Ὁλοκληρώθηκε πλέον ἡ πολύκροτη καὶ πολυδιαφημισμένη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ στὸ Φανάρι. Ἔχοντας πιὰ κοπάσει ὁ θόρυβος, ἡ δημοσιότητα, ἡ προβολή, οἱ μεγαλοστομίες καὶ ὁ ἐντυπωσιασμός, ποὺ συνόδευσαν τὴν ἐπίσκεψη αὐτή, μεταφερόμαστε καὶ πάλι ἀπὸ τὰ ἰδεατὰ σχήματα καὶ τὰ ὑπερθεάματα στὴν πραγματικότητα, ἐκτιμώντας καὶ ἀποτιμώντας τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἐπισκέψεως.
Πρόκειται πράγματι γιὰ μία ἀποτίμηση ἰδιαίτερα ἐπίπονη καὶ ὀδυνηρή, γιὰ μία πραγματικότητα, ποὺ βῆμα-βῆμα, ἐνσυνείδητα καὶ σταθερά, διαμορφώνεται μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ὁδηγήσει τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὸν πιστὸ λαὸ πρὸ τετελεσμένων γεγονότων. Καὶ ἡ τακτικὴ ποὺ ἐπιλέγεται γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ εἶναι ὁ ἐθισμός, ὁ ἀποπροσανατολισμός, ἡ παραπληροφόρηση, ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας καὶ ἐν τέλει ἡ ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη αὐτὲς τὶς μέρες στὸ Φανάρι, δηλαδή: νὰ παρακολουθοῦμε τὴν ἀπόδοση, ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου, στὸν Πάπα τιμῶν ποὺ ἀνήκουν μόνο σὲ ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, νὰ ἀκοῦμε νὰ ψάλλονται τροπάρια στὴν Δοξολογία καὶ νὰ ἐκφωνοῦνται αἰτήσεις ἀποκαλώντας τὸν Πάπα «Σεπτὸ Ποιμενάρχη, Πρόεδρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης» κ.ἄ., νὰ δεχόμαστε τὸν Πάπα νὰ μᾶς «εὐλογεῖ» μέσα στὸν ἴδιο τὸν πανίερο ναὸ τοῦ Πατριαρχείου, νὰ ἀπαγγέλει τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ νὰ ἀνταλλάσσει «ἀσπασμὸ ἀγάπης» σὲ κορυφαία στιγμὴ τῆς ὀρθοδόξου λατρείας τὴν ὥρα ποὺ ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους ἱερεῖς καθομολογεῖται ἡ κοινὴ πίστη στὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό.
Πρόκειται γιὰ ἐκδηλώσεις ποὺ μὲ ἀπόλυτα ξεκάθαρο καὶ σαφῆ τρόπο ἀπαγορεύονται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἐπιτάσσουν τὰ ἑξῆς: Κανὼν Ι΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: “Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω”. Κανὼν ΜΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: “Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω”. Κανὼν ΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: “Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει”. Κανὼν ΛΒ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινες εἰσίν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι”. Κανὼν ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι” [Οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τὸν β΄ Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὸν α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου. Οἱ Κανόνες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου καὶ τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τὸν α΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκ. Συν., τὸν β΄ τῆς ΣΤ΄ καὶ τὸν α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου].
Εἶναι φανερὸ πὼς πρόκειται γιὰ μία προσεκτικὰ μελετημένη καὶ προσχεδιασμένη κίνηση ποὺ οὐσιαστικὰ ἐπιβάλλει σταδιακὰ καὶ μὲ τεχνητὸ τρόπο κάτι ποὺ δὲν ὑφίσταται, τὴν ἑνότητα δηλαδὴ τῆς πίστεως μὲ τὸν Πάπα. Πρόκειται γιὰ ἀνεπίτρεπτη ἐνέργεια, ἀφοῦ ὁ Πάπας φυσικὰ οὔτε ὀρθόδοξος, οὔτε, πολὺ περισσότερο, συλλειτουργὸς ἦταν.
Καὶ ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἐνοχές, χωρὶς ἀναστολές, χωρὶς κἄν μία ἐξήγηση, μία δικαιολογία. Τουναντίον μάλιστα, μὲ περισσὴ καύχηση καὶ ὑπερηφάνεια, μὲ παραληρήματα ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἁβροφροσύνης, μὲ ἐπευφημίες καὶ ζητωκραυγές. Καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ πραγματοποιοῦνται καὶ νὰ προβάλλονται ὡς αὐτονόητα, ὡς καθιερωμένα καὶ ἐπιβεβλημένα!
Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση πὼς ἡ περίφημη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» θὰ ἐπιβληθεῖ κάποια στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν «φυσικὴ ροὴ» τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπιμελημένα καὶ συνειδητὰ ὁδηγοῦνται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Θὰ ἐπιβληθεῖ, τρόπον τινά, ὡς συνήθεια, ὡς εἰκόνα περισσότερο παρὰ ὡς ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ὡς μία κατάσταση ποὺ μέσα ἀπὸ τὶς συνεχεῖς καὶ τακτικὲς ἐπαναλήψεις θὰ καταστεῖ αὐτονόητη πραγματικότητα!
Αὐτὴ ἡ ὁρμητικὴ πορεία πρὸς τὸ «κοινὸ Ποτήριο» παρασύρει δογματικὲς ἀλήθειες, θέσμια, ἱεροὺς κανόνες, τυπικά, λειτουργικὲς παραδόσεις, πνευματικὰ βιώματα, ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ εὐσέβεια, παράδοση καὶ ἐμπειρίες ποὺ γαλούχησαν καὶ ἔθρεψαν ἐπὶ αἰῶνες τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα.
Καὶ ἀναρωτιόμαστε εἰλικρινὰ ἂν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς συγχρόνου οἰκουμενιστικῆς κινήσεως καὶ τοῦ διμεροῦς θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς παπικοὺς (μὲ ἀφετηρία τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τὸ 1965) ὑπῆρξε κάποια περίπτωση (ἔστω καὶ μία) ποὺ τὸ Βατικανὸ νὰ ἀναγνώρισε καὶ νὰ ἀνασκεύασε κάποιο δογματικό του λάθος. Ἂν ὑπῆρξε κάποια περίπτωση (ἔστω καὶ μία) ποὺ τὸ Βατικανὸ νὰ μετρίασε τὴν ἐπεκτατική του τακτικὴ εἰς βάρος τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ποὺ νὰ ἔπαψε νὰ καλλιεργεῖ καὶ νὰ ἑδραιώνει τὸν ρόλο τοῦ Πάπα ὡς θρησκευτικοῦ πλανητάρχου καὶ ρυθμιστοῦ τῶν ἐκκλησιαστικῶν (καὶ ὄχι μόνον) ὑποθέσεων ἀνὰ τὴν ὑφήλιο.Ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη αὐτὲς τὶς μέρες στὸ Φανάρι, δηλαδή: νὰ παρακολουθοῦμε τὴν ἀπόδοση, ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου, στὸν Πάπα τιμῶν ποὺ ἀνήκουν μόνο σὲ ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, νὰ ἀκοῦμε νὰ ψάλλονται τροπάρια στὴν Δοξολογία καὶ νὰ ἐκφωνοῦνται αἰτήσεις ἀποκαλώντας τὸν Πάπα «Σεπτὸ Ποιμενάρχη, Πρόεδρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης» κ.ἄ., νὰ δεχόμαστε τὸν Πάπα νὰ μᾶς «εὐλογεῖ» μέσα στὸν ἴδιο τὸν πανίερο ναὸ τοῦ Πατριαρχείου, νὰ ἀπαγγέλει τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ νὰ ἀνταλλάσσει «ἀσπασμὸ ἀγάπης» σὲ κορυφαία στιγμὴ τῆς ὀρθοδόξου λατρείας τὴν ὥρα ποὺ ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους ἱερεῖς καθομολογεῖται ἡ κοινὴ πίστη στὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό.
Πρόκειται γιὰ ἐκδηλώσεις ποὺ μὲ ἀπόλυτα ξεκάθαρο καὶ σαφῆ τρόπο ἀπαγορεύονται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἐπιτάσσουν τὰ ἑξῆς: Κανὼν Ι΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: “Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω”. Κανὼν ΜΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: “Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω”. Κανὼν ΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: “Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει”. Κανὼν ΛΒ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινες εἰσίν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι”. Κανὼν ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: “Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι” [Οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τὸν β΄ Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὸν α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου. Οἱ Κανόνες τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου καὶ τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ τὸν α΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκ. Συν., τὸν β΄ τῆς ΣΤ΄ καὶ τὸν α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου].
Εἶναι φανερὸ πὼς πρόκειται γιὰ μία προσεκτικὰ μελετημένη καὶ προσχεδιασμένη κίνηση ποὺ οὐσιαστικὰ ἐπιβάλλει σταδιακὰ καὶ μὲ τεχνητὸ τρόπο κάτι ποὺ δὲν ὑφίσταται, τὴν ἑνότητα δηλαδὴ τῆς πίστεως μὲ τὸν Πάπα. Πρόκειται γιὰ ἀνεπίτρεπτη ἐνέργεια, ἀφοῦ ὁ Πάπας φυσικὰ οὔτε ὀρθόδοξος, οὔτε, πολὺ περισσότερο, συλλειτουργὸς ἦταν.
Καὶ ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἐνοχές, χωρὶς ἀναστολές, χωρὶς κἄν μία ἐξήγηση, μία δικαιολογία. Τουναντίον μάλιστα, μὲ περισσὴ καύχηση καὶ ὑπερηφάνεια, μὲ παραληρήματα ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἁβροφροσύνης, μὲ ἐπευφημίες καὶ ζητωκραυγές. Καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ πραγματοποιοῦνται καὶ νὰ προβάλλονται ὡς αὐτονόητα, ὡς καθιερωμένα καὶ ἐπιβεβλημένα!
Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση πὼς ἡ περίφημη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» θὰ ἐπιβληθεῖ κάποια στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν «φυσικὴ ροὴ» τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπιμελημένα καὶ συνειδητὰ ὁδηγοῦνται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Θὰ ἐπιβληθεῖ, τρόπον τινά, ὡς συνήθεια, ὡς εἰκόνα περισσότερο παρὰ ὡς ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ὡς μία κατάσταση ποὺ μέσα ἀπὸ τὶς συνεχεῖς καὶ τακτικὲς ἐπαναλήψεις θὰ καταστεῖ αὐτονόητη πραγματικότητα!
Αὐτὴ ἡ ὁρμητικὴ πορεία πρὸς τὸ «κοινὸ Ποτήριο» παρασύρει δογματικὲς ἀλήθειες, θέσμια, ἱεροὺς κανόνες, τυπικά, λειτουργικὲς παραδόσεις, πνευματικὰ βιώματα, ἐκκλησιαστικὸ ἦθος καὶ εὐσέβεια, παράδοση καὶ ἐμπειρίες ποὺ γαλούχησαν καὶ ἔθρεψαν ἐπὶ αἰῶνες τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα.
Ἕνα γεγονός, πού ἐπίσης ἐπιβεβαιώθηκε
ἀπό τήν τελευταία ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στό Φανάρι, εἶναι ἡ ἐπιβολή τῶν
θέσεων τοῦ Βατικανοῦ στήν προσέγγιση μέ τούς ὀρθοδόξους καί τήν ἐπιζητούμενη
ἕνωση. Παρά τήν ἄριστη ἐπικοινωνιακή τακτική τοῦ νέου Πάπα, παρά
τήν ἁπλότητα καί τόν αὐθορμητισμό πού ἐκδηλώνει πρός τά ἔξω, παρά τίς
κινήσεις ἐντυπωσιασμοῦ, τά χειροφιλήματα καί τίς βαθειές ὑποκλίσεις
πρός τόν κ. Βαρθολομαῖο, ἡ στόχευση τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων
παραμένει πάντοτε ἡ ἴδια. Καί ἡ στόχευση αὐτή, ὅπως διεξοδικά ἀναπτύξαμε
στό παρόν τεῦχος, εἶναι ἡ ἐπιβολή στόν διάλογο τῶν ἀποφάσεων τῆς
Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, καθώς καί μίας ἑνώσεως οὐνιτικοῦ τύπου, πού
θά ὑπερπηδᾶ δογματικές διαφορές στά πλαίσια τῆς «νομίμου ποικιλότητος». Αὐτό ἀκριβῶς
ἐπιβεβαιώθηκε καί μέ τήν ὁμιλία τοῦ Πάπα στήν κυριακάτικη Λειτουργία
στό Φανάρι ὅπου ἀνέφερε συγκεκριμένα:
«Γιά μιά
εὐτυχῆ σύμπτωση, αὐτή ἡ ἐπίσκεψή μου γίνεται ἀρκετές μέρες μετά ἀπό
τόν ἑορτασμό τῆς 50ῆς ἐπετείου τῆς ἔκδοσης τοῦ Διατάγματος τῆς δεύτερης
συνόδου τοῦ Βατικανοῦ Unitatis redintegratio γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἐνότητος
μεταξύ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Πρόκειται γιά ἕνα θεμελιῶδες κείμενο μέ
τό ὁποῖο ἀνήχθηκε ἕνας νέος δρόμος
γιά τήν συνάντηση μεταξύ τῶν καθολικῶν καί τῶν ἀδελφῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν
καί ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων. Ἰδιαίτερα μέ αὐτό τό διάταγμα ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι
οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες "ἔχουν ἀληθινά μυστήρια καί κυρίως, δυνάμει
τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τήν Ἱεροσύνη καί τήν Εὐχαριστία, διά μέσου
τῶν ὁποίων παραμένουν ἀκόμα ἑνωμένες μαζί μας μέ στενότατους δεσμούς"
(n.15). Ἐν συνεχεία, ἀναφέρεται ὅτι γιά νά διαφυλάξουν πιστά τήν πληρότητα
τῆς χριστιανικῆς παράδοσης, καί γιά νά φέρουν εἰς πέρας τήν συμφιλίωση
τῶν χριστιανῶν ἀνατολῆς καί δύσεως εἶναι ὑψίστης σημασίας νά διατηρηθεῖ καί νά ὑποστηριχθεῖ ἡ
πλουσιότατη παρακαταθήκη τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀνατολῆς, ὄχι μόνο σέ
ὅ,τι ἀφορᾶ τίς λειτουργικές καί πνευματικές παραδόσεις, ἀλλά ἐπίσης
τήν κανονική τάξη πού θέσπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι, ἡ ὁποία
τάξη ρυθμίζει τόν βίο αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν (βλ. n. 15 -16).
Θεωρῶ
σημαντικό νά ἐπισημάνω τόν σεβασμό
αὐτῆς τῆς ἀρχῆς ὡς οὐσιαστικῆς καί ἀμοιβαίας προϋπόθεσης γιά τήν ἀποκατάσταση
τῆς πλήρους κοινωνίας, πού δέν σημαινεῖ ὑποταγή τοῦ ἑνός στόν ἄλλο, οὔτε
ἀφομοίωση, ἀλλά μᾶλλον ἀποδοχή ὅλων τῶν δωρεῶν πού ὁ Θεός ἔδωσε στόν
καθένα γιά νά φανερώσει σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο τό μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας
πραγματοποιηθέν ἀπό τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν διά μέσου τοῦ Παναγίου
Πνεύματος.
Θέλω νά
διαβεβαιώσω τόν κάθενα ἀπό σᾶς ὅτι γιά νά φθάσουμε στόν ἀναζητούμενο
σκοπό τῆς πλήρους κοινωνίας, ἡ Καθολική
Ἐκκλησία δέν προτίθεται νά ἐπιβάλει καμμία ἀπαίτηση, παρά μόνον
ἐκείνη τῆς ὁμολογίας τῆς κοινῆς πίστεως, καί ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀναζητήσουμε
ἀπό κοινοῦ ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἐμπειρίας
τῆς πρώτης χιλιετίας, τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους θά ἐξασφαλισθεῖ
ἡ ἀναγκαία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στίς σημερινές συνθῆκες: τό μόνο πρᾶγμα πού ἡ Καθολική Ἐκκλησία
ἐπιθυμεῖ καί ἐγώ ἀναζητῶ ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης "τῆς Ἐκκλησίας τῆς
προκαθημένης τῆς ἀγάπης", εἶναι ἡ κοινωνία μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Μιά τέτοια κοινωνία θά εἶναι πάντα καρπός τῆς ἀγάπης "πού ἐκκέχυται
ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διά πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν"
(Ρώμ 5,5), ἀγάπης ἀδελφικῆς πού δίνει ἔκφραση στόν πνευματικό καί ὑπερβατικό
δεσμό πού μᾶς ἑνώνει ὡς μαθητές τοῦ Κυρίου».
Εἶναι δεδομένο ὅτι αὐτή ἡ κοινωνία (communio)
θά ἐπιχειρηθεῖ νά ἐπιβληθεῖ μέ ταχύτατους ρυθμούς καί «χωρίς καμμία
ἀπαίτηση» ἀπό τό Βατικανό, τό ὁποῖο θά μᾶς ἐπιτρέψει νά διατηρήσουμε
τίς «λειτουργικές καί πνευματικές παραδόσεις» μας καί τήν «κανονική
τάξη», ὅτι κάνουν, δηλαδή, καί οἱ οὐνίτες!
Αὐτή τήν κοινωνία μέ τούς παπικούς ἐπιθυμεῖ
καί ἐπιζητᾶ, δυστυχῶς, καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ ὁποῖος ἀνέφερε στήν
προσφώνησή του πρός τόν Πάπα ὅτι «ὁ ροῦς
τῆς ἱστορίας ἤλλαξε κατεύθυνσιν, αἱ παράλληλοι καί ἐνίοτε συγκρουόμεναι
πορεῖαι τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν συνηντήθησαν εἰς τό κοινόν ὅραμα τῆς ἐπανευρέσεως
τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος αὐτῶν, ἡ ψυγεῖσα ἀγάπη ἀνεζωπυρώθη,
καί ἐχαλυβδώθη ἡ θέλησις ἡμῶν ὅπως
πράξωμεν πᾶν τό καθ᾿ ἡμᾶς, ἵνα ἐκ νέου ἀνατείλῃ ἡ ἐν τῇ αὐτῇ πίστει
καί τῷ κοινῷ Ποτηρίῳ κοινωνία ἡμῶν. Ἔκτοτε ἤνοιξεν ἡ ὁδός
πρός Ἐμμαούς, ὁδός πιθανῶς μακρά καί ἐνίοτε δύσβατος, πλήν ἀνεπίστροφος, ἀοράτως τοῦ Κυρίου συμπορευομένου μεθ᾿ ἡμῶν, ἄχρις οὗ Οὗτος ἀποκαλυφθῇ ἡμῖν "ἐν τῇ
κλάσει τοῦ ἄρτου" (Λουκ. κδ΄ 35)».
Τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο, ὅμως, τοῦ πιστοῦ λαοῦ δὲν χειραγωγεῖται καὶ δὲν ὑπνωτίζεται. Ἀκόμη καὶ μέσα στὸν καταιγισμὸ τῶν εἰκόνων, τῆς παραπληροφορήσεως καὶ τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ δὲν παύει νὰ λειτουργεῖ, νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ ἀνθίσταται. Εἶναι αὐτὴ ἡ φυσικὴ ἀντίδραση ποὺ αἰσθανθήκαμε ὅλοι νὰ ξεχειλίζει ἀπὸ μέσα μας γιὰ τὴν ὑποτίμηση καὶ τὸν ἐμπαιγμὸ τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας μας. Εἶναι αὐτὴ ἡ αἴσθηση ναυτίας ποὺ μᾶς προκάλεσε ἡ «εὐλογία» τοῦ Πάπα μέσα ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο πατριαρχικὸ ναό. Εἶναι τὰ δάκρυα τῆς ὀδύνης, ποὺ κύλισαν στὴν θέα ἑνὸς αἱρεσιάρχη, μίας ζωντανῆς πληγῆς τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ, νὰ ἀμαυρώνει τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά μας μέσα στὸ ἴδιο τὸ λίκνο τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας.
Ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ δὲν παύει διαχρονικὰ νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ νὰ ἀνθίσταται σὲ κάθε καινοτομία. «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» (Ἀπόφαση Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, 1848).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου