Αδελφοί, εσήμανε η ώρα. Όχι πια άλλη ολιγωρία. Όχι πια άλλη αδράνεια. Όχι πια άλλη ένοχη σιωπή. Απαιτείται εγρήγορση και ενεργοποίηση. Απαιτείται αντίσταση και αντίδραση. Ας μελετήσουμε, ας ενημερωθούμε, ας ενημερώσουμε και τους αδελφούς μας, ας εκφράσουμε τις ανησυχίες και τις ενστάσεις μας στους υπευθύνους. Ας είμαστε έτοιμοι για οποιαδήποτε θυσία χρειασθεί για την ορθόδοξη πίστη μας. Ας προσευχηθούμε να φωτίσει ο Θεός όσους λαμβάνουν τις αποφάσεις, όλο τον ορθόδοξο λαό και εμάς, ώστε να πράξουμε τα θεάρεστα και τα πρέποντα.
Κοινή ευλογία Οικουμενικού Πατριάρχη και Πάπα στην ορθόδοξη Θεία λειτουργία στο Φανάρι το 2006
Αυτό είναι το συμπέρασμα και η προτροπή του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου στο άρθρο του με τίτλο: η πορεία του οικουμενικού διαλόγου, που δημοσιεύεται στην έκτακτη έκδοση της Μονής "Εν Συνειδήσει" και με θέμα: Οικουμενισμός, ιστορική και κριτική προσέγγιση", απόσπασμα του οποίου αναδημοσιεύουμε εδώ:
Σήμερα οι μόνες φωνές διαμαρτυρίας, όχι μόνον για τα οικουμενιστικά ανοίγματα, αλλά και γι’ αυτούς που τα διαπράττουν, προέρχονται μόνον από λαϊκούς, καθηγητές, κληρικούς και μοναχούς, συλλόγους, έντυπα, διαδικτυακούς τόπους. Αλλά και αυτές τις φωνές φροντίζουμε να τις στιγματίζουμε, να τις περιθωριοποιούμε, να τις απαξιώνουμε, να τις αποδυναμώνουμε, να τις περιστέλλουμε, να τις ενοχοποιούμε. Να τις θεωρούμε «ακραίες και μεμονωμένες περιπτώσεις», κατά τον Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο, ωσάν η αλήθεια να προσμετράται με όρους και συσχετισμούς της πλειοψηφίας. Γι’ αυτό και καταδικάζουμε συλλήβδην τους αντιφρονούντες ως ακραίους, ως φανατικούς, ως φονταμενταλιστές. Τους αποδίδουμε διαθέσεις εντυπωσιασμού, προβολής και επιδείξεως, τους χλευάζουμε ως επίδοξους σωτήρες και ζηλωτές.
Διαθρησκειακή συμπροσευχή. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος συμπροσύχεται με άλλους θρησκευτικούς ηγέτες ενώπιον "ομοιώματος της γης" για να μην λιώσουν οι πάγοι της Αρκτικής
Και συνεχίζουμε στον μακάριο εφησυχασμό μας, στην νωχέλεια του ευδαιμονισμού μας, στην νωθρότητα της ευμάρειάς μας. Συνεχίζουμε στην ασφάλεια της ευημερίας μας, στην επάρκεια των επιτυχιών μας, στην απάθεια της αυταρέσκειάς μας. Επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί συνωμοτούμε σ’ αυτή την ένοχη σιωπή, την αδιάφορη απραξία, την άτολμη επιφυλακτικότητα.
Είναι πραγματικά λυπηρό ότι και από τον χώρο του μοναχισμού, που στάθηκε πάντοτε ο προμαχώνας της υπερασπίσεως των τιμαλφών της πίστεώς μας, μόνον ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα της γενικώτερης νωχέλειας, συνεχίζουν να ανθίστανται, να στηρίζουν και να πληροφορούν το ορθόδοξο ποίμνιο. Δυστυχώς η σύγχρονη άνθηση του μοναχισμού μας αναλώνεται πολλές φορές μόνον στην κτιριακή ανασυγκρότηση, την διοικητική και διαχειριστική αναδιοργάνωση, στην μέριμνα για την κάλυψη βιοτικών αναγκών χωρίς τον ανάλογο ζήλο και για την προάσπιση και την ομολογία της πίστεως, που ήταν πάντοτε έργο των μοναχών.
Και πιο λυπηρό είναι το γεγονός ότι ακόμη και το Άγιον Όρος, που υπήρξε πάντα το προπύργιο και το καύχημα της πίστεώς μας, το στήριγμα όλων των ορθοδόξων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών, που βρισκόταν πάντα στις επάλξεις των εκκλησιαστικών και εθνικών αγώνων, τα τελευταία χρόνια, πριν ελαχίστων εξαιρέσεων, σιωπά χαρακτηριστικά. Μία σιωπή που γεννά πικρία, οδύνη και απογοήτευση.
Αλλά και οι λαϊκοί δεν στερούνται αναλόγου ευθύνης. Τα θέματα της πίστεως, άλλωστε, άπτονται της προσωπικής συνειδήσεως του καθενός γι’ αυτό και ο καθένας φέρει ακέραια την ευθύνη για τις αποφάσεις και τις επιλογές του. Ας πάψουμε, λοιπόν, να μετατοπίζουμε τις ευθύνες μόνον στους άλλους. Η μετατόπιση των ευθυνών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αγνωσία μας και την παντελή έλλειψη μαθητείας σε θεολογικά και πνευματικά ζητήματα. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει την λανθασμένη αξιολόγηση των στόχων και των προτεραιοτήτων στην ζωή μας, όπου τα πνευματικά ζητήματα αποτελούν συνήθως το ελάχιστο συμπλήρωμα. Δεν μπορεί να δικαιολογήσει την νοθευμένη βιοθεωρία, την εκκοσμίκευση, την πολυπραγμοσύνη, την εξουθενωτική βιοτική μέριμνα, που εξασθενίζει κάθε προσπάθεια βιώσεως του θελήματος του Θεού.
Διαχριστιανική συμπροσευχή στην Ασσίζη. Στο κέντρο ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, αριστερά ο Μητροπολίτης Θυατείρων Μεθόδιος και δεξιά ο Δαλάι Λάμα
Πολλές φορές, επίσης, επιχειρούμε να καλύψουμε την ατολμία και την απροθυμία μας για την ομολογία της πίστεώς μας κάτω από το πρόσχημα της δήθεν αναρμοδιότητός μας αναμένοντας άλλους να μας καθοδηγήσουν η να μας καλέσουν σε ομολογία. Και παρατηρείται το φαινόμενο ότι, ενώ είμαστε ιδιαίτερα επιτυχημένοι και αποδοτικοί σε πολλούς τομείς (επαγγελματικό, κοινωνικό, επιστημονικό, οικογενειακό κ.α.) και διακρινόμαστε σε διάφορα επίπεδα, στο θέμα, όμως, της πίστεως και της ομολογίας παρουσιαζόμαστε ανεξήγητα ανεπαρκείς και αδρανείς. Διστάζουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας περιμένοντας κάτι ιδιαίτερα εξαιρετικό να συμβεί (πληροφορίες προορατικών, θαυμαστά γεγονότα, σημεία η ο,τι άλλο), το οποίο θα μας πείσει να ομολογήσουμε. Κάτι εξαιρετικό το οποίο, βεβαίως, το πιο πιθανό είναι να μην συμβεί, γιατί τι μεγαλύτερο σημείο περιμένουμε από αυτή την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού έτσι όπως μας έχει παραδοθεί από την παράδοση και τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Οι σύγχρονες ψυχοτεχνικές μέθοδοι, άλλωστε, της παγκοσμιοποιήσεως και της Νέας Τάξεως Πραγμάτων αυτό ακριβώς επιδιώκουν: τον εφησυχασμό και την φίμωση του πιστού λαού με σκοπό την τελική υποταγή του στους σχεδιασμούς της νέας εποχής. Όλα περνούν μπροστά από τα μάτια μας (διαφάνεια), αλλά με τέτοια ταχύτητα, ώστε να μην μπορούμε να τα αξιολογήσουμε και να αντιδράσουμε (καθήλωση). Έτσι αφαιρείται το δικαίωμα της κρίσεως από τους λαούς και τους πολίτες (ζαλισμένο κοπάδι) και γίνονται εύκολα υποχείρια της εκάστοτε διαφημίσεως-προπαγάνδας (χειραγώγηση).
Ας μην λησμονούμε, όμως, ότι αυτό το «ζαλισμένο κοπάδι», το προδομένο και εγκαταλελειμμένο από τους κοινωνικούς, πολιτικούς, πολλές φορές ακόμη και από εκκλησιαστικούς του ηγέτες, είναι ο λαός του Θεού, οι πιστοί χριστιανοί που φέρουν την χάρη του Αγίου Βαπτίσματος και των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Μόλις, συν Θεώ, ενεργοποιηθεί αυτή η χάρη και ο πιστός λαός έρθει σε συναίσθηση, είναι βέβαιο ότι θα απορρίψει κατηγορηματικά και δυναμικά όλες τις αντορθόδοξες αντιλήψεις και πρακτικές, αλλά και τους εκφραστές τους.
Παρατηρείται, επίσης, και το εξής οξύμωρο φαινόμενο: τα οικουμενιστικά ανοίγματα των εκκλησιαστικών μας ηγετών και αυτών που με την σιωπή τους γίνονται συνεργοί στα έργα τους τα αντιμετωπίζουμε με άκρα οικονομία δικαιολογώντας συνεχώς τις ενέργειές τους ότι δήθεν γίνονται κάτω από πίεση η ότι παρότι σιωπούν είναι άνθρωποι καλών διαθέσεων, αγαθοί και πνευματικοί, άξιοι Ιεράρχες με ποιμαντικό έργο κ.λπ. Αντίθετα για τις περιπτώσεις που ασκείται κριτική στα οικουμενιστικά αυτά ανοίγματα εφαρμόζουμε την απόλυτη ακρίβεια εξετάζοντας ενδελεχώς και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά τον αντιφρονούντα (σε ποιό «κλίμα» ανήκε, αν είχε άδεια από τον επίσκοπό του να γράψει η να μιλήσει, αν χρησιμοποίησε αυστηρό ύφος κ.α). Πολλές φορές μάλιστα ακούγεται και το επιχείρημα ότι πως μπορούμε να εκφέρουμε αυθαίρετα απόψεις αφού «δεν αποφάνθηκε η Εκκλησία» η το γνωστό «ο,τι πει η Εκκλησία». Και διερωτώμεθα πότε αποφάνθηκε η Εκκλησία για την συμμετοχή του Πατριάρχη μας στην λειτουργία των παπικών; Πότε αποφάνθηκε η Εκκλησία για την χοροστασία του Πάπα στην ορθόδοξη δοξολογία στο Φανάρι; Πότε αποφάνθηκε η Εκκλησία για την αναγνώριση της θεωρίας των «αδελφών εκκλησιών», της «βαπτισματικής θεολογίας», της αποδοχής των παπικών μυστηρίων, της αποδοχής ως εκκλησιών της πανσπερμίας των προτεσταντικών ομολογιών, της ανοχής και νομιμοποιήσεως της χειροτονίας των γυναικών και της ιερολογίας του γάμου των ομοφυλοφίλων; Πότε αποφάνθηκε η Εκκλησία για την αποδοχή του πρωτείου του Πάπα ως δήθεν «πρωτείου διακονίας και τιμής»;
Στο ερώτημα αν επιβάλλεται υπακοή στους Επισκόπους σε θέματα αντίθετα προς την πίστη μας μας απαντά με σαφήνεια ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Πως λοιπόν ο Παύλος λέγει, ‘να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας’; Αφού είπε προηγουμένως, ‘να αναλογίζεσθε την όλη πορεία της ζωής τους και να μιμήσθε την πίστι τους’, κατόπιν πρόσθεσε, ‘να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας’. Τι λοιπόν θα συμβή, λέγει, όταν είναι κακός και δεν τον υπακούμε; Κακός, πως το εννοείς; εάν είναι τέτοιος εξ αιτίας της πίστεως, απόφευγέ τον και απομακρύνσου απ’ αυτόν, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κι’ αν ακόμη είναι άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό· εάν όμως είναι κακός ως προς την ιδιωτική του ζωή, μην ασχολήσαι μ’ αυτήν. ... αφού και το, ‘μη κρίνετε, για να μη κριθήτε’, αναφέρεται στον τρόπο ζωής, κι’ όχι στην πίστι· ... Βλέπεις ότι ο λόγος δεν γίνεται για δόγματα, αλλά για τρόπο ζωής και πράξεως;» (Υπόμνημα εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ομιλία ΙΔ ,1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Ο εσπερινός της Αγάπης στο Φανάρι το Πάσχα του 2009. Διακρίνεται ο τοπικός Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος κ. Louis Pelâtre ο οποίος συμμετείχε στον εσπερινό και ανέγνωσε το Ευαγγέλιο στα λατινικά.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος αναφέρει χαρακτηριστικά για την συμμετοχή και των λαϊκών στην ζωή της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως στην ομολογία της πίστεως:
«Πρέπει να παρατηρηθή ότι το χάρισμα της θεολογίας δεν ανήκει αποκλειστικά στους ιερωμένους η στους έχοντας ένα πτυχίο θεολογίας, αλλά ανήκει σε όλους τους ‘χαριτωμένους’, τους αλλοιωμένους από την άκτιστη ενέργεια της θείας Χάριτος Κληρικούς και λαϊκούς, που αποτελούν τον λαό του Κυρίου. Οι λαϊκοί μέσα στην Εκκλησία δεν είναι τα ‘παθητικά άτομα’ που δέχονται απλώς την καθοδήγηση, αλλά τα ‘χαρισματούχα’. Αν οι ποιμένες έχουν το χάρισμα του ποιμαίνειν, οι λαϊκοί διαθέτουν το χάρισμα του ποιμαίνεσθαι ‘εις νομάς σωτηρίους’. Αν ο κήρυξ του θείου Λόγου διαθέτη το χάρισμα του εξαγγέλειν τον λόγο του Θεού, οι λαϊκοί μετέχουν του προφητικού αξιώματος με το να ακούουν τον θείο λόγο και να τον εφαρμόζουν, σε ορισμένες δε περιπτώσεις να δίνουν και αυτοί την μαρτυρία. Έτσι οι Κληρικοί μαζί με τους λαϊκούς που ζουν μυστηριακά στην αγία Εκκλησία, έχουν το χάρισμα της μαρτυρίας (ομολογίας) της Ορθοδόξου Πίστεως. Δέχονται την αλήθεια, την ζουν, την διαφυλάσσουν, την διακρίνουν από την πλάνη και την ομολογούν με παρρησία, όπως έκαναν οι άγιοι Μάρτυρες...» (Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ανατολικά, τόμος Α , σελ. 381-382).
Και ο π. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει σχετικά: «Όσον αφορά δε εις την διοίκησιν και την διδασκαλίαν η συμμετοχή του λαού είναι θεμελιώδης εφ’ όσον ούτος, χαρισματούχος ων και διδακτός Θεού, αποτελεί μετά του κλήρου την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας, ήτις μαρτυρεί (κρίνει, διακρίνει, εγκρίνει και αποδέχεται, η κατακρίνει και απορρίπτει) την διδασκαλίαν και τας πράξεις της ιεραρχίας, ως απεφάνθησαν και οι Πατριάρχαι της Ανατολής εν τη Εγκυκλίω αυτών της 6ης Μαΐου 1948» (Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους ιερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σ. 110-112).
Και η Εγκύκλιος τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο το Θ (1848) θέτει τον πιστό λαό του Θεού θεματοφύλακα και υπερασπιστή της αληθείας της ορθοδόξου πίστεως, που στάθηκε το ανάχωμα ενάντια σε κάθε απόπειρα καινοτομίας:
«Παρ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοιειδές τω των Πατέρων αυτού» (Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 920[1000]).
Αλλά και το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας μας πληροφορεί ότι «πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι,32) θέτοντας την ομολογία όχι μόνον ως υποχρέωση των χριστιανών, αλλά και ως προϋπόθεση της σωτηρίας τους.
Η ακαινοτόμητος αλήθεια της αγίας πίστεώς μας, η ελπίδα πάσης της οικουμένης και κιβωτός της σωτηρίας μας ορθόδοξη Εκκλησία μας ζει και θα ζει εις τους αιώνες γιατί έχει Κεφαλή και Κύριό Της τον Αναστάντα Κύριο Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και δεν αλλοιώθηκε ποτέ και ούτε την έβλαψαν στο ελάχιστο τόσες και τόσες αιρέσεις και διωγμοί στο διάβα της ιστορίας. Γι’ αυτό και δεν θα Την βλάψουν ούτε οι σύγχρονες επιβουλές και δοξασίες. Αυτοί που βρίσκονται σε κίνδυνο είμαστε εμείς οι χριστιανοί που υστερώντας στην πνευματική ζωή, την νήψη, την μετάνοια, την προσευχή, την ταπείνωση, την ανεξικακία, την συγχωρητικότητα και την αγάπη, γινόμαστε εύκολο θήραμα των «ψευδοποιμένων» που λυμαίνονται την Εκκλησία του Χριστού.
«Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος. Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πραξ. κ, 28-30).
Ενώπιον αυτού του κινδύνου βρισκόμαστε σήμερα. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Χρέος μας είναι να σας την παρουσιάσουμε χωρίς υπεκφυγές, χωρίς περιστολές, χωρίς φόβο και χωρίς αναστολές. Ταυτόχρονα, όμως, και χωρίς καμμία διάθεση υπερβολής, κατακρίσεως, στιγματισμού προσώπων και μάλιστα εκκλησιαστικών. Σεβόμαστε τους θεσμούς και τα πρόσωπα. Δεν εκτιμούμε, όμως, καθόλου και καταδικάζουμε απερίφραστα καινοφανείς θεωρίες και ενέργειες που στρέφονται κατά της ορθοδόξου πίστεώς μας. Αρνούμαστε να τις αποδεχθούμε από όπου και αν προέρχονται, όποιος και αν επιχειρεί να τις επιβάλει.
Η αντιμετώπιση των θεμάτων της πίστεως αποτελεί προσωπική επιλογή και ευθύνη του καθενός. Οφείλουμε, όμως, εδώ να παρατηρήσουμε και ότι ομολογία χωρίς ορθοπραξία δεν μπορεί να υπάρξει. Η ομολογία της πίστεως δεν μπορεί να είναι καρπός ενός επιπόλαιου ενθουσιασμού, ενός ένθερμου ζηλωτισμού η μίας γενικώτερης κατακριτικής διαθέσεως. Δεν γινόμαστε ομολογητές αυτοαναγορευόμενοι σε κριτές και τιμητές αποπέμποντας αφορισμούς και καταδίκες. Η ομολογία της πίστεως είναι το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος που θα δοθεί σ’ αυτούς που στην διάρκεια της ζωής τους αγωνίζονται με νήψη, προσευχή, μετάνοια και ταπεινό φρόνημα να γίνουν δεκτικοί αυτού του χαρίσματος.
Ταυτόχρονα, όμως, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε και ότι ομολογία χωρίς ανδρείο φρόνημα, χωρίς εγρήγορση, χωρίς επαγρύπνηση και προ παντός χωρίς αποστασιοποίησή μας από τις συνήθειες, τα περιβάλλοντα, τους μηχανισμούς, ακόμη και τα πρόσωπα που βλάπτουν την ορθόδοξη πίστη μας δεν μπορεί να υπάρξει. Έως πότε θα γινόμαστε συνένοχοι με την σιωπή μας; Έως πότε θα παραμένουμε θεατές του εξανδραποδισμού της ίδιας της αυτοσυνειδησίας μας; Έως πότε θα παραμένουμε χειροκροτητές όσων εκχωρούν τα άγια και ιερά της πίστεώς μας στους αιρετικούς;
Ο κλοιός έχει στενέψει πλέον επικίνδυνα και οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Μετά και από το κείμενο της Ραβέννας γίνεται φανερό πως μία «ένωση» ουνιτικού τύπου είναι ήδη δεδομένη και η συζήτηση γίνεται πλέον για τα διαδικαστικά και τα ζητήματα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, όπως το πρωτείο του Πάπα, που κατά τον π. Γ. Καψάνη «αναμφίβολα σημαίνει ουνιτική ένωσι, με την οποία δεν θα συμφωνήσουμε. Και τούτο επειδή οφείλουμε να διαφυλάξουμε τον εαυτό μας και τον Ορθόδοξο λαό από έναν σύγχρονης μορφής εξουνιτισμό, που πέραν των άλλων συνεπειών είναι διακινδύνευσις της αιωνίου σωτηρίας μας» (Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Το κείμενο της Ραβέννας και το πρωτείο του Πάπα, Άγιον Όρος, 30 Δεκεμβρίου 2007).
Ο "ασπασμός της αγάπης" Πατριάρχη-Πάπα στην ορθόδοξη λειτουργία στο Φανάρι το 2006
Αδελφοί, εσήμανε η ώρα. Όχι πια άλλη ολιγωρία. Όχι πια άλλη αδράνεια. Όχι πια άλλη ένοχη σιωπή. Απαιτείται εγρήγορση και ενεργοποίηση. Απαιτείται αντίσταση και αντίδραση. Ας μελετήσουμε, ας ενημερωθούμε, ας ενημερώσουμε και τους αδελφούς μας, ας εκφράσουμε τις ανησυχίες και τις ενστάσεις μας στους υπευθύνους. Ας είμαστε έτοιμοι για οποιαδήποτε θυσία χρειασθεί για την ορθόδοξη πίστη μας. Ας προσευχηθούμε να φωτίσει ο Θεός όσους λαμβάνουν τις αποφάσεις, όλο τον ορθόδοξο λαό και εμάς, ώστε να πράξουμε τα θεάρεστα και τα πρέποντα.
Πιστεύουμε ότι αν βρισκόταν ανάμεσά μας ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος θα απηύθυνε, μαζί και με το ορθόδοξο πλήρωμα, προς τους ορθοδόξους που ηγούνται των συγχρόνων οικουμενιστικών ανοιγμάτων τα ίδια εκείνα συγκλονιστικά λόγια που απηύθυνε προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα:
«Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα του Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, κληρικών και λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Δια την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε να δημιουργήσετε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είνε να διασπάσητε τα ηνωμένα και να δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετε και συνέλθετε! Αλλά φευ! Διηνύσατε πολλήν οδόν. Ήδη ‘προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα...’. Πως θα ίδητε τας χαινούσας αβύσσους, αφ’ ων θα διέλθη μετ’ ολίγων η ατραπός ην οδεύετε; Είθε, είθε ο πάλαι ποτέ ‘στήσας τον ήλιον κατά Γαβαών και την σελήνην κατά φάραγγα Αιλών’, να δευτερώση το θαύμα και να παρατείνη άπαξ έτι το μήκος της ημέρας, να ενισχύση έτι πλέον το φως αυτής και να διανοίξη τους οφθαλμούς Υμών ίνα ίδητε, κατανοήσητε, επιστρέψητε. Αμήν».(Ἀρχιμ. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, Τα δύο Άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Αθήνα 1997, σελ. 16-17).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου