Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΩΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ



Τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δι­ε­τή­ρη­σε ἀ­νέ­κα­θεν τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α του ὅ­τι «πα­ρα­μέ­νει Χά­ρι­τι Χρι­στοῦ πι­στός θε­μα­το­φύ­λαξ τῆς ἁ­γί­ας Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, τήν ὁ­ποί­α οἱ θε­ο­κή­ρυ­κες Ἀ­πό­στο­λοι πα­ρέ­δω­σαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες μας μέ ἅ­γι­ες Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους δι­ε­τή­ρη­σαν διά τῶν αἰ­ώ­νων ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη» (Ὑ­πό­μνη­μα Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους Ο.Τ., ἀρ.φ. 1801, 9-10-2009). Ἡ στά­ση του στά ζη­τή­μα­τα τῆς πί­στε­ως ὑ­πῆρ­ξε πάν­το­τε σύμ­φω­νη πρός τήν «μα­κράν πα­ρά­δο­σίν του ὡς Ἀ­κρο­πό­λε­ως τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἀλ­λά καί πρός τάς εὐ­θύ­νας ἡ­μῶν τῶν Ἁ­γι­ο­ρει­τῶν ὡς ἀ­γρύ­πνων φρου­ρῶν, τῆς αἱ­μα­το­βα­φοῦς καί ἁ­γί­ας πί­στε­ως τῶν Πα­τέ­ρων... καί ἐν ἐ­πι­γνώ­σει τῆς εὐ­θύ­νης ὅ­τι εἴ­με­θα συ­νε­χι­σταί τῶν ἀ­γώ­νων τῶν ἐ­πί Βέκ­κου μαρ­τυ­ρη­σάν­των ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων» (Ἀ­παν­τη­τι­κή Ἐ­πι­στο­λή Ἱ. Μ. Ξε­νο­φῶν­τος, Ο.Τ., ἀρ.φ. 128, 1-11-1970).
Τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δι­ε­τή­ρη­σε, ἐ­πί­σης, ἀ­νέ­κα­θεν τήν ἀ­πό­λυ­τη ἐ­πί­γνω­ση τῆς εὐ­θύ­νης του ἔ­ναν­τι τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου πλη­ρώ­μα­τος, πού προ­σβλέ­πει πάν­το­τε σ’ αὐ­τό ὡς θε­μα­το­φύ­λα­κα τῆς ἀ­κρι­βεί­ας καί τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας. «Αἰ­σθα­νό­με­θα βα­ρεῖ­α τήν εὐ­θύ­νη μας ἔ­ναν­τι τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σβλέ­πει στόν ἀ­θω­νι­κό Μο­να­χι­σμό, ὡ­σάν σέ ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­το φύ­λα­κα τῶν ἱ­ε­ρῶν Πα­ρα­δό­σε­ων», ἀ­νέ­φε­ρε ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­της σέ ἀ­να­κοί­νω­σή της τόν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2007 (Ο.Τ, ἀρ.φ. 1672, 12-1-2007).
Ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη στοί­χι­ση μέ τούς ἀ­γω­νι­στές καί ὁ­μο­λο­γη­τές ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες πα­τέ­ρες, πού ὄρ­θω­σαν τό ἀ­νά­στη­μά τους καί ἀν­τι­στά­θη­καν σθε­να­ρά στόν πρω­τερ­γά­τη τῶν ἀν­τορ­θο­δό­ξων οἰ­κου­με­νι­στι­κῶν πα­ρε­κτρο­πῶν τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα, τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες δι­έ­κο­ψαν τό­τε τό μνη­μό­συ­νο. «Ἡ­μεῖς σε­βό­με­θα –δι­ε­κή­ρυσ­σαν οἱ πα­τέ­ρες μας– καί ἐμ­μέ­νο­μεν πι­στοί εἰς ὅ­σα δόγ­μα­τα ἐ­θέ­σπι­σαν οἱ Θε­ο­φό­ροι ἡ­μῶν Πα­τέ­ρες τῶν Ἑ­πτά Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων μέ τήν χά­ριν τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καί πα­ρε­λά­βο­μεν ὡς πα­ρα­κα­τα­θή­κην ἡ­μεῖς οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι... τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν θά πα­ρεκ­κλί­νῃ πο­σῶς οὔ­τε κα­τά κε­ραί­αν τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου γραμ­μῆς τῶν Ἑ­πτά Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, οὔ­τε δέ καί θά με­τά­ρῃ ὅ­ρια ἅ ἔ­θε­σαν οἱ Θε­ο­φό­ροι ἡ­μῶν Πα­τέ­ρες. Ἔ­χει πι­κράν ἱ­στο­ρι­κήν πεῖ­ραν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, τοι­ού­των ἐ­νερ­γει­ῶν κα­τά τό πα­ρελ­θόν, καί δι’ αὐ­τόν τόν λό­γον πρέ­πει νά εἶ­ναι ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κόν εἰς τάς φι­λο­φρο­νή­σεις ταύ­τας τῆς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας... Σᾶς δι­α­βε­βαι­οῦ­μεν δέ ὅ­τι εἴ­με­θα πρό­θυ­μοι πάν­το­τε, ἐ­άν πα­ρα­στῇ ἀ­νάγ­κη νά θυ­σι­ά­σω­μεν καί αὐ­τήν ταύ­την τήν ζω­ήν μας, ὡς τοῦ­το ἔ­πρα­ξαν καί οἱ προ­κά­το­χοι ἡ­μῶν Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες ἐ­πί Λα­τι­νό­φρο­νος Πα­τριά­ρχου Βέκ­κου» (Ἱ. Μο­νή Ἁ­γί­ου Παύ­λου, Ο.Τ. ἀρ.φ. 71, Ἰ­α­νουά­ριος 1967).
Ἔ­κτο­τε τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν στα­μά­τη­σε νά ἀ­γρυ­πνᾶ καί νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἀλ­λά καί ἀ­νη­συ­χί­α τά τε­κται­νό­με­να στά πλαί­σια τῶν ἐ­πα­φῶν καί τῶν δι­α­λό­γων μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Δέν δί­στα­σε δέ νά κα­τα­δει­κνύ­ει καί νά ἐ­λέγ­χει τίς «πα­ρεκ­κλί­νου­σες» ἐ­νέρ­γει­ες, ἀ­κό­μη κι ἄν αὐ­τές προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τίς κε­φα­λές τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας.
Τόν Δε­κέμ­βριο τοῦ 1988 ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­της δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νη γιά τήν συμ­με­το­χή τοῦ Πα­τριά­ρχου Δη­μη­τρί­ου στήν πα­πι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ ἀ­να­φέ­ρει: «Εἶ­ναι εὔ­λο­γον, Πα­να­γι­ώ­τα­τε Δέ­σπο­τα, τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά πα­ρα­κο­λου­θῇ τήν ζω­ήν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ὅ­σα πράτ­τει Αὕ­τη ὡς Μή­τηρ διά τά τέ­κνα της... Διά ταῦ­τα με­τ’ ἀ­δι­α­πτώ­του ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τάς με­τά τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων σχέ­σεις καί εἶ­ναι ἑ­πό­με­νον νά ἀ­νη­συ­χῆ ὁ­σά­κις αὗ­ται πα­ρεκ­κλί­νου­σιν τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας καί Πα­ρα­δό­σε­ως» (Ο.Τ. ἀρ.φ. 772, 15-1-1988).
Αὐ­τή ἡ κα­λή ἀ­νη­συ­χί­α, πού πάν­το­τε ἐ­ξέ­φρα­ζε τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, δυ­στυ­χῶς, στίς μέ­ρες μας ἔ­χει ἀ­το­νή­σει καί δέν ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τόν ἴ­διο σθε­να­ρό καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κό τρό­πο ὅ­πως στό πα­ρελ­θόν. Μί­α ἁ­πλή ἀν­τι­πα­ρα­βο­λή τῶν κει­μέ­νων καί μί­α σύγ­κρι­ση τῶν θέ­σε­ων ἀ­πο­κα­λύ­πτει τήν με­τα­βο­λή στήν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση, τήν με­τρί­α­ση τῶν ἀν­τι­δρά­σε­ων, τήν χλι­α­ρό­τη­τα στίς το­πο­θε­τή­σεις, τήν ἐ­φε­κτι­κό­τη­τα στήν στά­ση, τόν ἐ­φη­συ­χα­σμό τῶν συ­νει­δή­σε­ων.
Βι­ώ­νου­με στίς μέ­ρες μας μέ ἀ­κό­μη πιό τρα­γι­κό τρό­πο, δυ­στυ­χῶς, τήν θλι­βε­ρή δι­α­πί­στω­ση τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τος Θε­ο­κλή­του Δι­ο­νυ­σιά­του:
«Πρέ­πει νά ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν ὅ­τι ἔ­χο­μεν καί ἡ­μεῖς τήν "κρί­σιν" μας. Κρί­σιν ποι­μέ­νων καί θε­ο­λό­γων. Δέν ἔ­χει, βε­βαί­ως ση­μα­σί­αν, ἄν τε­λι­κῶς δέν θά δυ­νη­θοῦν νά βλά­ψουν τήν Ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Χρι­στοῦ. Βέ­βαι­ον ὅ­μως εἶ­ναι, ὅ­τι φθεί­ρουν τό ὀρ­θό­δο­ξον φρό­νη­μα τοῦ λα­οῦ μας καί στε­ρε­ώ­νουν τούς αἱ­ρε­τι­κούς εἰς τάς πλά­νας των. Ἀλ­λά ἐ­λη­σμο­νή­σα­μεν. Τό νά εἶ­ναι τις Ὀρ­θό­δο­ξος ποι­μήν καί θε­ο­λό­γος εἶ­ναι μέ­γα πρᾶγ­μα. "Γεν­ναί­ας δεῖ­ται ψυ­χῆς" κα­τά Χρυ­σό­στο­μον. Ποῦ νά εὕ­ρω­μεν τούς γεν­ναί­ους; Ποῦ εἶ­ναι οἱ Πα­τε­ρι­κοί; Ποῦ οἱ Μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στε­ως; Φο­βού­με­θα μή­πως εὑ­ρι­σκό­με­θα εἰς τάς ἐ­σχά­τας ἡ­μέ­ρας.
Ἀ­παι­σι­ο­δο­ξοῦ­μεν; Ἀλ­λά πῶς νά ἑρ­μη­νεύ­σω­μεν τό φαι­νό­με­νον τῆς τό­σον ἐ­κτε­τα­μέ­νης ἀ­φα­σί­ας, τῆς μει­ο­δο­σί­ας ἐν τῇ πί­στει, τῆς ἀ­που­σί­ας ζή­λου ὑ­πέρ τῆς εὐ­σε­βεί­ας, τῆς βα­θεί­ας σι­ω­πῆς, ἥ­τις δι­α­δέ­χε­ται τά αἱ­ρε­τι­κά κη­ρύγ­μα­τα "Ὀρ­θο­δό­ξων" ποι­μέ­νων; ποῦ εἶ­ναι αἱ ἀ­στρα­παί τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου θε­ο­λο­γί­ας;» (Ο.Τ., ἀρ.φ.112, 10-2-1969).
Ἐ­μεῖς οἱ ὑ­πο­γρά­φον­τες, ὡς ἁ­πλοί ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με αὐ­τά πού δι­ε­κή­ρυ­ξε ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­της τόν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2007 με­τά τήν ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Πά­πα στό Φα­νά­ρι καί τήν συμ­με­το­χή του στήν πα­τρι­αρ­χι­κή λει­τουρ­γί­α καί τήν ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου στό Βα­τι­κα­νό: «Ἐ­πι­θυ­μοῦ­με οἱ Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται καί ἀ­γω­νι­ζό­με­θα διά βί­ου νά φυ­λά­ξω­με τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας. Πε­ρι­φρου­ροῦ­με ὡς κό­ρην ὀ­φθαλ­μοῦ τήν δογ­μα­τι­κή μας συ­νεί­δη­ση. Φο­βού­με­θα νά σι­ω­πή­σω­με, ὁ­σά­κις τί­θεν­ται ζη­τή­μα­τα, πού ἀ­φο­ροῦν στήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῶν Πα­τέ­ρων» (Ἀ­να­κοί­νω­ση Ἱ­ε­ρᾶς Κοι­νό­τη­τος Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, O.T. ἀρ.φ.1671, 5-1-2007).
«Φο­βού­με­θα νά σι­ω­πή­σω­με» καί σή­με­ρα, ὅταν βλέ­που­με ὅ­λα ὅ­σα οἱ προ­γε­νέ­στε­ροί μας ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες μο­να­χοί μέ ὁ­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα καί παρ­ρη­σί­α ἀ­πε­στρέ­φον­το καί κα­τε­δί­κα­ζαν, ὄ­χι μό­νον νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται, ἀλ­λά νά ἔ­χουν πλέ­ον πα­γι­ω­θεῖ ὡς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἔ­θος καί κρα­τοῦ­σα ἀν­τί­λη­ψη.
«Φο­βού­με­θα νά σι­ω­πή­σω­με» καί ἐ­μεῖς σή­με­ρα συμ­με­ρι­ζό­με­νοι τήν δι­α­πί­στω­ση τοῦ ἀρ­χιμ. Βα­σι­λεί­ου Γον­τι­κά­κη, ὅ­ταν ὡς ἡ­γού­με­νος, τό­τε, τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα δι­έ­κο­ψε, μα­ζί καί μέ τήν συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἁ­γι­ο­ρει­τῶν, τό μνη­μό­συ­νο τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα: «ἐ­παύ­σα­μεν τό μνη­μό­συ­νον, αἰ­σθαν­θέν­τες ὅ­τι ἐ­ξέ­λι­πε πᾶν πε­ρι­θώ­ριον ἀ­νο­χῆς ἤ προ­θε­σμί­α ἀ­να­μο­νῆς» (O.T. ἀρ.φ. 142, 15-6-1971).
«Φο­βού­με­θα νά σι­ω­πή­σω­με», ὅ­ταν βλέ­που­με νά ἐλ­λο­χεύ­ει ὁ κίν­δυ­νος ἀ­κραί­ων ἀν­τι­δρά­σε­ων καί δι­χο­στα­σι­ῶν, πού γεν­νᾶ ἡ ἔλ­λει­ψη νη­φά­λι­ων, θε­ο­λο­γι­κῶν καί ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νων το­πο­θε­τή­σε­ων, ὅ­πως αὐ­τές πού πάν­το­τε ἔ­κα­νε τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.
«Φο­βού­με­θα νά σι­ω­πή­σω­με», ὅ­σο βλέ­που­με νά δι­ογ­κώ­νε­ται τό καρ­κί­νω­μα πού μέ τό­ση ἐ­νάρ­γεια πε­ρι­έ­γρα­φε ὁ ἀρ­χιμ. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης, «ὁ δι­πλοῦς κα­κο­ή­θης ὄγ­κος: ἑ­νός ἐ­πι­πο­λαί­ου οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐκ­με­ταλ­λευ­ό­με­νος τήν γε­νι­κήν ἀ­νε­δα­φι­κό­τη­τα καί τόν πε­ρι­σπα­σμόν τῆς ἐ­πο­χῆς ὁ­μι­λεῖ διά ἑ­νώ­σεις καί συ­νο­μο­σπον­δια­κήν συ­νύ­παρ­ξιν ἀ­γνο­ῶν καί πε­ρι­παί­ζων τήν ὀν­το­λο­γι­κήν βά­σιν τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τοῦ δόγ­μα­τος καί ἑ­νός τυ­φλοῦ ἀν­θε­νω­τι­σμοῦ ἐ­γω­ϊ­στι­κῆς συ­σκο­τί­σε­ως καί δη­μι­ουρ­γοῦ ἀ­πε­ρι­ο­ρί­στων ἀλ­λη­λο­α­φο­ρι­ζο­μέ­νων πα­ρα­τά­ξε­ων».
»Ἐ­νῷ δέ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δο­κι­μά­ζε­ται διά τῆς πο­λώ­σε­ως τῶν ἀ­κραί­ων τού­των τά­σε­ων καί χει­μά­ζε­ται διά τοῦ ἀ­κρω­τη­ρια­σμοῦ τῆς γνη­σί­ας μαρ­τυ­ρί­ας της, καί ἐ­νῷ αἱ οἰ­κου­με­νι­καί με­γα­λο­στο­μί­αι αὐ­ξά­νουν, ἐν­τός τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ καί τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ «λείμ­μα­τος» κυ­ο­φο­ρεῖ­ται ἡ μυ­στι­κή καί ἀ­κα­τά­βλη­τος ἀν­τί­δρα­σις. Εἰς τήν πε­ρί­πτω­σιν αὐ­τήν εἷς δι­ώ­ξε­ται χι­λιά­δας, δι­ό­τι δέν πρό­κει­ται πε­ρί τῆς ἀ­το­μι­κῆς του δυ­νά­με­ως, ἡ ὁ­ποί­α δρᾷ, ἀλ­λά πε­ρί τῆς φα­νε­ρώ­σε­ως τῆς δυ­νά­με­ως ἡ ὁ­ποί­α συν­θλᾷ καί λικ­μί­ζει τήν ἀ­νυ­πό­στα­τον θρα­σύ­τη­τα τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Δέν πρό­κει­ται πε­ρί ἀν­θρω­πί­νου πά­θους, ἀλ­λά πε­ρί συμ­πλο­κῆς τοῦ ἐ­φη­μέ­ρου, πα­ρο­δι­κοῦ καί αὐ­το­κα­τα­δι­κα­στέ­ου, πρός τό αἰ­ώ­νιον καί ἀ­κα­τά­βλη­τον τῆς ἀ­σα­λεύ­του βα­σι­λεί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­φ’ ὅ­σον ἀ­δρα­νοῦν οἱ κα­τά πρώ­τι­στον λό­γον ὑ­πεύ­θυ­νοι, δι­ε­γεί­ρε­ται αὐ­τή ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή καί κα­θο­λι­κή συ­νεί­δη­σις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τήν εὐ­θύ­νη ἐ­πω­μί­ζε­ται ὁ φύ­λαξ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὁ πι­στός λα­ός, τοῦ ὁ­ποί­ου πάν­το­τε ἀ­νά τά πέ­ρα­τα τῆς Οἰ­κου­μέ­νης καί διά τῶν αἰ­ώ­νων «ἡ ψυ­χή καί ἡ καρ­δί­α εἶ­ναι μί­α» (Ο.Τ. ἀρ.φ. 98, 1-3-1969).
«Φο­βού­με­θα νά σι­ω­πή­σω­με» ἀ­να­μέ­νον­τας μέ ἀ­γω­νί­α νά ὁ­μι­λή­σουν «οἱ κα­τά πρώ­τι­στον λό­γον ὑ­πεύ­θυ­νοι», ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­της μας, οἱ ἡ­γού­με­νοί μας, οἱ Γέ­ρον­τές μας, οἱ ἐ­πι­φα­νεῖς καί προ­βε­βλη­μέ­νοι ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες θε­ο­λό­γοι. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ου­με ἐ­δῶ ὅ­λες τίς ἀ­πό­ψεις καί τίς το­πο­θε­τή­σεις τους, τῶν πα­ρελ­θόν­των ἐ­τῶν, κα­θώς καί τά σύγ­χρο­να οἰ­κου­με­νι­στι­κά ἀ­το­πή­μα­τα μέ τό ἀ­νά­λο­γο φω­το­γρα­φι­κό ὑ­λι­κό. Τά ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ου­με ὡς ἔ­ναυ­σμα καί πα­ρό­τρυν­ση καί θερ­μή πα­ρά­κλη­ση νά ἀ­να­λά­βουν καί πά­λι τόν ρό­λο, πού ἡ ὑ­περ­χι­λι­ό­χρο­νη ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἁ­γι­ω­νύ­μου ὄ­ρους τούς ἔ­χει ἀ­να­θέ­σει, αὐ­τόν τοῦ «ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­του φύ­λα­κα τῶν ἱ­ε­ρῶν Πα­ρα­δό­σε­ων».
Ἄς ἀ­κο­λου­θή­σου­με τήν προ­τρο­πή τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τος Θε­ο­κλή­του Δι­ο­νυ­σιά­του:
«Ἄς ἀ­φυ­πνι­σθῶ­μεν. Ἄς στρα­φῶ­μεν πρός τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρας... Εἶ­ναι φο­βε­ρά ἡ εὐ­θύ­νη τῶν ποι­μέ­νων καί θε­ο­λό­γων μας σή­με­ρον ἔ­ναν­τι τοῦ Θε­οῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.
Ἄς βο­η­θή­σω­μεν τόν λα­όν μας, διά νά κρα­τή­σῃ καί αὐ­ξή­σῃ τήν πί­στιν του. Καί ἄς βο­η­θή­σω­μεν τούς ἀ­δελ­φούς μας, οἵ­τι­νες κα­τέ­στη­σαν ἀ­πό αἰ­ῶ­νας αἱ­ρε­τι­κοί. Καί ὁ μό­νος τρό­πος βο­η­θεί­ας εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­δει­ξις ὀρ­θο­δό­ξου βί­ου καί ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Οὕ­τω μό­νον θά ἀ­πο­δεί­ξω­μεν, ὅ­τι ἀ­γα­πῶ­μεν τόν Θε­όν καί τόν ἄν­θρω­πον. Καί οὕ­τω θά πεί­σω­μεν, ὅ­τι ἔ­ξω τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α. Οὕ­τω, λοι­πόν, "λαμ­ψά­τω τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ ἔμ­προ­σθεν τῶν ἀν­θρώ­πων..."» (Ο.Τ. ἀρ.φ. 112, 10-12-1969).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου