Πρωτοπρεσβύτερος Πέτρος Χιρς.
Ένα σύντομο σχόλιο για το «κοινόν ποτήριον» και τα βήματα προς την ενότητα της Ορθοδοξίας με την ετεροδοξία..
Στην καλή ανησυχία, που καλλιεργείται από ορισμένους Ορθοδόξους, σχετικά με την «παναίρεση» του οικουμενισμού (την εκκλησιολογική-θεολογική άρνηση της υπάρξεως μίας Εκκλησίας, η οποία είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία), ακούει κανείς συχνά μια κοφτή απάντηση: ότι «αυτό δεν θα συμβεί ποτέ», «δεν υπάρχει καμμία περίπτωση να έλθουμε εμείς σε κοινωνία με τη Ρώμη», κ.ο.κ. Αυτός ο καθησυχαστικός τρόπος αποσκοπεί να μας βάλει σε εφησυχασμό και να επικεντρώσει τις αγωνίες μας μόνον στο ζήτημα του «κοινού ποτηρίου».
Μολαταύτα, ούτε τώρα ούτε κατά τα προηγούμενα, 30 και παραπάνω, χρόνια ήταν αυτό το διακύβευμα · στην πραγματικότητα άλλο είναι το τρέχον επίμαχο ζήτημα. Ακόμη κι αν δεν έλθουμε ποτέ σε κοινωνία με οποιονδήποτε ετερόδοξο, η πιθανότητα να υιοθετηθεί μια αιρετική εκκλησιολογία είναι υπαρκτή. Ιδού, ένας τρόπος να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει και πώς ο εχθρός μας προετοιμάζει για να αποδεχθούμε μια αιρετική εκκλησιολογία και συνακόλουθα μια ψευδοένωση.
Έτσι εξηγώ την κατάσταση σε ορισμένους από τους ενορίτες μου: αυτή τη στιγμή η οικουμενιστική νοοτροπία θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είμαστε μνηστευμένοι με τον Παπικό Προτεσταντικό, δηλ. τον Καθολικισμό. Έτσι, τους ακούτε συχνά να λένε ότι έχουμε την ίδια πίστη αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούμε να μεταλαμβάνουμε μαζί. Το επόμενο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε, εν συνόδω, ότι είμαστε «εκκλησία» αμφότεροι, παρότι η μία πλευρά είναι περισσότερο από την άλλη (εξαρτάται από την οπτική γωνία). Αυτό ισοδυναμεί με γάμο, δηλ. με αναγνώριση των μυστηρίων και του εκκλησιαστικού χαρακτήρα (ecclesiality). Αυτό λοιπόν επιτυγχάνει ουσιαστικά, παρότι διστακτικά και με διγλωσσία, το κείμενο «σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον χριστιανικό κόσμο». Από τη στιγμή που τελεστεί ο γάμος, είναι ζήτημα χρόνου μέχρι το ζευγάρι των νεονύμφων να αποσυρθεί στα ενδότερα και να ολοκληρώσει τη σχέση του. Αυτό είναι το κοινόν ποτήριον. Είτε αυτό έλθει λίγο αργότερα ή πιο σύντομα ή και καθόλου, δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι ο γάμος είναι το κλειδί που δίνει τέλος στον χωρισμό. Μην προσηλώνεστε στο ζήτημα της ολοκλήρωσης…. Η αναγνώριση των μυστηρίων και του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» είναι το παν εδώ.
Μολαταύτα, ούτε τώρα ούτε κατά τα προηγούμενα, 30 και παραπάνω, χρόνια ήταν αυτό το διακύβευμα · στην πραγματικότητα άλλο είναι το τρέχον επίμαχο ζήτημα. Ακόμη κι αν δεν έλθουμε ποτέ σε κοινωνία με οποιονδήποτε ετερόδοξο, η πιθανότητα να υιοθετηθεί μια αιρετική εκκλησιολογία είναι υπαρκτή. Ιδού, ένας τρόπος να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει και πώς ο εχθρός μας προετοιμάζει για να αποδεχθούμε μια αιρετική εκκλησιολογία και συνακόλουθα μια ψευδοένωση.
Έτσι εξηγώ την κατάσταση σε ορισμένους από τους ενορίτες μου: αυτή τη στιγμή η οικουμενιστική νοοτροπία θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είμαστε μνηστευμένοι με τον Παπικό Προτεσταντικό, δηλ. τον Καθολικισμό. Έτσι, τους ακούτε συχνά να λένε ότι έχουμε την ίδια πίστη αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούμε να μεταλαμβάνουμε μαζί. Το επόμενο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε, εν συνόδω, ότι είμαστε «εκκλησία» αμφότεροι, παρότι η μία πλευρά είναι περισσότερο από την άλλη (εξαρτάται από την οπτική γωνία). Αυτό ισοδυναμεί με γάμο, δηλ. με αναγνώριση των μυστηρίων και του εκκλησιαστικού χαρακτήρα (ecclesiality). Αυτό λοιπόν επιτυγχάνει ουσιαστικά, παρότι διστακτικά και με διγλωσσία, το κείμενο «σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον χριστιανικό κόσμο». Από τη στιγμή που τελεστεί ο γάμος, είναι ζήτημα χρόνου μέχρι το ζευγάρι των νεονύμφων να αποσυρθεί στα ενδότερα και να ολοκληρώσει τη σχέση του. Αυτό είναι το κοινόν ποτήριον. Είτε αυτό έλθει λίγο αργότερα ή πιο σύντομα ή και καθόλου, δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι ο γάμος είναι το κλειδί που δίνει τέλος στον χωρισμό. Μην προσηλώνεστε στο ζήτημα της ολοκλήρωσης…. Η αναγνώριση των μυστηρίων και του «εκκλησιαστικού χαρακτήρα» είναι το παν εδώ.
…………………………………………………………………………………………………………..
Ο καθηγητής κ. Τσελεγγίδης, ο μητροπολίτης Λεμεσού Κύπρου Αθανάσιος, o μητροπολίτης Ιερόθεος Ναυπάκτου, ο πατήρ Θεόδωρος Ζήσης – άπαντες πολύ σεβαστοί και έμπειροι περί τα εκκλησιαστικά (και συνδεόμενοι με σύγχρονους αγίους) – βλέπουν να συντελείται ακριβώς αυτή η «αναθεώρηση» της εκκλησιολογίας της Εκκλησίας και το επισημαίνουν ρητώς στα κείμενά τους.
Το σημείο που υπογραμμίζουν είναι το εξής: Το προσυνοδικό κείμενο ομιλεί για Εκκλησίες και ουδεμία αναφορά κάνει σε αιρετικούς ή σχισματικούς. Εντούτοις, η διαχρονική ανά τους αιώνες Ορθόδοξη κατηγοριοποίηση, από την εποχή τουλάχιστον του Πρώτου Κανόνα του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου είναι: 1) η Εκκλησία, 2) το Σχίσμα, 3) η Αίρεση και 4) οι Παρασυναγωγές. Δεν υπάρχουν άλλες «εκκλησίες» εκτός της Μίας Εκκλησίας. Επομένως, το προσυνοδικό κείμενο, μπορεί ορθώς να ερμηνευθεί ως η έκφραση μιας άλλης εκκλησιολογίας. Δεν είναι ίσως η χονδροειδής αγγλικανική Θεωρία των Κλάδων, αλλά αν αφήνει περιθώριο για «ετερόδοξες εκκλησίες» σε οποιαδήποτε μορφή ή «βαθμό», ασφαλώς αυτό δεν είναι η Ορθόδοξη εκκλησιολογία. –
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τίθενται εδώ δύο διαφορετικά ζητήματα σε ο,τι αφορά την αποδοχή των μεταστραφέντων. Εν πρώτοις, είναι το θέμα του πώς κατανοούμε την εκκλησία, τα όρια Της και τους εκτός των ορίων Αυτής ευρισκομένους σε αίρεση ή σχίσμα · κοντολογίς, πώς κατανοούμε την εκκλησιολογία. Κατά δεύτερον, είναι το θέμα του πώς γίνονται δεκτοί οι μεταστραφέντες, δηλαδή είναι ζήτημα ποιμαντικό, σε περίπτωση που αυτοί «οικονομούνται». Σύγχυση ανακύπτει σε δύο σημεία συνήθως: 1) σε ποια βάση μπορεί να εφαρμοσθεί «οικονομία», δηλαδή σε ποια βάση μπορεί κανείς να αποκλίνει από την κανονικότητα του βαπτίσματος; 2) τι σημαίνει αυτή η απόκλιση, αν σημαίνει κάτι, σε σχέση με την κατανόησή μας της εκκλησιολογίας και την κατανόησή μας του τι συνιστούν οι ετερόδοξες ομολογίες;
Ευθύς εξ αρχής, είναι ανάγκη να διευκρινιστούν κάποια βασικά θέματα:
1) Οι κανόνες της Εκκλησίας δεν αιτιολογούνται, με άλλα λόγια οι Ορθόδοξοι δεν ανέπτυξαν ποτέ μια «θεολογία του σχίσματος», όπως αντιθέτως αυτό επιχειρήθηκε στους κύκλους αγγλικανών και ρωμαιοκαθολικών τα τελευταία 100 χρόνια.
2) Η Εκκλησιολογία δεν μπορεί ποτέ να θεμελιωθεί ή να βασιστεί στην «οικονομία». Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η εξαίρεση δεν μπορεί ποτέ να γίνει ο κανόνας ή η βάση για την ανάπτυξη του κανόνα.
3) Η Εκκλησία, που είναι σε τελική ανάλυση ο ίδιος ο Χριστός (αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος), στο πρόσωπο του επισκόπου, είναι πάντοτε ελεύθερη και δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί από τους δικούς της νόμους. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης είναι ανώτερος του νόμου και πάντοτε ελεύθερος να αποκλίνει από αυτόν – προκειμένου να τον εκπληρώσει δι’ άλλης οδού (παράδειγμα: ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος είπε εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού[1], είπε στον ληστή επί του Σταυρού, σήμερον μετ ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ [2]).
4) Ωστόσο, αυτό δεν υπονοεί αναρχία ή αυθαιρεσία. Εάν πράγματι είναι «οικονομία» είναι ασφαλώς σωτηριώδης! Έτσι ο επίσκοπος είναι ελεύθερος, αλλά ελεύθερος εντός των ορίων στα οποία οι αποκλίσεις του από τον κανόνα επιφέρουν τη σωτηρία, ήτοι στα όρια της ακρίβειας.
5) Έτσι η Οικονομία, αν είναι αληθινά σωτηριώδης οικονομία, έχει προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση. Στην περίπτωση της εισδοχής των μεταστραφέντων, όπως φαίνεται στην πρακτική της Εκκλησίας και στην ερμηνεία της πρακτικής αυτής από τους Πατέρες, η μόνη συνεπής προς την οικονομία προϋπόθεση, ώστε να έχει ευλογία (πέραν των εξαιρετικών περιπτώσεων), ήταν όχι η θεολογική εγγύτητα με την Ορθοδοξία, αλλά το εάν τηρήθηκε ο τύπος του μυστηρίου. Έτσι, λόγου χάριν, στον Έβδομο Κανόνα της Β' Οικουμενικής Συνόδου και στον 95ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής, υπάρχει ξεχωριστή μνεία των Ευνομιανών, ως χρηζόντων αποδοχής δια του Βαπτίσματος, διότι δεν τηρήθηκε στην περίπτωσή τους η τριπλή κατάδυση.
Σύγχυση προκαλείται όταν διαφορετικές προϋποθέσεις τίθενται για την εφαρμογή της «οικονομίας» ή, πολύ χειρότερα, όταν η οικονομία χρησιμεύει ως βάση για εκκλησιολογία. Ωστόσο, στην πράξη, υπάρχει μια νόμιμη ποικιλομορφία, η οποία εξαρτάται από τις ιστορικές συνθήκες και πρακτικές των Ορθοδόξων, χωρίς αυτό να υπονοεί μια μεταβολή στην εκκλησιολογία. Πράγματι, η εκκλησιολογία, ως επέκταση της Χριστολογίας μας, δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει, διότι είναι μία Θεανθρώπινη πραγματικότητα, ένα ουράνιο δεδομένο.
…………………………………………………………………………………..
[1] Ίωάν. γ' 5.
[2] Λουκ . κγ' 42-43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου