Ἡ ἐποχή μας ταλανίζεται ἀπό ποικίλες αἱρέσεις καί κυρίως ἀπό τήν «παναίρεση» τοῦ οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ, ὁ ὁποῖος προβάλλεται καί ἐπιβάλλεται μέ τούς ὅρους, τά μέσα καί τίς πρακτικές τῆς Νέας Ἐποχῆς. Αὐτή εἶναι καί ἡ διαφορά τῶν συγχρόνων ποικίλων αἱρέσεων ἀπό τίς παλαιότερες γνωστές αἱρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας: ὅτι δέν προσβάλλουν μία συγκεκριμένη ἀλήθεια, ἀλλά τό συνολικό οἰκοδόμημα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, χωρίς ὅμως φαινομενικά νά τό ἀμφισβητοῦν. Ἡ οὐνιτίζουσα μάλιστα διάσταση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία παγιώθηκε στίς μέρες μας, στηρίζεται σέ καθαρά νεοεποχίτικη λογική. Δέν θίγει ἐξωτερικά τήν ὀρθοδοξία, ἀλλά τήν ἀπογυμνώνει ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό καί σωτηριολογικό της χαρακτήρα, καθώς τήν ἐξομοιώνει μέ τήν αἵρεση, τήν ὁποία ἀναγνωρίζει ὡς μία ἄλλη ἐκδοχή τῆς ἀληθείας.
Ἡ ἀνάλυση τῶν μεθόδων τῆς Νέας Ἐποχῆς δέν ἀποτελοῦν, βεβαίως, ἀντικείμενο καί δέν χωροῦν στήν ἀνάπτυξη αὐτοῦ τοῦ θέματος. Σταχυολογοῦμε μόνον, σέ ἄμεση συνάρτηση μέ ὅ,τι μᾶς ἀφορᾶ, τίς ἔννοιες τῆς ἀπόλυτης ἀναστροφῆς τῶν πραγμάτων, τήν ἀναγωγή τῆς ἀλήθειας σέ ψέμα καί τοῦ ψεύδους σέ ἀλήθεια, τήν ἐπιβολή ἀπόψεων ὡς ὀρθῶν μέσῳ τῆς συνεχοῦς ἐπαναλήψεώς τους (ὁ νόμος τῆς συνήθειας), τήν ἐπικοινωνιακή προβολή καί τήν κυρίαρχη ἐπιβολή τῆς εἰκόνας, τήν παρελκυστική τακτική, τήν ἠθελημένη ἀμφισημία, τήν διγλωσσία, τήν τεχνητή ἀσάφεια λόγων καί κειμένων, τήν σύγχυση καί τήν πλάνη.
Στηριζόμενος σέ αὐτές τίς μεθόδους τῆς Νέας Ἐποχῆς ὁ σύγχρονος οἰκουμενικός διάλογος ἐπιχειρεῖ μέ ἐπικοινωνιακά τεχνάσματα νά ἐπιβάλει τετελεσμένα γεγονότα στίς σχέσεις μας μέ τούς ἑτεροδόξους. Δογματικές διαφορές παραθεωροῦνται καί δέν τίθενται κἄν πρός συζήτηση, ἀποφάσεις καί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας παραβιάζονται καί ἐγκαταλείπονται ὡς ξεπερασμένοι, δόγματα τῆς πίστεώς μας ἀναγορεύονται σέ ζητήματα «θεολογούμενα», ἡ ἀλήθεια σχετικοποιεῖται καί ἐξισώνεται μέ τήν αἵρεση.
Τό μόνο πού δείχνει νά ἀνθοφορεῖ προσφέροντας ἀφειδῶς τούς καρπούς ἑνός ἀκόρεστου ἐνθουσιασμοῦ εἶναι ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία, ἡ ὑπερβάλλουσα ἁβρότητα, ἡ πυρετώδης διπλωματία, ὁ ἀνεπίγνωστος ζῆλος. Πολύ εὔστοχα εἶχε περιγράψει τήν κατάσταση αὐτή πρίν ἀπό χρόνια ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὅταν ἔγραφε:
«Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει πώς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποιήση τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πώς μπορεῖ νὰ συμφιλιώση μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες»(Dimitru Staniloae, Γιά ἕναν Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 19-20).
Μέσα σέ μιά ἀληθινή παραζάλη ἐνθουσιασμοῦ καί ἀγαπολογίας «ἄνευ ὅρων καί ὁρίων» (κατά τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα) ξεπεράσαμε πραγματικά κάθε ὅριο καί καταστρατηγήσαμε ὅλους τούς ὅρους καί τούς κανόνες. Γίναμε ἐπιλήσμονες τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας, τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν Ἁγίων Πατέρων μας τούς ὁποίους πολύ εὔκολα ἀντιπαρήλθαμε ὡς ξεπερασμένους θεωρώντας ἑαυτούς ἰσοτίμους καί ἰσοστασίους τους, ἀκόμη καί ἱκανοτέρους στήν ἐκφορά ἑνός σύγχρονου θεολογικοῦ λόγου, πού θά ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν μας, καθώς καί στίς ἀπαιτήσεις τῆς πολυπόθητης «ἑνώσεως».
Καινοφανεῖς θεολογικές ἀπόψεις, ἀποκλίνουσες δογματικές θέσεις, ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις καί συμβιβασμοί σέ θέματα πίστεως, ἀποδοχή θεολογούμενων θεμάτων, ἀνοχή καί νομιμοποίηση σέ ἀπαράδεκτα ἐκκλησιολογικά καί ἠθικά ὀλισθήματα ἀποτελοῦν πλέον ζητήματα ρουτίνας γιά τούς ὀρθοδόξους πού μετέχουν στούς διαλόγους.
Ἡ αὔξηση τῆς συχνότητας, ἡ ἐπιτάχυνση στόν ρυθμό, τό ἀπροκάλυπτο τῶν ἐνεργειῶν, ἡ ἐπικοινωνιακή τακτική, ἡ μεθοδευμένη ἐπισημότητα, ἡ φαντασμαγορία τοῦ σκηνικοῦ προδίδουν τήν σπουδή γιά τήν ἐπιβολή τετελεσμένων στό ζήτημα τῆς λεγόμενης «ἑνώσεως». Τετελεσμένα πού, χωρίς καμμία λογική ἐξήγηση, χωρίς θεολογικό ὑπόβαθρο, χωρίς συνοδική συγκατάθεση, χωρίς τήν ἀποδοχή ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἀνατρέπουν σέ μιά στιγμή τήν ἀλήθεια καί τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεώς μας πού εἶναι θεμελιωμένες στήν δισχιλιετή παράδοση τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας. Τετελεσμένα πού προαποφασίζονται σέ συνεδρίες Ἐπιτροπῶν ἤ Συμβουλίων κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἤ μέ ἐντεταλμένα μέλη καί μέ τούς ἴδιους πάντοτε «ἡμετέρους» ἀντιπροσώπους σέ μακρυνές ὑπερπόντιες ἀποστολές, τά πορίσματα τῶν ὁποίων γίνονται γνωστά μόνον σέ ὅσους τά ἀναζητήσουν ἐπισταμένως καί δέν φθάνουν ποτέ στό εὐρύ κοινό. Τετελεσμένα πού ἐπιβάλλονται μέ ἱεροπραξίες καί λειτουργικές πράξεις κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα, ἀκόμη καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τόν Ρωμαῖο Ποντίφικα.
Ἡ «θεωρία τῶν κλάδων», ἡ ἀρχή τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ἡ «βαπτισματική θεολογία», ἡ «μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια», ἡ «κοινή ἀποστολική παράδοση», ἡ «ἀποστολική διαδοχή» κ.ἄ. ἀποτελοῦν τά νέα «δόγματα» τοῦ οἰκουμενισμοῦ, πού ἐπιβάλλονται ἄνωθεν, χωρίς θεολογικό ἔρεισμα.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία παραχωροῦν τήν θέση τους στήν διπλωματία καί τήν πολιτική. Ἡ τήρηση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ προσχώρηση στή λογική τῶν συσχετισμῶν, ἡ ὑπαγωγή στά κοινωνικά καί πολιτικά δεδομένα καί ἀπαιτήσεις ἀποτελοῦν τήν νέα κυρίαρχη ἀντίληψη στή σύγχρονη οἰκουμενιστική θεολογία.
Καί δεδομένου ὅτι στήν ἐποχή μας καί στό εὐρύ κοινό ἡ θεολογική κατάρτιση, ἡ κατήχηση καί ἡ διαποίμανση δέν εἶναι οἱ δέουσες, τά πρωτόγνωρα αὐτά «δόγματα» καθιερώθηκαν μέ τήν μορφή ἀξιώματος ἐπιχειρώντας νά ἀνατρέψουν ἀκόμη καί τά αὐτονόητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου