Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

"Ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφοβισμούς, απειλές και εκβιασμούς"

Απάντηση στις απειλές του Οικουμενικού Πατριαρχείου δίνουν κληρικοί και μοναχοί με επιστολή τους προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία καταδικάζουν την επιχείρηση του Φαναρίου για επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησία της Ελλάδος.
Στην επιστολή-απάντηση προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Μητροπολίτη Περγάμου απαριθμούνται μία σειρά από ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχη που πραγματοποιήθηκαν χωρίς καμμία πανορθόδοξη απόφαση.
Καταδικάζονται οι εκφοβισμοί και οι απειλές τους Οικουμενικού Πατριαρχείου και στιγματίζεται "η γνωστή τακτική των αφορισμών και της συλλήβδην καταδίκης, που δεν ανέχεται αντίλογο, που αδυνατεί να διανοηθεί δεύτερη άποψη, που συντρίβει όποιον επιχειρεί να την εκφέρει. Η γνωστή τακτική, που αρέσκεται σε πειθαναγκασμούς, σε ποδηγέτηση, σε ολοκληρωτική επι­βολή, σε εκκλησιαστικό ραγιαδισμό".
Γίνεται αναφορά στην εγκατάλειψη του ζητήματος της Ουνίας και την απόδοχή των θέσεων του Βατικανού, καθώς και στην επικείμενη Σύνοδο της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού διαλόγου σε λίγες ημέρες στην Κύπρο.
Τέλος δηλώνεται κατηγορηματικά ότι οι κληρικοί, μοναχοί και ο πιστός λαός θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για την διαφύλαξη της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως παραμένοντας "ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφο­βισμούς, απειλές και εκβιασμούς"
Ολόκληρο το κείμενος της επιστολής έχει ως εξής:

8 Οκτωβρίου 2009

Προς την Σεπτήν Ιεραρχίαν

της Εκκλησίας της Ελλάδος

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,

Τις τελευταίες ημέρες, και εν όψει της Συνόδου της Ολομελείας της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, επιχειρείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μία προσπά­θεια σπιλώσεως, συκοφαντήσεως, εκφοβισμού και φιμώσεως όλων όσοι εξέφρασαν το τελευταίο διάστημα την αντίθεσή τους στα σύγχρονα οι­κουμενιστικά ανοίγματα και την πορεία του θεολογικού διαλόγου.

Η προσπάθεια αυτή έχει λάβει την επίσημη έκφρασή της σε δύο επι­στολές, μία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολο­μαίου προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και μία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάν­νου προς όλους τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Και στις δύο αυτές επιστολές παρατηρούνται στοιχεία παρεμβατικής τακτικής και εισχωρήσεως στα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποπροσανα­τολισμού και επιλεκτικής αναφοράς ενεργειών και αποφάσεων, καθώς και παντελής έλλειψη επιχειρημάτων και τεκμηριωμένου λόγου.

Από το ύφος και το περιεχόμενο των επιστολών απορρέει μία απαξί­ωση προς την Εκκλησία της Ελλάδος, τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες της, τους κληρικούς και μοναχούς της, τους Καθηγητές θεολόγους της και τον πιστό λαό της. Όλους αυτούς τους μέμφονται για «ζηλωτικές τάσεις», σχισματική διάθεση, έλλειψη επιγνώσεως, «ολιγωρία», «απαξίωση των συνοδικών αποφάσεων», «εμπάθεια, φανατισμό η μανία αυτοπροβολής».

Είναι η γνωστή τακτική των αφορισμών και της συλλήβδην καταδίκης, που δεν ανέχεται αντίλογο, που αδυνατεί να διανοηθεί δεύτερη άποψη, που συντρίβει όποιον επιχειρεί να την εκφέρει. Η γνωστή τακτική, που αρέσκεται σε πειθαναγκασμούς, σε ποδηγέτηση, σε ολοκληρωτική επι­βολή, σε εκκλησιαστικό ραγιαδισμό.

Είναι εμφανής η διάθεση εκ μέρους των δύο υψηλών αξιωματούχων να εισχωρήσουν σε εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, υποδείξεις, έμμεσους εκβιασμούς και απειλές επιχειρείται η ποδηγέτηση και η χειραγώγηση των Ιεραρχών και η τεχνητή εκμαίευση της αποφάσεώς τους.

Η Εκκλησία της Ελλάδος καλείται, με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά να καταδικάσει τους ίδιους τους Επισκόπους της, τους κληρικούς της, τους μοναχούς της και τον πιστό λαό της, που υπέγραψαν και συνεχίζουν να υπογράφουν την «Ομολογία Πίστεως», αφού, κατά τον Οικουμενικό Πα­τριάρχη, «μη καταδικάζουσα αλλά δεχομένη σιωπηρώς..­.. δημιουργεί προ­βληματισμόν ουχί μόνον εις το ποίμνιον αυτής, αλλά και εις την μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνίαν αυτής». Αν η Εκκλησία Κωνστα­ντινουπόλεως είχε ποίμνιο ευαίσθητο εις τα οικουμενιστικά δρώμενα, θα αντιμετώπιζε τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους καλούς προβληματισμούς. Η παραδοσιακή Εκκλησία της Ελλάδος όχι μόνο δεν δημιουργεί προβλή­ματα στην μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κοινωνία, αλλά σ᾽ αυτή και στις υγιείς και ισχυρές θεολογικές της δυνάμεις στηρίζονται πά­ντοτε οι ομόδοξοι αδελφοί μας, όπως φάνηκε και από την ευρεία διορθό­δοξη αποδοχή της «Ομολογίας».

Και διερωτώμεθα, μετά πόνου ψυχής, αν αναλογίστηκε ποτέ ο Οικου­μενικός Πατριάρχης όχι μόνον τον προβληματισμό, αλλά την βαθειά οδύνη, την απογοήτευση και τον έντονο σκανδαλισμό, που προκαλεί ο ίδιος και ο συσχηματισμός με τους αιρετικούς στο ορθόδοξο ποίμνιο.

Κατηγορεί το κείμενο της «Ομολογίας Πίστεως» ότι δήθεν σε αυτό «ενυπάρχει το σπέρμα του σχίσματος». Και διερωτώμεθα πως με τόση ευ­κολία αναγορεύονται σε σχισματικά τα αυτονόητα της πίστεώς μας. Είναι σχισματικοί οι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας μας, που εθέσπισαν και εδογμάτισαν την αλήθεια και την ακρίβεια της αμωμήτου ορθοδόξου πί­στεώς μας; Μήπως αυτό επιβεβαιώνει παλαιότερη απαράδεκτη πατριαρ­χική θέση, σύμφωνα με την οποία «οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διά­σπασιν προπάτορες ημών υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού»; (Επίσκεψις 30.11.1998).

Και στις δύο επιστολές γίνεται συνεχής επίκληση των πανορθοδόξων αποφάσεων, που αφορούν στην συνέχιση του θεολογικού διαλόγου με τους ετεροδόξους. Οι αποφάσεις αυτές ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τους ασκούντες κριτική στον οικουμενισμό, παρότι, βεβαίως, δεν αποτε­λούν θέσφατο και ούτε υπερισχύουν των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και της δογματικής διδασκαλίας και συνειδήσεως της Εκκλησίας.

Η κριτική η οποία έχει ασκηθεί αφορά κυρίως ανοίγματα, ενέργειες και κείμενα, που δεν έχουν στηριχθεί σε πανορθόδοξη απόφαση και ουδέποτε εγκρίθηκαν συνοδικά, αλλά αντιθέτως αντιμετωπίσθηκαν αρνητικά από ορθοδόξου πλευράς. Πρόκειται για την εφαρμογή και την αποδοχή στην πράξη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.

Στην επιστολή του προς τον Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο ο Οικουμενικός Πατριάρχης υποστηρίζει ότι «τας μετά των ετεροδόξων επαφάς εγκρίνουν δια συνοδικών αποφάσεων πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι».

· Και τίθεται το ερώτημα:

· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου στις παπικές λειτουργίες στο Βατικανό;

· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή του αιρεσιάρχη Πάπα στην ορθόδοξη Θεία Λειτουργία και την ανταλλαγή λειτουργικού ασπασμού με τον Οικουμενικό Πατριάρχη;

· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν την συμμετοχή σε συμπροσευχές και λατρευτικές πράξεις των ετεροδόξων;

· Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών έκαναν δεκτές από ορθοδόξου πλευράς τις αιρετικές θεωρίες των κλάδων, των αδελφών εκκλησιών, των δύο πνευμόνων, της αποδοχής του βαπτίσματος των ετεροδόξων;

Ποιές συνοδικές αποφάσεις πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανε­γνώρισαν το Βατικανό ως Εκκλησία και τον Πάπα ως κανονικό επίσκοπο, συνυπεύθυνο για την διαποίμανση των Χριστιανών;

Η επίμονη επίκληση των συνοδικών αποφάσεων και η περιχαράκωση σ’ αυτές καθιστά ακόμη πιο αναξιόπιστη την επιχειρηματολογία των δύο επιστολών, αφού, όπως αποδεικνύεται, πλείστες όσες ενέργειές τους πραγματοποιήθηκαν ερήμην η καθ’ υπέρβαση η και αντίθετα προς τις συ­νοδικές αποφάσεις.

Επισημαίνουμε επίσης την γνωστή τακτική της διπλής γραμμής πλεύ­σεως. Μία ορθοδοξότατη γραμμή στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις και στις αλεπάλληλες περιοδείες ανά τις Μητροπόλεις της Ελλάδος και το Άγιο Όρος και μία άλλη, οικουμενιστική γραμμή στις επαφές με τους ετεροδό­ξους. Όχι το ναι ναι και το ου ου, αλλά άλλοτε ναι και άλλοτε ου.

Οι αποφάσεις για παράδειγμα της Γ Πα­νορ­θο­δό­ξου Προσυνοδικής Δι­ασκέψεως (1986), που επικαλείται ο Οικουμενικός Πατριάρχης, έχουν επα­νειλημμένα παραβιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που να τις καθιστούν κενό γράμμα.

Αναφέρουμε ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελικό κείμενο της Θ Γε­νι­κῆς Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Porto Alegre, το οποίο συνυπέγρα­ψαν και οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι και όπου συνομολογείται ότι «Ομολο­γούμε Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως αυτή ορίζεται από το σύμβολο Νικαίας-Κων/πολης (381). Κάθε εκκλησία (σημ. που συμμε­τέχει στο Π.Σ.Ε.) είναι η Εκκλησία καθολική και όχι απλά ένα μέρος της. Κάθε εκκλησία είναι η Εκκλησία καθολική, αλλά όχι στην ολότητά της. Κάθε εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της, όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες» (Porto Alegre, Φεβρουάριος 2006).

Σε ο,τι αφορά δε τον διμερή θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολι­κούς, στα πλαίσια της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, είναι οφθαλμοφανής η εκτροπή από τις πανορθόδοξες αποφάσεις και τις δεσμεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Μνημόνια των Ορθοδόξων Προ­καθημένων, τα οποία επιλεκτικά επικαλείται ο Σεβασμιώτατος Μητροπο­λίτης Περγάμου, θέτουν ως προϋπόθεση για την συνέχιση του διαλόγου και την αλλαγή της θεματολογίας του την προηγούμενη ουσιαστική κατα­δίκη της Ουνίας.

Το ζήτημα, βεβαίως, της Ουνίας δεν συζητήθηκε ούτε στο Βελιγράδι το 2004 ούτε και στη Ραβέννα το 2007 στις αντίστοιχες Συνόδους της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου. Στο κείμενο μάλιστα της Ραβέννας γίνε­ται έμμεσος, αλλά σαφέστατος διαχωρισμός του θέματος της Ουνίας από το συζητούμενο στην παρούσα φάση του διαλόγου. Αναφέρει επί λέξει το κείμενο της Ραβέννας: «Από του έτους 1990 μέχρι το 2000 το κύριον θέμα, το οποίον συνεζητήθη υπό της Επιτροπής, ήτο αυτό της «Ουνίας» (Κείμενον του Μπελεμεντίου, 1993, Βαλτιμόρη, 2000), θέμα, το οποίον θα εξετάσωμεν περαιτέρω εις το εγγύς μέλλον. Εν τω παρόντι επιλαμβανόμεθα του θέμα­τος, το οποίον ετέθη εις το τέλος του Κειμένου του Βάλαμο και μελετώμεν τα θέματα εκκλησιαστικής κοινωνίας, της συνοδικότητας και της εξουσίας».

Παραλείπουμε την απαράδεκτη και προκλητική αποσιώπηση και εξα­φάνιση στη Ραβέννα της καταδίκης της Ουνίας με απόφαση της Ολομε­λείας στο Freising του Μονάχου το 1990, που αποδεικνύει πόσο αναξιόπι­στοι είναι οι του Βατικανού στο Διάλογο, αφού άλλες αποφάσεις δέχονται και άλλες απορρίπτουν, γράφοντάς μας, κατά το λεγόμενον, «εις τα πα­λαιότερα των υποδημάτων τους», και παρατηρούμε ότι είναι πρόφαση και υπεκφυγή του μητροπολίτου Περγάμου ότι θα συζητηθεί προσεχώς το θέμα της Ουνίας εις τα πλαίσια της συζητήσεως του θέματος περί του πρωτείου του Πάπα. Το θέμα της Ουνίας έπρεπε να είχε κλείσει με την απόφαση του Freising του Μονάχου, όπου Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί υπέγραψαν την καταδίκη της Ουνίας. Πρέπει να αισχύνονται και όχι να προκαλούν αυτοί που ταπείνωσαν την Ορθοδοξία στο Balamand του Λιβά­νου (1993), όπου με απουσία έξι αυτοκεφάλων εκκλησιών (Ιεροσόλυμα, Σερβία, Βουλγαρία, Γεωργία, Ελλάς, Τσεχοσλοβακία) συρθήκαμε σε και­νούργια περιττή συζήτηση για την Ουνία, με την οποία τη απαιτήσει του Βατικανού ακυρώσαμε την απόφαση του Μονάχου (1990), αθωώσαμε την Ουνία και το χειρότερο προβήκαμε σε σοβαρές παραχωρήσεις σε θέματα πίστεως· εξισώσαμε εκεί εκκλησιολογικά την Ορθόδοξη και την Ρωμαιο­καθολική «Εκκλησία», αρνηθέντες ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Και μόνο αυτό έπρεπε να φράττει το στόμα και να συγκρατεί την γραφίδα όσων τολμούν να ομιλούν για σεβασμό των συνοδικών αποφάσεων, τις οποίες κατεξευτέλισαν. Εξα­κολουθούμε μάλιστα να δεχόμαστε την Ουνία ως συνομιλητή μας στο Διάλογο.

Σε ο,τι αφορά δε συνολικά το κείμενο της Ραβέννας, το οποίο έχει δε­χθεί οξύτατες κριτικές από ορθοδόξου πλευράς, διότι εκχωρεί την ορθό­δοξη εκκλησιολογία στους αιρετικούς, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα καμ­μία απολύτως συζήτηση, ενημέρωση, απόφαση η έγκριση σε Συνοδικό επίπεδο από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Σε ποιές Πανορθόδοξες αποφάσεις αναφέρονται οι δύο αξιωματούχοι, όταν δεν υπάρχουν καν Συνοδικές εγκρίσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα 10 κείμενα των Συνελεύσεων της Μικτής Επιτροπής που προηγήθη­καν;

Πως θα προσέλθει ο Συνοδικός απεσταλμένος της Εκκλησίας της Ελ­λάδος να συμμετάσχει στην διαπραγμάτευση του νέου κειμένου της Επι­τροπής, όταν δεν έχει εγκριθεί Συνοδικά το προηγούμενο, το οποίο μάλι­στα αποτελεί και την βάση του επικείμενου διαλόγου;

Ποιά αξιοπιστία μπορεί να έχει ένας τέτοιος διάλογος (υπό την συ­μπροεδρία του Σεβασμιωτάτου Περγάμου), όταν αδιαφορεί για την Συνο­δική έγκριση των πορισμάτων του εκ μέρους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκ­κλησιών που μετέχουν σ’ αυτόν;

Γιατί διαμαρτύρονται για την «Ομολογία Πίστεως», η οποία αποτελεί συνοδική συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία έπρεπε να επιδιώκουν και όχι να αφορίζουν; Αυτό δεν είναι Ορθόδοξη Εκκλησιολογία αλλά παπική ιεροκρατία.

Αυτήν την ιεροκρατική «αυθεντία και το κύρος των Συνοδικών αποφά­σεων» υπερασπίζεται ο Μητροπολίτης Περγάμου κι αυτό είναι το «εκκλη­σιολογικόν διακύβευμα» για το οποίο αγωνιά;

Το ερώτημα, το οποίο μας συνέχει, είναι πραγματικά αμείλικτο. Όχι, όμως, όπως το διαστρέφει κατακλείοντας την επιστολή του ο Μητροπολί­της Περγάμου, διερωτώμενος αν «υφίστανται Ορθοδοξία και δόγματα πί­στεως άνευ συνοδικών αποφάσεων», αλλά όπως ισχύει στην πραγματικό­τητα· αν, δηλαδή, υφίστανται συνοδικές αποφάσεις άνευ της Ορθοδοξίας και των δογμάτων πίστεως.

Αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα· η διαφύλαξη της αληθείας και της ακριβείας της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας, εκφραζομένης Συνοδι­κώς υπό της Αγιωτάτης Εκκλησίας μας στα πλαίσια της απρόσκοπτης λει­τουργίας Της ως Αυτοκεφάλου Τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Αυτό το διακύβευμα δεν θα παύσουμε, χάριτι Θεού, να υπερασπιζόμα­στε και να διαφυλάττουμε ανεπηρέαστοι και άκαμπτοι μπροστά σε εκφο­βισμούς, απειλές και εκβιασμούς. Ο προβληματισμός των δύο υψηλών επιστολογράφων είναι αθεμελίωτος. Η ορθόδοξη Εκκλησιολογία προ­σβάλλεται από ιεροκρατικές τάσεις που αγνοούν το πλήρωμα της Εκκλη­σίας, από περιφρόνηση της ιεροκανονικής και Πατερικής Παραδόσεως, όπως αυτή οριοθετήθηκε στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους για την στάση μας έναντι των αιρετικών, αλλά και από την εσχάτως ενισχυμένη υπερόρια ανάμειξη σε θέματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.

Με εμπιστοσύνη στην Σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας μας παρακα­λούμε υιικώς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο και τους Σεβασμιωτάτους Ποιμενάρχες μας να αποφανθούν και να τοποθετηθούν Συνοδικώς, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, και να αναπαύσουν το εν Χριστώ ποίμνιό τους, που αγωνιά απληροφόρητο, αναμένοντας την φωνή της Μητέρας Εκκλησίας του.

Μετά βαθυτάτου σεβασμού,

Για την Σύναξη Κληρικών και Μοναχών

Αρχιμ. Μάρκος Μανώλης, Πνευματικός Προϊστάμενος «Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως»

Αρχιμ. Χρυσόστομος Πήχος, Καθηγούμενος Ι. M. Λογγοβάρδας

Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Καθηγούμενος Ι. M. Μεγ. Μετεώρου

Αρχιμ. Μάξιμος Καραβάς, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Παρασκευής Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος

Αρχιμ. Θεόκλητος Μπόλκας, Καθηγούμενος Ι. Ησυχ. Αγίου Αρσενίου του Καππα­δόκου, Χαλκιδική

Αρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ι. M. Αγ. Τριάδος Άνω Γατζέας Βόλου

Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Εφημέριος Ι. N. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου Αττικής

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότ. Καθηγητής Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Θεσ­σαλονίκης

Γέρων Ιερομόναχος Ευστράτιος Λαυριώτης

Πρεσβύτερος Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών

1 σχόλιο:

  1. Υπάρχουν ονόματα που υπέγραψαν το αρχικό κείμενο της Ομολογίας που δεν τα βλέπομε πια στη σύνταξη των κειμένων. Γιατί; Απέσυραν την υπογραφή τους σιωπηρά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή