Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ἀ­πό­ψεις καί δι­ευ­κρι­νί­σεις γιά τό ζή­τη­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου


Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου
Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου


Τό τε­λευ­ταῖ­ο δι­ά­στη­μα γι­νό­μα­στε μάρ­τυ­ρες μί­ας συν­το­νι­σμέ­νης προ­σπά­θειας συ­κο­φαν­τή­σε­ως τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­τη Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου μέ ἀ­φορ­μή τό χρό­νιο πρό­βλη­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου.
Στήν ἀ­πό­φα­σή μας νά πα­ρέμ­βου­με δη­μό­σια στό ὅ­λο ζή­τη­μα μᾶς ὁ­δη­γεῖ ἡ ἀ­κλό­νη­τη πε­ποί­θη­σή μας καί ἡ με­τά γνώ­σε­ως βε­βαι­ό­τη­τά μας ὅ­τι ὅ­λα, ὅ­σα ἀ­πρε­πῆ καί κα­κο­ή­θη ἀ­να­φέ­ρον­ται εἰς βά­ρος τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του τό­σο ἀ­πό τούς ἴ­διους τούς μο­να­χούς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ὅ­σο καί ἀ­πό ποι­κί­λους ὑ­πε­ρα­σπι­στές της, ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­σύ­στο­λα ψεύ­δη καί συ­νι­στοῦν κα­τά­φω­ρη ἀ­δι­κί­α εἰς βά­ρος του.
Καί τό βε­βαι­ώ­νου­με αὐ­τό μέ ἀ­πό­λυ­τη κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό­τη­τα καί ἐν πλή­ρει συ­νει­δή­σει, ἐ­νώ­πιον Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, κα­θώς ἀ­φε­νός μέν γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά, ἐ­δῶ καί σα­ράν­τα χρό­νια, τόν Σε­βα­σμι­ώ­τα­το, ἀ­φε­τέ­ρου δέ ἔ­χου­με ἀ­σχο­λη­θεῖ ἐ­πι­στα­μέ­νως καί ἐ­πι­σή­μως μέ τό ζή­τη­μα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ἀ­πό τίς ἀρ­χές ἀ­κό­μη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 2000, ὡς μέ­λος σχε­τι­κῆς συ­νο­δι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καί ἔ­χου­με ἔλ­θει σέ ἐ­πα­φές τό­σο μέ τούς μο­να­χούς ὅ­σο καί μέ τόν Μη­τρο­πο­λί­τη.
Θά ἦ­ταν, βε­βαί­ως, πε­ριτ­τός πλε­ο­να­σμός νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στήν προ­σω­πι­κό­τη­τα καί τίς ἀ­ρε­τές τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Πρό­κει­ται γιά ἕ­ναν ἀ­πό τούς κο­ρυ­φαί­ους σύγ­χρο­νους θε­ο­λό­γους μέ δι­ε­θνή ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί κύ­ρος, συγ­γρα­φέ­α ἀ­να­ρίθ­μη­των βι­βλί­ων καί πο­νη­μά­των, πού κυ­κλο­φο­ροῦν σέ ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις καί σέ πολ­λές γλῶσ­σες. Ἡ θε­ο­λο­γί­α του βα­θειά ρι­ζω­μέ­νη στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή πα­ρά­δο­ση ὀρ­θο­το­μεῖ τόν λό­γο τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί προ­βάλ­λει τό γνή­σιο ὀρ­θό­δο­ξο φρό­νη­μα σέ ἀν­τί­θε­ση μέ κά­θε λο­γῆς και­νο­το­μί­ες καί νε­ω­τε­ρι­σμούς.
Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν σε­μνό­τη­τα τοῦ βί­ου του, τήν ἁ­πλό­τη­τά του, τήν πλή­ρη ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­α του καί τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα φι­λο­μό­να­χος καί ἔ­χει ἀ­φι­ε­ρώ­σει ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ του ἔρ­γου στόν ἀ­να­το­λι­κό ὀρ­θό­δο­ξο, ἀ­πο­στο­λο­πα­ρά­δο­το, ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κό, νη­πτι­κό, ἡ­συ­χα­στι­κό μο­να­χι­σμό, τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὁ ἴ­διος ἀ­κο­λου­θεῖ στήν βι­ο­τή του.
Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρα καί ἔ­χει ἐν­τρυ­φή­σει στήν θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, τήν θε­ο­λο­γί­α τοῦ ἀ­κτί­στου φω­τός καί τῆς θε­ώ­σε­ως καί τῶν τρι­ῶν στα­δί­ων στήν πο­ρεί­α τῶν πι­στῶν πρός τήν θέ­ω­ση: τήν κά­θαρ­ση ἀ­πό τά πά­θη, τόν φω­τι­σμό τοῦ νοῦ καί τήν θέ­ω­ση, τόν δο­ξα­σμό.
Εἶ­ναι ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­σή της πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας τῆς ἀ­ξι­ό­λο­γης γυ­ναι­κεί­ας Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου Πε­λα­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δί­δει τά ἔρ­γα του καί προ­σφέ­ρει σ’ αὐ­τή ὅ­λα τά ἔ­σο­δα ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις αὐ­τές, χω­ρίς ὁ ἴ­διος νά καρ­ποῦ­ται τό πα­ρα­μι­κρό οἰ­κο­νο­μι­κό ὄ­φε­λος.
Τό κλα­σι­κό στό εἶ­δος του βι­βλί­ο του πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν μο­νο­λό­γι­στη εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ «Μιά βρα­δυ­ά στήν ἔ­ρη­μο τοῦ ῾Α­γί­ου Ὄ­ρους» κυ­κλο­φο­ρεῖ ἤ­δη στήν 22η ἔκ­δο­ση! Ἔ­χουν κυ­κλο­φο­ρή­σει ἐ­πί­σης: Τό Μυ­στή­ριο τῆς παι­δε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ, Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς ὡς ἁ­γι­ο­ρε­ί­της, Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός, ὡς προ­φη­τι­κή, ἀ­πο­στο­λι­κή καί μαρ­τυ­ρι­κή ζωή, Ἡ Ἡ­συ­χί­α καί Θε­ο­λο­γί­α, «Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ», Βί­ος καί πο­λι­τεί­α τοῦ Γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου τοῦ ἡ­συ­χα­στοῦ καί θε­ο­λό­γου, «Ἡ ἰ­α­τρι­κή ἐν Πνεύ­μα­τι ἐ­πι­στή­μη», Ἡ πρά­ξη τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ψυ­χο­θε­ρα­πεί­ας, Ἐμ­πει­ρι­κή δογ­μα­τι­κή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τά τίς προ­φο­ρι­κές πα­ρα­δό­σεις τοῦ π. Ἰ­ω­άν­νου Ρω­μα­νί­δη τόμ. Α΄ καί Β΄ καί πλεῖ­στα ἄλ­λα.
Εἶ­ναι, λοι­πόν, πραγ­μα­τι­κά ὀ­ξύ­μω­ρο νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου ὡς δι­ώ­κτης τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, καί μά­λι­στα τῆς μη­τρο­πο­λι­τι­κῆς του πε­ρι­φέ­ρειας, γιά ἕ­να ζή­τη­μα πού δέν τό προ­κά­λε­σε αὐ­τός, ἀλ­λά προ­ϋ­πῆρ­χε χρό­νια πρίν τήν ἐγ­κα­τά­στα­σή του ὡς Μη­τρο­πο­λί­τη στήν Ναύ­πα­κτο καί τα­λαι­πώ­ρη­σε καί τούς προ­κα­τό­χους του.
Καί εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, ὀ­ξύ­μω­ρο, ἀ­πα­ρά­δε­κτο, ἄ­η­θες καί ἀ­πρε­πές νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται γιά φι­λο­χρη­μα­τί­α καί οἰ­κο­νο­μι­κή ἐ­πι­βου­λή εἰς βά­ρος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου, πού δέν ἔ­λα­βε πο­τέ του τό πα­ρα­μι­κρό πο­σό ἀ­πό ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­α, του­ναν­τί­ον δέ προ­σφέ­ρει ἕ­να μέ­ρος τοῦ μι­σθοῦ του γιά τήν λει­τουρ­γί­α τοῦ Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ γρα­φεί­ου.
Ἀ­πο­τε­λεῖ δέ ἀ­σύ­στο­λο ψεῦ­δος ἡ κα­τα­συ­κο­φάν­τη­ση, πού ἐ­πί σει­ρά ἐ­τῶν καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἐκ μέ­ρους τῆς Μο­νῆς καί μέ κά­θε μέ­σο (ἔν­τυ­πο καί προ­φο­ρι­κό) εἰς βά­ρος τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε δῆ­θεν νά καρ­πω­θεῖ μέ­ρος τῶν ἐ­σό­δων τῆς Μο­νῆς, ἐ­νῶ ὑ­πῆρ­χε ρη­τή δι­α­βε­βαί­ω­ση καί δέ­σμευ­σή του, γρα­πτή καί προ­φο­ρι­κή, ὅ­τι δέν ἐ­πι­θυ­μεῖ κα­μί­α οἰ­κο­νο­μι­κή εἰ­σφο­ρά, ὄ­χι μό­νον ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ἀλ­λά ἀ­πό κα­μί­α Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς πε­ρι­φέ­ρειάς του.
Ὡς μέ­λος τῆς συ­νο­δι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς (ἀ­πο­τε­λού­με­νης ἀ­πό τρεῖς Ἡ­γου­μέ­νους) γιά τήν δι­ευ­θέ­τη­ση τοῦ ὅ­λου ζη­τή­μα­τος, ὑ­πῆρ­ξα­με οἱ ἴ­διοι αὐ­τή­κο­οι μάρ­τυ­ρες τῶν δι­α­βε­βαι­ώ­σε­ων αὐ­τῶν τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, πού δό­θη­καν στό γρα­φεῖ­ο του στίς 25 Ἰ­ου­λί­ου 2000 (ἄν δέν μᾶς ἀ­πα­τᾶ ἡ μνή­μη μας) ἐ­νώ­πιον τῶν με­λῶν τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καί τῶν ἐκ­προ­σώ­πων τῆς Μο­νῆς.
Οἱ ἐ­πί­μο­νες καί πρός ὅ­λες τίς κα­τευ­θύν­σεις συ­κο­φαν­τι­κές δι­α­δό­σεις ὅ­τι τό κύ­ριο ση­μεῖ­ο τρι­βῆς, δι­α­φο­ρᾶς καί ἀν­τι­δρά­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς εἶ­ναι οἱ δῆ­θεν ἄ­νο­μες εἰ­σπρα­κτι­κές δι­α­θέ­σεις τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου εἰς βά­ρος της εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἀ­να­λη­θεῖς καί ἀ­στή­ρι­κτες καί γιά τόν πρό­σθε­το λό­γο ὅ­τι ἀ­κό­μη καί στήν πε­ρί­πτω­ση πού ὁ Μη­τρο­πο­λί­της ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε τήν ἀ­πο­κό­μι­ση οἰ­κο­νο­μι­κοῦ ὀ­φέ­λους ἀ­πό τήν Μο­νή, αὐ­τό δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ, ἀ­φοῦ θά ἦ­ταν κα­τά βά­ση πα­ρά­νο­μο καί αὐ­τό τό γνώ­ρι­ζε ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή.
Ὅ­πως ἡ ἴ­δια ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή πλη­ρο­φό­ρη­σε τήν ὁ­ρι­σθεί­σα ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἐ­πι­τρο­πή τῶν ἡ­γου­μέ­νων, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἡ εἰ­σφο­ρά τοῦ 10% εἰς βά­ρος τῶν ἐ­σό­δων τῶν Μο­νῶν δέν προ­βλέ­πε­ται ἀ­πό κα­μί­α δι­ά­τα­ξη τοῦ νό­μου. Γνώ­ρι­ζε, ἐ­πί­σης, ἡ Μο­νή ὅ­τι ἐ­π’ αὐ­τοῦ εἶ­χε λά­βει σα­φή θέ­ση τό­σο ἡ Οἰ­κο­νο­μι­κή Ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ΟΔΕΠ (4701/310/30-1-1986) ὅ­σο καί τό Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Οἰ­κο­νο­μι­κῶν (Φ. 031/503/Α1 176/31-3-1986). Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἡ ἐγ­κύ­κλιος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου (3684/20-12-1988) ἦ­ταν ἀ­νε­φάρ­μο­στη, ἐ­πει­δή τε­λοῦ­σε ὑ­πό μή νό­μι­μες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, γι’ αὐ­τό καί ἀ­να­κλή­θη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθμ. 2448/19-5-2000 νέ­α ἐγ­κύ­κλιό της.
Γνώ­ρι­ζε, ἐ­πί­σης, ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή ὅ­τι οἱ ἐ­πι­χο­ρη­γή­σεις ἐ­πεν­δύ­σε­ων καί ἐ­πι­δο­τή­σεις ἐ­πι­το­κί­ου πού κα­τα­βάλ­λον­ται βά­σει τοῦ ν. 1892/90 ἄρ­θρο 6, παρ. 8 ἀ­παλ­λάσ­σον­ται ἀ­πό κά­θε φό­ρο, τέ­λος χαρ­το­σή­μου ἤ δι­καί­ω­μα, κα­θώς καί ἀ­πό κά­θε ἄλ­λη ἐ­πι­βά­ρυν­ση πρός ὄ­φε­λος τοῦ Δη­μο­σί­ου ἤ Τρί­των.
Κα­τά συ­νέ­πεια ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το γιά τόν Μη­τρο­πο­λί­τη νά εἰ­σπρά­ξει ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πο­σο­στό ἀ­πό τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐ­πι­δό­τη­ση, ὅ­πως κα­τά συρ­ρο­ήν καί ἐ­πί σει­ρά ἐ­τῶν καί μέ ἀ­πε­ρί­γρα­πτη ἔν­τα­ση κα­τη­γο­ρή­θη­κε ἀ­πό τήν Μο­νή καί τούς ὑ­πε­ρα­σπι­στές της ὅ­τι δῆ­θεν ἐ­πε­δί­ω­κε.
Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅ­τι ὅ­λη αὐ­τή ἡ πο­λυ­ε­τής καί συ­κο­φαν­τι­κή ἐκ­στρα­τεί­α εἰς βά­ρος τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, ἐκ μέ­ρους τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί τῶν ὑ­πο­στη­ρι­κτῶν της, δι­ε­ξά­γε­ται μέ ἀ­πώ­τε­ρο σκο­πό τόν ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμό τό­σο τῆς κοι­νῆς γνώ­μης ὅ­σο καί τῶν ἁρ­μο­δί­ων ἐ­λεγ­κτι­κῶν ὀρ­γά­νων (συ­νο­δι­κῶν καί κρα­τι­κῶν) ἀ­πό τίς ποι­κί­λες δυσ­λει­τουρ­γί­ες, ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες καί πα­ρα­τυ­πί­ες στήν οἰ­κο­νο­μι­κή δι­α­χεί­ρη­ση τῆς Μο­νῆς.
Μέ τό πρό­σχη­μα δη­λα­δή τοῦ πο­λυ­προ­βαλ­λό­με­νου αἴ­ο­λου ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος ὅ­τι δῆ­θεν «ὁ Δε­σπό­της θέ­λει νά πά­ρει πο­σο­στά ἀ­πό τά ἔ­σο­δα τῆς Μο­νῆς», δι­και­ο­λο­γή­θη­κε καί κα­λύ­φθη­κε μί­α ἄ­νευ προ­η­γου­μέ­νου ἰ­δι­ό­τυ­πη οἰ­κο­νο­μι­κή ὀρ­γά­νω­ση καί δι­α­χεί­ρη­ση καί μί­α ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κή καί ἑ­ται­ρι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου, ἡ ὁ­ποί­α ἐν πολ­λοῖς κι­νεῖ­ται ἐ­κτός τῶν θε­σμί­ων τῆς μο­να­χι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως καί σέ πλαί­σια ἀν­τι­κα­νο­νι­κά, ἀν­τι­εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά καί πα­ρά­νο­μα.
Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό θά θέ­λα­με νά ση­μει­ώ­σου­με καί νά ἐ­πι­ση­μά­νου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν πρα­κτι­κή, πού πα­γί­ως καί κα­τ­ξα­κο­λού­θη­ση ἐ­φαρ­μό­ζει ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη Ἱ­ε­ρά Μο­νή, μέ­σῳ τῶν πα­ρά­κεν­τρων σω­μα­τεί­ων της, μέ τήν συ­νε­χή, πο­λυ­σχι­δή πρα­κτι­κή ἐκζητήσεως δωρεῶν πα­νελ­λα­δι­κά καί ὄ­χι μό­νο, μέ σκοπό τήν συσ­σώ­ρευ­ση οἰ­κο­νο­μι­κῶν ἀ­πο­θε­μά­των. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές εἶ­ναι οἱ ποι­κι­λό­μορ­φες με­θο­δεύ­σεις καί ἐ­φαρ­μο­γές μέ τίς ὁ­ποῖ­ες κεν­τρί­ζεται ἤ ἀ­φυ­πνί­ζεται ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α ἁ­πλῶν εὐ­σε­βῶν χρι­στια­νῶν, ­φαρ­μο­γές πού ἀγ­γί­ζουν τά ὅ­ρια τῆς πα­ρα­πλά­νη­σης. Πρέ­πει, ἐ­πί­σης, νά το­νι­σθεῖ ὅ­τι οἱ πρα­κτι­κές αὐτές, μέ τήν ἀ­συ­νή­θι­στα μα­κρό­χρο­νη με­θό­δευ­σή τους, ἀ­κυ­ρώ­νουν ἐκ τῶν πραγ­μά­των τήν οὐ­σί­α πού μπο­ρεῖ νά κα­λύ­πτει μία συγκεκριμένη ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα.
Ἀ­πό τήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980 ἀ­κό­μη, μέ πρω­το­βου­λί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, συ­στή­θη­καν δύ­ο ἀ­στι­κές ἑ­ται­ρεῖ­ες -ἐ­κτός ἀ­πό μί­α σει­ρά ἄλ­λων συλ­λό­γων καί σω­μα­τεί­ων- μέ τήν ἐ­πω­νυ­μί­α «Ἀ­δελ­φό­της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος» μέ ἕ­δρα τήν Ἀ­θή­να καί «Ἀ­δελ­φό­της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος Ναυ­πά­κτου» μέ ἕ­δρα τήν Ναύ­πα­κτο, πού ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καί ἀ­πό τό ἴ­διο τό Κα­τα­στα­τι­κό τους λει­τουρ­γοῦν ἀν­τι­κα­νο­νι­κά, ἀν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κά καί ἀν­τι­εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά.
Τό ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καί γιά τήν ΕΠΕ (Ἑ­ται­ρεί­α Πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης Εὐ­θύ­νης) τήν ὁ­ποί­α συ­νέ­στη­σαν μέ­λη τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς ἀ­σκών­τας ἑ­ται­ρι­κή ἐμ­πο­ρι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, γε­γο­νός ἀ­συμ­βί­βα­στο μέ τήν μο­να­χι­κή τους ἰ­δι­ό­τη­τα.
Οὐ­σι­α­στι­κά αὐ­τές οἱ ἑ­ται­ρεῖ­ες-δο­ρυ­φό­ροι τῆς Μο­νῆς δι­α­χει­ρί­ζον­ται γιά δε­κα­ε­τί­ες τήν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν ἐ­σό­δων τῆς Μο­νῆς λει­τουρ­γών­τας ἐ­ξω­θε­σμι­κά καί πα­ρα­σι­τι­κά πρός τήν ἴ­δια τήν Μο­νή, τήν ὁ­ποί­α κα­τέ­στη­σαν οὐ­σι­α­στι­κά πα­ράρ­τη­μά τους. Δέν ὑ­πάρ­χει, δη­λα­δή, ὅ­πως ἐ­πι­βάλ­λε­ται, μί­α μο­να­δι­κή καί  ἑ­νια­ία οἰ­κο­νο­μι­κή δι­α­χεί­ρη­ση τῆς Μο­νῆς, ὅ­που θά εἰ­σέρ­χον­ται καί θά κα­τα­γρά­φον­ται ὅ­λα τά ἔ­σο­δα ἀ­πό ἐρ­γό­χει­ρα, δω­ρε­ές, ἐ­πι­δο­τή­σεις, ἐ­πι­χο­ρη­γή­σεις κ.ἄ., κα­θώς καί οἱ ση­μαν­τι­κές δα­πά­νες λει­τουρ­γί­ας, ἀ­νοι­κο­δο­μή­σε­ως καί συν­τη­ρή­σε­ως τῆς Μο­νῆς καί τῶν μο­να­χῶν. Ἀν­τί­θε­τα τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἔρ­γα καί οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῆς Μο­νῆς κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται καί κι­νοῦν­ται ἐ­κτός τῆς  νο­μί­μου δι­α­χει­ρή­σε­ως καί κα­λύ­πτον­ται ἀ­πό ἔ­σο­δα τῶν δι­α­φό­ρων πα­ρά­κεν­τρων σω­μα­τεί­ων τῆς Μο­νῆς μέ συ­νέ­πεια τήν ἀ­δι­α­φα­νή καί ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη δα­πά­νη τε­ρα­στί­ων χρη­μα­τι­κῶν πο­σῶν.
Καί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἀ­κα­τα­νό­η­το τό γε­γο­νός, πώς γιά τέ­τοι­ου εἴ­δους σκο­πι­μό­τη­τες καί οἰ­κο­νο­μι­κούς σκο­πούς καί ἐ­πι­δι­ώ­ξεις ἀ­πο­δυ­να­μώ­νε­ται ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή, ἱ­ε­ρό καί πνευ­μα­τι­κό κα­θί­δρυ­μα κα­θα­γι­α­σμέ­νο καί προ­ο­ρι­σμέ­νο εἰς τούς αἰ­ῶ­νες, καί κα­θί­στα­ται οὐ­σι­α­στι­κά πα­ράρ­τη­μα καί «θυ­γα­τρι­κή» τῶν πα­ρά­κεν­τρων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σω­μα­τεί­ων, κο­σμι­κοῦ τύ­που, πού δη­μι­ουρ­γοῦν πε­ρι­ου­σια­κά στοι­χεῖ­α χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό κύ­ρος καί τό ὄ­νο­μα τῆς Μο­νῆς.
Ὅ­λα αὐ­τά τά εἴ­χα­με δι­α­πι­στώ­σει καί τά εἴ­χα­με ἀ­να­φέ­ρει ἐ­πι­σή­μως στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μέ τό Ὑ­πό­μνη­μά μας τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 2000, ὡς μέ­λος τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς ἡ­γου­μέ­νων πού εἶ­χε ὁ­ρί­σει ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος.
Στό Ὑ­πό­μνη­μά μας ἐ­κεῖ­νο κά­να­με ἀ­να­φο­ρά καί σέ δι­ά­φο­ρες ἀ­τα­σθα­λί­ες, πού κα­ταγ­γέλ­θη­καν ἀ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη, στήν οἰ­κο­νο­μι­κή δι­α­χεί­ρι­ση τῆς Μο­νῆς καί τῶν δο­ρυ­φο­ρι­κῶν σω­μα­τεί­ων της, ὅ­πως γιά πα­ρά­δειγ­μα τήν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς ΦΠΑ, χω­ρίς νά ἔ­χουν τη­ρη­θεῖ οἱ κα­νο­νι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες. Ση­μει­ώ­να­με τό­τε ὅ­τι σέ πε­ρί­πτω­ση πού οἱ κα­ταγ­γε­λί­ες αὐ­τές τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη ἦ­ταν βά­σι­μες, τό­τε προ­έ­κυ­πταν ση­μαν­τι­κό­τα­τες συ­νέ­πειες γιά τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή, ὅ­πως κα­τα­λο­γι­σμός τοῦ πο­σοῦ, ἐ­πι­βο­λή προ­στί­μου πεν­τα­πλά­σιου τοῦ πο­σοῦ, κα­θώς καί ποι­νι­κές εὐ­θύ­νες εἰς βά­ρος τῶν με­λῶν τοῦ Ἡ­γου­με­νο­συμ­βου­λί­ου καί μά­λι­στα σέ βαθ­μό κα­κουρ­γή­μα­τος.
Δυ­στυ­χῶς οἱ κα­ταγ­γε­λί­ες αὐ­τές ἐ­παληθεύτη­καν, κα­θώς, ὅ­πως ἐγ­κύ­ρως πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, με­τά ἀ­πό μα­κρο­χρό­νιους δι­κα­στι­κούς ἀ­γῶ­νες ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε τε­λι­κά στήν ἐ­πι­στρο­φή τοῦ πα­ρα­νό­μως εἰ­σπρα­χθέν­τος ΦΠΑ, ὕ­ψους 1,2 ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων εὐ­ρώ. Τό γε­γο­νός αὐ­τό ἐ­πι­σύ­ρει αὐ­το­μά­τως ἀ­στι­κές καί ποι­νι­κές συ­νέ­πει­ες τῶν ὑ­πευ­θύ­νων. Ἐ­πα­νε­ξε­τά­ζε­ται, ἐ­πί­σης, ἀ­πό τίς ἁρ­μό­δι­ες κρα­τι­κές ὑ­πη­ρε­σί­ες καί ἡ νο­μι­μό­τη­τα τῆς ἐ­πι­δο­τή­σε­ως ἑ­κα­τον­τά­δων ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων, πού εἰ­σπρά­χθη­κε ἀ­πό τήν Μο­νή καί τά σω­μα­τεῖ­α της. Σέ πε­ρί­πτω­ση δέ ἀ­να­κλή­σε­ώς της ἀ­να­κύ­πτουν καί πά­λι οἱ ἴ­δι­ες συ­νέ­πει­ες.
Καί τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα ἄν μπο­ρεῖ καί στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή νά θε­ω­ρη­θεῖ ὑ­πεύ­θυ­νος ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος. Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τος φταί­ει καί γιά τίς πα­ρά­νο­μες εἰ­σπρά­ξεις ὑ­πέ­ρογ­κων πο­σῶν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή καί τά σω­μα­τεῖ­α της;
Εἶ­ναι φα­νε­ρό πλέ­ον ὅ­τι ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, στόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­σκεμ­μέ­να καί ἄ­δι­κα ἀ­πο­δό­θη­κε φι­λο­χρη­μα­τί­α, ἐ­ξου­σι­α­στι­κό­τη­τα καί πα­ρεμ­βα­τι­κό­τη­τα στά ἐ­σω­τε­ρι­κά τῆς Μο­νῆς καί ἐ­χθρό­τη­τα πρός τόν μο­να­χι­σμό, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου ὡς τό ὑ­πο­τι­θέ­με­νο φό­βη­τρο, ὡς τό τε­χνη­τό προ­πέ­τα­σμα γιά τήν συγ­κά­λυ­ψη ὅ­λων αὐ­τῶν τῶν πα­ρα­νό­μων καί ἀν­τι­κα­νο­νι­κῶν οἰ­κο­νο­μι­κῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των καί τοῦ τε­ρά­στιου ὄγ­κου τῶν χρη­μα­τι­κῶν πο­σῶν πού δι­α­χει­ρί­ζον­ται μέ τήν ἀ­πο­φυ­γή τοῦ νό­μι­μου ἐ­λέγ­χου, πού δι­και­οῦ­ται ὁ ἐ­πι­χώ­ριος Ἐ­πί­σκο­πος σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τήν νο­μι­μό­τη­τα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς δι­α­χει­ρί­σε­ως.
Τε­λι­κά ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου εἶ­ναι τό τρα­γι­κό θύ­μα μιᾶς ὀρ­γα­νω­μέ­νης ἐκ­στρα­τεί­ας σπι­λώ­σε­ως καί συ­κο­φαν­τή­σε­ώς του, μί­ας ὁ­λό­κλη­ρης ἐ­πι­χεί­ρη­σης ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ καί ἐ­σκεμ­μέ­νης ἀ­πο­δό­σε­ως ἀ­δί­κων εὐ­θυ­νῶν ἐκ μέ­ρους τῆς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί τῶν ὑ­πε­ρα­σπι­στῶν της. Καί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά λυ­πη­ρό ὅ­τι ὅ­λη αὐ­τή ἡ πο­λυ­ε­τής καί ψυ­χο­φθό­ρος ἀν­τι­δι­κί­α ὑ­πέ­βα­λε ἕ­ναν ἐ­πι­φα­νῆ Ἐ­πί­σκο­πο, ἕ­ναν ἄ­ρι­στο θε­ο­λό­γο, συγ­γρα­φέ­α καί ὁ­μι­λη­τή, ἕ­ναν πρᾶ­ο καί ἡ­συ­χα­στι­κό ἄν­θρω­πο τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς νή­ψε­ως στήν δί­νη τῶν ἀν­τεγ­κλή­σε­ων, τῶν ἀν­τα­παν­τή­σε­ων καί τῶν δι­κα­στι­κῶν δι­ε­νέ­ξε­ων.
Ἀ­πό ὅ­λα ὅ­σα ἐκ­θέ­σα­με γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅ­τι ὅ­λες οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί τῶν πα­ρά­κεν­τρων σω­μα­τεί­ων της τά τε­λευ­ταῖ­α τριά­ντα χρό­νια δέν συ­νι­στοῦν ἀ­γώ­να γιά προ­ά­σπι­ση τοῦ δι­και­ώ­μα­τος αὐ­το­δι­οι­κή­σε­ως τῶν Μο­νῶν, ἀλ­λά ἐ­πί­μο­νη ἐ­πι­δί­ω­ξη αὐ­το­νο­μί­ας τό­σο σέ οἰ­κο­νο­μι­κό-δι­α­χει­ρι­στι­κό ὅ­σο καί σέ πνευ­μα­τι­κό ἐ­πί­πε­δο.
Τό αὐ­το­δι­οί­κη­το τῶν Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν εἶ­ναι, βε­βαί­ως, ἱ­ε­ρό δι­καί­ω­μα θε­σμο­θε­τη­μέ­νο καί κα­το­χυ­ρω­μέ­νο. Οἱ Ἱ­ε­ρές Μο­νές μέ βά­ση τά θέ­σμια τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ως, ἀλ­λά καί μέ τό ἄρ­θρο 1, παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 καί τό ἄρ­θρο 2 παρ. β τοῦ Καν. 39/1972, εἶ­ναι αὐ­το­δι­οι­κού­με­να καί αὐ­το­δι­α­χει­ρι­ζό­με­να ἱ­ε­ρά κα­θι­δρύ­μα­τα καί Νο­μι­κά Πρό­σω­πα Δη­μο­σί­ου Δι­καί­ου. Αὐ­τό, βε­βαί­ως, δέν ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι αὐ­τό­νο­μα καί ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτα.
Σέ πε­ρι­πτώ­σεις ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νων ἀν­τι­κα­νο­νι­κῶν πρά­ξε­ων τῶν μο­να­χῶν ἤ πα­ρεκ­κλί­σε­ων στή νο­μι­μό­τη­τα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς δι­α­χει­ρί­σε­ως τῆς πε­ρι­ου­σί­ας τῆς Μο­νῆς ἀ­σκεῖ­ται ὁ προ­βλε­πό­με­νος ἀ­πό τά ἁρ­μό­δια ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί κρα­τι­κά ὄρ­γα­να ἔ­λεγ­χος.
Ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νον­ται τέ­τοι­ες πα­ρα­βά­σεις ἀ­πό τούς μο­να­χούς θά πρέ­πει, βε­βαί­ως, νά κο­λά­ζον­ται καί οἱ πα­ρα­βά­τες νά συμ­μορ­φώ­νον­ται πρός τίς ὑ­πο­δεί­ξεις τῶν ἁρ­μο­δί­ων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἤ πο­λι­τεια­κῶν ὀρ­γά­νων καί δι­κα­στη­ρί­ων. Δέν νο­εῖ­ται μο­να­στή­ρι ἤ μο­να­χός ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτος καί «ἀ­νε­πί­σκο­πος», ὅ­πως βε­βαί­ως δέν ὑ­πάρ­χει καί Ἐ­πί­σκο­πος ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτος, ἀ­φοῦ ἐ­λέγ­χε­ται ἀ­πό τήν Ἱερά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του καί τά συνοδικά καί πολιτειακά ἁρ­μό­δια ὄρ­γα­να.
Στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Σκά­λας Ναυ­πά­κτου ἡ πο­λυ­ε­τής ἐμ­μο­νή της στήν ἄρ­νη­ση συμ­μορ­φώ­σε­ώς της σέ ὅ,τι ἐ­πι­βάλ­λουν οἱ κα­νό­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί οἱ νό­μοι τῆς Πο­λι­τεί­ας ὁ­δή­γη­σε τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά πα­ρέμ­βει μέ πολ­λές καί ποι­κί­λες ἀ­πο­φά­σεις της, προ­τρο­πές καί πα­ραι­νέ­σεις γιά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος.
Ἡ ἐ­ξάν­τλη­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς οἰ­κο­νο­μί­ας ἐκ μέ­ρους τοῦ ἐ­πι­χω­ρί­ου Ἐ­πι­σκό­που καί τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, τό­σο ἐ­πί μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου ὅ­σο καί ἐ­πί τοῦ Μα­κα­ρι­ω­τά­του Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που κ. Ἱ­ε­ρω­νύ­μου Β’, δέν στά­θη­κε ἱ­κα­νή νά κάμ­ψει τήν σκλη­ρό­τη­τα καί τήν ἐ­πι­μο­νή ἐκ μέ­ρους τῆς ἀ­δελ­φό­τη­τος τῆς Μο­νῆς στίς ἴ­δι­ες λαν­θα­σμέ­νες ἀ­πό­ψεις καί ἐ­πι­λο­γές. «Ἐ­ξη­ρεύ­νη­σαν ἀ­νο­μί­αν, ἐ­ξέ­λι­πον ἐ­ξε­ρευ­νῶν­τες ἐ­ξε­ρευ­νή­σεις», κα­τά τόν ψαλ­μω­δό (63, 7). Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε ὡς συ­νέ­πεια τήν ἐ­πι­βο­λή τε­λι­κά αὐ­στη­ρῶν καί ἐ­πώ­δυ­νων ποι­νῶν σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα ἐκ μέ­ρους τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί ὄ­χι τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, ὅ­πως κα­κό­βου­λα τοῦ ἀ­πο­δί­δε­ται.
Ἡ ἐμ­μο­νή, ὅ­μως, καί ἡ ἐ­πι­μο­νή στό σφάλ­μα, χω­ρίς τήν ἐκ­ζή­τη­ση εἰ­λι­κρι­νοῦς καί ἔμ­πρα­κτης συγ­χω­ρή­σε­ως, ἐ­πι­φέ­ρει τήν λει­τουρ­γί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ Νό­μου... Πάν­το­τε, ὅ­μως, ὅ­σο βρι­σκό­μα­στε στήν πα­ρού­σα ζω­ή, ὑ­πάρ­χει ἡ ἐλ­πί­δα καί ἡ δυ­να­τό­τη­τα με­τα­νοί­ας, συγ­χω­ρή­σε­ως καί ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως. Γέ­νοι­το!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου