Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
Τό τελευταῖο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μίας
συντονισμένης προσπάθειας συκοφαντήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη
Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μέ ἀφορμή τό χρόνιο πρόβλημα
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου.
Στήν ἀπόφασή μας νά παρέμβουμε δημόσια στό ὅλο ζήτημα
μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἀκλόνητη πεποίθησή μας καί ἡ μετά γνώσεως βεβαιότητά
μας ὅτι ὅλα, ὅσα ἀπρεπῆ καί κακοήθη ἀναφέρονται εἰς βάρος τοῦ Σεβασμιωτάτου
τόσο ἀπό τούς ἴδιους τούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως ὅσο
καί ἀπό ποικίλους ὑπερασπιστές της, ἀποτελοῦν ἀσύστολα ψεύδη καί συνιστοῦν
κατάφωρη ἀδικία εἰς βάρος του.
Καί τό βεβαιώνουμε αὐτό μέ ἀπόλυτη κατηγορηματικότητα
καί ἐν πλήρει συνειδήσει, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καθώς ἀφενός μέν
γνωρίζουμε πολύ καλά, ἐδῶ καί σαράντα χρόνια, τόν Σεβασμιώτατο, ἀφετέρου
δέ ἔχουμε ἀσχοληθεῖ ἐπισταμένως καί ἐπισήμως μέ τό ζήτημα τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Μεταμορφώσεως ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς δεκαετίας τοῦ 2000, ὡς
μέλος σχετικῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς καί ἔχουμε ἔλθει σέ ἐπαφές τόσο
μέ τούς μοναχούς ὅσο καί μέ τόν Μητροπολίτη.
Θά ἦταν, βεβαίως, περιττός πλεονασμός νά ἀναφερθοῦμε
στήν προσωπικότητα καί τίς ἀρετές τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου.
Πρόκειται γιά ἕναν ἀπό τούς κορυφαίους σύγχρονους θεολόγους μέ διεθνή
ἀναγνώριση καί κύρος, συγγραφέα ἀναρίθμητων βιβλίων καί πονημάτων,
πού κυκλοφοροῦν σέ ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις καί σέ πολλές γλῶσσες. Ἡ θεολογία
του βαθειά ριζωμένη στήν ἁγιοπατερική παράδοση ὀρθοτομεῖ τόν λόγο
τῆς ἀληθείας καί προβάλλει τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἀντίθεση
μέ κάθε λογῆς καινοτομίες καί νεωτερισμούς.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος
χαρακτηρίζεται ἀπό τήν σεμνότητα τοῦ βίου του, τήν ἁπλότητά του,
τήν πλήρη ἀφιλαργυρία του καί τήν ἀσκητικότητά του. Εἶναι ἰδιαίτερα
φιλομόναχος καί ἔχει ἀφιερώσει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ θεολογικοῦ
του ἔργου στόν ἀνατολικό ὀρθόδοξο, ἀποστολοπαράδοτο, ἁγιοπατερικό,
νηπτικό, ἡσυχαστικό μοναχισμό, τόν ὁποῖο καί ὁ ἴδιος ἀκολουθεῖ στήν
βιοτή του.
Ἔχει ἀσχοληθεῖ ἰδιαίτερα καί ἔχει ἐντρυφήσει στήν
θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν θεολογία τοῦ ἀκτίστου
φωτός καί τῆς θεώσεως καί τῶν τριῶν σταδίων στήν πορεία τῶν πιστῶν πρός
τήν θέωση: τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση,
τόν δοξασμό.
Εἶναι ἀπό τήν ἵδρυσή της πνευματικός πατέρας τῆς ἀξιόλογης
γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, ἡ ὁποία
ἐκδίδει τά ἔργα του καί προσφέρει σ’ αὐτή ὅλα τά ἔσοδα ἀπό τίς ἐκδόσεις
αὐτές, χωρίς ὁ ἴδιος νά καρποῦται τό παραμικρό οἰκονομικό ὄφελος.
Τό κλασικό στό εἶδος του βιβλίο του πού ἀναφέρεται στήν
μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ «Μιά βραδυά
στήν ἔρημο τοῦ ῾Αγίου Ὄρους» κυκλοφορεῖ ἤδη στήν 22η
ἔκδοση! Ἔχουν κυκλοφορήσει ἐπίσης: Τό
Μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης,
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, ὡς προφητική, ἀποστολική
καί μαρτυρική ζωή, Ἡ Ἡσυχία καί Θεολογία,
«Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», Βίος καί πολιτεία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου
τοῦ ἡσυχαστοῦ καί θεολόγου, «Ἡ ἰατρική
ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη», Ἡ πράξη τῆς ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας,
Ἐμπειρική δογματική τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδη τόμ. Α΄ καί Β΄
καί πλεῖστα ἄλλα.
Εἶναι,
λοιπόν, πραγματικά ὀξύμωρο νά κατηγορεῖται ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου
ὡς διώκτης τοῦ μοναχισμοῦ, καί μάλιστα τῆς μητροπολιτικῆς του περιφέρειας,
γιά ἕνα ζήτημα πού δέν τό προκάλεσε αὐτός, ἀλλά προϋπῆρχε χρόνια πρίν
τήν ἐγκατάστασή του ὡς Μητροπολίτη στήν Ναύπακτο καί ταλαιπώρησε καί
τούς προκατόχους του.
Καί εἶναι,
ἐπίσης, ὀξύμωρο, ἀπαράδεκτο, ἄηθες καί ἀπρεπές νά κατηγορεῖται
γιά φιλοχρηματία καί οἰκονομική ἐπιβουλή εἰς βάρος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Μεταμορφώσεως ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, πού δέν ἔλαβε ποτέ του τό
παραμικρό ποσό ἀπό ὁποιαδήποτε ἱεροπραξία, τουναντίον δέ προσφέρει
ἕνα μέρος τοῦ μισθοῦ του γιά τήν λειτουργία τοῦ Μητροπολιτικοῦ γραφείου.
Ἀποτελεῖ δέ ἀσύστολο ψεῦδος ἡ κατασυκοφάντηση, πού
ἐπί σειρά ἐτῶν καλλιεργεῖται ἐκ μέρους τῆς Μονῆς καί μέ κάθε μέσο (ἔντυπο
καί προφορικό) εἰς βάρος τοῦ Μητροπολίτη, ὅτι ἐπιθυμοῦσε δῆθεν νά
καρπωθεῖ μέρος τῶν ἐσόδων τῆς Μονῆς, ἐνῶ ὑπῆρχε ρητή διαβεβαίωση
καί δέσμευσή του, γραπτή καί προφορική, ὅτι δέν ἐπιθυμεῖ καμία οἰκονομική
εἰσφορά, ὄχι μόνον ἀπό τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως, ἀλλά ἀπό καμία
Ἱερά Μονή τῆς περιφέρειάς του.
Ὡς μέλος τῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς (ἀποτελούμενης ἀπό
τρεῖς Ἡγουμένους) γιά τήν διευθέτηση τοῦ ὅλου ζητήματος, ὑπῆρξαμε
οἱ ἴδιοι αὐτήκοοι μάρτυρες τῶν διαβεβαιώσεων αὐτῶν τοῦ Μητροπολίτη,
πού δόθηκαν στό γραφεῖο του στίς 25 Ἰουλίου 2000 (ἄν δέν μᾶς ἀπατᾶ ἡ μνήμη
μας) ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς καί τῶν ἐκπροσώπων τῆς Μονῆς.
Οἱ ἐπίμονες καί πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις συκοφαντικές
διαδόσεις ὅτι τό κύριο σημεῖο τριβῆς, διαφορᾶς καί ἀντιδράσεως τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς εἶναι οἱ δῆθεν ἄνομες εἰσπρακτικές διαθέσεις τοῦ Μητροπολίτη
κ. Ἱεροθέου εἰς βάρος της εἶναι παντελῶς ἀναληθεῖς καί ἀστήρικτες
καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ὁ Μητροπολίτης
ἐπιθυμοῦσε τήν ἀποκόμιση οἰκονομικοῦ ὀφέλους ἀπό τήν Μονή, αὐτό
δέν ἦταν δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ θά ἦταν κατά βάση παράνομο
καί αὐτό τό γνώριζε ἡ Ἱερά Μονή.
Ὅπως ἡ ἴδια ἡ Ἱερά Μονή πληροφόρησε τήν ὁρισθείσα
ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο ἐπιτροπή τῶν ἡγουμένων, γνώριζε ὅτι ἡ εἰσφορά
τοῦ 10% εἰς βάρος τῶν ἐσόδων τῶν Μονῶν δέν προβλέπεται ἀπό καμία διάταξη
τοῦ νόμου. Γνώριζε, ἐπίσης, ἡ Μονή ὅτι ἐπ’ αὐτοῦ εἶχε λάβει σαφή θέση
τόσο ἡ Οἰκονομική Ὑπηρεσία τοῦ ΟΔΕΠ (4701/310/30-1-1986) ὅσο καί τό Ὑπουργεῖο
Οἰκονομικῶν (Φ. 031/503/Α1 176/31-3-1986). Γνώριζε ὅτι ἡ ἐγκύκλιος τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου (3684/20-12-1988) ἦταν ἀνεφάρμοστη, ἐπειδή τελοῦσε ὑπό
μή νόμιμες προϋποθέσεις, γι’ αὐτό καί ἀνακλήθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο
μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2448/19-5-2000 νέα ἐγκύκλιό της.
Γνώριζε, ἐπίσης, ἡ Ἱερά Μονή ὅτι οἱ ἐπιχορηγήσεις
ἐπενδύσεων καί ἐπιδοτήσεις ἐπιτοκίου πού καταβάλλονται βάσει τοῦ
ν. 1892/90 ἄρθρο 6, παρ. 8 ἀπαλλάσσονται ἀπό κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου
ἤ δικαίωμα, καθώς καί ἀπό κάθε ἄλλη ἐπιβάρυνση πρός ὄφελος τοῦ Δημοσίου
ἤ Τρίτων.
Κατά συνέπεια ἦταν ἀδύνατο γιά τόν Μητροπολίτη νά
εἰσπράξει ὁποιοδήποτε ποσοστό ἀπό τήν συγκεκριμένη ἐπιδότηση,
ὅπως κατά συρροήν καί ἐπί σειρά ἐτῶν καί μέ ἀπερίγραπτη ἔνταση κατηγορήθηκε
ἀπό τήν Μονή καί τούς ὑπερασπιστές της ὅτι δῆθεν ἐπεδίωκε.
Εἶναι προφανές ὅτι ὅλη αὐτή ἡ πολυετής καί συκοφαντική
ἐκστρατεία εἰς βάρος τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου, ἐκ μέρους τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως καί τῶν ὑποστηρικτῶν της, διεξάγεται μέ
ἀπώτερο σκοπό τόν ἀποπροσανατολισμό τόσο τῆς κοινῆς γνώμης ὅσο καί
τῶν ἁρμοδίων ἐλεγκτικῶν ὀργάνων (συνοδικῶν καί κρατικῶν) ἀπό τίς ποικίλες
δυσλειτουργίες, ἰδιαιτερότητες καί παρατυπίες στήν οἰκονομική
διαχείρηση τῆς Μονῆς.
Μέ τό πρόσχημα δηλαδή τοῦ πολυπροβαλλόμενου αἴολου
ἐπιχειρήματος ὅτι δῆθεν «ὁ Δεσπότης
θέλει νά πάρει ποσοστά ἀπό τά ἔσοδα τῆς Μονῆς», δικαιολογήθηκε
καί καλύφθηκε μία ἄνευ προηγουμένου ἰδιότυπη οἰκονομική ὀργάνωση
καί διαχείρηση καί μία ἐπιχειρηματική καί ἑταιρική δραστηριότητα
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου, ἡ ὁποία ἐν πολλοῖς
κινεῖται ἐκτός τῶν θεσμίων τῆς μοναχικῆς παραδόσεως καί σέ πλαίσια
ἀντικανονικά, ἀντιεκκλησιολογικά καί παράνομα.
Στό σημεῖο
αὐτό θά
θέλαμε νά σημειώσουμε καί
νά ἐπισημάνουμε
ἰδιαιτέρως τήν πρακτική, πού παγίως καί κατ’ ἐξακολούθηση ἐφαρμόζει ἡ συγκεκριμένη
Ἱερά Μονή, μέσῳ
τῶν παράκεντρων σωματείων της, μέ τήν
συνεχή, πολυσχιδή πρακτική ἐκζητήσεως δωρεῶν πανελλαδικά
καί ὄχι
μόνο, μέ σκοπό τήν συσσώρευση οἰκονομικῶν ἀποθεμάτων. Χαρακτηριστικές
εἶναι οἱ
ποικιλόμορφες μεθοδεύσεις καί ἐφαρμογές μέ τίς ὁποῖες κεντρίζεται ἤ
ἀφυπνίζεται ἡ εὐαισθησία ἁπλῶν εὐσεβῶν
χριστιανῶν, ἐφαρμογές πού ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς παραπλάνησης. Πρέπει, ἐπίσης, νά τονισθεῖ
ὅτι οἱ πρακτικές αὐτές, μέ τήν ἀσυνήθιστα μακρόχρονη μεθόδευσή τους,
ἀκυρώνουν ἐκ τῶν πραγμάτων τήν οὐσία πού μπορεῖ νά καλύπτει μία συγκεκριμένη
ἀναγκαιότητα.
Ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1980 ἀκόμη, μέ πρωτοβουλία τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς, συστήθηκαν δύο ἀστικές ἑταιρεῖες -ἐκτός ἀπό μία σειρά
ἄλλων συλλόγων καί σωματείων- μέ τήν ἐπωνυμία «Ἀδελφότης Μεταμορφώσεως
τοῦ Σωτῆρος» μέ ἕδρα τήν Ἀθήνα καί «Ἀδελφότης Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
Ναυπάκτου» μέ ἕδρα τήν Ναύπακτο, πού ὅπως ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό ἴδιο
τό Καταστατικό τους λειτουργοῦν ἀντικανονικά, ἀντιεκκλησιαστικά
καί ἀντιεκκλησιολογικά.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ΕΠΕ (Ἑταιρεία Περιορισμένης
Εὐθύνης) τήν ὁποία συνέστησαν μέλη τῆς ἀδελφότητος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
ἀσκώντας ἑταιρική ἐμπορική δραστηριότητα, γεγονός ἀσυμβίβαστο
μέ τήν μοναχική τους ἰδιότητα.
Οὐσιαστικά αὐτές οἱ ἑταιρεῖες-δορυφόροι τῆς Μονῆς
διαχειρίζονται γιά δεκαετίες τήν πλειονότητα τῶν ἐσόδων τῆς Μονῆς
λειτουργώντας ἐξωθεσμικά καί παρασιτικά πρός τήν ἴδια τήν Μονή,
τήν ὁποία κατέστησαν οὐσιαστικά παράρτημά τους. Δέν ὑπάρχει, δηλαδή,
ὅπως ἐπιβάλλεται, μία μοναδική καί
ἑνιαία οἰκονομική διαχείρηση τῆς Μονῆς, ὅπου θά εἰσέρχονται
καί θά καταγράφονται ὅλα τά ἔσοδα ἀπό ἐργόχειρα, δωρεές, ἐπιδοτήσεις,
ἐπιχορηγήσεις κ.ἄ., καθώς καί οἱ σημαντικές δαπάνες λειτουργίας, ἀνοικοδομήσεως
καί συντηρήσεως τῆς Μονῆς καί τῶν μοναχῶν. Ἀντίθετα τά περισσότερα
ἔργα καί οἱ δραστηριότητες τῆς Μονῆς κατασκευάζονται καί κινοῦνται
ἐκτός τῆς νομίμου διαχειρήσεως καί
καλύπτονται ἀπό ἔσοδα τῶν διαφόρων παράκεντρων σωματείων τῆς Μονῆς
μέ συνέπεια τήν ἀδιαφανή καί ἀνεξέλεγκτη δαπάνη τεραστίων χρηματικῶν
ποσῶν.
Καί εἶναι πραγματικά ἀκατανόητο τό γεγονός, πώς
γιά τέτοιου εἴδους σκοπιμότητες καί οἰκονομικούς σκοπούς καί ἐπιδιώξεις
ἀποδυναμώνεται ἡ Ἱερά Μονή, ἱερό καί πνευματικό καθίδρυμα καθαγιασμένο
καί προορισμένο εἰς τούς αἰῶνες, καί καθίσταται οὐσιαστικά παράρτημα
καί «θυγατρική» τῶν παράκεντρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σωματείων, κοσμικοῦ
τύπου, πού δημιουργοῦν περιουσιακά στοιχεῖα χρησιμοποιώντας τό κύρος
καί τό ὄνομα τῆς Μονῆς.
Ὅλα αὐτά τά εἴχαμε διαπιστώσει καί τά εἴχαμε ἀναφέρει
ἐπισήμως στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Ὑπόμνημά
μας τόν Αὔγουστο τοῦ 2000, ὡς μέλος τῆς ἐπιτροπῆς ἡγουμένων πού εἶχε ὁρίσει
ἡ Ἱερά Σύνοδος.
Στό Ὑπόμνημά μας ἐκεῖνο κάναμε ἀναφορά καί σέ διάφορες
ἀτασθαλίες, πού καταγγέλθηκαν ἀπό τόν Μητροπολίτη, στήν οἰκονομική
διαχείριση τῆς Μονῆς καί τῶν δορυφορικῶν σωματείων της, ὅπως γιά παράδειγμα
τήν περίπτωση τῆς ἐπιστροφῆς ΦΠΑ, χωρίς νά ἔχουν τηρηθεῖ οἱ κανονικές
διαδικασίες. Σημειώναμε τότε ὅτι σέ περίπτωση πού οἱ καταγγελίες
αὐτές τοῦ Μητροπολίτη ἦταν βάσιμες, τότε προέκυπταν σημαντικότατες
συνέπειες γιά τήν Ἱερά Μονή, ὅπως καταλογισμός τοῦ ποσοῦ, ἐπιβολή
προστίμου πενταπλάσιου τοῦ ποσοῦ, καθώς καί ποινικές εὐθύνες εἰς βάρος
τῶν μελῶν τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου καί μάλιστα σέ βαθμό κακουργήματος.
Δυστυχῶς οἱ καταγγελίες αὐτές ἐπαληθεύτηκαν, καθώς,
ὅπως ἐγκύρως πληροφορούμαστε, μετά ἀπό μακροχρόνιους δικαστικούς
ἀγῶνες ἡ Ἱερά Μονή ὑποχρεώθηκε τελικά στήν ἐπιστροφή τοῦ παρανόμως
εἰσπραχθέντος ΦΠΑ, ὕψους 1,2 ἑκατομμυρίων εὐρώ. Τό γεγονός αὐτό ἐπισύρει
αὐτομάτως ἀστικές καί ποινικές συνέπειες τῶν ὑπευθύνων. Ἐπανεξετάζεται,
ἐπίσης, ἀπό τίς ἁρμόδιες κρατικές ὑπηρεσίες καί ἡ νομιμότητα τῆς
ἐπιδοτήσεως ἑκατοντάδων ἑκατομμυρίων, πού εἰσπράχθηκε ἀπό τήν
Μονή καί τά σωματεῖα της. Σέ περίπτωση δέ ἀνακλήσεώς της ἀνακύπτουν
καί πάλι οἱ ἴδιες συνέπειες.
Καί τίθεται τό ἐρώτημα ἄν μπορεῖ καί στήν περίπτωση
αὐτή νά θεωρηθεῖ ὑπεύθυνος ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος. Ὁ Σεβασμιώτος
φταίει καί γιά τίς παράνομες εἰσπράξεις ὑπέρογκων ποσῶν ἀπό τήν Ἱερά
Μονή καί τά σωματεῖα της;
Εἶναι φανερό πλέον ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.
Ἱερόθεος, στόν ὁποῖο ἐσκεμμένα καί ἄδικα ἀποδόθηκε φιλοχρηματία,
ἐξουσιαστικότητα καί παρεμβατικότητα στά ἐσωτερικά τῆς Μονῆς καί
ἐχθρότητα πρός τόν μοναχισμό, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή
Μεταμορφώσεως Σκάλας Ναυπάκτου ὡς τό ὑποτιθέμενο φόβητρο, ὡς τό τεχνητό
προπέτασμα γιά τήν συγκάλυψη ὅλων αὐτῶν τῶν παρανόμων καί ἀντικανονικῶν
οἰκονομικῶν δραστηριοτήτων καί τοῦ τεράστιου ὄγκου τῶν χρηματικῶν
ποσῶν πού διαχειρίζονται μέ τήν ἀποφυγή τοῦ νόμιμου ἐλέγχου, πού δικαιοῦται
ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς
διαχειρίσεως.
Τελικά ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου εἶναι τό τραγικό
θύμα μιᾶς ὀργανωμένης ἐκστρατείας σπιλώσεως καί συκοφαντήσεώς του,
μίας ὁλόκληρης ἐπιχείρησης ἀποπροσανατολισμοῦ καί ἐσκεμμένης ἀποδόσεως
ἀδίκων εὐθυνῶν ἐκ μέρους τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως καί τῶν ὑπερασπιστῶν
της. Καί εἶναι πραγματικά λυπηρό ὅτι ὅλη αὐτή ἡ πολυετής καί ψυχοφθόρος
ἀντιδικία ὑπέβαλε ἕναν ἐπιφανῆ Ἐπίσκοπο, ἕναν ἄριστο θεολόγο,
συγγραφέα καί ὁμιλητή, ἕναν πρᾶο καί ἡσυχαστικό ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς
καί τῆς νήψεως στήν δίνη τῶν ἀντεγκλήσεων, τῶν ἀνταπαντήσεων καί τῶν
δικαστικῶν διενέξεων.
Ἀπό ὅλα ὅσα ἐκθέσαμε γίνεται φανερό ὅτι ὅλες οἱ δραστηριότητες
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως καί τῶν παράκεντρων σωματείων της
τά τελευταῖα τριάντα χρόνια δέν συνιστοῦν ἀγώνα γιά προάσπιση τοῦ δικαιώματος
αὐτοδιοικήσεως τῶν Μονῶν, ἀλλά ἐπίμονη ἐπιδίωξη αὐτονομίας
τόσο σέ οἰκονομικό-διαχειριστικό ὅσο καί σέ πνευματικό ἐπίπεδο.
Τό αὐτοδιοίκητο τῶν Ἱερῶν Μονῶν εἶναι, βεβαίως, ἱερό
δικαίωμα θεσμοθετημένο καί κατοχυρωμένο. Οἱ Ἱερές Μονές μέ βάση
τά θέσμια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀλλά καί μέ τό ἄρθρο 1, παρ. 4 τοῦ
ν. 590/1977 καί τό ἄρθρο 2 παρ. β τοῦ Καν. 39/1972, εἶναι αὐτοδιοικούμενα
καί αὐτοδιαχειριζόμενα ἱερά καθιδρύματα καί Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου
Δικαίου. Αὐτό, βεβαίως, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι αὐτόνομα καί ἀνεξέλεγκτα.
Σέ περιπτώσεις ἐπιβεβαιωμένων ἀντικανονικῶν
πράξεων τῶν μοναχῶν ἤ παρεκκλίσεων στή νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς
διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς ἀσκεῖται ὁ προβλεπόμενος ἀπό
τά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικά καί κρατικά ὄργανα ἔλεγχος.
Ὅταν διαπιστώνονται τέτοιες παραβάσεις ἀπό τούς
μοναχούς θά πρέπει, βεβαίως, νά κολάζονται καί οἱ παραβάτες νά συμμορφώνονται
πρός τίς ὑποδείξεις τῶν ἁρμοδίων ἐκκλησιαστικῶν ἤ πολιτειακῶν ὀργάνων
καί δικαστηρίων. Δέν νοεῖται μοναστήρι ἤ μοναχός ἀνεξέλεγκτος καί
«ἀνεπίσκοπος», ὅπως βεβαίως δέν ὑπάρχει καί Ἐπίσκοπος ἀνεξέλεγκτος,
ἀφοῦ ἐλέγχεται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας του καί τά συνοδικά
καί πολιτειακά ἁρμόδια ὄργανα.
Στήν περίπτωση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σκάλας
Ναυπάκτου ἡ πολυετής ἐμμονή της στήν ἄρνηση συμμορφώσεώς της σέ ὅ,τι
ἐπιβάλλουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ νόμοι τῆς Πολιτείας ὁδήγησε
τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας νά παρέμβει μέ πολλές καί ποικίλες ἀποφάσεις
της, προτροπές καί παραινέσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος.
Ἡ ἐξάντληση τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ἐκ μέρους
τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τόσο ἐπί μακαριστοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ὅσο καί ἐπί τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου
κ. Ἱερωνύμου Β’, δέν στάθηκε ἱκανή νά κάμψει τήν σκληρότητα καί τήν
ἐπιμονή ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητος τῆς Μονῆς στίς ἴδιες λανθασμένες
ἀπόψεις καί ἐπιλογές. «Ἐξηρεύνησαν
ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις», κατά τόν ψαλμωδό
(63, 7). Τό γεγονός αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐπιβολή τελικά αὐστηρῶν
καί ἐπώδυνων ποινῶν σέ ὁλόκληρη τήν ἀδελφότητα ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου καί ὄχι τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου, ὅπως κακόβουλα τοῦ
ἀποδίδεται.
Ἡ ἐμμονή, ὅμως, καί ἡ ἐπιμονή στό σφάλμα, χωρίς τήν
ἐκζήτηση εἰλικρινοῦς καί ἔμπρακτης συγχωρήσεως, ἐπιφέρει τήν λειτουργία
τοῦ Πνευματικοῦ Νόμου... Πάντοτε, ὅμως, ὅσο βρισκόμαστε στήν παρούσα
ζωή, ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα καί ἡ δυνατότητα μετανοίας, συγχωρήσεως καί
ἀποκαταστάσεως. Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου