Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Τό τελευταῖο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μίας
συντονισμένης προσπάθειας συκοφαντήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη
Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μέ ἀφορμή τό χρόνιο πρόβλημα
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου.
Στήν ἀπόφασή μας νά παρέμβουμε δημόσια στό ὅλο ζήτημα
μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἀκλόνητη πεποίθησή μας καί ἡ μετά γνώσεως βεβαιότητά
μας ὅτι ὅλα, ὅσα ἀπρεπῆ καί κακοήθη ἀναφέρονται εἰς βάρος τοῦ Σεβασμιωτάτου
τόσο ἀπό τούς ἴδιους τούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως ὅσο
καί ἀπό ποικίλους ὑπερασπιστές της, ἀποτελοῦν ἀσύστολα ψεύδη καί συνιστοῦν
κατάφωρη ἀδικία εἰς βάρος του.
Καί τό βεβαιώνουμε αὐτό μέ ἀπόλυτη κατηγορηματικότητα
καί ἐν πλήρει συνειδήσει, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καθώς ἀφενός μέν
γνωρίζουμε πολύ καλά, ἐδῶ καί σαράντα χρόνια, τόν Σεβασμιώτατο, ἀφετέρου
δέ ἔχουμε ἀσχοληθεῖ ἐπισταμένως καί ἐπισήμως μέ τό ζήτημα τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Μεταμορφώσεως ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 2000, ὡς
μέλος σχετικῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς καί ἔχουμε ἔλθει σέ ἐπαφές τόσο
μέ τούς μοναχούς ὅσο καί μέ τόν Μητροπολίτη.
Θά ἦταν, βεβαίως, περιττός πλεονασμός νά ἀναφερθοῦμε
στήν προσωπικότητα καί τίς ἀρετές τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου.
Πρόκειται γιά ἕναν ἀπό τούς κορυφαίους σύγχρονους θεολόγους μέ διεθνή
ἀναγνώριση καί κύρος, συγγραφέα ἀναρίθμητων βιβλίων καί πονημάτων,
πού κυκλοφοροῦν σέ ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις καί σέ πολλές γλῶσσες. Ἡ θεολογία
του βαθειά ριζωμένη στήν ἁγιοπατερική παράδοση ὀρθοτομεῖ τόν λόγο
τῆς ἀληθείας καί προβάλλει τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἀντίθεση
μέ κάθε λογῆς καινοτομίες καί νεωτερισμούς.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος
χαρακτηρίζεται ἀπό τήν σεμνότητα τοῦ βίου του, τήν ἁπλότητά του,
τήν πλήρη ἀφιλαργυρία του καί τήν ἀσκητικότητά του. Εἶναι ἰδιαίτερα
φιλομόναχος καί ἔχει ἀφιερώσει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ θεολογικοῦ
του ἔργου στόν ἀνατολικό ὀρθόδοξο, ἀποστολοπαράδοτο, ἁγιοπατερικό,
νηπτικό, ἡσυχαστικό μοναχισμό, τόν ὁποῖο καί ὁ ἴδιος ἀκολουθεῖ στήν
βιοτή του.
Ἔχει ἀσχοληθεῖ ἰδιαίτερα καί ἔχει ἐντρυφήσει στήν
θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν θεολογία τοῦ ἀκτίστου
φωτός καί τῆς θεώσεως καί τῶν τριῶν σταδίων στήν πορεία τῶν πιστῶν πρός
τήν θέωση: τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση,
τόν δοξασμό.
Εἶναι ἀπό τήν ἵδρυσή της πνευματικός πατέρας τῆς ἀξιόλογης
γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, ἡ ὁποία
ἐκδίδει τά ἔργα του καί προσφέρει σ’ αὐτή ὅλα τά ἔσοδα ἀπό τίς ἐκδόσεις
αὐτές, χωρίς ὁ ἴδιος νά καρποῦται τό παραμικρό οἰκονομικό ὄφελος.
Τό κλασικό στό εἶδος του βιβλίο του πού ἀναφέρεται στήν
μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ «Μιά βραδυά
στήν ἔρημο τοῦ ῾Αγίου Ὄρους» κυκλοφορεῖ ἤδη στήν 22η
ἔκδοση! Ἔχουν κυκλοφορήσει ἐπίσης: Τό
Μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης,
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, ὡς προφητική, ἀποστολική
καί μαρτυρική ζωή, Ἡ Ἡσυχία καί Θεολογία,
«Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», Βίος καί πολιτεία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου
τοῦ ἡσυχαστοῦ καί θεολόγου, «Ἡ ἰατρική
ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη», Ἡ πράξη τῆς ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας,
Ἐμπειρική δογματική τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδη τόμ. Α΄ καί Β΄
καί πλεῖστα ἄλλα.
Εἶναι,
λοιπόν, πραγματικά ὀξύμωρο νά κατηγορεῖται ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
ὡς διώκτης τοῦ μοναχισμοῦ, καί μάλιστα τῆς μητροπολιτικῆς του περιφέρειας,
γιά ἕνα ζήτημα πού δέν τό προκάλεσε αὐτός, ἀλλά προϋπῆρχε χρόνια πρίν
τήν ἐγκατάστασή του ὡς Μητροπολίτη στήν Ναύπακτο καί ταλαιπώρησε καί
τούς προκατόχους του.
Καί εἶναι,
ἐπίσης, ὀξύμωρο, ἀπαράδεκτο, ἄηθες καί ἀπρεπές νά κατηγορεῖται
γιά φιλοχρηματία καί οἰκονομική ἐπιβουλή εἰς βάρος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Μεταμορφώσεως ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, πού δέν ἔλαβε ποτέ του τό
παραμικρό ποσό ἀπό ὁποιαδήποτε ἱεροπραξία, τουναντίον δέ προσφέρει
ἕνα μέρος τοῦ μισθοῦ του γιά τήν λειτουργία τοῦ Μητροπολιτικοῦ γραφείου.
Ἀποτελεῖ δέ ἀσύστολο ψεῦδος ἡ κατασυκοφάντηση, πού
ἐπί σειρά ἐτῶν καλλιεργεῖται ἐκ μέρους τῆς Μονῆς καί μέ κάθε μέσο (ἔντυπο
καί προφορικό) εἰς βάρος τοῦ Μητροπολίτη, ὅτι ἐπιθυμοῦσε δῆθεν νά
καρπωθεῖ μέρος τῶν ἐσόδων τῆς Μονῆς, ἐνῶ ὑπῆρχε ρητή διαβεβαίωση
καί δέσμευσή του, γραπτή καί προφορική, ὅτι δέν ἐπιθυμεῖ καμία οἰκονομική
εἰσφορά, ὄχι μόνον ἀπό τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως, ἀλλά ἀπό καμία
Ἱερά Μονή τῆς περιφέρειάς του.
Ὡς μέλος τῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς (ἀποτελούμενης ἀπό
τρεῖς Ἡγουμένους) γιά τήν διευθέτηση τοῦ ὅλου ζητήματος, ὑπῆρξαμε
οἱ ἴδιοι αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν διαβεβαιώσεων αὐτῶν τοῦ Μητροπολίτη,
πού δόθηκαν στό γραφεῖο του στίς 25 Ἰουλίου 2000 (ἄν δέν μᾶς ἀπατᾶ ἡ μνήμη
μας) ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς καί τῶν ἐκπροσώπων τῆς Μονῆς.
Οἱ ἐπίμονες καί πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις συκοφαντικές
διαδόσεις ὅτι τό κύριο σημεῖο τριβῆς, διαφορᾶς καί ἀντιδράσεως τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς εἶναι οἱ δῆθεν ἄνομες εἰσπρακτικές διαθέσεις τοῦ Μητροπολίτη
κ. Ἱεροθέου εἰς βάρος της εἶναι παντελῶς ἀναληθεῖς καί ἀστήρικτες
καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ὁ Μητροπολίτης
ἐπιθυμοῦσε τήν ἀποκόμιση οἰκονομικοῦ ὀφέλους ἀπό τήν Μονή, αὐτό
δέν ἦταν δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ θά ἦταν κατά βάση παράνομο
καί αὐτό τό γνώριζε ἡ Ἱερά Μονή.
Ὅπως ἡ ἴδια ἡ Ἱερά Μονή πληροφόρησε τήν ὁρισθείσα
ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο ἐπιτροπή τῶν ἡγουμένων, γνώριζε ὅτι ἡ εἰσφορά
τοῦ 10% εἰς βάρος τῶν ἐσόδων τῶν Μονῶν δέν προβλέπεται ἀπό καμία διάταξη
τοῦ νόμου. Γνώριζε, ἐπίσης, ἡ Μονή ὅτι ἐπ’ αὐτοῦ εἶχε λάβει σαφή θέση
τόσο ἡ Οἰκονομική Ὑπηρεσία τοῦ ΟΔΕΠ (4701/310/30-1-1986) ὅσο καί τό Ὑπουργεῖο
Οἰκονομικῶν (Φ. 031/503/Α1 176/31-3-1986). Γνώριζε ὅτι ἡ ἐγκύκλιος τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου (3684/20-12-1988) ἦταν ἀνεφάρμοστη, ἐπειδή τελοῦσε ὑπό
μή νόμιμες προϋποθέσεις, γι’ αὐτό καί ἀνακλήθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο
μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2448/19-5-2000 νέα ἐγκύκλιό της.