Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Οι ιστορικές ρίζες του Οικουμενισμού


Στις μέρες μας αναπτύσσεται ιδιαίτερη δραστηριότητα στον τομέα της Oικουμενικής Kινήσεως και γίνεται ευρύτατα λόγος για την προσέγγιση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και την πορεία προς την «ενότητα των εκκλησιών».

Την πορεία αυτή σημάδεψαν μία σειρά επιλογές, αποφάσεις και γεγονότα στην διάρκεια του 20ου αιώνα τα οποία θα παρουσιάσουμε στο παρόν κείμενο.

Οι ιστορικές ρίζες της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και εν γένει της Oικουμενικής Kινήσεως βρίσκονται στις δύο εγκυκλίους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αυτές του 1902 και του 1920. Με τις δύο αυτές εγκυκλίους, και κυρίως με αυτή του 1920, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επέφερε μία τομή στην μέθοδο προσεγγίσεως των ετεροδόξων και στην θεολογική βάση επί της οποίας στηρίζεται αυτή η προσέγγιση.


«Αυτό που αιφνιδιάζει», παρατηρεί ο π. Γ. Μεταλληνός, «είναι η χρησιμοποιούμενη στο κείμενο αυτό γλώσσα. Χωρίς καμμία, και στο ελάχιστο, κίνηση επιστροφής του προτεσταντικού κόσμου στην εκκλησιαστικότητα, και ενώ 32 χρόνια πριν είχε δογματισθεί το παπικό αλάθητο στην Α Βα­τι­κα­νή(1870), οι χριστιανικές αιρέσεις της Δύσεως καλούνται ‘αι δύο μεγάλες του Χριστιανισμού αναδενδράδες’» (Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Τόμος Α , εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 237-238).

Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτόν τον αιφνιδιασμό εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την τομή που επέφερε με τις δύο εγκυκλίους του (1902 και 1920) στα θεολογικά, αλλά και ιστορικά δεδομένα της εποχής, θα αναφερθούμε σε κάποια συγκεκριμένα γεγονότα που προηγήθηκαν και που είναι δηλωτικά του πνεύματος που επικρατούσε την περίοδο εκείνη, το οποίο κάθε άλλο παρά τον διάλογο και την προσέγγιση με το Βατικανό ευνοούσε.

Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1895

Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά μόλις χρόνια πριν την έκδοση της εγκυκλίου του 1902, εκδόθηκε η Πατριαρχική εγκύκλιος του 1895 η οποία αποτελούσε την απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Πάπα Λέοντα τον ΙΓ καί η οποία μας περιγράφει ανάγλυφα και αποκαλυπτικά το επίπεδο των σχέσων και το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών εκείνη την περίοδο, τις αιρετικές πλάνες του παπισμού και την ύπουλη διείσδυσή του στους κόλπους της Ορθοδοξίας μέσω της Ουνίας.

Συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου του 1894 ο Πάπας Λέων ο ΙΓ΄ ­πηύ­θη­νε την εγκύκλιο «Praeclara gratulationis» «προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης» με την οποία καλούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε μία ουνιτικού τύπου ένωση με το Βατικανό. Αναγνώριζε δηλαδή στους Ορθοδόξους το δικαίωμα να διατηρήσουν το λειτουργικό τυπικό και τις παραδόσεις τους, αρκεί να αναγνωρίσουν την εξουσία του Πάπα και μάλιστα ως αλάθητου, όπως πρόσφατα είχε θεσπισθεί και με την μορφή δόγματος από τους Ρωμαιοκαθολικούς στην Α΄ Βα­τι­κα­νή Σύνοδο το 1870. Ταυτόχρονα οργάνωσε με δυναμικώτερο τρόπο και μεγαλύτερη ένταση την δράση των Ουνιτών στην Ορθόδοξη Ανατολή και τον εις βάρος των ορθοδόξων πιστών προσηλυτισμό.

Μπροστά σ’ αυτή την απροκάλυπτη επίθεση των παπικών το Οικουμενικό Πατριαρχείο αμύνεται υπέρ της ακεραιότητος του ορθοδόξου ποιμνίου το οποίο επιχειρεί να ενημερώσει και να προστατεύσει με την εγκύκλιο του 1895, όπου γίνεται εκτενής ανάλυση των παπικών πλανών.

Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1895 αποτυπώνει, επισης, με χαρακτηριστικό τρόπο το κλίμα που επικρατούσε την περίοδο εκείνη στις σχέσεις Ορθοδόξων και Pωμαιοκαθολικών και τις βλέψεις του Βατικανού έναντι των Ορθοδόξων:

«Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και έθνη ολόκληρα της Δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντευαγγελικάς. Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγωνίζονται οι κατά καιρόν Πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως ορθοδοξία στοιχούσαν Καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως» (Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις 1953, σελ. 933).

Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1902

Αντίθετα, επτά μόλις χρόνια μετά και έχοντας να αντιμετωπίσει μία τέτοια πολεμική του Βατικανού εις βάρος της Ορθοδοξίας, ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ , παραβλέποντας όλα τα θεολογικά και ιστορικά δεδομένα, θεωρεί την στιγμή κατάλληλη για προσέγγιση με τους Ρωμαιοκαθολικούς και αναζητά τρόπους «πως αν είη δυνατόν προλεάναι την προς τοιούτο τέρμα άγουσαν ανώμαλον, το γε νυν, οδόν, εξευρείν τε σημεία συναντήσεως και επαφής, η και αμοιβαίων θεμιτών παροράσεων, μέχρι της δια του χρόνου του όλου έργου τελειώσεως, δι’ ης πληρωθήσεται προς κοινήν ευφροσύνην και ωφέλειαν η περί μιας ποίμνης και ενός ποιμένος ρήσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». (Η περί των σχέσεων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και περί άλλων γενικών ζητημάτων Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902, αι εις αυτήν απαντήσεις των Αγίων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και η ανταπάντησις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1904, σελ. 9).


Το ερώτημα αυτό απευθύνει με την εγκύκλιό του του 1902 προς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες από τις οποίες ζητά να εκφέρουν την άποψή τους για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Η στροφή αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα των σχέσεων με τους ετεροδόξους είναι εμφανώς επηρεασμένη από ανάλογες ζυμώσεις που πραγματοποιούνται την ίδια περίοδο στον χώρο του Προτεσταντισμού, ο οποίος βιώνοντας τον συνεχή κατακερματισμό του αναζητά την πολυπόθητη «ενότητα» μέσω του Οικουμενισμού. Από τα τέλη, άλλωστε, του 19ου αιώνα η Οικουμενική Κίνηση εκδηλώνεται και βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση στην Δύση, όχι μόνο στον θεολογικό χώρο, αλλά και στον αντίστοιχο κοινωνικοπολιτικό, από τον οποίο και υποστηρίζεται.

Η στροφή προς την Δύση θεωρείται αναγκαία και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που αντιμετωπίζει την ίδια περίοδο (και από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως ακόμη) την αυξανόμενη καχυποψία των τουρκικών αρχών και την σταδιακή περιστολή των προνομίων του. Το 1882 ξεσπά το γνωστό «προνομιακό ζήτημα» με τραγικές συνέπειες στα δικαιώματα και την λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Οι απαντήσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών

Η απάντηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπήρξε ξεκάθαρη. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι Εκκλησίες δήλωσαν προς τον Πατριάρχη ότι η χρονική στιγμή ήταν η πλέον ακατάλληλη για μια προσέγγιση με τους ετεροδόξους (Παπικούς και Προτεστάντες).


Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στην απάντησή του θεωρεί άκαιρη και ατελέσφορη μία προσπάθεια προσεγγίσεως εκείνη την χρονική περίοδο: «ειδικώς εν τω παρόντι επί του αντικειμένου τούτου κοινή συσκέψασθαι των ουκ αναγκαίων είναι νομίζομεν, μηδέν τι θετικόν αποτέλεσμα εκ της τοιαύτης προδιασκέψεως προσδοκήσαι δυνάμενοι» (ο.π., σελ. 17). Τονίζει ότι καμμία ανάλογη προσέγγιση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν εκλείψει το μεγάλο πρόβλημα του προσηλυτισμού εις βάρος των ορθοδόξων: «Αναγκαίον δ’ άρα προ πάσης περί προσεγγίσεως των διισταμένων Εκκλησιών διασκέψεως, καταργηθήναι και εντελώς εκ του μέσου αρθήναι το σκάνδαλον του προσηλυτισμού, το εξαναγκάζον την ορθόδοξον και τας λοιπάς εν Ανατολή αρχαίας Εκκλησίας εν καταστάσει εμπολέμω αεί διατελείν». Χρησιμοποιεί δε σκληρή γλώσσα περιγράφοντας τις ενέργειες αυτών που ασκούν τον προσηλυτισμό εις βάρος των ορθοδόξων αποκαλώντας τους «λύκους» και «όφεις» που κατασπαράσσουν το ορθόδοξο ποίμνιο: «Λυπηρόν γαρ δη και απαίσιον ... τό χριστιανούς χριστιανοίς δίκην λύκων επιπίπτειν η δίκην όφεων υπεισέρπειν και πάση δυνάμει και παντί τρόπω και μέσω αγωνίζεσθαι ποιήσαι ένα προσήλυτον» (ο.π., σελ.18).


Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η απάντηση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι αι παρούσαι καιρικαί περιστάσεις όλως ακατάλληλοί εισι προς εξέτασιν και επίλυσιν του ζητήματος της ενώσεως των Εκκλησιών καθόλου» (ο.π., σελ. 39). Στην συνέχεια της απαντήσεώς της η Ιερά Σύνοδος τονίζει πως και άλλες ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν στάθηκαν ατελέσφορες λόγω διαφόρων αιτίων τα οποία «υφίστανται έτι και νυν, αλλά και εφ’ όσον εν τω μέλλοντι εξακολουθήσουσιν υφιστάμενα, πάσα σκέψις και απόπειρα εις πραγματοποίησιν της ενώσεως των Εκκλησιών αποβήσεται ματαία» (ο.π., σελ. 39).



Του αυτού πνεύματος είναι και η απάντηση της Εκκλησίας της Ρωσίας η οποία αναφέρεται με έμφαση στις επιβουλές των Παπικών και των Προτεσταντών εις βάρος των ορθοδόξων πιστών και την ανάγκη προστασίας του ορθοδόξου ποιμνίου: «εν τω παρόντι εσμέν ηναγκασμένοι ίνα σκεπτώμεθα ου τοσούτον περί της απαλύνσεως των ημετέρων σχέσεων προς τους χριστιανούς της Δύσεως και της φιλαδέλφου προσελκύσεως των κοινοτήτων αυτών εις την μεθ’ ημών ενότητα, όσον περί ακαταπαύστου και αγρύπνου υπερασπίσεως των πεπιστευμένων ημίν λογικών προβάτων από των αδιαλείπτων επιβουλών και πολυειδών δελεασμάτων των λατίνων και των προτεσταντών» (ο.π., σελ. 28).


Στην απάντηση της Ρωσικής Εκκλησίας γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην πρακτική και τους σκοπούς του Βατικανού για την άλωση της Ορθοδόξου Ανατολής. «Τοις αγαπητοίς ημών και σεβασμίοις πατράσι και αδελφοίς γνωστοί εισιν οι αιώνιοι της Ρώμης πόθοι, οίτινές ποτε και υπήρξαν η αιτία της αποστασίας αυτής· γνωσταί εν τη ιστορία εισί και αι διάφοροι αυτής μεθοδείαι, αι τε φανεραί και αι κρύφιαι, αι προς καθυπόταξιν της ορθοδόξου Ανατολής τείνουσαι... Δι­ό, οσονδήποτε και αν ώσι φιλειρηνικοί οι των λατίνων λόγοι, οσονδήποτε επιμελώς και αν επιδεικνύωσιν ούτοι και παντοιοτρόπως τονίζωσι την ιδιαιτέραν αυτών αγάπην και σεβασμόν προς την ορθόδοξον Εκκλησίαν και ιδιαιτέρως προς το ρωσσικόν έθνος και κράτος, οι λόγοι ούτοι ουδαμώς οφείλουσιν ουδέ δύνανται αποκρύψαι από της ημετέρας προσοχής τους πραγματικούς υπούλους σκοπούς της Ρώμης» (ο.π., σελ. 19-20).

Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920

Παρά την σταθερή εκτίμηση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για μια απόπειρα προσεγγίσεως με τους ετεροδόξους, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επανέρχεται το 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» «φρονούσα ότι η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών διαφορών».(­ω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 957).

Τα κριτήρια που τίθενται από πλευράς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι καθαρά κοινωνικά και πολιτικά. Κάθε θεολογική αναφορά απουσιάζει και ο θεολογικός λόγος παραχωρεί την θέση του στην κοινωνική πολιτική και διπλωματία.

Ως βασική αναγκαιότητα που επιβάλλει τον οικουμενικό διάλογο και την «συνεργασία των εκκλησιών» ορίζονται τα δεινά που προκάλεσε ο πρόσφατος πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.

Με την εγκύκλιό του αυτή ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου Δωρόθεος προτείνει την σύσταση της «Κοινωνίας των Εκκλησιών» στα πρότυπα της «Κοινωνίας των Εθνών», που μόλις είχε ιδρυθεί. Διατυπώνει δε 11 βασικά σημεία βάσει των οποίων θα οικοδομηθούν οι απαραίτητες καλές σχέσεις και η φιλία μεταξύ των «εκκλησιών»:

«α) δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών, β) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραμμάτων κατά τας μεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι, γ) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών, δ) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της θεολογικής επιστήμης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων, ε) δια της αποστολής νέων χάριν σπουδών από της μιας εις τας σχολάς της άλλης Εκκλησίας, στ) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος, ζ) δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς, η) δια του αμοιβαίου σεβασμού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίμων, θ) δια της παροχής αμοιβαίων ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων Ομολογιών, ι) δια του διακανονισμού μεταξύ των διαφόρων Ομολογιών του ζητήματος των μικτών γάμων, ια) δια της πρόφρονος τέλος αμοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοις έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοις παραπλησίοις» (ο.π., σελ. 958-959).

Πρόκειται για τις βασικές «σταθερές» του Οικουμενισμού που ακολουθούνται με πιστότητα μέχρι τις μέρες μας.

Το Βατικανό, βέβαια, αποδεικνύει για μία ακόμη φορά φρούδες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του Φαναρίου για ειλικρινή προσέγγιση και διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Τρία μόλις χρόνια μετά το κάλεσμα του Πατριαρχείου (το 1923) απαντά με την εγκύκλιο Mortalium Animos στην οποία επιμένει και πάλι ότι ο μόνος τρόπος «ενώσεως» είναι η υπαγωγή της Ορθοδοξίας στο σκήπτρο του Πάπα (βλ. σχ. ο.π., σελ. 930).

Στα κείμενα των δύο πατριαρχικών εγκυκλίων κυριαρχεί μία νέα αντίληψη και τακτική, η οποία χαρακτηρίζει και σηματοδοτεί και την όλη πορεία του διαχριστιανικού διαλόγου κατά τον 20ο αιώνα και μέχρι τις μέρες μας: είναι η επανατοποθέτηση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου της βάσεως επί της οποίας έμελλε να διεξαχθεί αυτός ο διάλογος. Και η βάση αυτή μετατοπίζεται από την ευχή και την επιθυμία της Ορθοδόξου Εκκλησίας να επανακάμψουν στους κόλπους Της οι αποκοπέντες από Αυτήν χριστιανοί, στην επιδίωξη επιτεύξεως της «ενώσεως των Εκκλησιών». Μία «ένωση» η οποία από ευχή γίνεται αυτοσκοπός, ο οποίος επιβάλλει στο εξής τους δικούς του κανόνες στην πορεία του οικουμενικού διαλόγου. Άμεσα αποτελέσματα αυτής της τακτικής είναι η συνεχής συνειδητή και ηθελημένη παράβλεψη όλων των αρνητικών στοιχείων στην προσπάθεια προσεγγίσεως των ετεροδόξων.

Ειδικότερα δε στην προσέγγιση με τους Ρωμαιοκαθολικούς γίνεται ολοφάνερη η εικονική πραγματικότητα στην οποία κινείται το Φανάρι για να νομιμοποιήσει τα πρωτόγνωρα οικουμενιστικά του ανοίγματα εθελοτυφλώντας συνειδητά μπροστά στις συνεχείς προκλήσεις του Βατικανού. Πρόκειται για την πάγια τακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου να καλλιεργεί επαφές και σχέσεις με τους ετεροδόξους «παρά την αδιαμφισβητήτως ελάχιστα αδελφικήν συμπεριφοράν ωρισμένων, προβαινουσών εις απροκάλυπτον και συστηματικόν προσηλυτισμόν». (Ευαγ. Βαρελλά, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί Σχέσεις του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ α­ώ­να, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 198).

Χαρακτηριστική, επίσης, είναι και η εντυπωσιακή μονομέρεια με την οποία αντιμετωπίζει την λεγόμενη διαχριστιανική προσέγγιση η ακαδημαϊκή θεολογία. Σωρεία άρθρων, αναλύσεων, διατριβών και μελετών έχουν δημοσιευθεί αναφορικά με την αξία και την αναγκαιότητα αυτής της προσεγγίσεως εκθειάζοντας την συμβολή σε αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου παραθεωρώντας και υποβαθμίζοντας συστηματικά κάθε αντίθετη άποψη πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Καταπλήσσει πραγματικά το γεγονός πως, ούτε καν για λόγους επιστημονικής δεοντολογίας, δεν προβάλλεται η κριτική που έχει αναπτυχθεί στα σύγχρονα οικουμενιστικά ανοίγματα η οποία η εκτοπίζεται στα ψιλά γράμματα των υποσημειώσεων η καταδικάζεται συλλήβδην ως συντηρητική και αναχρονιστική άρα και απορριπτέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου