Πλήθος πιστών παρακολούθησε χθες το απόγευμα τη διάλεξη του πανοσιολογιότατου αρχιμανδρίτη π. Αθανασίου Μετεωρίτη, που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στο ξενοδοχείο «Imperial», στο πλαίσιο εκδήλωσης της ερανικής επιτροπής αποπερατώσεως του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας. Ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης μίλησε για την ανάγκη του πνευματικού αναβαπτισμού μέσω της αγιαστικής παράδοσης της εκκλησίας, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι μόνο η Εκκλησία μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, να τον μεταμορφώσει, να τον απαλλάξει από τα πάθη και τις αδυναμίες του, να τον φωτίσει.
Επιπλέον, ανέφερε ότι ο αναβαπτισμός των πιστών μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας σηματοδοτεί, και τον αναβαπτισμό της κοινωνίας ολόκληρης και συμβάλλει κατά συνέπεια στην αναβάθμιση και την ποιότητα της πολιτείας, των θεσμών της αφού αυτός είναι ο ρόλος τελικά και η ευθύνη της Εκκλησίας, νά φανερώσει το αληθινό νόημα και τον σκοπό της ζωής μας, πού είναι ο ουρανός, η πραγματική δηλαδή και μόνιμη πατρίδα μας.Στη συνέχεια ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου ευλόγησε την βασιλόπιτα της Ερανικής Επιτροπής της Του Θεού Σοφίας και σε σύντομη ομιλία του εξήρε των αγώνα που κάνουν οι πιστοί της Λάρισας για την αποπεράτωση του ιερού ναού. Ακολούθησαν επίκαιροι βυζαντινοί ύμνοι από τη χορωδία του Βυζαντινού και Δημοτικού Εργαστηρίου του «Αγίου Αχιλλίου».
Επίσης, ο σεβασμιότατος μητροπολίτης κ. Ιγνάτιος απένειμε τιμητικές πλακέτες τόσο στον ομιλητή π. Αθανάσιο Μετεωρίτη όσο και στο χοράρχη κ. Θεοδόσιο Διαμαντή. Τα έσοδα που συγκεντρώθηκαν από την εκδήλωση θα διατεθούν για την κατασκευή του άνω μέρους του ιερού ναού της Του Θεού Σοφίας στη Χαραυγή.
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
«Ὁ πνευματικός ἐπαναβαπτισμός μας στἠν ἁγιαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας»
Ὁμιλία στήν κοπή τῆς Βασιλόπιτας τῆς ἐνορίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Λαρίσης
Λάρισα, Ξενοδοχεῖο Imperial, 15 Ἰαν. 2012, ὥρα 6.00 μ.μ.
Σεβασμιώτατε,
Ἅγιε πρωτοσύγκελλε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητέ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ π. Ἰωαννίκιε, ἀξιότιμες κ. ἀντιδήμαρχοι, προσφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας, καλή καί εὐλογημένη χρονιά.
Θά θέλαμε κατ’ ἀρχήν νά σᾶς εὐχαριστήσουμε γιά τήν πρόσκλησή σας νά παρευρεθοῦμε ἀπόψε ἐδῶ σέ αὐτή τήν τόσο πολυπληθή πνευματική, ὄμορφη καί ζεστή ἐκδήλωση, παρουσίᾳ καί τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνατίου, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου τρέφουμε βαθύτατο σεβασμό καί ἰδιαίτερη εὐλάβια.
Θά θέλαμε, ἐπίσης, νά συγχαροῦμε τόν π. Ἰωαννίκιο γιά τό καρποφόρο πνευματικό, ἱεραποστολικό καί ἀνοικοδομητικό του ἔργο, καθώς καί ὅλους ἐσᾶς τούς συνεργάτες καί τούς ἐνορίτες τῆς νεοσυσταθείσας ἐνορίας τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού τόν περιβάλλετε μέ ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη καί συμβάλλετε στήν ἀνέγερση τοῦ νέου ἐνοριακοῦ ναοῦ.
Στήν ἀποψινή μας ὁμιλία, ἀφοῦ ἀναφερθοῦμε, δι’ ὀλίγων, εἰσαγωγικά στόν Μεγάλο Βασίλειο, πρός τιμή τοῦ ὁποίου καθιερώθηκε ἡ βασιλόπιτα, καί στήν σημασία τῆς ἐνορίας στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, θά κλείσουμε μέ κάποιες ἁπλές καλογερικές σκέψεις, καρπό τῆς πολυετοῦς διακονίας μας στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως καί τῆς ἀναστροφῆς καί ἐνασχολήσεώς μας μέ πλῆθος ἀνθρώπων, πού πέρασαν ἀπό τήν ἁγιομετεωρίτικη μετάνοιά μας –τό μοναστήρι μας-, καί τά ποικίλα προβλήματά τους.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, ἦταν ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνας ἀπό τούς οἰκουμενικούς διδασκάλους καί γι’ αὐτό ὀνομάστηκε Μέγας καί Οὐρανοφάντωρ. Ὑπῆρξε πανεπιστήμων καί λογιώτατος ἀσκητής καί ὁμολογητής Ἐπίσκοπος μέ τεράστια κοινωνική εὐαισθησία, δραστηριότητα καί προσφορά.
Ὁ Μ. Βασίλειος διετέλεσε ἐπίσκοπος στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας σὲ μία πολὺ δύσκολη περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας, τὴν περίοδο μεταξύ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., καὶ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἔγινε τὸ 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Μέγας Βασίλειος δογμάτισε γιά τόν Τριαδικό Θεό, γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα καί γιά τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δογμάτισε «θεοπρεπῶς», ὅπως μᾶς λέει τό ἀπολυτίκιό του. Δηλαδή ἡ θεολογία του δὲν ἦταν ἀκαδημαϊκή, ὀρθολογιστική καί συναισθηματική, ἀλλὰ καθαρὰ ὀντολογική. Ἡ θεολογία του ἦταν καρπός τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ἐμπειριῶν του καί τῶν θείων ἀποκαλύψεων.
Ταυτόχρονα μέ τό θεολογικό του ἔργο ὁ Μέγας Βασίλειος ἀνέπτυξε καί μία παροιμιώδη κοινωνική δραστηριότητα. Ὁ ἱστορικὸς Σωζόμενος (ἤ Σωζομενός) μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν περίφημη «Βασιλειάδα» καί μιλᾶ περὶ «Βασιλειάδος ὃ πτωχῶν ἐστιν ἐπισημότατον καταγώγιον (τό πιό φημισμένο κατάλυμα), ὑπὸ Βασιλείου κατασκευασθέν, ἀφ’ οὗ τὴν προσηγορίαν τὴν ἀρχὴν ἔλαβε καὶ εἰς ἔτι νῦν ἔχει (ἀπό τόν ὁποῖο, δηλαδή, καί πῆρε ἀρχικά, ἀλλά ἀκόμη καί μέχρι σήμερα διατηρεῖ τήν ὀνομασία του)». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει τήν Βασειλιάδα «καινὴν πόλιν» ὅπου «νόσος φιλοσοφεῖται καὶ συμφορὰ μακαρίζεται καὶ τὸ συμπαθὲς δοκιμάζεται».
Ἡ ἱστορία τῆς βασιλόπιτας εἶναι ἐνδεικτική τοῦ φρονήματος καί τῆς ἁγιότητος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γι’ αὐτό καί ἀξίζει νά τήν ξαναθυμηθοῦμε, παρότι μᾶς εἶναι λίγο ἕως πολύ γνωστή ἔτσι, ὅπως τήν διασώζει ὁ λαογράφος Φαίδων Κουκουλές, κατὰ τὴν παρουσίαση τοῦ Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν «ὅταν ὁ ἅγιος Βασίλειος ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια, ὁ τότε Ἔπαρχος τῆς Καππαδοκίας πῆγε μὲ σκληρὲς διαθέσεις νὰ εἰσπράξει φόρους. Οἱ κάτοικοι φοβισμένοι ἐζήτησαν τὴν προστασία τοῦ ποιμενάρχη τους. –"Σᾶς προτρέπω εὐθύς, τοὺς εἶπε ἐκεῖνος, νὰ μοῦ φέρει ἕκαστος ὅ,τι πολύτιμον ἔχει ἀντικείμενον". Μάζεψαν πολλὰ δῶρα, καὶ βγῆκαν μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότη τους οἱ Καισαρεῖς νὰ προϋπαντήσουν τὸν Ἔπαρχο. Ἦταν ὅμως τέτοια ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ πειθὼ τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ ὁ Ἔπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρὶς νὰ θελήσει νὰ πάρει τὰ δῶρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ὁ ἅγιος Βασίλειος πῆρε νὰ τοὺς ξαναδώσει τὰ τιμαλφῆ. Ὁ χωρισμὸς ὅμως ἦτο δυσχερής, διότι πολλὰ ὅμοια εἶχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κ.λπ. Ὁ Βασίλειος τότε σκέφθηκε ἕνα θαυματουργὸν τρόπο: Διέταξε νὰ κατασκευασθῶσι τὴν ἑσπέραν τοῦ Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρὲς πίτες) καὶ ἐντὸς ἑνὸς ἑκάστου ἔθηκεν ἀνὰ ἓν ἀντικείμενον, τὴν δ’ ἑπομένην ἔδωκεν ἀνὰ ἓν εἰς ἕκαστον Χριστιανόν. Ποῖον θαῦμα! Ἐντός τοῦ πλακουντίου του εὗρεν ἕκαστος ὅ,τι εἶχε προσφέρει! Ἀπὸ τότε, λέγει ἡ παράδοση, κάθε στὴ γιορτὴ τοῦ ἁγ. Βασιλείου κάνουμε κι ἐμεῖς πίτες καὶ βάζουμε μέσα νομίσματα» (Δημητρίου Λουκάτου, Χριστουγεννιάτικα καί τῶν ἑορτῶν).
Σεβασμιώτατε,
Ἡ ἵδρυση καί λειτουργία μίας νέας ἐνορίας, ὅπως ἡ τῆς τοῦ Θεοῦ Ἁγίας Σοφίας Λαρίσης, εἶναι ἕνα ἐξόχως σημαντικό γεγονός μέ πάμπολλες εὐεργετικές διαστάσεις. Εἶναι μιά ἠχηρή ἀπάντηση καί μιά θετική καί ἐλπιδοφόρα πρόκληση στήν ἄρνηση καί τόν μηδενισμό τῆς ἐποχῆς μας. Ἀκόμη καί μέσα σέ αὐτή τήν τραγική κατάσταση τῶν ἡμερῶν μας, σέ πεῖσμα τῶν σχεδιασμῶν τῆς νέας τάξεως πραγμάτων, πού ἐπιβάλλουν τήν ἐθνική μας συρρίκνωση, τήν οἰκονομική καί κοινωνική ἐξαθλίωση τοῦ λαοῦ μας, σέ πεῖσμα τῆς νέας ἐποχῆς, πού ἀλλοτριώνει ἀνθρώπους καί ἀλλοιώνει ἀρχές καί ἀξίες, σέ πεῖσμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τῆς πανθρησκείας, πού νοθεύει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί διδασκαλία, συστάθηκε μία νέα ἐνορία.
Δημιουργήθηκε ἕνας νέος θύλακας πνευματικῆς ἀντιστάσεως, ἀνεφοδιασμοῦ καί ἀνατροφοδοσίας, μία ἰσχυρή πνευματική βάση, ἕνας πυρήνας συνοχῆς καί αὐτοσυνειδησίας, ἕνα σχολεῖο ἁγιασμοῦ καί γυμναστήριο πνευματικῆς ἀθλήσεως. Δημιουργήθηκε ἕνα παυσίλυπο θλίψεων καί κέντρο φιλανθρωπίας, ἕνα ἀλεξιτήριο δαιμόνων καί πειρασμῶν, ὅλα ὅσα δηλαδή συναποτελοῦν μία ὀρθόδοξη ἐνορία.
Ἡ ἀνέγερση ἑνός ναοῦ ἀποτελεῖ ὑψίστη ὁμολογία τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί πηγή ἀπείρων εὐλογιῶν γιά ὅλους ὅσους συμβάλλουν στήν οἰκοδόμησή του, σέ καιρούς μάλιστα πού στίς χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ οἱ ναοί τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν κλείνουν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο καί μετατρέπονται σέ ἑταιρεῖες καί σέ χώρους διασκεδάσεως καί ἀποθηκεύσεως.
Ὁ ὅρος ἐνορία παράγεται ἀπό τό ἐπίθετο ἐνόριος, πού σημαίνει τόν χῶρο ἐντός ὁρίων, μία καθορισμένη περιοχή ἤ τοπική περιφέρεια. Ἐνορία εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική περιφέρεια ἑνός ναοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλεῖ τό ὄνομά της, καθώς καί τό σύνολο τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν πού κατοικοῦν στήν ἴδια περιφέρεια καί συνέρχονται στίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις.
Ἡ Ἐνορία ἀποτελεῖ τὸ κύτταρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἐκεῖ ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν-ἐνοριτῶν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους. Σύμφωνα μέ τόν Ὁμότιμο Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό: «Ὁ πιστὸς ζῆ τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας στὴν ζωὴ καὶ πράξη τῆς Ἐνορίας του, μέσα στὴν ὁποία, ἀγωνιζόμενος καὶ ἁγιαζόμενος, ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστόν, τὸν Κύριόν της Ἐκκλησίας, καὶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχῶς τὴν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη καὶ ἐκκλησιαστικότητά του. Ὁ λόγος, συνεπῶς, γιὰ τὴν ἐνορία καὶ τὴν ζωὴ της εἶναι κατ' οὐσίαν λόγος γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν παρουσία της εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμ. Π. Γεώργιος παρατηρεῖ πολύ εὔστοχα ὅτι: «Ἡ ἐνορία δέν πρέπει νά εἶναι μία θρησκευτική γραφειοκρατική ἀρχή ἤ ἕνα ἵδρυμα ἐξυπηρετήσεως τῶν θρησκευτικῶν μόνον ἀναγκῶν κάποιων θρησκευομένων ἀτόμων, ἀλλά τό ἐκκλησιαστικόν κέντρον ἑνότητος καί κοινωνίας ὅλων τῶν ἐνοριτῶν. Στήν ἐνορία μεταμορφώνεται καθολικά ἡ ζωή τους, οἱ σχέσεις τους, ὁ κόσμος τους, ξεκινοῦν τήν κάθαρση τῶν παθῶν καί μπαίνουν σέ πορεία πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Ἡ ἐνορία -καί ἡ Ἐκκλησία συνολικά- εἶναι πρωταρχικά νοσοκομεῖο ψυχῶν καί θεραπευτήριο παθῶν. Εἶναι μία μεγάλη, θά λέγαμε, πολυκλινική, ὅπου ὅλοι –γιατροί καί νοσηλευόμενοι– δέχονται τήν θεραπεία, τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη γιά νά φθάσουν στόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στόν δοξασμό, τήν θέωση.
Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπαναλάμβανε συχνά στίς ὁμιλίες του καί στά γραπτά του ὅτι σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «νά θεραπεύη τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν κατάσταση πού βρίσκονται, νά τούς περάση ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό». (Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐτό καί παρομοίαζε τήν Ἐκκλησία μέ νοσοκομεῖο «τό ὁποῖο θεραπεύει τούς ἀρρώστους. Ὁπότε ὁ ἀρχηγός τοῦ νοσοκομείου αὐτοῦ λέγεται Ἐπίσκοπος. Καί οἱ γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι. Οἱ διάκονοι καί Διακόνισσες, ἄς ποῦμε, εἶναι οἱ νοσοκόμες. Καί οἱ Πρεσβύτεροι εἶναι οἱ γιατροί. Καί ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ πρόεδρος τοῦ Πρεσβυτερίου, δηλαδή τοῦ νοσοκομείου, δηλαδή τῆς ἐνορίας. Ὅπότε τό νοσοκομείο εἶναι ἡ ἐνορία. Μέσα εἶναι οἱ πρός θεραπεία καί οἱ θεραπευτές. Αὐτό εἶναι τό νοσοκομεῖο». (Ἐμπειρική Δογματική, τόμος Β΄, σελ. 273).
Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ εἴσοδος, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, στό νέο ἔτος σηματοδοτεῖ γιά μᾶς τούς χριστιανούς καί ἕνα νέο ξεκίνημα, μία ἀνατροφοδοσία καί ἕναν ἐπανατροχιασμό τῆς πνευματικῆς μας πορείας καί τοῦ ἀγώνα τῆς σωτηρίας μας. Θά μᾶς ἐπιτρέψετε, λοιπόν, μετά τά εἰσαγωγικά, νά καταθέσουμε στήν ἀγάπη σας καί κάποιες ἁπλές καλογερικές σκέψεις καί προτροπές πρός τούς ἐν Χριστῷ λαϊκούς ἀδελφούς μας, τούς ἐνορίτες τῆς Ἁγίας Σοφίας. Πρόκειται γιά λόγους ἐλπίδος καί παρηγορίας, λόγους ἀγάπης καί στηρίξεως, λόγους παραινετικούς γιά ἀνανέωση τοῦ ἐνθέου ζήλου μας καί γιά μιά νέα ἀρχή μετανοίας σέ αὐτή τήν νέα χρονιά πού εἰσερχόμαστε.
Διανύσαμε ἤδη τήν εὐλογημένη περίοδο τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου καί μετείχαμε στά ἀεί παρόντα θεῖα, μοναδικά, ἐξαίσια καί σωτήρια γεγονότα τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τῆς Περιτομῆς καί τῆς Βαπτίσεως τοῦ γλυκυτάτου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς μόνης ἀκαταισχύντου ἐλπίδος μας, τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας· μέ τίς πανευφρόσυνες καί μεγαλειώδεις ἱερές Ἀκολουθίες, τίς Λειτουργίες, τίς Ἀγρυπνίες καί τά μελωδικώτατα ψάλματα, πού μεταρσιώνουν τίς ψυχές καί μεταγγίζουν μέσα τους οὐρανό καί ἄκτιστη Χάρη, ὑπερκόσμια χαρά καί εἰρήνη.
Μέ ἀφορμή τίς λατρευτικές εὐκαιρίες τῶν Ἁγίων ἡμερῶν τῶν Ἑορτῶν, μιά πηγαία δοξολογία καί εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη μᾶς συνεπαίρνει πρός τόν Παντευεργέτη Τριαδικό Θεό μας, πού μέσα στό ἄπειρο ἔλεος Του καί τήν ἀνεξιχνίαστη φιλανθρωπία Του καί στοργή Του, βρίσκεται πάντα Παρών μέσα στήν κιβωτό τῆς σωτηρίας μας, τήν Ἁγία Ἐκκλησία μας, διά τῆς ὁποίας κατεργάζεται τή σωτηρία καί τόν ἁγιασμό μας, μέ τή σώζουσα Ἀλήθεια, τήν ὁποία διαφυλάσσει ἀκραιφνή καί ἀναλλοίωτη ἀνά τούς αἰῶνες, μέ τά ἱερά Μυστήρια καί τό πλῆθος τῶν ἁγιαστικῶν πράξεων καί τελετῶν.
Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ καλή καί σοφή καί στοργική μας Μάνα. Ἡ γαλακτροτροφοῦσα, ἡ παιδαγωγοῦσα, ἡ εἰρηνεύουσα, ἡ ἀναπαύουσα, ἡ συμπάσχουσα, ἡ θεραπεύουσα, ἡ συγχωροῦσα, ἡ ἁγιάζουσα, ἡ οὐρανοδρομοῦσα. Μέσα σ’ αὐτήν ἀναγεννόμεθα πνευματικά, στήν ἀγκαλιά της γαλουχούμεθα καί ἀνδρωνόμεθα. Στούς κόλπους της ἀγωνιζόμαστε, ἁγιαζόμαστε καί προγευόμαστε τή μέλλουσα εὐφροσύνη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί μέσα σ’ αὐτή, τελικά, σωζόμαστε καί γευόμαστε ὀντολογικά τήν ἄκτιστη Χάρη καί τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Χριστοῦ μας.
Κι ὅμως αὐτή τή Μάνα, μέ τίς ἄπειρες εὐεργεσίες, ὄχι μόνο δέν τήν εὐχαριστοῦμε καί δέν τήν εὐγνωμονοῦμε, ἀλλά πολλές φορές καί τήν ἀγνοοῦμε καί τή λησμονοῦμε καί τήν πικραίνουμε, συμφυρόμενοι μέ τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς καί τό ὀρθολογιστικό φρόνημα, ἀδικώντας ὅμως καί τόν ἑαυτό μας στερούμενοι τῆς σωστικῆς καί ἁγιαστικῆς της Χάριτος.
Ἀγνοώντας καί λησμονώντας τήν Ἐκκλησία, ἀγνοοῦμε καί λησμονοῦμε τόν ἴδιο τό Χριστό, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτός ἐνεργεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, Αὐτός σώζει καί ἁγιάζει διά τῆς Ἐκκλησίας.
Κι ἐνῶ ὁ Κύριός μας καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού ταπεινώθηκε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε γιά νά θεώσει τήν ἀνθρώπινη φύση μας, εἶναι τό κέντρο τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τό κέντρο τῆς Ἱστορίας καί τῆς Πίστεώς μας, τό κέντρο τῶν Θείων Γραφῶν καί τῆς Θείας Λατρείας, δυστυχῶς, δέν ἀποτελεῖ καί τό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, τῆς διανοίας μας, τῆς καρδιᾶς μας, τό κέντρο τοῦ εἶναι μας. Δέν εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας, τό ἀγαλλίαμά μας, ὁ πόθος μας καί ἡ λαχτάρα μας. Καθημερινά ἐκθρονίζουμε στήν πράξη τόν Χριστό ἀπό τή ζωή μας, ἀπό τίς συναναστροφές μας, τίς συζητήσεις μας καί τίς ἀναζητήσεις μας, ἀπό τή σκέψη μας καί τή γλώσσα μας, ἀκόμα κι ἀπ’ τήν προσευχή μας. Ἡ πρώτη ἐντολή Του, τό «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Μάρκ. ιβ΄, 30) δέν ἀποτελεῖ τήν κύρια μέριμνά μας, τήν πεμπτουσία τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα.
Ἀλλά, παρά τή δική μας ἀμέλεια, τή ραθυμία, τή χλιαρότητα καί τήν περί τά πνευματικά νωθρότητά μας, ὁ ἐράσμιος Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας, ὁ γλυκύτατος Χριστός μας, δέν παύει νά κρούει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί νά μᾶς ἀπευθύνει στοργικά, ἐπίμονα, ἀλλά καί διακριτικά τόν παρήγορο λόγο Του. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο:
«Ἐγώ εἶμαι καί πατέρας σου, μᾶς λέει ὁ Χριστός, ἐγώ καί ἀδελφός σου, ἐγώ καί νυμφίος σου, ἐγώ καί σπίτι σου, ἐγώ καί τροφή σου, ἐγώ καί ροῦχο σου, ἐγώ καί ρίζα, ἐγώ καί θεμέλιο, ἐγώ τά πάντα γιά σένα, γίνομαι ὅ,τι κι ἄν θελήσεις, κοντά μου τά ἔχεις ὅλα. Ἐγώ καί θά σέ ὑπηρετήσω· γιατί ἦρθα γιά νά διακονήσω καί ὄχι νά διακονηθῶ. Ἐγώ εἶμαι καί φίλος σου καί μέλος σου καί κεφαλή σου καί ἀδελφός καί ἀδελφή σου καί μητέρα σου, ἐγώ εἶμαι τά πάντα, μόνο νά τά ἔχεις καλά μαζί μου.
»Ἐγώ ἔγινα φτωχός γιά σένα καί ἐπαίτης γιά σένα, ἀνέβηκα στόν σταυρό γιά σένα, τάφηκα γιά σένα, γιά χάρη σου παρακαλῶ τόν Πατέρα μου στόν οὐρανό καί στάλθηκα στή γῆ ἀπό τόν Πατέρα μου ὡς δικός σου μεσολαβητής. Γιά μένα ἐσύ εἶσαι τά πάντα, καί ἀδελφός καί φίλος καί μέλος. Ὅ,τι ἔχω εἶναι καί δικό σου. Τί περισσότερο θέλεις»;
Ἀλήθεια, πόσο μωροί, πόσο ἀγνώμονες, πόσο ἄσοφοι ἀποδεικνυόμαστε πολλές φορές, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός τοῦ Παντός, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ ἀνενδεής καί Παντοδύναμος Κύριος, ὁ φοβερός Θεός, «Ὅν φρίσσει καί τρέμει τά Χερουβείμ», ὁ Πλάστης καί Θεός μας, ἔρχεται τόσο κοντά μας· γίνεται ὁ πολυεύσπλαγχνος Πατέρας μας, ὁ ἀδελφός μας καί ὁ πιστός φίλος μας, ἕτοιμος νά μᾶς προσφέρει τά πάντα, θυσιάζοντας τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του· ἔρχεται νά μᾶς ὑπηρετήσει «ὡς ὁ διακονῶν», νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά βάρη καί τίς θλίψεις, νά μᾶς χαρίσει τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά Του, κι ἐμεῖς —ὤ τῆς παραφροσύνης!— τολμοῦμε νά Τόν ἀγνοοῦμε ἤ καί ἀκόμη νά Τόν περιφρονοῦμε «περί ἄλλα πολλά τυρβάζοντες».
Ἀδελφοί, «ἰδοὺ νῦν (τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο) καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν (τώρα, σήμερα, ὄχι αὔριο) ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κοριν. στ΄, 2). Τώρα, σ’ αὐτή τή ζωή ὑπάρχει τό ἔλεος καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος καραδοκεῖ ἀνά πᾶσα στιγμή, ἡ αὐλαία πέφτει ὁσονούπω, ἡ Κρίσις χωρίς ἔλεος, ἀκριβοδίκαιη καί ἀδέκαστη. Πολύ σοφά ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια μέ τούς συμβολισμούς μέσα στόν Ἱερό Ναό. Σέ ὅλες τίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου, δεξιά καί ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης καί ἐμπρός στήν Ὡραία Πύλη, οἱ ἀναμμένες κανδῆλες συμβολίζουν τό θεῖο ἔλεος πού δίνεται πλουσιοπάροχα σέ ὅσους προσέρχονται ἐν μετανοίᾳ ἐκεῖ, ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, γιά τήν Μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἐνῶ στόν ἐπισκοπικό θρόνο μέ τήν εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, πού συμβολίζει τό βῆμα τοῦ Κριτοῦ, δέν ὑπάρχει κανδήλα, διότι ἀκριβῶς ἡ Κρίση τότε θά εἶναι ἀνέλεος.
Ἀδελφοί μας ἀγαπητοί! «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου»! Εἶναι φοβερή ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως καί ἡ κόλαση, ἡ μεγαλύτερη συμφορά, τό φοβερώτερο κακό. Τά δεινά τῆς κολάσεως, ἡ αἰώνια, δηλαδή, στέρηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχουν καμμία σύγκριση μέ τίς συμφορές τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄς εὐχόμαστε κανείς ἄνθρωπος στόν κόσμο νά μήν δοκιμάσει τήν ἄφατη ὀδύνη της. Ἄς μή παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς». Τό διακυβευόμενο εἶναι ἡ ἀθάνατη ψυχή μας καί τό αἰώνιο μέλλον μας. Καλό θά ἦταν καί στίς εὐχές μας, σέ γιορτές ἤ διάφορες ἄλλες περιστάσεις, νά χρησιμοποιεῖται κι ἀπό τούς λαϊκούς ἀδελφούς μας, ἡ εὐχή τῶν Μοναχῶν: «Καλή μετάνοια, καλόν Παράδεισο».
Ὁ δρόμος γιά τόν Παράδεισο εἶναι ἕνας. Εἶναι ὁ δρόμος πού βάδισαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι: ὁ δρόμος τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς στήν Ἐκκλησία μας καί στήν Ἁγία Παράδοσή της.
Πότε; Τώρα, σήμερα. Πῶς; Νά ἐπανέλθουμε στήν παλιά εὐσέβεια, στό φόβο τοῦ Θεοῦ, στήν ἁγία ἁπλότητα. Νά ἐπανέλθουμε ὅλοι, Κληρικοί, Μοναχοί καί λαϊκοί, στήν πραότητα, στήν ταπείνωση, στήν ἀκακία, στήν ἀφελότητα τῆς καρδίας, στήν κατά Θεόν γνώση καί σοφία. Καί ν’ ἀρχίσουμε ἀπό ἁπλά μικρά καί ἴσως τυπικά, κατά τό φαινόμενο, πράγματα· ἀλλά στήν πραγματικότητα πολύ σπουδαῖα καί οὐσιαστικά.
Νά πάρουμε, δηλαδή, καί πάλι στά χέρια μας τόν Συναξαριστή, τούς βίους τῶν Ἁγίων μας, τόν Εὐεργετινό, τά Γεροντικά, τήν ἁμαρτωλῶν σωτηρία, τόν Ἅγιο Νικόδημο, τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό... Καί κυρίως καί πρωτίστως νά ἀρχίσουμε νά μελετᾶμε τακτικά καί εὐλαβικά τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί τά πατερικά κείμενα, πού ἑρμηνεύουν καί ἀναλύουν τήν Ἁγία Γραφή.
Νά ἔχουμε εὐπρεπισμένο εἰκονοστάσι —ὄχι στό σαλόνι γιά ἐπίδειξη—, ἀλλά σέ ἰδιαίτερο χῶρο, ἄν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα, ὅπου θά μποροῦμε νά ἀποσυρθοῦμε γιά προσευχή. Εἰκονοστάσι μέ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, τῶν ὁποίων φέρουμε τά ὀνόματα, μέ Σταυρό, μέ ἀναμμένη κανδήλα, μέ τή σύνοψη, τό Συνέκδημο, τά Προσευχητάρια. Εἰκονοστάσι, ὅπου, ὅπως οἱ παλιές εὐλαβεῖς οἰκογένειες, θά φυλάσσουμε καί ὅλα τά ἁγιαστικά (τά βάγια, τόν βασιλικό, λάδι ἤ μῦρο ἀπό προσκυνήματα, τό Μεγάλο ἁγιασμό κ.λπ.).
Νά μάθουμε νά ἐκκλησιαζόμαστε μέ εὐλάβεια καί μέ προσοχή στά τελούμενα. Νά προετοιμαζόμαστε ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα, μέ σωματική καί ψυχική καθαριότητα καί προετοιμασία, μέ περισυλλογή, μέ ἀνάπαυση, μέ προσευχή καί μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων, τῶν Εὐαγγελικῶν καί Ἀποστολικῶν Ἀναγνωσμάτων καί τῶν ὑποθέσων τῶν μεγάλων Ἑορτῶν.
Νά ἀποκτήσουμε τήν ἐκκλησιαστική μας βιβλιοθήκη, ὅπου, ἐκτός τῶν ἄλλων πατερικῶν καί ψυχωφελίμων βιβλίων, θά ὑπάρχουν καί τά λειτουργικά βιβλία (τό Μέγα Ὡρολόγιο, ἡ Παρακλητική, τά Μηναῖα, τό Πεντηκοστάριο, τό Τριώδιο κ.λπ).
Νά ἀρχίσουν οἱ νοικοκυρές, ὅσες δέν τό κάνουν, νά ζυμώνουν πρόσφορα μέ εὐλάβεια καί μέ εἰδική προετοιμασία, νά προσφέρουν τό νᾶμα, τό καθαρό κερί καί τό θυμίαμα γιά τήν Θεία Λειτουργία, μαζί μέ τά ὀνόματα, ζώντων καί κεκοιμημένων, ὑπογραμμίζοντας κάποιο ὄνομα μέ ἰδιαίτερη ἀνάγκη (καλό θά ἦταν καί μέ τό αἴτημά του). Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων καί ἡ προσφορά τῶν δώρων ἀποδίδουν τή μεγαλύτερη ὠφέλεια σέ ζῶντες καί κεκοιμημένους, ὅση ὠφέλεια δέν μπορεῖ νά προσφέρει καμμία ἄλλη προσευχή ἐπί τῆς γῆς. Ἰδίως γιά τούς κεκοιμημένους μας, πού δέν ἔχουν πλέον τή δυνατότητα νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους καί περιμένουν μόνον ἀπό ἐμᾶς. Καλές οἱ δωρεές καί τά στεφάνια, ἀλλά ἡ Θεία Λειτουργία γιά τούς ἀνθρώπους μας εἶναι τό ἀναντικατάστατο ἀποκούμπι τους.
Πολύ ὠφέλιμο θά ἦταν νά τελοῦμε καί Θεῖες Λειτουργίες (ν’ ἀνοίγουμε τίς Ἐκκλησιές, ὅπως συνηθίζει νά τό λέει ὁ λαός μας) ὑπέρ τῶν οἰκογενειῶν μας, τῶν συγγενῶν μας, τῶν φίλων μας, ἀλλά καί τῶν ἐχθρῶν μας, καί τῶν κεκοιμημένων μας, μή παραλείποντας καί ὅλα τά διατεταγμένα (κόλλυβα καί ὑψώματα γιά τούς Ἁγίους μας, ἀρτοκλασία, μνημόσυνα, τρισάγια καί κόλλυβα γιά τούς κεκοιμημένους μας).
Νά καταργήσουμε τά πάρτι καί τά γενέθλια, τά ἐκ τῆς Δύσεως προερχόμενα καί γιά λόγους ἐμπορικούς προβαλλόμενα καί ἐπιβαλλόμενα, ἀλλά καί γιά λόγους οἰκογενειακῆς προβολῆς προτιμώμενα... Νά ἐπιμείνουμε στίς Ἑορτές τῶν Ἁγίων μας· μή καταλύοντας, τιμώντας τόν Ἅγιο καί τήν νηστεία, ὅταν εἶναι ἡμέρα νηστείας.
Νά μάθουμε νά χρησιμοποιοῦμε τίς εἰδικές εὐχές καί νά ἐπικαλούμαστε τούς Ἁγίους γιά τήν κάθε περίσταση, ὅπως ἀσθένεια, βασκανία, μαγεία κ.λπ. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει γιά κάθε περίπτωση, καί γιά τήν πιό ἁπλή, εὐχές καί προσευχές καί ἐπικαλεῖται τούς Ἁγίους, πού ἔχουν λάβει ἀπό τόν Θεό εἰδικό χάρισμα· π.χ.: ἡ Ἁγία Παρασκευή γιά τά μάτια, ὁ Ἅγιος Παρθένιος Λαμψάκου γιά τόν καρκῖνο, ὁ Ἅγιος Ἀντίπας γιά τά δόντια, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς γιά εὕρεση ἀντικειμένων πού χάθηκαν κ.ο.κ. Ἐπισημαίνουμε στό σημεῖο αὐτό καί ἐπιμένουμε ἰδιαιτέρως: ὅτι ὁ Χριστιανός δέν πρέπει ποτέ, σέ καμμία περίπτωση, νά καταφεύγει γιά τήν ἐπίλυση προβλημάτων (ἀρρώστιες παιδιῶν, συγγενῶν, ἀποκατάσταση κ.λπ.) σέ μάγους, φωτισμένους, φωτισμένες ἀστρολόγους, χαρτορίχτρες, μέντιουμ κ.λπ.) Εἶναι προτιμώτερο νά πεθάνει τό παιδί μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, νά μήν παντρευτεῖ τό παιδί, παρά νά ζήσει ἤ νά ἀποκατασταθεῖ, μέ τή βοήθεια τοῦ Σατανᾶ —κι αὐτό, βεβαίως, ἀμφίβολο— παρά νά χάσει τήν ψυχή του. Νά τελοῦμε, κατά διαστήματα, τόν Μικρό Ἁγιασμό καί τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου στά σπίτια μας, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τά πλέον ἀσφαλή ἀλεξικέραυνα κατά τῆς δαιμονικῆς ἐνέργειας καί ἐπήρειας καί κυρίως νά προσερχόμαστε τακτικά στό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Μεταλήψεως. «Τό πετραχήλι τοῦ παπᾶ καίει τήν γούνα τοῦ σατανᾶ», λέει σοφά ὁ λαός μας.
Νά μήν παραλείπουμε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ —καί μάλιστα σωστά— καί τήν προσευχή πρίν καί μετά τό φαγητό. Δέν εἶναι καθόλου μιά τυπική συνήθεια αὐτό· εἶναι εὐλογία καί προστασία ἀπό κάθε ἐπήρεια δαιμονική καί βασκανία (πολλές φορές φαγητά ἤ γλυκίσματα, πού μᾶς προσφέρθηκαν, ἦταν μολυσμένα ἀπό μαγικά)... Ἀλλά εἶναι καί εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία πρός τόν δωρεοδότη καί τροφοδότη Κύριό μας καί Θεό μας.
Νά τηροῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς καί τῶν μεγάλων Ἑορτῶν, ἀφιερώνοντας τίς ἡμέρες αὐτές σέ περισσότερη προσευχή, πνευματική μελέτη, ἄσκηση φιλανθρωπίας, ἀνάπαυση καί ἐπικοινωνία μέσα στήν οἰκογένεια.
Νά τηροῦμε μέ εὐλάβεια τίς καθιερωμένες νηστεῖες, ἐκτός ἀσθενείας καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ, ἀρετή καί ἄσκηση πού εἶναι πολύ ὠφέλιμη καί γιά τήν σωματική μας ὑγεία. Μή λησμονοῦμε τό πατερικό λόγιο «ὁ λαιμός τῆς κοιλίας εἶναι ἡ πόρτα τῆς πορνείας».
Νά προσφέρουμε καί ἀπό τό ὑστέρημά μας ἀκόμη —γιατί οὕτως ἤ ἄλλως τό περίσσευμα ἀνήκει στούς φτωχούς— στούς ἀνήμπορους, στούς ἔχοντες ἀνάγκη, πού εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ ἀγάπη ἡ διά τῆς φιλανθρωπίας ἐνεργουμένη, εἶναι τό μέτρο τῆς Μελλούσης Κρίσεως, ὅπως ξεκάθαρα τονίζεται στό Εὐαγγέλιο.
Νά συνεισφέρουμε καί στήν ἀνέγερση καί τόν εὐπρεπισμό Ἱερῶν Ναῶν καί Μονῶν —τό λέω αὐτό, ὄχι γιατί εἶμαι Μοναχός καί Παπᾶς— ἀλλά γιά νά μνημονευόμαστε διά παντός ὡς κτίτορες καί εὐεργέτες, κι ὅταν ἀκόμη θά ἐκλείψει ἡ συγγένειά μας καί τό ὄνομά μας ἀπό τή γῆ αὐτή.
Νά προσπαθοῦμε νά διατηροῦμε τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή καθ’ ὅλη τήν ἡμέρα, μέ σύντομες ἱκετευτικές καί δοξολογικές προσευχές. Ἀκόμη καί μέσα στίς μέριμνες, τήν πίεση καί τήν κόπωση τῆς καθημερινότητος εἶναι πολύ ἀπαραίτητη καί χρήσιμη ἡ συνεχής ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του. Γι’ αὐτό σέ κάθε στιγμή, ἀδελφοί μας, ὅπου καί ἄν βρισκόμαστε καί μέ ὅποια ἐργασία καί ἄν ἀπασχολούμαστε (στό δρόμο, στό αὐτοκίνητο, στό σπίτι, παντοῦ), νά μήν παραλείπουμε νά λέμε μέσα μας τήν καρδιακή εὐχή, τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἐνδυναμώνει, εὐλογεῖ, χαριτώνει καί φωτίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ εὐχή αὐτή εἶναι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με» ἤ ἁπλούστερα: «Χριστέ μου ἐλέησέ μας καί συγχώρεσέ μας, τόν ἄνδρα μου ἤ τή γυναίκα μου, τά παιδιά μου κι ὅλο τόν κόσμο». Ἄν καί οἱ παλιές γιαγιάδες, πού βίωναν τήν πρακτική θεολογία, προσεύχονταν πρῶτα γιά τή σωτηρία τῶν ἄλλων καί ἔπειτα γιά τή δική τους καί τῆς οἰκογενείας τους.
Νά κάνουμε πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί σωστά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ —εἶναι ὁμολογία αὐτό καί πολύ δυνατή προσευχή—, κατά τήν εἴσοδο καί ἔξοδο ἀπό τό σπίτι μας, ἀπό τό χῶρο τῆς ἐργασίας μας, ἀπό τό αὐτοκίνητό μας, σέ στιγμές δύσκολες πού χρειαζόμαστε περισσότερο τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μήν κυκλοφοροῦμε ποτέ χωρίς τόν ἐπιστήθιο σταυρό ἐπάνω μας.
Νά μάθουμε νά βαδίζουμε τόν ἴσιο δρόμο καί μέ τό σταυρό στό χέρι καί νά εἴμαστε σίγουροι —παρά τά λεγόμενα περί τοῦ ἀντιθέτου— ὅτι θά ἔχουμε σ’ αὐτή τή ζωή τή διαρκή εὐλογία καί προστασία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή θά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός τῶν ἐπουρανίων Του ἀγαθῶν.
Ἀφήσαμε τελευταῖο τό σπουδαιότατο ζήτημα τῆς τακτικῆς, εἰλικρινοῦς καί ἐν μετανοίᾳ Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, χωρίς τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε πνευματική ζωή καί, κατά συνέπειαν, σωτηρία καί ἁγιασμό, καί τῆς Θείας Κοινωνίας, στήν ὁποία πρέπει νά προσερχόμαστε τακτικά κι ἐμεῖς καί τά παιδιά μας, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ.
Κατακλείοντας τήν μικρή αὐτή καλογερική ὁμιλία μας ἀφήνουμε γιά κάποια ἄλλη πνευματική εὐκαιρία καί συνάντηση ἀρκετές ἀκόμη τέτοιες ἁπλές, πρακτικές, ἀλλά πολύ οὐσιαστικές καί σωστικές ἀναφορές στήν παραδοσιακή καί ἐμπειρική καθημερινή κατά Χριστόν ζωή μας.
Σεβασμιώτατε,
Εὐχηθεῖτε νά βάλουμε ἀρχή μετανοίας ἀπό σήμερα. Ἄς φιλοτιμηθοῦμε, ἄς ξεκινήσουμε, ἄς πέσουμε, ἄς ξανασηκωθοῦμε —ἄλλωστε, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ἅγιος εἶναι ὁ συνεχῶς ἀνιστάμενος—, ἄς παρακινεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἄς φροντίζει ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἄς συγχωρεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἄς ἀγαπᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γιά νά βρεθοῦμε ὅλοι μαζί, ὅπως ἐδῶ στή γῆ καί στόν Παράδεισο.
Ὁ ἀγώνας μας εἶναι σκληρός καί ἀνελέητος, γιατί οἱ κακές συνήθειες καί τά πάθη εἶναι ριζωμένα μέσα μας καί φιλεπίστροφα. Ἀλλά τά ἔπαθλα αἰώνια καί ἀτίμητα. Συστρατιῶτες στή στρατεία τοῦ Χριστοῦ καί συναθλητές στόν ἀγώνα τῆς σωτηρίας μας, ἀδελφοί καί φίλοι, ἄς ἐμψυχώνουμε καί ἄς στηρίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο στόν χειμώνα τῆς παρούσης ζωῆς, μέ τά λόγια πού ἄλλοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πολύαθλοι καί Μεγαλομάρτυρες Ἅγιοι, φίλοι καί ἀδελφοί, οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες στή λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἀλληλοενισχύονταν, γιά νά ὑπομείνουν μέχρι τέλους τό φρικτό μαρτύριό τους:
«Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ’ ἡδεῖα ἡ ἀπόλαυσις. Μὴ οὖν ἐκκλίνωμεν, ὦ συστρατιῶται· μικρὸν ὑπομείνωμεν, ἵνα τοὺς στεφάνους τῆς νίκης ἀναδησώμεθα, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Σεβασμιώτατε, εὐχηθεῖτε νά ἔχουμε μία καλή καί εὐλογημένη χρονιά μέ πλούσια πνευματική καρποφορία, μέ ὑγεία σωματική καί πνευματική. Εὐχηθεῖτε, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά εὐλογήσει πλουσιοπάροχα τήν νεοσυσταθείσα αὐτή ἐνορία, ὥστε καί ὁ ναός σύντομα νά ἀποπερατωθεῖ καί νά καταστεῖ πηγή ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας ὅλων τῶν ἐνοριτῶν της.