Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ἀ­πο­τί­μη­ση τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως τοῦ Πά­πα στὸ Φα­νά­ρι

Ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε πλέον ἡ πο­λύ­κρο­τη καὶ πο­λυ­δι­α­φη­μι­σμέ­νη ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Πά­πα Βε­νε­δί­κτου Ι­ΣΤ΄ στὸ Φα­νά­ρι. Ἔ­χον­τας πιὰ κο­πά­σει ὁ θό­ρυ­βος, ἡ δη­μο­σι­ό­τη­τα, ἡ προ­βο­λή, οἱ με­γα­λο­στο­μί­ες καὶ ὁ ἐν­τυ­πω­σια­σμός, ποὺ συ­νό­δευ­σαν τὴν ἐ­πί­σκε­ψη αὐ­τή, με­τα­φε­ρό­μα­στε καὶ πά­λι ἀ­πὸ τὰ ἰ­δε­α­τὰ σχή­μα­τα καὶ τὰ ὑ­περ­θε­ά­μα­τα στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐ­κτι­μών­τας καὶ ἀ­πο­τι­μών­τας τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα καὶ τὶς συ­νέ­πει­ες αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως.

Πρό­κει­ται πράγ­μα­τι γιὰ μί­α ἀ­πο­τί­μη­ση ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πί­πο­νη καὶ ὀ­δυ­νη­ρή, γιὰ μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ποὺ βῆ­μα-βῆ­μα, ἐν­συ­νεί­δη­τα καὶ στα­θε­ρά, δι­α­μορ­φώ­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νὰ ὁ­δη­γή­σει τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας καὶ τὸν πι­στὸ λα­ὸ πρὸ τε­τε­λε­σμέ­νων γε­γο­νό­των. Καὶ ἡ τα­κτι­κὴ ποὺ ἐ­πι­λέ­γε­ται γιὰ τὸν σκο­πὸ αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ ἐ­θι­σμός, ὁ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμός, ἡ πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση, ἡ σχε­τι­κο­ποί­η­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ ἐν τέ­λει ἡ ἄμ­βλυν­ση τῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου πλη­ρώ­μα­τος.
Ὅ,τι ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες στὸ Φα­νά­ρι, δη­λα­δή: νὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με τὴν ἀ­πό­δο­ση, ἐκ μέ­ρους τοῦ Πα­τριά­ρχου, στὸν Πά­πα τι­μῶν ποὺ ἀ­νή­κουν μό­νο σὲ ὀρ­θό­δο­ξο Ἀρ­χι­ε­ρέ­α, νὰ ἀ­κοῦ­με νὰ ψάλ­λον­ται τρο­πά­ρια στὴν Δο­ξο­λο­γί­α καὶ νὰ ἐκ­φω­νοῦν­ται αἰ­τή­σεις ἀ­πο­κα­λών­τας τὸν Πά­πα «Σε­πτὸ Ποι­με­νάρ­χη, Πρό­ε­δρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρώ­μης» κ.ἄ., νὰ δε­χό­μα­στε τὸν Πά­πα νὰ μᾶς «εὐ­λο­γεῖ» μέ­σα στὸν ἴ­διο τὸν πα­νί­ε­ρο να­ὸ τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, νὰ ἀ­παγ­γέ­λει τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» καὶ νὰ ἀν­ταλ­λάσ­σει «ἀ­σπα­σμὸ ἀ­γά­πης» σὲ κο­ρυ­φαί­α στιγ­μὴ τῆς ὀρ­θο­δό­ξου λα­τρεί­ας τὴν ὥ­ρα ποὺ ἀ­πὸ τοὺς ὀρ­θο­δό­ξους ἱ­ε­ρεῖς κα­θο­μο­λο­γεῖ­ται ἡ κοι­νὴ πί­στη στὸν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό.
Πρό­κει­ται γιὰ ἐκ­δη­λώ­σεις ποὺ μὲ ἀ­πό­λυ­τα ξε­κά­θα­ρο καὶ σα­φῆ τρό­πο ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται ἀ­πὸ τοὺς Ἱ­ε­ροὺς Κα­νό­νες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­τάσ­σουν τὰ ἑ­ξῆς: Κα­νὼν Ι΄ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων: “Εἴ τις ἀ­κοι­νω­νή­τῳ, κἄν ἐν οἴ­κῳ συ­νεύ­ξη­ται, οὗ­τος ἀ­φο­ρι­ζέ­σθω”. Κα­νὼν ΜΕ΄ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων: “Ἐ­πί­σκο­πος, ἢ Πρε­σβύ­τε­ρος, ἢ Δι­ά­κο­νος αἱ­ρε­τι­κοῖς συ­νευ­ξά­με­νος, μό­νον, ἀ­φο­ρι­ζέ­σθω, εἰ δὲ ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς, ὡς Κλη­ρι­κοῖς ἐ­νερ­γῆ­σαί τι, κα­θαι­ρεί­σθω”. Κα­νὼν ΣΤ΄ τῆς ἐν Λα­ο­δι­κεί­ᾳ Το­πι­κῆς Συ­νό­δου: “Πε­ρὶ τοῦ μὴ συγ­χω­ρεῖν τοῖς αἱ­ρε­τι­κοῖς εἰ­σι­έ­ναι εἰς τὸν οἶ­κον τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πι­μέ­νον­τας τῇ αἱ­ρέ­σει”. Κα­νὼν ΛΒ΄ τῆς ἐν Λα­ο­δι­κεί­ᾳ Το­πι­κῆς Συ­νό­δου: “Ὅ­τι οὐ δεῖ αἱ­ρε­τι­κῶν εὐ­λο­γί­ας λαμ­βά­νειν, αἵ­τι­νες εἰ­σίν ἀ­λο­γί­αι μᾶλ­λον, ἢ εὐ­λο­γί­αι”. Κα­νὼν ΛΓ΄ τῆς ἐν Λα­ο­δι­κεί­ᾳ Το­πι­κῆς Συ­νό­δου: “Ὅ­τι οὐ δεῖ αἱ­ρε­τι­κοῖς ἢ σχι­σμα­τι­κοῖς συ­νεύ­χε­σθαι” [Οἱ Κα­νό­νες τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἔ­χουν ἐ­πι­κυ­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν β΄ Κα­νό­να τῆς ΣΤ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου καὶ ἀ­πὸ τὸν α΄ Κα­νό­να τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συ­νό­δου. Οἱ Κα­νό­νες τῆς ἐν Λα­ο­δι­κεί­ᾳ Το­πι­κῆς Συ­νό­δου καὶ τοῦ Τι­μο­θέ­ου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας ἔ­χουν ἐ­πι­κυ­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν α΄ Κα­νό­να τῆς Δ΄ Οἰκ. Συν., τὸν β΄ τῆς ΣΤ΄ καὶ τὸν α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συ­νό­δου].
Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς πρό­κει­ται γιὰ μί­α προ­σε­κτι­κὰ με­λε­τη­μέ­νη καὶ προ­σχε­δι­α­σμέ­νη κί­νη­ση ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ ἐ­πι­βάλ­λει στα­δια­κὰ καὶ μὲ τε­χνη­τὸ τρό­πο κά­τι ποὺ δὲν ὑ­φί­στα­ται, τὴν ἑ­νό­τη­τα δη­λα­δὴ τῆς πί­στε­ως μὲ τὸν Πά­πα. Πρό­κει­ται γιὰ ἀ­νε­πί­τρε­πτη ἐ­νέρ­γεια, ἀ­φοῦ ὁ Πά­πας φυ­σι­κὰ οὔ­τε ὀρ­θό­δο­ξος, οὔ­τε, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, συλ­λει­τουρ­γὸς ἦ­ταν.
Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ χω­ρὶς ἐ­νο­χές, χω­ρὶς ἀ­να­στο­λές, χω­ρὶς κἄν μί­α ἐ­ξή­γη­ση, μί­α δι­και­ο­λο­γί­α. Του­ναν­τί­ον μά­λι­στα, μὲ πε­ρισ­σὴ καύ­χη­ση καὶ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, μὲ πα­ρα­λη­ρή­μα­τα ἐν­θου­σια­σμοῦ καὶ ἁ­βρο­φρο­σύ­νης, μὲ ἐ­πευ­φη­μί­ες καὶ ζη­τω­κραυ­γές. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται καὶ νὰ προ­βάλ­λον­ται ὡς αὐ­το­νό­η­τα, ὡς κα­θι­ε­ρω­μέ­να καὶ ἐ­πι­βε­βλη­μέ­να!
Ἔ­χου­με τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς ἡ πε­ρί­φη­μη «ἕ­νω­ση τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν» θὰ ἐ­πι­βλη­θεῖ κά­ποι­α στιγ­μὴ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν «φυ­σι­κὴ ρο­ὴ» τῶν πραγ­μά­των, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­με­λη­μέ­να καὶ συ­νει­δη­τὰ ὁ­δη­γοῦν­ται πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­ση αὐ­τή. Θὰ ἐ­πι­βλη­θεῖ, τρό­πον τι­νά, ὡς συ­νή­θεια, ὡς εἰ­κό­να πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρὰ ὡς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὡς μί­α κα­τά­στα­ση ποὺ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς καὶ τα­κτι­κὲς ἐ­πα­να­λή­ψεις θὰ κα­τα­στεῖ αὐ­το­νό­η­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα!
Αὐ­τὴ ἡ ὁρ­μη­τι­κὴ πο­ρεί­α πρὸς τὸ «κοι­νὸ Πο­τή­ριο» πα­ρα­σύ­ρει δογ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, θέ­σμια, ἱ­ε­ροὺς κα­νό­νες, τυ­πι­κά, λει­τουρ­γι­κὲς πα­ρα­δό­σεις, πνευ­μα­τι­κὰ βι­ώ­μα­τα, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ ἦ­θος καὶ εὐ­σέ­βεια, πα­ρά­δο­ση καὶ ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ γα­λού­χη­σαν καὶ ἔ­θρε­ψαν ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες τὸ ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα.
Καὶ ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε εἰ­λι­κρι­νὰ ἂν σὲ ὅ­λη τὴν διά­ρκεια τῆς συγ­χρό­νου οἰ­κου­με­νι­στι­κῆς κι­νή­σε­ως καὶ τοῦ δι­με­ροῦς θε­ο­λο­γι­κοῦ δι­α­λό­γου μὲ τοὺς πα­πι­κοὺς (μὲ ἀ­φε­τη­ρί­α τὴν ἄρ­ση τῶν ἀ­να­θε­μά­των τὸ 1965) ὑ­πῆρ­ξε κά­ποι­α πε­ρί­πτω­ση (ἔ­στω καὶ μί­α) ποὺ τὸ Βα­τι­κα­νὸ νὰ ἀ­να­γνώ­ρι­σε καὶ νὰ ἀ­να­σκεύ­α­σε κά­ποι­ο δογ­μα­τι­κό του λά­θος. Ἂν ὑ­πῆρ­ξε κά­ποι­α πε­ρί­πτω­ση (ἔ­στω καὶ μί­α) ποὺ τὸ Βα­τι­κα­νὸ νὰ με­τρί­α­σε τὴν ἐ­πε­κτα­τι­κή του τα­κτι­κὴ εἰς βά­ρος τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ ὅ­λων τῶν ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν, ποὺ νὰ ἔ­πα­ψε νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ καὶ νὰ ἑ­δραι­ώ­νει τὸν ρό­λο τοῦ Πά­πα ὡς θρη­σκευ­τι­κοῦ πλα­νη­τάρ­χου καὶ ρυθ­μι­στοῦ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν (καὶ ὄ­χι μό­νον) ὑ­πο­θέ­σε­ων ἀ­νὰ τὴν ὑ­φή­λιο.

Ἕ­να γε­γο­νός, πού ἐ­πί­σης ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­κε ἀ­πό τήν τε­λευ­ταί­α ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Πά­πα στό Φα­νά­ρι, εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­βο­λή τῶν θέ­σε­ων τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ στήν προ­σέγ­γι­ση μέ τούς ὀρ­θο­δό­ξους καί τήν ἐ­πι­ζη­τού­με­νη ἕ­νω­ση. Πα­ρά τήν ἄ­ρι­στη ἐ­πι­κοι­νω­νια­κή τα­κτι­κή τοῦ νέ­ου Πά­πα, πα­ρά τήν ἁ­πλό­τη­τα καί τόν αὐ­θορ­μη­τι­σμό πού ἐκ­δη­λώ­νει πρός τά ἔ­ξω, πα­ρά τίς κι­νή­σεις ἐν­τυ­πω­σια­σμοῦ, τά χει­ρο­φι­λή­μα­τα καί τίς βα­θει­ές ὑ­πο­κλί­σεις πρός τόν κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ο, ἡ στό­χευ­ση τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ ἔ­ναν­τι τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε ἡ ἴ­δια. Καί ἡ στό­χευ­ση αὐ­τή, ὅ­πως δι­ε­ξο­δι­κά ἀ­να­πτύ­ξα­με στό πα­ρόν τεῦ­χος, εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­βο­λή στόν δι­ά­λο­γο τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου, κα­θώς καί μί­ας ἑ­νώ­σε­ως οὐ­νι­τι­κοῦ τύ­που, πού θά ὑπερπηδᾶ δογματικές διαφορές στά πλαίσια τῆς «νομίμου ποικιλότητος». Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­κε καί μέ τήν ὁ­μι­λί­α τοῦ Πά­πα στήν κυ­ρι­α­κά­τι­κη Λει­τουρ­γί­α στό Φα­νά­ρι ὅ­που ἀ­νέ­φε­ρε συγ­κε­κρι­μέ­να:
«Γιά μιά εὐ­τυ­χῆ σύμ­πτω­ση, αὐ­τή ἡ ἐ­πί­σκεψή μου γί­νε­ται ἀρ­κε­τές μέ­ρες με­τά ἀ­πό τόν ἑ­ορ­τα­σμό τῆς 50ῆς ἐ­πε­τεί­ου τῆς ἔκ­δο­σης τοῦ Δι­α­τάγ­μα­τος τῆς δεύτε­ρης συ­νόδου τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ Unitatis redintegratio γιά τήν ἀ­να­ζήτη­ση τῆς ἐ­νό­τη­τος με­τα­ξύ ὅ­λων τῶν χρι­στια­νῶν. Πρό­κει­ται γιά ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες κείμε­νο μέ τό ὁποῖο ἀ­νή­χθη­κε ἕ­νας νέ­ος δρό­μος γιά τήν συ­νάν­τη­ση με­τα­ξύ τῶν κα­θο­λι­κῶν καί τῶν ἀ­δελ­φῶν τῶν ἄλ­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί ἐκ­κλη­σιαστι­κῶν κοι­νο­τή­των. Ἰ­δι­αίτερα μέ αὐ­τό τό δι­ά­ταγ­μα ἡ Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σία ἀ­να­γνω­ρ­ί­ζει ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δοξες Ἐκ­κλη­σί­ες "ἔ­χουν ἀ­λη­θι­νά μυ­στή­ρια καί κυ­ρίως, δυ­νά­μει τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς, τήν Ἱ­ε­ρο­σύνη καί τήν Εὐ­χα­ρι­στία, διά μέ­σου τῶν ὁ­ποί­ων πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κό­μα ἑνω­μέ­νες μα­ζί μας μέ στε­νό­τα­τους δε­σμούς" (n.15). Ἐν συ­νε­χεία, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅτι γιά νά δι­α­φυ­λά­ξουν πι­στά τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης, καί γιά νά φέ­ρουν εἰς πέ­ρας τήν συμ­φι­λί­ω­ση τῶν χρι­στια­νῶν ἀ­να­το­λῆς καί δύ­σε­ως εἶναι ὑ­ψίστης ση­μα­σίας νά δι­α­τη­ρη­θεῖ καί νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ἡ πλουσι­ότα­τη πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς ἀ­να­το­λῆς, ὄ­χι μό­νο σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τίς λει­τουρ­γι­κές καί πνευ­μα­τι­κές πα­ρα­δό­σεις, ἀλ­λά ἐ­πί­σης τήν κα­νο­νι­κή τά­ξη πού θέ­σπι­σαν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες καί οἱ Σύ­νο­δοι, ἡ ὁ­ποί­α τά­ξη ρυθ­μί­ζει τόν βί­ο αὐ­τῶν τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν (βλ. n. 15 -16).
Θε­ω­ρῶ ση­μαν­τι­κό νά ἐ­πι­ση­μά­νω τόν σε­βα­σμό αὐ­τῆς τῆς ἀρ­χῆς ὡς οὐ­σι­α­στι­κῆς καί ἀ­μοι­βαί­ας προϋ­πό­θε­­σης γιά τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς πλή­ρους κοι­νω­νί­ας, πού δέν ση­μαι­νεῖ ὑ­πο­τα­γή τοῦ ἑ­νός στόν ἄλ­λο, οὔ­τε ἀ­φο­μοί­ω­ση, ἀλ­λά μᾶλ­λον ἀ­πο­δο­χή ὅ­λων τῶν δω­ρε­ῶν πού ὁ Θε­ός ἔ­δω­σε στόν κα­θέ­να γιά νά φα­νε­ρώ­σει σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο τό μέ­γα μυ­στή­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας πραγ­μα­το­ποι­η­θέν ἀ­πό τόν Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν διά μέ­σου τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Θέ­λω νά δι­α­βε­βαι­ώ­σω τόν κά­θε­να ἀ­πό σᾶς ὅ­τι γιά νά φθά­σου­με στόν ἀ­να­ζη­τού­με­νο σκο­πό τῆς πλή­ρους κοι­νω­νί­ας, ἡ Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σία δέν προ­τίθε­ται νά ἐ­πι­βάλ­ει καμ­μία ἀ­παί­τη­ση, πα­ρά μό­νον ἐ­κείνη τῆς ὁ­μο­λο­γίας τῆς κοι­νῆς πίστε­ως, καί ὅ­τι εἴμα­στε ἕ­τοι­μοι νά ἀ­να­ζη­τή­σου­με ἀ­πό κοι­νοῦ ὑ­πό τό φῶς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς πρώ­τη­ς χι­λι­ε­τί­ας, τούς τρό­πους μέ τούς ὁ­ποί­ους θά ἐ­ξα­σφα­λι­σθεῖ ἡ ἀ­ναγ­καί­α ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στίς ση­με­ρι­νές συν­θῆ­κες: τό μό­νο πρᾶγ­μα πού ἡ Κα­θο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­θυ­μεῖ καί ἐ­γώ ἀ­να­ζη­τῶ ὡς Ἐ­πί­σκο­πος Ρώ­μης "τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς προ­κα­θη­μέ­νης τῆς ἀ­γά­πης", εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α μέ τίς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες. Μιά τέ­τοι­α κοι­νω­νί­α θά εἶ­ναι πάν­τα καρ­πός τῆς ἀ­γά­πης "πού ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν διά πνεύ­μα­τος ἁ­γί­ου τοῦ δο­θέν­τος ἡ­μῖν" (Ρώμ 5,5), ἀ­γά­πης ἀ­δελ­φι­κῆς πού δί­νει ἔκ­φρα­ση στόν πνευ­μα­τι­κό καί ὑ­περ­βα­τι­κό δε­σμό πού μᾶς ἑ­νώ­νει ὡς μα­θη­τές τοῦ Κυ­ρί­ου».
Εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὅ­τι αὐ­τή ἡ κοι­νω­νί­α (communio) θά ἐ­πι­χει­ρη­θεῖ νά ἐ­πι­βλη­θεῖ μέ τα­χύ­τα­τους ρυθ­μούς καί «χω­ρίς καμ­μί­α ἀ­παί­τη­ση» ἀ­πό τό Βα­τι­κα­νό, τό ὁ­ποῖ­ο θά μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψει νά δι­α­τη­ρή­σου­με τίς «λει­τουρ­γι­κές καί πνευ­μα­τι­κές πα­ρα­δό­σεις» μας καί τήν «κα­νο­νι­κή τά­ξη», ὅ­τι κά­νουν, δη­λα­δή, καί οἱ οὐ­νί­τες!
Αὐτή τήν κοινωνία μέ τούς παπικούς ἐπιθυμεῖ καί ἐπιζητᾶ, δυστυχῶς, καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ ὁποῖος ἀνέφερε στήν προσφώνησή του πρός τόν Πάπα ὅτι «ὁ ροῦς τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἤλ­λα­ξε κα­τεύ­θυν­σιν, αἱ πα­ράλ­λη­λοι καί ἐ­νί­ο­τε συγ­κρου­ό­με­ναι πο­ρεῖ­αι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἡ­μῶν συ­νην­τή­θη­σαν εἰς τό κοι­νόν ὅ­ρα­μα τῆς ἐ­πα­νευ­ρέ­σε­ως τῆς ἀ­πο­λε­σθεί­σης ἑ­νό­τη­τος αὐ­τῶν, ἡ ψυ­γεῖ­σα ἀ­γά­πη ἀ­νε­ζω­πυ­ρώ­θη, καί ἐ­χα­λυ­βδώ­θη ἡ θέ­λη­σις ἡ­μῶν ὅ­πως πρά­ξω­μεν πᾶν τό καθ᾿ ἡ­μᾶς, ἵ­να ἐκ νέ­ου ἀ­να­τεί­λῃ ἡ ἐν τῇ αὐ­τῇ πί­στει καί τῷ κοι­νῷ Πο­τη­ρί­ῳ κοι­νω­νί­α ἡ­μῶν. Ἔ­κτο­τε ἤνοιξεν ἡ ὁδός πρός Ἐμμαούς, ὁδός πιθανῶς μακρά καί ἐνίοτε δύσβατος, πλήν ἀνεπίστροφος, ἀοράτως τοῦ Κυρίου συμπορευομένου μεθ᾿ ἡμῶν, ἄχρις οὗ Οὗτος ἀποκαλυφθῇ ἡμῖν "ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου" (Λουκ. κδ΄ 35)».

Τὸ ὀρ­θό­δο­ξο αἰ­σθη­τή­ριο, ὅ­μως, τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ δὲν χει­ρα­γω­γεῖ­ται καὶ δὲν ὑ­πνω­τί­ζε­ται. Ἀ­κό­μη καὶ μέ­σα στὸν κα­ται­γι­σμὸ τῶν εἰ­κό­νων, τῆς πα­ρα­πλη­ρο­φο­ρή­σε­ως καὶ τοῦ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ δὲν παύ­ει νὰ λει­τουρ­γεῖ, νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται καὶ νὰ ἀν­θί­στα­ται. Εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ φυ­σι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση ποὺ αἰ­σθαν­θή­κα­με ὅ­λοι νὰ ξε­χει­λί­ζει ἀ­πὸ μέ­σα μας γιὰ τὴν ὑ­πο­τί­μη­ση καὶ τὸν ἐμ­παιγ­μὸ τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς λα­τρεί­ας μας. Εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ αἴ­σθη­ση ναυ­τί­ας ποὺ μᾶς προ­κά­λε­σε ἡ «εὐ­λο­γί­α» τοῦ Πά­πα μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὀρ­θό­δο­ξο πα­τρι­αρ­χι­κὸ να­ό. Εἶ­ναι τὰ δά­κρυ­α τῆς ὀ­δύ­νης, ποὺ κύ­λι­σαν στὴν θέ­α ἑ­νὸς αἱ­ρε­σιά­ρχη, μί­ας ζων­τα­νῆς πλη­γῆς τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, νὰ ἀ­μαυ­ρώ­νει τὰ ὅ­σια καὶ τὰ ἱ­ε­ρά μας μέ­σα στὸ ἴ­διο τὸ λί­κνο τῆς πί­στε­ως καὶ τοῦ Γέ­νους μας.
Ὁ πι­στὸς λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ δὲν παύ­ει δι­α­χρο­νι­κὰ νὰ ἀ­γρυ­πνεῖ καὶ νὰ ἀν­θί­στα­ται σὲ κά­θε και­νο­το­μί­α. «Πα­ρ’ ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σαν πο­τὲ εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ» (Ἀ­πό­φα­ση Πα­τρια­ρχῶν τῆς Ἀ­να­το­λῆς, 1848).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου