ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
τ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ
|
|
Θεσσαλονίκη 6/9/2019
Πρός
τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
115
21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:
Σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ΘΕΜΑ:
Σχετικά μέ τήν θεσμική νομιμοποίηση
τῆς
Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας
Μακαριώτατε Ἅγιε
Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς ἐπικείμενης συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας,
ὡς ἐλάχιστο μέλος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί ὡς καθηγητής τῆς Δογματικῆς
Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, θά ἤθελα –μέ αἴσθηση εὐθύνης– νά θέσω καί ἐγώ ταπεινῶς
ὑπόψη Σας τίς Ἐκκλησιολογικές –Δογματικές διαστάσεις, ἀλλά καί τίς
σωτηριολογικές προεκτάσεις τῆς ἀπροϋπόθετης ἀποδοχῆς σέ ἐκκλησιαστική -
μυστηριακή κοινωνία τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, στήν περίπτωση βέβαια
μιᾶς ἐνδεχόμενης Συνοδικῆς ἀπόφασής Σας γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ «Αὐτοκεφάλου»
της.
Τό πρῶτο καί μεῖζον θέμα εἶναι, στήν προκειμένη περίπτωση,
τό Ἐκκλησιολογικό θέμα, πού ἀφορᾶ τήν ταυτότητα τοῦ ἐν λόγῳ «ἐκκλησιαστικοῦ
μορφώματος». Πρῶτα, δηλαδή, θά πρέπει νά ἐξεταστεῖ, ἄν τό «μόρφωμα» αὐτό πληροῖ
τίς προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κοινότητας. Ἄν, ἀντίθετα, ἀναγνωριστεῖ τό «Αὐτοκέφαλό» του, τότε αὐτομάτως ἀναγνωρίζεται
καί ἡ ἐκκλησιαστική «νομιμότητα» τῆς Σχισματικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς γνωστόν, γιά τήν Σχισματική Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἔχει
προηγηθεῖ Πανορθόδοξη καταδίκη μέ καθαιρέσεις καί ἀφορισμούς. Αὐτή ἡ
Πανορθόδοξη καταδίκη δέν ἔχει ἀνακληθεῖ. Τελευταῖα, μέ Τόμο Αὐτοκεφαλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου (11-1-2019), ἔγινε μιά ἁγιοπνευματικοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα
θεσμική ὑπέρβαση, πού δημιουργεῖ εὔλογα ἐρωτήματα γιά τήν ἐκκλησιαστική
νομιμότητά της. Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν τηρήθηκαν -ἀπ’ ὅσο τουλάχιστον
γνωρίζουμε- θεμελιώδεις Ἁγιοπατερικές καί Ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, πρᾶγμα
πού δημιουργεῖ εὔλογες ἐνστάσεις γιά τήν Κανονικότητα τῶν ὅρων-πρϋποθέσεων τῆς
Πατριαρχικῆς Πράξεως, ἐφόσον ἀποδεδειγμένως δέν ἐκφράστηκε δημόσια μετάνοια καί
ἀποκήρυξη τοῦ Σχίσματος. Μέ ὅσα λέμε στήν προκειμένη περίπτωση, δέν σημαίνει ὅτι
ἀμφισβητοῦμε τήν θεσμική ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά παραχωρεῖ
Αὐτοκεφαλία, μέ τήν συναίνεση βέβαια τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένης
συνοδικά. Ἐδῶ, τίθεται μόνον τό θέμα τῶν ἔγκυρων προϋποθέσεων γιά τήν ἔκδοση τοῦ
σχετικοῦ Τόμου.
Κατά τήν Βιβλική μαρτυρία (Μθ. 4, 17, Α΄ Κορ. 5, 1-5
καί Β΄ Κορ. 2, 6-8 ), ἀλλά καί κατά
τήν Ἁγιοπατερική καί Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἔνταξη ἤ ἡ ἐπανένταξη
στό ἕνα καί ἀδιαίρετο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν βαθιά βίωση
καί τήν εἰλικρινῆ ἔκφραση μετανοίας ἐκ μέρους τοῦ ὑπό ἔνταξη ἤ ἐπανένταξη μέλους
ἤ τῆς εὐρύτερης Κοινότητας.
Ἡ προϋπόθεση ἐκφράσεως τῆς μετανοίας δέν ὑπερβαίνεται οὔτε ἀκυρώνεται
ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο ἤ θεσμικό ἐκκλησιαστικό φορέα. Δέν ὑπάρχει καμία Οἰκονομία
τῆς Ἐκκλησίας, πού νά μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει ἤ νά ἀκυρώσει τήν μετάνοια. Ἡ μετάνοια
καθεαυτήν συνιστᾶ τήν θεμελιώδη προϋπόθεση καί τό πνευματικό «κλειδί»
δεκτικότητας καί οἰκειώσεως τῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, ἀλλά καί τό «κλειδί»
γιά τήν ἐνεργοποίηση ἤ τήν ἐπανενεργοποίησή της, σύμφωνα μέ τήν Βιβλική
μαρτυρία: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ. 4, 17).