδοσιακή αὐτή στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄρχισε σταδιακά νά μεταβάλεται καί νά διολισθαίνει σέ οἰκουμενιστικές πρακτικές μέ ἀποκορύφωμα τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου τοῦ Β΄ στήν Ἀθήνα τό 2001 καί τήν ἀντίστοιχη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στό Βατικανό τό 2006.
Ἔχουμε, ἔτσι, σταδιακά τήν στελέχωση τῶν σχετικῶν συνοδικῶν ἐπιτροπῶν μέ οἰκουμενιστές Ἱεράρχες καί Ἀκαδημαϊκούς Θεολόγους. Τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι μέ ποιά κριτήρια ἐπιλέγονται κάθε φορά οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στούς θεολογικούς διαλόγους, στό Π.Σ.Ε. καί τίς διορθόδοξες διασκέψεις. Ὑπάρχει ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου τους καί πῶς ἀποτιμᾶται αὐτό; Τά κείμενα τῶν διαλόγων ἐγκρίνονται ἀπό τήν Ἱεραρχία; Ἀφοῦ, ὅπως προβλέπεται, ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ 2009 αὐτά «τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες»74. Ἀποτελεῖ, πραγματικά, τεράστια πρόκληση γιά τό ὀρθόδοξο αἴσθημα τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἡ ἐπιμονή πλέον τῆς Συνόδου νά ὁρίζει τούς συγκεκριμένους ἀντιπροσώπους στούς διαλόγους, ἐνῶ γνωρίζει τίς δεδομένες καί ἐκπεφρασμένες οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀποτελοῦν οἱ Μητροπολίτες Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος καί Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος.
Πολύ περισσότερο δέ αὐτό ἀποτελεῖ πρόκληση μετά καί ἀπό ὅσα διαδραματίστηκαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί τήν ἀνατροπή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν τροποποίηση τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἡ ἐξέλιξη τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀνέδειξε μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο τήν ἀπόλυτη ἀδιαφάνεια, τά στεγανά καί τήν ἐπιβολή τετελεσμένων στήν ὁποία στηρίχτηκε ἡ προπαρασκευή τῆς συγκεκριμένης «Συνόδου». Μιά δράκα ἀνθρώπων, μιά κλειστή καί ἐπιλεκτική ὁμάδα ἐκλεκτῶν, ἕνας σκληρός πυρήνας ἐμπίστων καί προθύμων, μιά ὀλιγαρχία Ἀρχιερέων καί λαϊκῶν θεολόγων κατάφερε νά ἐπιβάλει τήν θέλησή της σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία.
Εἰδικά σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν καί τό εὐσεβές πλήρωμα συνολικά ἔμειναν ἐπί σειρά ἐτῶν παντελῶς ἀπληροφόρητοι, ἀνυποψίαστοι γιά ὅλα ὅσα ἐπί δεκαετίες συντελοῦνταν ἐν κρυπτῷ. Ὅπως ἀνέφερε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «ἡ Ἐκκλησία μας δέν προετοιμάσθηκε ἐπαρκῶς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἀντίθετα μάλιστα, Ἱεράρχες πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θέματα αὐτά μᾶς καθησύχαζαν ὅτι δέν θά δημιουργηθοῦν προβλήματα στήν Ἐκκλησία ἀπό τά κείμενα. Ὅμως, ὄντως ὑπάρχουν θεολογικά προβλήματα»75. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν Μακαριώτατο ἔθετε μία σειρά ἀπό ἐρωτήματα ἀπό τά ὁποῖα προέκυπτε ὅτι δέν δόθηκαν ποτέ στούς Ἀρχιερεῖς «οἱ ἐκθέσεις τῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, καί τυχόν κατευθυντήριες γραμμές πού ἔδωσαν οἱ κατά καιρούς Διαρκεῖς Σύνοδοι πρός τήν Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων γιά τήν βελτίωση τῶν κειμένων»76.
Πρέπει, ἔστω καί τώρα, νά δοθεῖ μία ξεκάθαρη ἀπάντηση καί νά εἰπωθεῖ ὅλη ἡ ἀλήθεια. Ἄν δέν πληροφορήθηκαν ἐγκαίρως οἱ Ἱεράρχες τό περιεχόμενο τῶν κειμένων, ὅπως διατείνονται πολλοί ἀπό αὐτούς, ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτό; Ποιός εὐθύνεται πού ἀπεκρύβησαν ἀπό τήν Ἱεραρχία τόσο σημαντικά κείμενα; Ἀναζητήθηκαν εὐθύνες γιά τήν ἀπόκρυψη τῶν κειμένων; Ἄν ναί, σέ ποιόν ἀποδόθηκαν;
Ἄν ἰσχύει ἡ ἄλλη περίπτωση, ὅτι, δηλαδή, εἶχε ἐνημερωθεῖ ἐγκαίρως ἡ Σύνοδος καί γνώριζαν οἱ Ἱεράρχες τό περιεχόμενο τῶν κειμένων, γιατί δέν ἀντέδρασαν ἐγκαίρως, ὥστε νά εἶναι καί πιό ἀποτελεσματική ἡ ἀντίδρασή τους αὐτή; Γιατί δέν εἰπώθηκε οὔτε μιά λέξη γι’ αὐτό τό τόσο σημαντικό ζήτημα; Γιατί δέν ὑπῆρξε οὔτε μία δημόσια ἀναφορά, δέν γράφτηκε οὔτε ἕνα κείμενο, δέν ἐκφράσθηκε οὔτε μία ἀντίρρηση, οὔτε μία παρατήρηση, δέν εἰπώθηκε ἀπολύτως τίποτε πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι προφανές πώς ἡ ὅλη διαδικασία πού τηρήθηκε εἶχε ὡς μοναδικό σκοπό τήν διαμόρφωση καί ἐπιβολή τετελεσμένων ἀποφάσεων, ἐρήμην τῆς Ἱεραρχίας καί τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος.
Στήν διάρκεια τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς 25ης Μαΐου 2016 εἴχαμε μία ἔντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα καί μία συζήτηση σέ ὑψηλούς τόνους καί ἀντιπαραθέσεις, τό περιεχόμενο τῆς ὁποίας, φυσικά, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ. Χαρακτηριστικό τῆς ἀδιαφάνειας καί τῆς μυστικότητας πού τηρήθηκε εἶναι τό γεγονός ὅτι στά Δελτία Τύπου, τά Ἀνακοινωθέντα καί τήν Ἐγκύκλιο πρός τόν Λαό, πού ἐκδόθηκαν ἀπό τήν Ἱεραρχία, δέν ἀναφέρεται πουθενά τί ἀκριβῶς ἀποφάσισε καί ποιές ἦταν οἱ τροποποιήσεις πού θά πρότεινε στήν Μεγάλη Σύνοδο.
Οὐσιαστικά, λοιπόν, ποτέ κανείς δέν ἔμαθε ποιές ἤταν τελικά οἱ τροποποιήσεις τῶν κειμένων, πού προτάθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιά τίς ὁποῖες τόσος λόγος ἔγινε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Οἱ μόνες πληροφορίες πού ἔχουμε εἶναι ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου στά κείμενα πού ὁ ἴδιος δημοσίευσε καί ἀπό ὅσα διέρρευσαν στά ΜΜΕ.
Τό πρῶτο ἐρώτημα πού προκύπτει ἀπό τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώσεις τῆς Ἱεραρχίας εἶναι πῶς ἑρμηνεύεται ἡ φράση «ἡ τελική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας (...) θά ὑποστηριχθεῖ ἀπό τόν Μακαριώτατο κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»77.
Τί ἀκριβῶς ὑποστήριξε ὁ Μακαριώτατος στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί μέ βάση ποιά ἐπιχειρηματολογία; Ποία ἦταν ἡ θεολογική βάση πάνω στήν ὁποία ἐπρόκειτο νά στηρίξει τήν ἐπιχειρηματολογία του; Ἀναπτύχθηκε ποτέ ἐπαρκῶς αὐτή ἡ ἐπιχειρηματολογία;
Καί τό ἄλλο σημαντικό ἐρώτημα εἶναι ἄν οἱ Ἱεράρχες πού μετεῖχαν στήν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχαν υἱοθετήσει πραγματικά καί ἀποδέχονταν τίς τροπολογίες πού ἀνέλαβαν νά ὑποστηρίξουν ἤ ἄν, κάποιοι ἀπό αὐτούς, ἁπλά ἀναδιπλώθηκαν γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων ὅτι οἱ τροπολογίες αὐτές δέν θά γίνονταν τελικά δεκτές στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.
Σύμφωνα, ἄλλωστε, μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Συνόδου, «... αἱ μή ὁμοφώνως ἀποδεκταί γενόμεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται»78.
Συμβιβασμός καταδικασμένος νά ἀποτύχει
Σέ κάθε περίπτωση, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ξεκάθαρο ὅτι ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦσε οὐσιαστικά μία κίνηση τακτικῆς καί ἕναν συμβιβασμό, πού ἐπεχείρησε νά ἑνώσει τά διεστῶτα καί νά συνθέσει τίς ἀντίθετες ἀπόψεις πού εἶχαν κατατεθεῖ ἀπό πολλούς Ἱεράρχες. Ἐπρόκειτο, ἐπίσης, γιά μία προσπάθεια κατευνασμοῦ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων μεταξύ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό σωρεία ἄρθρων, ἀνακοινώσεων, ἐπιστολῶν, ἐντύπων κ.ἄ.
Εἶναι ὅμως γνωστό ὅτι στά θέματα τῆς πίστεως δέν μπορεῖ νά γίνει συμβιβασμός. Γι’ αὐτό καί εἶχε τονιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» θά ἔπρεπε νά ἀπορριφθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου, καθώς ἦταν ἐκ θεμελίων προβληματικό καί δέν ἐπιδεχόταν βελτιώσεις.
Κατά συνέπεια, ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένη σέ ἀποτυχία. Θά μποροῦσε, ὅμως, κάποιος καλόπιστα νά παρατηρήσει ὅτι, παρά ταῦτα, ἡ Ἱεραρχία εἶχε τήν πρόθεση καί τήν διάθεση νά ἐπιφέρει βελτιώσεις στό κείμενο. Εἶναι, ὅμως, ἔτσι;
Ἡ ὑπονόμευση ἐκ τῶν ἔσω
Ἐλάχιστες ἡμέρες μετά τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά προτείνει τροποποιήσεις στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ Συνοδικός της Ἀντιπρόσωπος στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἔδωσε, στίς 7-6-2016, συνέντευξη στήν ἰταλική ἐφημερίδα La Stampa (στήν ἠλεκτρονική της ἔκδοση). Ἐκεῖ, μεταξύ ἄλλων, ὁ δημοσιογράφος Andrea Tornielli τοῦ ζήτησε νά σχολιάσει τίς πληροφορίες ὅτι μερικοί Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ζητοῦν νά ἀκυρωθεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» για τούς «Καθολικούς» καί τοῦ ἀπευθύνει τήν ἐρώτηση: «Ἀλλά, μέχρι στιγμῆς, οἱ Καθολικοί ἔχουν θεωρηθεῖ μιά ἀληθινή Ἐκκλησία γιά τούς Ὀρθόδοξους, δέν εἶναι ἔτσι;». «Βέβαια, ἔτσι εἶναι», ἀπαντᾶ ὁ Σεβασμιώτατος κ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «ἡ Καθολική Ἐκκλησία θεωρεῖται πάντα μιά Ἐκκλησία. Ἡ πρόταση γιά τήν ὁποία μιλᾶτε εἶναι, ἀπό ὁρισμένους συντηρητικούς, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά βάλουν στό ἴδιο ἐπίπεδο τίς δύο Ἐκκλησίες. Ἀλλά, πιστεύω, ὅτι θά εἶναι δύσκολο νά περάσει. Ὑπάρχουν πολλοί ἄλλοι πού δέν δέχονται αὐτή τήν τροπολογία»79.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀμέσως μετά τήν ὑποτιθέμενη ὁμοφωνία τῆς Ἱεραρχίας γιά τίς προτεινόμενες τροποποιήσεις, ὁ ἴδιος ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς Προσυνοδικές Διασκέψεις ἀποστασιοποιεῖται ἐπίσημα ἀπό τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας του. Στιγματίζει ὡς «συντηρητικούς» συνεπισκόπους του καί σπεύδει νά καθησυχάσει τό παπικό ἀναγνωστικό κοινό ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν θά ἐγκριθεῖ στήν Κρήτη. Προδικάζει δέ ὁ ἴδιος καί προαναγγέλλει τήν ἀπόρριψη τῆς πρότασης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ ἀνατροπή τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας
Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, δέν ἄργησαν νά πέσουν οἱ μάσκες καί νά ἀποκαλυφθεῖ τό ἀληθινό πρόσωπο τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, μέλους τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριµένο κείµενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιά τήν ὀνοµασία τῶν Ἑτεροδόξων... Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας µας τήν Παρασκευή τό µεσηµέρι ἀποφασίσθηκε νά παραµείνουµε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων” ἤ “ἄλλων Χριστιανῶν” ἤ “µή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν”»80.
Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συνῆλθε καί πάλι τό πρωί τοῦ Σαββάτου, ὅπου προτάθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο νά κατατεθεῖ μία νέα πρόταση, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν»81.
Σύμφωνα μέ ὅσα διέρρευσαν στά ΜΜΕ «εἶχε προηγηθεῖ ἕνα ὁλονύκτιο “παζάρι” μεταξύ τῶν Μητροπολιτῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»82. Σ’ αὐτές τίς ὁλονύκτιες διεργασίες συμμετεῖχαν καί ὁ Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ μέ τόν Καθηγητή κ. Βλάσιο Φειδᾶ, οἱ ὁποῖοι φέρονται καί ὡς συντάκτες τῆς νέας πρότασης πού ἀνέτρεψε τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας.
Στήν ψηφοφορία πού ἀκολούθησε ὑπερψηφίστηκε αὐτή ἡ νέα πρόταση ἀπό ὅλους τούς παρόντες, πλήν τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος διαφώνησε καί ἀποφάσισε νά μήν ὑπογράψει τό κείμενο καί νά ἐπέχει ἀπό τήν «περαιτέρω συζήτηση τοῦ θέματος χάριν τῆς ἑνότητος»83.
Αὐτό πού συνέβη τελικά στήν Κρήτη ἦταν ἡ πλήρης ἀνατροπή τόσο τῆς οὐσίας ὅσο καί τοῦ συνολικοῦ πνεύματος τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016. Καί αὐτό γιατί ἡ ὅλη ὑπόθεση πού ἀπασχόλησε κυρίως τήν Ἱεραρχία ἦταν τό ἄν θεωροῦνται ἤ ὄχι Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξοι. Στήν πολύωρη καί γεμάτη ἀντεγκλήσεις συζήτηση πού πραγματοποιήθηκε ἀποφασίστηκε νά γίνει ἡ πρόταση «νά ἀντικατασταθοῦν ὅλες οἱ φράσεις πού χαρακτηρίζουν ὡς “Ἐκκλησίες” καί ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τούς ρωμαιοκαθολικούς καί τούς προτεστάντες. Ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση-πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στά πρός ἐπικύρωση κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου, ὅπου ὑπάρχει ἡ λέξη “Ἐκκλησία” καί ἀναφέρεται στούς ρωμαιοκαθολικούς καί στούς προτεστάντες, θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ καί νά γίνει “ὁμολογία” ἤ “χριστιανική κοινότητα”»84.
Τήν πρόταση αὐτή μάλιστα ἡ Ἱεραρχία ἀπεφάσισε νά τήν ὑποστηρίξει σθεναρά καί χωρίς ὑποχωρήσεις. «Ἅς μείνουμε μόνοι. Μοναδικοί κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας. Γνήσιοι ἐκφραστές»85, διεκήρυσσε ὁ Μητροπολίτης Ἠλείας, κύριος εἰσηγητής τοῦ θέματος στήν Ἱεραρχία, δίνοντας τό στίγμα αὐτῆς τῆς ἀπόφασης. Ὁ στόχος, λοιπόν, καί ἡ δέσμευση πού ἔθεσε ἡ Ἱεραρχία μέ τήν ἀπόφασή της στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς Ἀρχιερεῖς, πού συναποτελοῦσαν τήν ἀντιπροσωπεία πού τόν συνόδευε, ἦταν σαφής: νά μήν γίνεται ἀναφορά τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» σέ σχέση μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ Ἀρχιερεῖς πού μετεῖχαν στήν ἀντιπροσωπεία προχώρησαν σέ μία ὠμή παραβίαση τῆς ἐντολῆς πού εἶχαν λάβει. Λειτούργησαν μέ ἀπόλυτα ἀντισυνοδικό τρόπο, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση πού εἶχαν λάβει ἀπό τό ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ Ἱεραρχία. Κι αὐτό γιατί ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση δέν περιελάμβανε καμμία ἀπολύτως πρόβλεψη γιά τήν δυνατότητα ἀλλαγῆς τῶν προτάσεων.
Αὐτήν τήν κατάλυση τῆς συνοδικότητας, τήν παραβίαση κάθε δεοντολογίας καί κάθε ἀρχῆς δημοκρατικῆς ἐκπροσώπησης, ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος τήν θεωρεῖ καί τήν προβάλλει ὡς ἔνδειξη ἑνότητας! Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη, «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά πορευθεῖ ἑνωμένη, νά συνθέσει τίς ἀπόψεις τῶν προσώπων πού τήν ἀπαρτίζουν καί νά συμβάλει στή σαφήνεια καί τήν αὐθεντικότητα τῆς διατύπωσης τοῦ μηνύματος τῆς Ὀρθοδοξίας»86.
Ὁ ἴδιος Μητροπολίτης, ἄλλωστε, σέ ἄρθρο του στήν ἐφημερίδα Καθημερινή, λίγες μέρες πρίν τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἔγραφε, μεταξύ ἄλλων, ὅτι «... οἱ ἀποφάσεις θά ληφθοῦν, ὅπως ἡ παράδοσή μας ὁρίζει: “Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν”. Τίς ἀποφάσεις, ὅμως, τίς παίρνουν οἱ παρόντες»87. Αὐτή εἶναι μιά δήλωση πού ἐπιδέχεται πολλές ἑρμηνεῖες καί γεννᾶ πολλά ἐρωτηματικά. Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 δέν ἦταν «ὅπως ἡ παράδοσή μας ὁρίζει»; Δέν ἦταν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» οἱ προτάσεις τῆς Ἱεραρχίας, πού παραβιάστηκαν στήν Κρήτη;
Καί τελικά ἄν «τίς ἀποφάσεις τίς παίρνουν οἱ παρόντες» (ἐνν. στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης), ὅπως ὑποστηρίζει ὁ κ. Ἰγνάτιος, τότε τί νόημα εἶχαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας πού προηγήθηκαν; Οἱ παρόντες, δηλαδή στήν Κρήτη, ἀντιπρόσωποι δέν ἐκπροσωποῦσαν τήν Ἱεραρχία τους; Δέν ἀντιπροσώπευαν καί τούς ὑπολοίπους Ἀρχιερεῖς; Ἔχουμε, δηλαδή, ἀποκλεισμό ὅλων τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί διαχωρισμό σέ Ἐπισκόπους δύο ταχυτήτων, αὐτῶν πού θά ἀποφασίζουν καί αὐτῶν πού θά ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις; Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος, στίς προκλήσεις πού δέχτηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, ἀπήντησε ὅτι «ἐμεῖς ἔχουμε Σύνοδο 80 ἀρχιερέων»88.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά ἀναμένεται μέ τεράστιο ἐνδιαφέρον ἡ προσεχής σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, ὥστε νά πληροφορηθοῦμε ὅλοι, πῶς θά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς ἡ ἀνατροπή τῆς ἀποφάσεώς τους. Τί θά πράξουν οἱ ὑπόλοιποι Ἀρχιερεῖς; Θά συνεχίσουν νά κωφεύουν καί νά ἀδιαφοροῦν; Θά συνεχίσουν νά ἀποδέχονται τά πραξικοπήματα μιᾶς ἐπισκοπικῆς ὀλιγαρχίας, πού ἐπί σειρά ἐτῶν ἐπιβάλλει συστηματικά καί μεθοδευμένα τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις κατέχοντας κατ’ ἐξακολούθηση καίριες θέσεις στίς Συνοδικές Ἐπιτροπές καί στούς διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους; Θά συνεχίσουν νά γίνονται συνυπεύθυνοι καί συνένοχοι στά ἐγκλήματα πού συντελοῦνται κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας;
6. Ἀποτίμηση
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὄχι μόνο δέν ἀνέδειξε καί δέν προέβαλε τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως διεκήρυσσε, ἀλλά ἀντιθέτως τήν ἔθεσε σέ μία ὀδυνηρή δοκιμασία. Ἀντί νά σφυρηλατήσει τήν ἑνότητα, ἀνατροφοδότησε διχοστασίες καί ἀντιθέσεις, ἀντιπαλότητες καί ἀνταγωνισμούς. Τά πολιτικά παιχνίδια τῶν Προκαθημένων, ἄν καί δέν ἀνέδειξαν κανένα νικητή, ζημείωσαν συντριπτικά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁδηγώντας την σέ μία ἔντονη ἐσωτερική περιδίνηση μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Ἡ ἀπουσία τεσσάρων Πατριαρχείων, πού πληθυσμιακά μάλιστα ἐκπροσωποῦν περισσότερους ἀπό τούς μισούς ὀρθοδόξους παγκοσμίως, ἐπέφερε θανάσιμο πλήγμα στήν εἰκόνα τῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς «Συνόδου».
Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀναλυτής Victor Gaetan «ἡ ἄρνηση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμμετάσχει στήν Σύνοδο ματαίωσε τό ὄνειρο τοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου νά προβάλει τήν ὑπ’ αὐτόν παγκόσμια ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας». Καί σημειώνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή «προκαλεῖ περισσότερα ἐρωτήματα παρά ἀπαντήσεις»89.
Τό εὔλογο καί μείζονος σημασίας ἐρώτημα πού γεννᾶται καί πού τό ὑποβάλλει ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν σχολιαστῶν, παρατηρητῶν καί ἀναλυτῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι γιατί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἐπέδειξε τόση ἐπιμονή στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς «Συνόδου».
Γιατί ἐπέμεινε νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Συνόδος–παρωδία μέ τήν συμμετοχή μιᾶς ἰσχνῆς μειοψηφίας Ἀρχιερέων, πού δέν ἀντιπροσώπευσαν οὔτε στό ἐλάχιστο τό Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, πού δέν εἶχαν κἄν δικαίωμα ψήφου καί ἀδιαφόρησαν πλήρως γιά τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὀρθόδοξο πλήρωμα;
Γιατί ἐπέμεινε τόσο πολύ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά πραγματοποιηθεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος–τραγέλαφος, ὅπου ἄλλοι ἀρνήθηκαν νά προσέλθουν, ἄλλοι διετύπωσαν σοβαρές ἐπιφυλάξεις, ἄλλοι ἀρνήθηκαν νά ἀποδεχθοῦν καί νά ὑπογράψουν τά Κείμενα πού ἀποφασίστηκαν καί ἄλλοι ὑπέγραφαν ἀντ’ αὐτῶν, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, πού ὑπέγραψε ἀντί γιά τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας του, πού ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν -χωρίς φυσικά τήν ἔγκρισή τους- καταλύοντας κάθε ἀρχή δημοκρατικῆς ἔκφρασης καί ἐκπροσώπησης, ἀκόμη καί μέ τήν κοσμική της ἔννοια;
Γιατί ἐπέμεινε τόσο πολύ ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς «Συνόδου», πού ἀμαύρωσε τήν εἰκόνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐξέπεμψε διχαστικά μηνύματα καί λειτούργησε διαλυτικά ἐπηρεάζοντας ἀρνητικά τήν συνοχή μεταξύ τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν;
Καί τελικά γιατί προτίμησε νά ὑποστεῖ μία τέτοια στρατηγική ἥττα, γιατί ἀποδέχτηκε τόν ἐπικοινωνιακό αὐτοχειριασμό καί τήν κατάρρευση ἑνός τόσο μεγαλεπίβουλου σχεδιασμοῦ, πού ἐπί μισό τουλάχιστον αἰώνα πρωτοστατοῦσε στήν ὀργάνωση καί τήν ἐκπλήρωσή του;
Ἡ ἀπάντηση, μετά ἀπό ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀναπτύξει, εἶναι προφανής. Οἱ στόχοι τῆς «Συνόδου» ἦταν ἄλλοι∙ ἦταν αὐτοί πού περιγράψαμε ἀναλυτικά καί ἡ ἐπίτευξη τῶν ὁποίων προετοιμαζόταν μέ ἐπιμέλεια, μεθόδευση καί πονηρία, ἐπί ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια καί ἰδιαίτερα τήν τελευταία πεντηκονταετία∙ ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς «ἐκκλησιῶν», ἡ ἐπίσπευση τῶν διαδικασιῶν πρός τήν τελική «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» καί διά τοῦ «κοινοῦ Ποτηρίου», ἡ ὁποία εἶναι προαποφασισμένη, καί ἡ ἰσχυροποίηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου, ἄνευ ἴσων, μέσα στήν Ὀρθοδοξία.
Καί ὅπως ἀποδείχθηκε, μπροστά στήν ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν κυρίαρχων καί στρατηγικῶν γιά τούς οἰκουμενιστές στόχων, ὅλα τά ἄλλα τίθενται σέ δεύτερη μοίρα. Ὅπως τέθηκε σέ δεύτερη μοίρα, ἀγνοήθηκε καί ἀπορρίφθηκε ἡ ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγιοπνευματική ὀρθόδοξη θεολογία μας. Ὅπως ἀγνοήθηκαν καί καταπατήθηκαν μία σειρά ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, πού ἔχουν καταδικάσει ἀπερίφραστα, ὡς αἱρετικές, ποικίλες πλάνες, τίς ὁποῖες πρεσβεύουν, ἀκόμη καί σήμερα, ὅλοι αὐτοί -παπικοί καί προτεστάντες- πού ἀναγνωρίστηκαν ὡς «ἐκκλησίες» ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Γι’ αὐτό καί παρατηρεῖ πολύ εὔστοχα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, «ἡ παραθεώρηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τούς ἁγίους αὐτούς, γιά νά βρεθοῦν μερικά κοινά σημεῖα μέ τόν δυτικό Χριστιανισμό, εἶναι προδοσία τῆς πίστεως. Δέν μπορῶ νά βρῶ ἄλλον εὐγενέστερο χαρακτηρισμό»90.
Παραθέτουμε ἐνδεικτικά μόνο κάποιες ἀπό αὐτές τίς Συνόδους, πού καταπατήθηκαν ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης:
Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (381) ἀπαγόρευσε τίς προσθαφαιρέσεις στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τήν ἀπαγόρευση αὐτή ἐπαναλαμβάνουν καί ὅλες οἱ μετέπειτα Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (879-880) ἐπί Μεγάλου Φωτίου, κατεδίκασε ρητά τίς παπικές αἱρέσεις τοῦ Filioque καί τοῦ πρωτείου. Ἡ Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (1341-1351) κατεδίκασε τίς παπικές πλάνες περί κτιστῆς χάριτος καί κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (649) καί ὅλες οἱ Τοπικές Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 867, 1009, 1054, 1089, 1170, 1273, 1282, 1285, 1484, 1642, 1722, 1727, 1755, 1838 καί 1895. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1324 ἐν Νυμφαίῳ, τοῦ 1441 ἐν Ρωσίᾳ, τοῦ 1443 ἐν Ἱεροσολύμοις. Ἡ Ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν Πάπα Πίο τόν Θ΄ τό 1848 καί τό Πανορθόδοξο Συνέδριο στήν Μόσχα τό 1948.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας πού νά μήν καταδικάζει τόν παπισμό. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας πατέρας καί σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας, ἀπό τούς παλαιότερους μέχρι καί τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, πού νά μήν καταδικάζει τίς παπικές πλάνες. Εἶναι ὁμόφωνη, ὁμόθυμη καί διαχρονική ἡ ἀπόρριψη καί ἡ καταδίκη τῶν δοξασιῶν τοῦ παπισμοῦ. Ὅλες αὐτές τίς Συνοδικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας διαχρονικά παραβίασε καί κατεπάτησε βάναυσα ἡ «Σύνοδος»τῆς Κρήτης.
Υποσημειώσεις:
42. Καθ. Δ. Τσάκωνα, Ἀθηναγόρας ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν, σελ. 95.
43. “Council coming for Orthodox”, interview by Desmond O’ Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977. Βλ. καί π. Πέτρου Heers (Χίρς), Ἀπό τήν Β΄ Βατικανή (1965) στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο (Κρήτη 2016), http://www.romfea.gr/images/hirs.pdf
44. Βλ. σχ. π. Πέτρου Heers, Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας, http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html.
45. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα 23ου, http://www.kathimerini.gr/806488/article/epikairothta/kosmos/h-eklogh-toy-papa-iwannh-23oy
46. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα 23ου, ὅ.π.
47. Βλ. σχ. Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, Πρακτικά Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.
48. Βλ. σχ. π. Πέτρου Heers, Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων ὡς βάση μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας, http://aktines.blogspot.gr/2016/03/heers.html.
49. π. Πέτρου Heers, ὅ.π.
50. Κείμενο Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στό Porto Alegre, Φεβρουάριος 2006.
51. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 10.
52. Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου, Ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἄλλους χριστιανούς, http://panorthodoxcemes.blogspot.gr/2016/06/2007.html
53. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 10-11.
54. Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου, τ. 7, σελ. 11.
55. Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, Ἐπιστολή πρός τούς Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφορικά μέ τήν Μεγάλη Σύνοδο, ἀριθ. πρωτ. 755, 16-2-2016
56. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «ἄλλοι», Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Θείας λατρείας καί Ποιμαντικοῦ Ἔργου, Πεντέλη, 4.6.2010.
57. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world
58. Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τάς λοιπάς χριστιανικάς ἐκκλησίας και ὁμολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν Πανορθοδόξων ἀποφάσεων, http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/08
59. Ἀβύδου Κυρίλλου, Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον, http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia
60. Στυλιανοῦ Τσομπανίδη, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Οἰκουμενική Κίνηση: Μιά ἐκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, http://blogs.auth.gr/moschosg/2015/12/17.
61. Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου, Συνέντευξη στόν δημοσιογράφο κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο, http://flashnews.gr/post/272241/apokleistikh-synenteyksh-toy-ep-xristoypolews-sto-flashnews-meros-a
62. Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας, Ἐναρκτήρια Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 19 Ἰουνίου 2016, https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-anastasios
63. Ὁμιλία Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, Ἐναρκτήρια Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 19 Ἰουνίου 2016, https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-chrysostomos
64. Γιώργου Βλαντῆ, Ὁ φόβος μπροστά στό Πνεῦμα, Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί οἱ φονταμενταλιστές, http://fanarion.blogspot.gr/2016/06/blog-post_78.html
65. http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/6311-i-ixiri-apantisi-tis-athinas-sto-fanari
66. Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ.φ. 1064, 25.2.1994.
67. Ἐπιστολή Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, 12/25 Μαΐου 2016.
68. Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ.φ. 426, 10-10-1980.
69. ὅ.π., ἀρ.φ. 440, 16-1-1981.
70. ὅ.π., ἀρ.φ. 772, 15-1-1988.
71. ὅ.π., ἀρ.φ. 1067, 18-3-1994.
72. ὅ.π., ἀρ.φ. 1154, 22-12-1995.
73. Συνέντευξη στόν Δημοσιογράφο Γιῶργο Τράγκα, στήν ἐκπομπή «Χωρίς ἀναισθητικό», https://www.youtube.com/watch?v=2Sg6uZnPtFw
74. Ἀνακοινωθέν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 16/10/2009, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/anakoinothenta.asp?id=1120&what_sub=announce
75. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, http://www.parembasis.gr/images/anakoinoseis/2016/NAYPAKTOY_DIS_PARATHRHSEIS_M_SYNODO-MAR2016.pdf
76. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π.
77. http://www.ecclesia.gr/epikairotita/main_epikairotita_next.asp?id=1819
78. Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, https://www.holycouncil.org/-/procedures
79. Συνέντευξη Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, http://www.lastampa.it/2016/06/07/vaticaninsider/eng/inquiries-and-interviews/the-panorthodox-council-is-an-historic-event-no-one-must-be-absent-WTlAVSXZ3omyacCGvpoJiO/pagina.html
80. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Γιατί δέν ὑπέγραψα τό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-239/4555-2016-06-30
81. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π
82. Μαρία Αντωνιάδου, Ὁλονύκτιο «παζάρι» γιά τή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=810672
83. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, ὅ.π.
84. Μαρία Ἀντωνιάδου, Τό παρασκήνιο τῆς Συνόδου πού ἐξόρισε τούς Καθολικούς, http://www.tovima.gr/society/article/?aid=803331
85. ὅ.π., http://www.tovima.gr/society/article/?aid=803331
86. Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνατίου, Ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ ἀρχή, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=812280
87. Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνατίου, Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, http://www.kathimerini.gr/863416/opinion/epikairothta/politikh/h-panor8odo3os-synodos
88. http://orthodoxia.info/news/%CE%B1%CE%BD%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7/
89. Victor Gaetan, Pan-Orthodox Council: Russian Absence Saves Ecumenical Patriarchate’s Status — for Now, http://www.ncregister.com/daily-news/pan-orthodox-council-russias-absence-saves-patriarchate-of-constantinoples/
90. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Λίγο πρίν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-240/4530-2016-06-11-amsoe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου