Τό
Ἅγιον Ὄρος διετήρησε, ἐπίσης, ἀνέκαθεν τήν ἀπόλυτη ἐπίγνωση τῆς
εὐθύνης του ἔναντι τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, πού προσβλέπει πάντοτε
σ’ αὐτό ὡς θεματοφύλακα τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας τῆς ὀρθοδόξου
πίστεώς μας. «Αἰσθανόμεθα βαρεῖα τήν εὐθύνη μας ἔναντι τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος προσβλέπει στόν
ἀθωνικό Μοναχισμό, ὡσάν σέ ἀδιαπραγμάτευτο φύλακα τῶν ἱερῶν Παραδόσεων»,
ἀνέφερε ἡ Ἱερά Κοινότης σέ ἀνακοίνωσή της τόν Ἰανουάριο τοῦ 2007 (Ο.Τ, ἀρ.φ. 1672, 12-1-2007).
Ἡ
διακήρυξη αὐτή ἦταν ἡ ἐπιβεβλημένη στοίχιση μέ τούς ἀγωνιστές καί
ὁμολογητές ἁγιορεῖτες πατέρες, πού ὄρθωσαν τό ἀνάστημά τους καί ἀντιστάθηκαν
σθεναρά στόν πρωτεργάτη τῶν ἀντορθοδόξων οἰκουμενιστικῶν παρεκτροπῶν
τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, τοῦ ὁποίου οἱ ἁγιορεῖτες διέκοψαν τότε
τό μνημόσυνο. «Ἡμεῖς σεβόμεθα –διεκήρυσσαν οἱ πατέρες
μας– καί ἐμμένομεν πιστοί εἰς ὅσα
δόγματα ἐθέσπισαν οἱ Θεοφόροι ἡμῶν Πατέρες τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν
Συνόδων μέ τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί παρελάβομεν ὡς παρακαταθήκην
ἡμεῖς οἱ μεταγενέστεροι... τό Ἅγιον
Ὄρος δέν θά παρεκκλίνῃ ποσῶς οὔτε κατά κεραίαν τῆς Ὀρθοδόξου γραμμῆς
τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε δέ καί θά μετάρῃ ὅρια ἅ ἔθεσαν
οἱ Θεοφόροι ἡμῶν Πατέρες. Ἔχει πικράν ἱστορικήν πεῖραν τό Ἅγιον
Ὄρος, τοιούτων ἐνεργειῶν κατά τό παρελθόν, καί δι’ αὐτόν τόν λόγον
πρέπει νά εἶναι ἐπιφυλακτικόν εἰς τάς φιλοφρονήσεις ταύτας τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς
Ἐκκλησίας... Σᾶς διαβεβαιοῦμεν δέ ὅτι εἴμεθα πρόθυμοι πάντοτε, ἐάν
παραστῇ ἀνάγκη νά θυσιάσωμεν καί
αὐτήν ταύτην τήν ζωήν μας, ὡς τοῦτο ἔπραξαν καί οἱ προκάτοχοι ἡμῶν
Ἁγιορεῖται Πατέρες ἐπί Λατινόφρονος Πατριάρχου Βέκκου» (Ἱ. Μονή Ἁγίου Παύλου,
Ο.Τ. ἀρ.φ. 71, Ἰανουάριος 1967).
Ἔκτοτε
τό Ἅγιον Ὄρος δέν σταμάτησε νά ἀγρυπνᾶ καί νά παρακολουθεῖ μέ ἰδιαίτερο
ἐνδιαφέρον, ἀλλά καί ἀνησυχία τά τεκταινόμενα στά πλαίσια τῶν ἐπαφῶν
καί τῶν διαλόγων μέ τούς ἑτεροδόξους. Δέν δίστασε δέ νά καταδεικνύει
καί νά ἐλέγχει τίς «παρεκκλίνουσες» ἐνέργειες, ἀκόμη κι ἄν αὐτές
προέρχονταν ἀπό τίς κεφαλές τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τόν
Δεκέμβριο τοῦ 1988 ἡ Ἱερά Κοινότης διαμαρτυρόμενη γιά τήν συμμετοχή
τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου στήν παπική λειτουργία τοῦ Βατικανοῦ ἀναφέρει:
«Εἶναι εὔλογον, Παναγιώτατε Δέσποτα,
τό Ἅγιον Ὄρος νά παρακολουθῇ τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅσα πράττει
Αὕτη ὡς Μήτηρ διά τά τέκνα της... Διά ταῦτα μετ’ ἀδιαπτώτου ἐνδιαφέροντος
παρακολουθεῖ τάς μετά τῶν ἑτεροδόξων σχέσεις καί εἶναι ἑπόμενον νά
ἀνησυχῆ ὁσάκις αὗται παρεκκλίνουσιν
τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας καί Παραδόσεως» (Ο.Τ. ἀρ.φ. 772, 15-1-1988).
Αὐτή
ἡ καλή ἀνησυχία, πού πάντοτε ἐξέφραζε τό Ἅγιον Ὄρος, δυστυχῶς,
στίς μέρες μας ἔχει ἀτονήσει καί δέν ἐκφράζεται μέ τόν ἴδιο σθεναρό καί
ἀποφασιστικό τρόπο ὅπως στό παρελθόν. Μία ἁπλή ἀντιπαραβολή τῶν
κειμένων καί μία σύγκριση τῶν θέσεων ἀποκαλύπτει τήν μεταβολή στήν
ἀντιμετώπιση, τήν μετρίαση τῶν ἀντιδράσεων, τήν χλιαρότητα στίς
τοποθετήσεις, τήν ἐφεκτικότητα στήν στάση, τόν ἐφησυχασμό τῶν συνειδήσεων.
Βιώνουμε στίς μέρες μας μέ ἀκόμη πιό τραγικό
τρόπο, δυστυχῶς, τήν θλιβερή διαπίστωση τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος
Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Πρέπει
νά ὁμολογήσωμεν ὅτι ἔχομεν καί ἡμεῖς τήν "κρίσιν" μας. Κρίσιν
ποιμένων καί θεολόγων. Δέν ἔχει, βεβαίως σημασίαν, ἄν τελικῶς δέν
θά δυνηθοῦν νά βλάψουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Βέβαιον ὅμως εἶναι,
ὅτι φθείρουν τό ὀρθόδοξον φρόνημα
τοῦ λαοῦ μας καί στερεώνουν τούς αἱρετικούς εἰς τάς πλάνας των. Ἀλλά
ἐλησμονήσαμεν. Τό νά εἶναι τις Ὀρθόδοξος ποιμήν καί θεολόγος εἶναι
μέγα πρᾶγμα. "Γενναίας δεῖται
ψυχῆς" κατά Χρυσόστομον. Ποῦ νά εὕρωμεν τούς γενναίους; Ποῦ εἶναι
οἱ Πατερικοί; Ποῦ οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως; Φοβούμεθα μήπως εὑρισκόμεθα
εἰς τάς ἐσχάτας ἡμέρας.
Ἀπαισιοδοξοῦμεν;
Ἀλλά πῶς νά ἑρμηνεύσωμεν τό φαινόμενον
τῆς τόσον ἐκτεταμένης ἀφασίας, τῆς μειοδοσίας ἐν τῇ πίστει, τῆς ἀπουσίας
ζήλου ὑπέρ τῆς εὐσεβείας, τῆς βαθείας σιωπῆς, ἥτις διαδέχεται τά αἱρετικά
κηρύγματα "Ὀρθοδόξων" ποιμένων; ποῦ εἶναι αἱ ἀστραπαί τῆς Ὀρθοδόξου
θεολογίας;» (Ο.Τ.,
ἀρ.φ.112, 10-2-1969).
Ἐμεῖς
οἱ ὑπογράφοντες, ὡς ἁπλοί ἁγιορεῖτες, ἐπαναλαμβάνουμε αὐτά πού διεκήρυξε
ἡ Ἱερά Κοινότης τόν Ἰανουάριο τοῦ 2007 μετά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στό
Φανάρι καί τήν συμμετοχή του στήν πατριαρχική λειτουργία καί τήν ἐπίσκεψη
τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου στό Βατικανό: «Ἐπιθυμοῦμε οἱ Ἁγιορεῖται καί ἀγωνιζόμεθα διά βίου νά φυλάξωμε τήν παρακαταθήκη τῶν Ἁγίων
Πατέρων μας. Περιφρουροῦμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν δογματική μας συνείδηση.
Φοβούμεθα νά σιωπήσωμε, ὁσάκις
τίθενται ζητήματα, πού ἀφοροῦν στήν παρακαταθήκη τῶν Πατέρων» (Ἀνακοίνωση Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου
Ὄρους, O.T. ἀρ.φ.1671, 5-1-2007).
«Φοβούμεθα νά σιωπήσωμε» καί σήμερα,
ὅταν βλέπουμε ὅλα ὅσα οἱ προγενέστεροί μας ἁγιορεῖτες μοναχοί μέ ὁμολογιακό
φρόνημα καί παρρησία ἀπεστρέφοντο καί κατεδίκαζαν, ὄχι μόνον νά ἐπαναλαμβάνονται,
ἀλλά νά ἔχουν πλέον παγιωθεῖ ὡς ἐκκλησιαστικό ἔθος καί κρατοῦσα ἀντίληψη.
«Φοβούμεθα νά σιωπήσωμε» καί ἐμεῖς
σήμερα συμμεριζόμενοι τήν διαπίστωση τοῦ ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη,
ὅταν ὡς ἡγούμενος, τότε, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα διέκοψε, μαζί
καί μέ τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἁγιορειτῶν, τό μνημόσυνο τοῦ
Πατριάρχη Ἀθηναγόρα: «ἐπαύσαμεν τό
μνημόσυνον, αἰσθανθέντες ὅτι ἐξέλιπε
πᾶν περιθώριον ἀνοχῆς ἤ προθεσμία ἀναμονῆς» (O.T.
ἀρ.φ. 142, 15-6-1971).
«Φοβούμεθα νά σιωπήσωμε», ὅταν
βλέπουμε νά ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος ἀκραίων ἀντιδράσεων καί διχοστασιῶν,
πού γεννᾶ ἡ ἔλλειψη νηφάλιων, θεολογικῶν καί ἐμπεριστατωμένων
τοποθετήσεων, ὅπως αὐτές πού πάντοτε ἔκανε τό Ἅγιον Ὄρος.
«Φοβούμεθα νά σιωπήσωμε», ὅσο
βλέπουμε νά διογκώνεται τό καρκίνωμα πού μέ τόση ἐνάργεια περιέγραφε
ὁ ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, «ὁ διπλοῦς κακοήθης ὄγκος: ἑνός ἐπιπολαίου
οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευόμενος
τήν γενικήν ἀνεδαφικότητα καί τόν περισπασμόν τῆς ἐποχῆς ὁμιλεῖ διά
ἑνώσεις καί συνομοσπονδιακήν συνύπαρξιν ἀγνοῶν καί περιπαίζων τήν
ὀντολογικήν βάσιν τῆς ἀληθείας καί τοῦ δόγματος καί ἑνός τυφλοῦ ἀνθενωτισμοῦ
ἐγωϊστικῆς συσκοτίσεως καί δημιουργοῦ ἀπεριορίστων ἀλληλοαφοριζομένων
παρατάξεων».
»Ἐνῷ δέ ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζεται διά τῆς
πολώσεως τῶν ἀκραίων τούτων τάσεων καί χειμάζεται διά τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ
τῆς γνησίας μαρτυρίας της, καί ἐνῷ αἱ οἰκουμενικαί μεγαλοστομίαι
αὐξάνουν, ἐντός τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καί
τοῦ θεολογικοῦ «λείμματος» κυοφορεῖται ἡ μυστική καί ἀκατάβλητος
ἀντίδρασις. Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν εἷς διώξεται χιλιάδας, διότι δέν πρόκειται περί τῆς ἀτομικῆς
του δυνάμεως, ἡ ὁποία δρᾷ, ἀλλά περί τῆς φανερώσεως τῆς δυνάμεως ἡ
ὁποία συνθλᾷ καί λικμίζει τήν ἀνυπόστατον θρασύτητα τῶν αἱρέσεων.
Δέν πρόκειται περί ἀνθρωπίνου πάθους, ἀλλά περί συμπλοκῆς τοῦ ἐφημέρου,
παροδικοῦ καί αὐτοκαταδικαστέου, πρός τό αἰώνιον καί ἀκατάβλητον
τῆς ἀσαλεύτου βασιλείας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφ’ ὅσον ἀδρανοῦν οἱ κατά πρώτιστον λόγον ὑπεύθυνοι, διεγείρεται
αὐτή ἡ ἐσωτερική καί καθολική συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας. Τήν εὐθύνη ἐπωμίζεται ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας,
ὁ πιστός λαός, τοῦ ὁποίου πάντοτε ἀνά τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης καί
διά τῶν αἰώνων «ἡ ψυχή καί ἡ καρδία εἶναι μία» (Ο.Τ. ἀρ.φ. 98, 1-3-1969).
«Φοβούμεθα νά σιωπήσωμε» ἀναμένοντας
μέ ἀγωνία νά ὁμιλήσουν «οἱ κατά πρώτιστον λόγον ὑπεύθυνοι»,
ἡ Ἱερά Κοινότης μας, οἱ ἡγούμενοί μας, οἱ Γέροντές μας, οἱ ἐπιφανεῖς
καί προβεβλημένοι ἁγιορεῖτες θεολόγοι. Γι’ αὐτό καί ἀναδημοσιεύουμε
ἐδῶ ὅλες τίς ἀπόψεις καί τίς τοποθετήσεις τους, τῶν παρελθόντων ἐτῶν,
καθώς καί τά σύγχρονα οἰκουμενιστικά ἀτοπήματα μέ τό ἀνάλογο φωτογραφικό
ὑλικό. Τά ἀναδημοσιεύουμε ὡς ἔναυσμα καί παρότρυνση καί θερμή παράκληση
νά ἀναλάβουν καί πάλι τόν ρόλο, πού ἡ ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία τοῦ ἁγιωνύμου
ὄρους τούς ἔχει ἀναθέσει, αὐτόν τοῦ «ἀδιαπραγμάτευτου φύλακα τῶν ἱερῶν
Παραδόσεων».
Ἄς
ἀκολουθήσουμε τήν προτροπή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Ἄς ἀφυπνισθῶμεν.
Ἄς στραφῶμεν πρός τούς Ἁγίους Πατέρας... Εἶναι φοβερά ἡ εὐθύνη τῶν ποιμένων καί θεολόγων μας σήμερον
ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν.
Ἄς βοηθήσωμεν τόν
λαόν μας, διά νά κρατήσῃ καί αὐξήσῃ τήν πίστιν του. Καί ἄς βοηθήσωμεν
τούς ἀδελφούς μας, οἵτινες κατέστησαν ἀπό αἰῶνας αἱρετικοί. Καί ὁ μόνος
τρόπος βοηθείας εἶναι ἡ ἐπίδειξις ὀρθοδόξου βίου καί ὀρθοδόξου
πίστεως. Οὕτω μόνον θά ἀποδείξωμεν, ὅτι ἀγαπῶμεν τόν Θεόν καί τόν ἄνθρωπον.
Καί οὕτω θά πείσωμεν, ὅτι ἔξω τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας δέν ὑπάρχει
σωτηρία. Οὕτω, λοιπόν, "λαμψάτω τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ἔμπροσθεν τῶν
ἀνθρώπων..."»
(Ο.Τ. ἀρ.φ.
112, 10-12-1969).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου