Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ἀ­πό­ψεις καί δι­ευ­κρι­νί­σεις γιά τό ζή­τη­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου


Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου


Τό τε­λευ­ταῖ­ο δι­ά­στη­μα γι­νό­μα­στε μάρ­τυ­ρες μί­ας συν­το­νι­σμέ­νης προ­σπά­θειας συ­κο­φαν­τή­σε­ως τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­τη Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου μέ ἀ­φορ­μή τό χρό­νιο πρό­βλη­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου.
Στήν ἀ­πό­φα­σή μας νά πα­ρέμ­βου­με δη­μό­σια στό ὅ­λο ζή­τη­μα μᾶς ὁ­δη­γεῖ ἡ ἀ­κλό­νη­τη πε­ποί­θη­σή μας καί ἡ με­τά γνώ­σε­ως βε­βαι­ό­τη­τά μας ὅ­τι ὅ­λα, ὅ­σα ἀ­πρε­πῆ καί κα­κο­ή­θη ἀ­να­φέ­ρον­ται εἰς βά­ρος τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του τό­σο ἀ­πό τούς ἴ­διους τούς μο­να­χούς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ὅ­σο καί ἀ­πό ποι­κί­λους ὑ­πε­ρα­σπι­στές της, ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­σύ­στο­λα ψεύ­δη καί συ­νι­στοῦν κα­τά­φω­ρη ἀ­δι­κί­α εἰς βά­ρος του.
Καί τό βε­βαι­ώ­νου­με αὐ­τό μέ ἀ­πό­λυ­τη κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό­τη­τα καί ἐν πλή­ρει συ­νει­δή­σει, ἐ­νώ­πιον Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, κα­θώς ἀ­φε­νός μέν γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά, ἐ­δῶ καί σα­ράν­τα χρό­νια, τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το, ἀ­φε­τέ­ρου δέ ἔ­χου­με ἀ­σχο­λη­θεῖ ἐ­πι­στα­μέ­νως καί ἐ­πι­σή­μως μέ τό ζή­τη­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ἀ­πό τίς ἀρ­χές ἀ­κό­μη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 2000, ὡς μέ­λος σχε­τι­κῆς συ­νο­δι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καί ἔ­χου­με ἔλ­θει σέ ἐ­πα­φές τό­σο μέ τούς μο­να­χούς ὅ­σο καί μέ τόν Μη­τρο­πο­λί­τη.
Θά ἦ­ταν, βε­βαί­ως, πε­ριτ­τός πλε­ο­να­σμός νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στήν προ­σω­πι­κό­τη­τα καί τίς ἀ­ρε­τές τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Πρό­κει­ται γιά ἕ­ναν ἀ­πό τούς κο­ρυ­φαί­ους σύγ­χρο­νους θε­ο­λό­γους μέ δι­ε­θνή ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί κύ­ρος, συγ­γρα­φέ­α ἀ­να­ρίθ­μη­των βι­βλί­ων καί πο­νη­μά­των, πού κυ­κλο­φο­ροῦν σέ ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις καί σέ πολ­λές γλῶσ­σες. Ἡ θε­ο­λο­γί­α του βα­θειά ρι­ζω­μέ­νη στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση ὀρ­θο­το­μεῖ τόν λό­γο τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί προ­βάλ­λει τό γνή­σιο ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα σέ ἀν­τί­θε­ση μέ κά­θε λο­γῆς και­νο­το­μί­ες καί νε­ω­τε­ρι­σμούς.
Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν σε­μνό­τη­τα τοῦ βί­ου του, τήν ἁ­πλό­τη­τά του, τήν πλή­ρη ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­α του καί τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα φι­λο­μό­να­χος καί ἔ­χει ἀ­φι­ε­ρώ­σει ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ του ἔρ­γου στόν ἀ­να­το­λι­κό ὀρ­θό­δο­ξο, ἀ­πο­στο­λο­πα­ρά­δο­το, ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κό, νη­πτι­κό, ἡ­συ­χα­στι­κό μο­να­χι­σμό, τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὁ ἴ­διος ἀ­κο­λου­θεῖ στήν βι­ο­τή του.
Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρα καί ἔ­χει ἐν­τρυ­φή­σει στήν θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, τήν θε­ο­λο­γί­α τοῦ ἀ­κτί­στου φω­τός καί τῆς θε­ώ­σε­ως καί τῶν τρι­ῶν στα­δί­ων στήν πο­ρεί­α τῶν πι­στῶν πρός τήν θέ­ω­ση: τήν κά­θαρ­ση ἀ­πό τά πά­θη, τόν φω­τι­σμό τοῦ νοῦ καί τήν θέ­ω­ση, τόν δο­ξα­σμό.
Εἶ­ναι ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­σή της πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας τῆς ἀ­ξι­ό­λο­γης γυ­ναι­κεί­ας Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου Πε­λα­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δί­δει τά ἔρ­γα του καί προ­σφέ­ρει σ’ αὐ­τή ὅ­λα τά ἔ­σο­δα ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις αὐ­τές, χω­ρίς ὁ ἴ­διος νά καρ­ποῦ­ται τό πα­ρα­μι­κρό οἰ­κο­νο­μι­κό ὄ­φε­λος.
Τό κλα­σι­κό στό εἶ­δος του βι­βλί­ο του πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν μο­νο­λό­γι­στη εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ «Μιά βρα­δυ­ά στήν ἔ­ρη­μο τοῦ ῾Α­γί­ου Ὄ­ρους» κυ­κλο­φο­ρεῖ ἤ­δη στήν 22η ἔκ­δο­ση! Ἔ­χουν κυ­κλο­φο­ρή­σει ἐ­πί­σης: Τό Μυ­στή­ριο τῆς παι­δε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ, Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς ὡς ἁ­γι­ο­ρε­ί­της, Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός, ὡς προ­φη­τι­κή, ἀ­πο­στο­λι­κή καί μαρ­τυ­ρι­κή ζωή, Ἡ Ἡ­συ­χί­α καί Θε­ο­λο­γί­α, «Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ», Βί­ος καί πο­λι­τεί­α τοῦ Γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου τοῦ ἡ­συ­χα­στοῦ καί θε­ο­λό­γου, «Ἡ ἰ­α­τρι­κή ἐν Πνεύ­μα­τι ἐ­πι­στή­μη», Ἡ πρά­ξη τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας, Ἐμ­πει­ρι­κή δογ­μα­τι­κή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τά τίς προ­φο­ρι­κές πα­ρα­δό­σεις τοῦ π. Ἰ­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη τόμ. Α΄ καί Β΄ καί πλεῖ­στα ἄλ­λα.
Εἶ­ναι, λοι­πόν, πραγ­μα­τι­κά ὀ­ξύ­μω­ρο νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου ὡς δι­ώ­κτης τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, καί μά­λι­στα τῆς μη­τρο­πο­λι­τι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας, γιά ἕ­να ζή­τη­μα πού δέν τό προ­κά­λε­σε αὐ­τός, ἀλ­λά προ­ϋ­πῆρ­χε χρό­νια πρίν τήν ἐγ­κα­τά­στα­σή του ὡς Μη­τρο­πο­λί­τη στήν Ναύ­πα­κτο καί τα­λαι­πώ­ρη­σε καί τούς προ­κα­τό­χους του.
Καί εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, ὀ­ξύ­μω­ρο, ἀ­πα­ρά­δε­κτο, ἄ­η­θες καί ἀ­πρε­πές νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται γιά φι­λο­χρη­μα­τί­α καί οἰ­κο­νο­μι­κή ἐ­πι­βου­λή εἰς βά­ρος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου, πού δέν ἔ­λα­βε πο­τέ του τό πα­ρα­μι­κρό πο­σό ἀ­πό ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­α, του­ναν­τί­ον δέ προ­σφέ­ρει ἕ­να μέ­ρος τοῦ μι­σθοῦ του γιά τήν λει­τουρ­γί­α τοῦ Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ γρα­φεί­ου.
Ἀ­πο­τε­λεῖ δέ ἀ­σύ­στο­λο ψεῦ­δος ἡ κα­τα­συ­κο­φάν­τη­ση, πού ἐ­πί σει­ρά ἐ­τῶν καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἐκ μέ­ρους τῆς Μο­νῆς καί μέ κά­θε μέ­σο (ἔν­τυ­πο καί προ­φο­ρι­κό) εἰς βά­ρος τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε δῆ­θεν νά καρ­πω­θεῖ μέ­ρος τῶν ἐ­σό­δων τῆς Μο­νῆς, ἐ­νῶ ὑ­πῆρ­χε ρη­τή δι­α­βε­βαί­ω­ση καί δέ­σμευ­σή του, γρα­πτή καί προ­φο­ρι­κή, ὅ­τι δέν ἐ­πι­θυ­μεῖ κα­μί­α οἰ­κο­νο­μι­κή εἰ­σφο­ρά, ὄ­χι μό­νον ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ἀλ­λά ἀ­πό κα­μί­α Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς πε­ρι­φέ­ρειάς του.
Ὡς μέ­λος τῆς συ­νο­δι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς (ἀ­πο­τε­λού­με­νης ἀ­πό τρεῖς Ἡ­γου­μέ­νους) γιά τήν δι­ευ­θέ­τη­ση τοῦ ὅ­λου ζη­τή­μα­τος, ὑ­πῆρ­ξα­με οἱ ἴ­διοι αὐ­τή­κο­οι μάρ­τυ­ρες τῶν δι­α­βε­βαι­ώ­σε­ων αὐ­τῶν τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, πού δό­θη­καν στό γρα­φεῖ­ο του στίς 25 Ἰ­ου­λί­ου 2000 (ἄν δέν μᾶς ἀ­πα­τᾶ ἡ μνή­μη μας) ἐ­νώ­πιον τῶν με­λῶν τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καί τῶν ἐκ­προ­σώ­πων τῆς Μο­νῆς.
Οἱ ἐ­πί­μο­νες καί πρός ὅ­λες τίς κα­τευ­θύν­σεις συ­κο­φαν­τι­κές δι­α­δό­σεις ὅ­τι τό κύ­ριο ση­μεῖ­ο τρι­βῆς, δι­α­φο­ρᾶς καί ἀν­τι­δρά­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς εἶ­ναι οἱ δῆ­θεν ἄ­νο­μες εἰ­σπρα­κτι­κές δι­α­θέ­σεις τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου εἰς βά­ρος της εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἀ­να­λη­θεῖς καί ἀ­στή­ρι­κτες καί γιά τόν πρό­σθε­το λό­γο ὅ­τι ἀ­κό­μη καί στήν πε­ρί­πτω­ση πού ὁ Μη­τρο­πο­λί­της ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε τήν ἀ­πο­κό­μι­ση οἰ­κο­νο­μι­κοῦ ὀ­φέ­λους ἀ­πό τήν Μο­νή, αὐ­τό δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ, ἀ­φοῦ θά ἦ­ταν κα­τά βά­ση πα­ρά­νο­μο καί αὐ­τό τό γνώ­ρι­ζε ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή.
Ὅ­πως ἡ ἴ­δια ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή πλη­ρο­φό­ρη­σε τήν ὁ­ρι­σθεί­σα ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἐ­πι­τρο­πή τῶν ἡ­γου­μέ­νων, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἡ εἰ­σφο­ρά τοῦ 10% εἰς βά­ρος τῶν ἐ­σό­δων τῶν Μο­νῶν δέν προ­βλέ­πε­ται ἀ­πό κα­μί­α δι­ά­τα­ξη τοῦ νό­μου. Γνώ­ρι­ζε, ἐ­πί­σης, ἡ Μο­νή ὅ­τι ἐ­π’ αὐ­τοῦ εἶ­χε λά­βει σα­φή θέ­ση τό­σο ἡ Οἰ­κο­νο­μι­κή Ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ΟΔΕΠ (4701/310/30-1-1986) ὅ­σο καί τό Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Οἰ­κο­νο­μι­κῶν (Φ. 031/503/Α1 176/31-3-1986). Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἡ ἐγ­κύ­κλιος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου (3684/20-12-1988) ἦ­ταν ἀ­νε­φάρ­μο­στη, ἐ­πει­δή τε­λοῦ­σε ὑ­πό μή νό­μι­μες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, γι’ αὐ­τό καί ἀ­να­κλή­θη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθμ. 2448/19-5-2000 νέ­α ἐγ­κύ­κλιό της.