Τό κείμενο ὑπογράφουν Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Ἁγιορεῖτες ἡγούμενοι καί κελλιῶτες, ἡγούμενοι, γερόντισσες, πλῆθος ἱερέων,
μοναχῶν καί μοναζουσῶν, Καθηγητές θεολόγοι καί πάνω ἀπό δύο χιλιάδες λαϊκοί.
Τό κείμενο αὐτό συντάχθηκε μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη
συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη μέ τόν Πάπα στά Ἱεροσόλυμα
τόν Μάιο τοῦ 2014, ὅπου συντελέστηκε μία ἀκόμη ὀλίσθηση τοῦ κ. Βαρθολομαίου
πρός μία ἀλλοιωμένη ἐκκλησιολογία, προσαρμοσμένη στίς ἀρχές τοῦ
παποκεντρικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἀνάλογα ἐκκλησιολογικά ὀλισθήματα
ἔχουν συντελεστεῖ ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί σέ πλεῖστες
ἄλλες ἀντίστοιχες περιπτώσεις στό παρελθόν.
Στό τέλος τοῦ κειμένου ὑπάρχουν πληροφορίες γιά ὅσους ἐπιθυμοῦν νά τό συνυπογράψουν.
Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου
Μέ
θλίψη γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν διαδραματισθέντων πρό ὀλίγν μηνῶν στήν Ἁγία Γῆ.
Μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος διατύπωσε στό πλαίσιο
τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Πάπα Φραγκῖσκο στά Ἱεροσόλυμα στίς 25 Μαΐου τρ.ἔ. μία
καινοφανῆ καί ἐντελῶς ξένη πρός τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογία· ὡς ἡ χειρότερη ἔκφανση
καί τό ἀποκορύφωμα μιᾶς παρεκκλίνουσας ἐκκλησιολογικῆς πορείας πού ἔχει ἐκκινήσει
ἤδη ἀπό πολλοῦ, ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία, ἀπορρίπτει τό ἀκατάλυτον καί ἄφθαρτον
τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί Αὐτή, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους
τούς αἰῶνας καί εἰς ὅλην τήν αἰωνιότητα. Διά τοῦτο ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει “σπίλον
ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων”». Ἀντιθέτως,
σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχου, ἡ Ἐκκλησία, παρά τό θέλημα τοῦ
Παντοδυνάμου Χριστοῦ, ἔχει διασπασθῆ:
1. Διατυπώσεις
τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς «διεσπασμένης ἐκκλησίας»
«Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα
ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος
πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης,
δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης
ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν
χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη
διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ
Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
«Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά
τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά
τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν,
ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν».
Ἡ
θέση αὐτή δέν εἶναι παντελῶς νέα· ἤδη πολύ ἐνωρίς ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχε
ἐκφράσει τήν ἄποψή του ὑπέρ τῆς ἰσότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως
τοῦ Παπισμοῦ:
«Μιά κοινή
μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ
διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά
διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν
ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς
μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν
τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προοπτική
παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα
τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό
τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή».
«Διά
τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ
προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ
διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία
ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός
τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια
ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη
τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια
τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν
βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς,
διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης».
Ἡ
παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τούς αἱρετικούς
Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ
κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ
παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό
κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto
Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας
περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου».
Πρός
κοινή ἔκπληξη, τό τελικό κείμενο τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης διακηρύσσει περί τῶν
«ἐκκλησιῶν» τοῦ Π.Σ.Ε.:
«Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία,
ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία
ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες
[...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε
πτωχευμένοι».
Ὁ
Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας), θεολογικός σύμβουλος τοῦ
Πατριάρχου, ἐπίσης θεωρεῖ ὡς ἐντός «ἐκκλησίας» ὅσες (δι)αιρέσεις καί σχίσματα ἐφαρμόζουν ἕνα ὁποιοδήποτε «βάπτισμα»:
«Τό βάπτισμα
δημιουργεῖ ἕνα ὅριο στήν Ἐκκλησία. Τώρα μέ αὐτό τό βαπτιστικό ὅριο εἶναι κατανοητό νά ὑπάρξει
διαίρεση, ἀλλά ὁποιαδήποτε διαίρεση μέσα
σέ αὐτά τά ὅρια δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τήν διαίρεση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας
καί αὐτῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό αὐτό τό βαπτιστικό ὅριο [...] Ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει
μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νά μιλᾶς γιά Ἐκκλησία».
Διευρύνοντας
αὐθαιρέτως τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κ. Ἰωάννης περιόρισε τό ἐπ’ αὐτῷ καί τό
πεδίο τῶν αἱρέσεων· κατ’ αὐτόν «ἐκκλησιαστικοποιεῖται»
κάθε αἵρεση ἡ ὁποία δέν ἀντιπίπτει ἐκπεφρασμένως στό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως
δηλαδή ὁ Μονοφυσιτισμός-Μονοθελητισμός (τῶν λεγομένων «προχαλκηδονίων»), ἡ Εἰκονομαχία,
ὁ ἀντι-ησυχασμός, ὁ ἐθνοφυλετισμός κ.λπ.:
«Ἡ αἵρεση,
δηλαδή ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτό πού πιστεύει
καί ὁμολογεῖ μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως ἐκτός
τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ ὀπτική αὐτή γωνία ἀπολυτοποιεῖται
[...]».
Ὅλα
τά παραπάνω φαίνονται ὡς προβολή καί προέκταση τῆς παλαιᾶς προτάσεως τοῦ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέντορος τῶν μετά ταῦτα πρωτεργατῶν τῆς Παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ:
«Εἰς τήν
κίνησιν πρός ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν,
Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί
τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας θεολογικάς
διαφοράς».
2. Ἔμπρακτη ἐφαρμογή
διαχρονικῶς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας
Οἱ
πεποιθήσεις αὐτές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἐμπράκτως βεβαιωθῆ μέ
διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι: ἐπί
παραδείγματι, μέ τήν παρουσία ἤ καί συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σέ
ἑσπερινό τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στήν κηδεία τοῦ Πάπα Ἰωάννη
Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος 2005), σέ παπική λειτουργία στό Βατικανό (Ἰούνιος 2008), σέ
συνεδρία τῆς Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων (Ὀκτώβριος 2008) καί στήν πρώτη ἐπίσημη
λειτουργία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013), μέ τήν ἀπό κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων
πιστῶν ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν Καρδινάλιο Cassidy
(Φανάρι, Θρονική Ἑορτή 1992), καθώς καί μέ τή συμμετοχή τοῦ Πάπα Βενεδίκτου
ΙΣΤ΄ σέ Πατριαρχική Λειτουργία στό Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ Πάπας,
φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον! Μέ τήν
πρόσφατη (Μάιος 2014) συμπροσευχή
στήν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ
Παναγίου Τάφου. Ἀκόμη, μέ τήν ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στόν νεοεκλεγέντα
οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο «Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008). Μέ τή
συμμετοχή ἐπίσης τοῦ παπικοῦ ἐπισκόπου Louis
Pelâtre στόν ἑσπερινό
τῆς ἀγάπης στό Φανάρι τό Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος πού συνεχίσθηκε καί τά ἑπόμενα ἔτη,
μέ εἴσοδο τῶν ἑτεροδόξων στό ἱερό Βῆμα διά τῆς Ὡραίας Πύλης. Μέ τή συμμετοχή
τοῦ κ. Βαρθολομαίου στή Σύνοδο τῶν Ἀγγλικανῶν στό Labeth
Palace (Νοέμβριος 1993). Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, διανθίσθηκαν
μέ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἤ καί κοινές ἐκκλησιολογικές δηλώσεις. Στό πλαίσιο
τῆς οἰκουμενιστικῆς στοχεύσεώς του ὁ κ. Βαρθολομαῖος δέν παρέλειψε νά παροτρύνει
καί τόν νέο Πατριάρχη Βουλγαρίας, Μακαριώτατο κ. Νεόφυτο, νά ἐπανέλθει τό Πατριαρχεῖο
Βουλγαρίας στήν οἰκουμενική κίνηση ἀπ΄ ὅπου ἀπεχώρησε τό 1998.
3. Ἄρνηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πίστεως «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν»
Οἱ
ὡς ἄνω δηλώσεις καί τά γεγονότα προσδιορίζουν τή σταθερή ἐκκλησιολογική γραμμή
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Ἡ πρόσφατη ἐν Ἱεροσολύμοις δήλωσή
του, ἀναδεικνύει σαφῶς καί τήν προφανῆ ἀντιφατικότητα ἤ τή διγλωσσία τῆς ἐκκλησιολογίας
αὐτῆς, χαρακτηριστικές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθώς προβάλλει μέν τήν Μίαν Ἐκκλησίαν,
ἀλλ’ ὡς «διεσπασμένην ἐν χρόνῳ». Ἐν προκειμένῳ τό πατριαρχικό κείμενο δημιουργεῖ
σύγχυση καί σαφῶς δέν ὑπαγορεύεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι Πνεῦμα
«εὐθές». Εἶναι
ἀκόμη εὐνόητο, ὅτι ἡ θέση αὐτή συνιστᾷ συνειδητή ἄρνηση τοὐλάχιστον τῆς ἑνότητος
τῆς «Μιᾶς» Ἐκκλησίας ὡς ἰδιότητος καί ὀντολογικοῦ Της δεδομένου. Ἡ συμπερίληψη
τῆς ἰδιότητος αὐτῆς στό ἐκκλησιολογικό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀποτελεῖ
τήν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας καί ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας
καί κατά συνέπειαν ὅποιος – κληρικός ἤ λαϊκός - ἀμφισβητεῖ συνειδητῶς ἤ ἀπορρρίπτει
τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ὁριοθετεῖται μέ κάθε ἀκρίβεια στούς Ὅρους τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἰδιαιτέρως στά μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς
Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σέ καθαίρεση ἤ
ἀφορισμό κατά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
4. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι αἰωνίως ἀκατάλυτη, ἡ ἑνότητα Χριστοῦ καί πιστῶν ἀδιάσπαστη
Ἡ
σαφής ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι «πύλαι ᾅδου
οὐ κατισχύσουσι» τῆς
Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον ἐπειδή «τό μωρόν
τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν καί τό ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων
ἐστί», καταρρίπτει κάθε ἰσχυρισμό τοῦ
Πατριάρχου, ὅτι «ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος
παράγων» στή β΄ χιλιετία τῆς ἱστορίας Της! Εἶναι σαφεῖς ἐν προκειμένῳ οἱ
διαπιστώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων: γιά τόν Μ. Βασίλειο ὁ Χριστός «ἐν μέσῳ» τῆς Ἐκκλησίας «ἐγένετο, χαριζόμενος αὐτῇ τό μή σαλεύεσθαι»· ὁ
Θεολόγος Γρηγόριος ὀνομάζει τήν Ἐκκλησία «κληρονομίαν
Χριστοῦ μεγάλην καί οὐ παυσομένην, ἀλλ’ ἀεί βαδιουμένην», ὁ δέ
Χρυσόστομος Ἰωάννης διακηρύσσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἀπό τήν Γραφή «ὄρος, διά τό ἀπερίτρεπτον καί πέτρα, διά
τό ἄφθαρτον».
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὁμόφωνος μέ τήν ὁμολογία πάντων τῶν ἁγίων
Πατέρων, βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «μόνη ἐστίν
ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας,
διότι τό Πνεῦμα τό παράκλητον μένει ἐν αὐτῇ εἰς τόν αἰῶνα».
Ἡ συνεχής παρουσία τοῦ Πνεύματος διασφαλίζει τήν Ἐκκλησία, καί γι΄ αὐτό εἶναι
ὁλοκληρωμένο, «περατωθέν», τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔργον ἐκπεράνας εὔφρανε φίλους».
Στήν
Ἐκκλησία πιστεύουμε ὡς εἰς αἰώνιο θεανθρώπινο καθίδρυμα τό ὁποῖον «οὐ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκταθήσεται
μόνον, ἀλλά καί πανταχοῦ τοῦ αἰῶνος»
καί συνεπῶς δέν ἡττᾶται ἤ παρέρχεται· εἶναι πασιφανές, ὅτι αὐτή ἡ
χωροχρονική ἔκταση δέν ἀφορᾷ μιά νοητή «ἄχρονη»
Ἐκκλησία, ἀλλά τήν «ἐν χρόνῳ»
στρατευομένη, ἡ ὁποία εἶναι καί ἱστορικῶς ἐμφανέστατη ὡς ἑνότητα-κοινωνία πιστῶν,
διότι εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη» καί «οἶκος τοῦ Θεοῦ περίοπτος τοῖς ἁπανταχοῦ».
Ἡ
ὑπερφυής ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ εἶναι κάτι τό δεδομένο, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό
τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας,
τόν Χριστό, μέ τή συνεχῆ παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του σ’ Αὐτήν, ἕως
τῆς συντελείας, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Οἱ πιστοί, ὡς τό Σῶμα τῆς Κεφαλῆς, τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητο συμπλήρωμά Της, «τό
πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» Χριστοῦ,
γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ Μία Ἐκκλησία «ἐκτός χρόνου», δηλαδή χωρίς ἐπί γῆς
πιστούς· γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἔνθα γάρ ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καί τό σῶμα· οὐδενί γάρ μέσῳ διείργεται ἡ
κεφαλή καί τό σῶμα· εἰ γάρ διείργετο, οὐκ ἄν εἴη σῶμα, οὔκ ἄν εἴη κεφαλή [...] Ὅρα
πῶς αὐτόν κοινῇ πάντων χρῄζοντα εἰσάγει [...] Διά πάντων οὖν πληροῦται τό σῶμα
αὐτοῦ. Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν
συνημμένοι καί συγκεκολλημένοι».
Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δοξάζεται καί ἐν Χριστῷ καί ἐν τῷ Σώματι τοῦ
Χριστοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ὁποίας μόνης εἶναι Σωτήρ ὁ Θεάνθρωπος, ὁ
ὁποῖος «ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν».
Ὅποιος δέν πιστεύει στή συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως, τήν Ἐκκλησία, δέν πιστεύει
στόν Χριστό· ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ἐντός τοῦ χρόνου Σαρκώσεως. Καί ὅπως
ὁ Κύριός μας ἐθεάθη, ψηλαφήθηκε καί προσκυνήθηκε ἐν σαρκί, ἐν χρόνῳ, ἔτσι ἐπίσης
συνεχίζει νά συμβαίνει καί μέ τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία - ἑνωμένη καί ἁγία - ἐν
χρόνῳ. Ἄν θά δεχόμασταν τή διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας,
θά δεχόμασταν λοιπόν τήν ἐκμηδένιση τῆς Ἐνσαρκώσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
5. Ἐπειδή ὁ
Χριστός «οὐ μεμέρισται», ἡ ἑνότητα εἶναι δεδομένον «κτῆμα» τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ
Ἐκκλησία ἔχοντας ὡς ὀντολογικό Της δεδομένο τήν ἑνότητα, δέν τήν ἐπιζητεῖ, ἁπλῶς
τήν διατηρεῖ -«τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ
Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης»-, εἶναι δέ αὐτή οὐσιῶδες χαρακτηριστικό
Της, καθ΄ ὅσον «τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ
χωρισμοῦ, ἀλλ΄ ἑνώσεώς ἐστι καί συμφωνίας ὄνομα».
Ἐκκλησία διῃρημένη καί διεσπασμένη εἶναι τραγέλαφος καί ψιλή φαντασία. Ὁ ἅγιος
Νεκτάριος Αἰγίνης ὁ Θαυματουργός στρεφόμενος κατά τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας
περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας» φαίνεται νά ἐρωτᾷ
τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη: «Πρός τί καί
τό ὄνομα Ἐκκλησία, ἀφοῦ τά μέλη εἰσί μεμονωμένα καί πρός ἄλληλα ἄγνωστα, καί
δέν ἀποτελοῦν ὀργανικόν τι σύστημα οὐδ’ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον κατά τήν ἀληθῆ σημασίαν
τοῦ ὀνόματος αὐτῆς;»
Ἡ
ἑνότης τῆς δογματικῆς πίστεως εἶναι λοιπόν ἐπίσης δεδομένον τῆς Ἐκκλησίας·
διότι καθώς ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά διασπασθεῖ -«οὐ μεμέρισται ὁ Χριστός»-,
ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία ὑφίσταται «εἷς
Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»
καί ὄχι δογματική πολυφωνία· ἡ Ἐκκλησία διαμορφώνει ἑνιαία πίστη στό
χριστεπώνυμο πλήρωμα, «κατά μίαν τῆς
πίστεως καί χάριν καί κλῆσιν τούς πιστούς ἀλλήλοις ἑνοειδῶς συνάπτουσα».
6. Ἡ ἀποκοπή τῶν
αἱρετικῶν δέν βλάπτει τήν Ἐκκλησία
Ὅποιος
ἐκπίπτει ἀπό τήν ὁμοφωνία τῆς θεολογικῆς ὁμολογίας, καί καθίσταται λοιπόν ξηρό
κλῆμα πού ἀπεκόπη ἀπό τήν Ἄμπελο,
εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος, καθώς σαφῶς προειδοποιεῖ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Μένε εἰς Ἐκκλησίαν καί οὐ προδίδοσαι ὑπό τῆς
Ἐκκλησίας. Ἐάν δέ φύγῃς ἀπό Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία [...] Ἐάν δέ ἐξέλθῃς
ἔξω, θηριάλωτος γίνῃ· ἀλλ’ οὐ παρά τήν μάνδραν τοῦτο, ἀλλά παρά τήν σήν
μικροψυχίαν [...] Ἐκκλησία γάρ οὐ τοῖχος καί ὄροφος, ἀλλά πίστις καί βίος».
Σύμφωνα
μέ τά παραπάνω, ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν Λατίνων καί ἡ ἀπουσία τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν
ἀπό τή Μία καί Καθολική Ἐκκλησία δέν Τήν ἔβλαψε («οὐ προδίδοσαι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας») καί οὔτε θά μποροῦσε νά τήν
βλάψει· σαφέστατα δηλώνουν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες σέ Σύνοδο τοῦ 18ου αἰῶνος
τήν θεανθρώπινη ἀρτιμέλεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἔκπτωση τῶν Λατίνων ἐξ ὑπερηφανίας
τοῦ Πάπα: «Ὕστερον μέντοι πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας
ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας
τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη [...] Νῦν δέ τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί
συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου
πέλαγος [...]. Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβής Ἐκκλησία ἐπί τέσσαρσιν
νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, καί μένει ἀδιάσειστος
καί ἀκλόνητος».
Βεβαίως,
ἡ αἵρεση δέν εἶναι μόνον ἡ εἰς τά καίρια βλάβη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, ἀλλά
καί στά ἐλάχιστα, τά ὁποῖα πάντοτε ἐξελίσσονται ἐπί τά χείρω. Μαζί μέ πολλούς ἄλλους
ἁγίους ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγιος Ταράσιος παρατηρεῖ: «Τό γάρ ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι·
ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται».
Καί μέγας Πατριάρχης ΚΠόλεως Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος συμφωνεῖ: «Εἴτε γοῦν ἐν μείζονι εἴτε ἐν ἐλάττονι
διαμαρτάνοι τις τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, αἱρετικός ἐστιν».
7. Ἔχει
καταλυθῆ ἡ Ἱερωσύνη τῶν Ἐπισκόπων ;
Συνεπής
ἑρμηνεία τῆς νέας αὐτῆς ἐκκλησιολογίας, καθιστᾷ τόν Πατριάρχη καί ἅπαντες τούς
Ἐπισκόπους «ἐλλιπεῖς» ὡς πρός τήν πραγματική Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς
τοποτηρητές, ἀλλ΄ ὄχι διαδόχους τῶν Θρόνων τους, καί ἐπόπτες, ἀλλ’ ὄχι
τελειωτές τῶν θείων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἐπίσκοποι δέν μετέχουν στό
πλήρωμα τῆς Ἱερωσύνης τῆς Ἐκκλησίας, ἄν ἀληθεύει ὁ κ. Βαρθολομαῖος. Ἄν
διεσπάσθη ἐν χρόνῳ ἡ Μία Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία,
ἡ ὁποία εἶναι ἐν Πνεύματι κοινωνός τῆς ἐπουρανίου Ἱεραρχίας κατά τόν ἅγιο
Μάξιμο, ἔχει
«θρυμματισμένο» τόν φωτισμό τῆς Ἱερωσύνης,
διότι «θεοπτικῶς ὁ ἱεράρχης πρῶτον ἐλλάμπεται,
εἶτα μεταδίδωσι τοῖς ὑπ΄ αὐτόν, εἶτα τελειοῖ τούτοις, οἷς μεταδίδωσι τῆς ἐλλάμψεως»
Ἀπό
τίς παραπάνω σύντομες, κατά τό δυνατόν περιεκτικές, δογματικές διαπιστώσεις
καθίσταται ἡλίου φαεινοτέρα ἡ ἀπόσταση τῶν κατά καιρούς πατριαρχικῶν δηλώσεων ἀπό
τήν Ὀρθοδοξία: ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πιστεύει σέ μία «διευρυμένη
καί διῃρημένη» Ἐκκλησία· διευρυμένη,
διότι θεωρεῖ τούς αἱρετικούς ὡς ἀνήκοντες σέ αὐτήν δυνάμει ὁποιουδήποτε
«βαπτίσματος», παρά τά αἱρετικά τους δόγματα καί τό σχίσμα τῆς ἀκοινωνησίας,
διῃρημένη δέ, διότι δέν ὑπάρχει «διακοινωνία» ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν.
Μολονότι διῃρημένη «ἐντός τῆς ἱστορίας», ἡ Μία Ἐκκλησία συνεχίζει νά ὑφίσταται
«κάπου-κάπως», κατά τόν κ. Βαρθολομαῖο. Εἶναι ὅμως καταφανές στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας,
ὅτι ἡ ἑνότητά Της εἶναι ὀντολογικό καί ἀναφαίρετο γνώρισμά Της, διότι Αὐτή εἶναι
Σῶμα τοῦ ἀδιαιρέτου καί Παντοδυνάμου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ὁλοκλήρωση
τοῦ ἔργου Του, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ, διότι αὐτό εἶναι κατάλυσή
Της καί «ἧττα» τῆς Θεότητος, οὔτε μπορεῖ νά παύσει νά ὑφίσταται, διότι Αὐτή ἀποτελεῖ
ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς αἰωνίου ἐπί γῆς σωτηρίας. Ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς
Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μεταξύ ἄλλων καί στήν ἑνιαία δογματική πίστη, ἡ ἀμφισβήτηση
τῆς ὁποίας συνιστᾷ αἵρεση, ἀμφισβήτηση τῶν προϋποθέσεων τῆς σωτηρίας μας. Ὁ
Χριστός ἀπεφάνθη, ὅτι ὅποιος χωρισθεῖ ἀπό τήν Ἄμπελο, δηλ. τόν Ἴδιο, ξηραίνεται
ὡς τό κλῆμα καί ἀπόλλυται. Ὁ
κ. Βαρθολομαῖος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ζῶσα καί εὔχυμος Ἄμπελος τοῦ Κυριακοῦ Σώματος
χωρίς τά ξηρά κλήματα πού μέ δική τους εὐθύνη ἀπεκόπησαν εἶναι ἐλλιπής,
«διεσπασμένη», καί πρέπει ὁπωσδήποτε νά τά «ἐγκεντρίσουμε» σέ Αὐτήν ἐκ νέου,
νεκρά ὄντα, στό ἐκκλησιαστικό Σῶμα τῆς ὄντως Ζωῆς, τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ.
8. Ἡ παλαιά ἀντίδραση
μέ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα
Ἡ
καινοτόμος ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἔχει
προωθήσει τόν Οἰκουμενισμό ἀπό τό σημεῖο τῆς ἀπαξιώσεως τῶν δογμάτων, ἴδιον τοῦ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, στήν παροῦσα φοβερή διαστρέβλωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως· προφανῶς
ἡ διακήρυξη «διαλύσεως» τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν Οἰκουμενισμό,
ὥστε ἡ «νέα-ἐκκλησία» νά «ἐπανιδρυθεῖ» σέ ἁρμονία μέ τίς οἰκουμενιστικές
προδιαγραφές.
Ἐπί
Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τό Ἅγιον Ὄρος σύσσωμο εἶχε ἀντιδράσει στά οἰκουμενιστικά
του ἀνοίγματα. Τρεῖς Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφάρμοσαν τήν
προβλεπόμενη ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες καί τούς ἱερούς Κανόνες, τόν 31ον Ἀποστολικό
καί τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας, νόμιμη ἐκκλησιαστική ἀντίσταση διά τῆς διακοπῆς
τοῦ μνημοσύνου. Τό ἴδιο ἔπραξαν καί ὀκτώ ἀθωνικές ἱερές Μονές: «διά τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς
Συνάξεως, Συνεδρίᾳ ΝΒ΄ τῆς 13ης Νοεμβρίου
1971, [...] ἑκάστη Ἱερά Μονή, ὡς αὐτοδιοίκητος, ἀφέθη ἐλευθέρα νά πράττη κατά
συνείδησιν εἰς τό θέμα τοῦτο».
Ἡ
διακοπή ἐκείνη τοῦ μνημοσύνου, χωρίς περαιτέρω ἀποτείχιση ἤ παντελῆ ἀκοινωνησία,
ἀποτελοῦσε ἐπαινετή στάση, διότι καθώς ὁρίζει ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς
Πρωτοδευτέρας
(ἔτους 861), ὅσοι ἀμύνονται ἔτσι «οὐ
σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν
ἐσπούδασαν ρύσασθαι»· ὅσοι μέ τέτοια πρόθεση διακόπτουν τό μνημόσυνον Ἐπισκόπων
ἑτεροφρόνων, «οὐκ Ἐπισκόπων, ἀλλά
ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» καί γι΄ αὐτό «οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται
[...] ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται».
Λυπούμεθα, διότι ἡ πορεία τῶν πραγμάτων δέν ἐμπνέει αἰσιοδοξία γιά ἀλλαγή
πλεύσεως τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Στήν προσεχῆ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στό
Φανάρι, γιά τή Θρονική Ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στά τέλη τοῦ ἐρχομένου Νοεμβρίου
καί πάλιν ἀναφαίνεται στόν ζοφερό ὁρίζοντα τυπικόν αὐξημένης λειτουργικῆς
συμμετοχῆς τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στήν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, φοροῦντος ὠμοφόριο,
μέ λειτουργικό ἀσπασμό πρός αὐτόν (πού δέν προβλέπεται γιά ὅσους δέν λειτουργοῦν
ἀλλά παρίστανται μόνον), μέ ἀπαγγελία ἀπό αὐτόν τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», προσευχῆς μέ σαφῆ
εὐχαριστιακή ἀναφορά («τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον») καί πού πρέπει νά ἀπαγγέλλεται ἀπό τόν Προεστῶτα ἐκ μέρους τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ· ἀκόμη
μέ θυμιάτιση τοῦ Πάπα καί μέ παραχώρηση σέ αὐτόν τοῦ ἄμβωνος, γιά νά κηρύξει. Ὅλα
αὐτά δέν εἶναι ἁπλῆ συμπροσευχή, διότι ἀσφαλῶς, ἡ Θεία Λειτουργία δέν ἄρχεται ἀπό τό «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», ἀλλά ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία». Κατά
τόν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν «ἀπό τήν πλευρά
τῆς Παραδόσεως, ὁ μυστηριακός χαρακτήρας τῆς Εὐχαριστίας δέν μπορεῖ τεχνητῶς
νά περιορισθεῖ σέ μία πράξη, σέ μία στιγμή τοῦ ὅλου τυπικοῦ. Ἔχουμε μία “τάξη”
στήν ὁποία ὅλα τά μέρη καί ὅλα τά στοιχεῖα εἶναι ἀναγκαῖα, εἶναι ὀργανικῶς
συνδεδεμένα μετ΄ ἀλλήλων σέ μία μυστηριακή δομή. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Εὐχαριστία εἶναι
μυστήριο ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καί ἡ ἐκπλήρωση ἤ ὁλοκλήρωσή της “καθίσταται ἐφικτή”
ἀπό ὅλη τή Λειτουργία».
Εὐχόμεθα,
ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος νά ἀναλογισθεῖ τή μέγιστη εὐθύνη του
ἔναντι ἐκείνων τούς ὁποίους ὁδηγεῖ στήν πλάνη καί τήν ἀπογύμνωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό
τόν «χιτῶνα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν ἐκ
τῆς ἄνω θεολογίας».
Τίποτε ἀπό τά ὀρθόδοξα δόγματα δέν θά ἐκπέσει ποτέ. Τίποτε δέν θά μεταβληθεῖ
ποτέ. Καί ποτέ δέν θά προστεθεῖ καμμία ἀπόφαση νέα πού νά ἀλλοιώνει τίς
παλαιές. Δογματική ἐξέλιξη δέν εἶναι
δυνατόν νά ὑπάρξει καμμία, κανενός εἴδους.
«Ὁ
δέ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα, ὅστις ἄν ᾖ»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ὅσοι ἐκ τῶν κληρικῶν, μοναχῶν,
μοναζουσῶν καί λαϊκῶν ἐπιθυμοῦν νά συμμετάσχουν στήν μικρή αὐτή κατάθεση ὀρθοδόξου
ὁμολογίας ἠμποροῦν νά τό δηλώσουν γράφοντας: «Συμφωνῶ μέ τό κείμενο ἐναντίον της ”Νέας Ἐκκλησιολογίας
τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου” καί προσυπογράφω». Νά ἀποστείλουν δέ τήν δηλωση μέ
τό ὄνομά τους καί τήν κληρική, μοναστική ἤ ἐπαγγελματική τους ἰδιότητα στή
διεύθυνση: Περιοδικό «Θεοδρομία», Τσιμισκῆ 128, 546 21 Θεσσαλονίκη, Fax: 2310.276590
καί e-mail: synaxisorthkm@gmail.com
. Ἀποκρίσεις
(1716/1725) τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους,
(Ἀπόκρισις 5), εἰς Ιω. Καρμιρησ, Τά Δογματικά
καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις
1953, τόμ. Β', σ. 794 ἑξῆς.