Στό Ἀνακοινωθέν τῆς Συνάξεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Σεπτοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (3.9.2024) ἀναγράφεται περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα τό 2025: «Ἐκφράζεται ὁμοθυμαδόν ἡ εὐχή ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα κατά τό ἑπόμενον ἔτος ὑπό τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, νά μή ἀποτελέσῃ μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλά τήν ἀπαρχήν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑορτασμόν του κατ᾽ ἔτος, συμφώνως πρός τό Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Τό ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπό Ὀρθοδόξους καί ἑτεροδόξους ἔχει πολλές πλευρές, θεολογικές, κοινωνικές, ἐμπορικές κ.λπ. Θά θίξουμε ὅμως ἐδῶ μόνο ἐκείνη τήν πλευρά, πού δικαιολογεῖ τόν προβληματισμό ἑνός πιστοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ θεολογική πλευρά πού ἀφορᾶ στήν πιστότητά μας στήν βούληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «μή μετά Ἰουδαίων συνεορτάζειν» καί «μή πρό τῆς ἰσημερίας τελεῖν τό Πάσχα». Ἡ βούληση τῶν Πατέρων τῆς Νικαίας τό 325, γιά λόγους πού τούς ἐξηγοῦν διά πολλῶν, ἦταν νά ἑορτάζεται τό Χριστιανικό Πάσχα μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία, μετά τήν πανσέληνο πού τήν ἀκολουθεῖ, καί ὁπωσδήποτε ἡμέρα Κυριακή.
Ὁ ἀποκλειστικός λόγος τῶν διατάξεων τῆς Α΄ Οἰκου-μενικῆς Συνόδου εἶναι νά μή ἑορτάζουν οἱ Χριστιανοί τό Πάσχα πρίν ἀπό ἤ μαζί μέ τούς Ἰουδαίους, γιά σοβαρούς λόγους πιστότητος στήν βιβλική παράδοση γύρω ἀπό τήν σχέση τοῦ πάσχα τῶν Ἰουδαίων καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τά λοιπά (ὑπολογισμός τῆς ἰσημερίας κ.λπ.) ἦταν τεχνικά θέματα πού ἐντολῇ τῆς Συνόδου ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπό τούς Ἀλεξανδρινούς ἀστρονόμους, γιά νά ἐξασφαλισθῇ βάσει μιᾶς ἡμερολογιακῆς σταθερᾶς (τῆς ἰσημερίας) τό «μή πρό ἤ μετά Ἰουδαίων συνεορτάζειν». Τό Πασχάλιον Κανόνιον, τό ὁποῖο εἶχαν καταρτίσει, ἐξασφάλιζε εἰς τό διηνεκές τίς ἐκκλησιολογικές αὐτές προϋποθέσεις ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες κράτησαν τό Πασχάλιον Κανόνιον διαχρονικῶς, παρότι ἦταν ἤδη γνωστό ὅτι κάποιο ὑπολογιστικό σφάλμα “κατέβαζε” τήν ἰσημερία κατά μία ἡμέρα κάθε τριακόσια χρόνια. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει χαρακτηριστικά: «... καί αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι, ὁποῦ μετά τήν πρώτην ἔγιναν, καί οἱ λοιποί Πατέρες, ἔβλεπον ναί καί αὐτοί, ὡς σοφοί ὁποῦ ἦτον, πῶς ἐκατέβη πολύ ἡ ἰσημερία· ἀλλ’ ὅμως δέν ἠθέλησαν νά τήν μεταθέσουν ἀπό τήν κα΄ Μαρτίου, ὁποῦ τήν ηὗρεν ἡ α΄ σύνοδος, προτιμῶντες περισσότερον τήν συμφωνίαν τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνωσιν ἀπό τήν ἀκρίβειαν τῆς ἰσημερίας». Ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπική Σύνοδος (341) γιά τούς ἴδιους ἐκκλησιολογικούς λόγους ὁμιλεῖ μέ αὐστηρότητα ἔναντι ἐκείνων πού θά παρέβαιναν τίς διατάξεις τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σημειώνοντας: «Πάντας τούς τολμῶντας παραλύειν τόν ὅρον τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης,... περί τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδογμένα, καί ταῦτα εἰρήσθω περί τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας, Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, μετά τόν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπί διαστροφῇ τῶν λαῶν καί ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδιάζειν, καί μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τό Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας, ἀλλά καί πολλοῖς διαφθορᾶς καί διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον».
Ἡ Γρηγοριανή ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση τό ἔτος 1582 ἔγινε μέ κριτήριο ἡμερολογιακό καί ὄχι ἐκκλησιολογικό. Διώρθωσε σέ μεγάλο βαθμό τό σφάλμα ὑπολογισμοῦ τῆς ἰσημερίας, ἀλλά παραθεώρησε τίς ἐκκλησιολογικές ἀξιώσεις τῆς Συνόδου, ἔτσι ὥστε ἔκτοτε οἱ Δυτικοί νά ἑορτάζουν τό Πάσχα καί πρίν ἀπό τό Ἰουδαϊκό. Αὐτό τονίζεται μέ ἔμφαση στίς ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ καί τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μελετίου τοῦ Πηγᾶ, καί στήν συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1593).
Κατά τόν παρελθόντα 20όν αἰῶνα μέ τό ζήτημα ἀσχολήθηκαν σέ μεγάλα συνέδρια ἐπιστήμονες, θεολόγοι, ἐμπορικοί φορεῖς καί ἐκκλησιαστικές ἐπιτροπές. Τό ζήτημα θεωρήθηκε πρωτίστως ὡς ἡμερολογιακό, δηλαδή ὡς ἀνάγκη διορθώσεως τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας κατά ἀστρονομικήν ἀκρίβειαν, καί ὄχι ὡς κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό. Οἱ πανορθόδοξες διασκέψεις ὅμως (ἰδίως ἡ Β΄ Προσυνοδική τό 1982) ἔδωσαν ἰδιαίτερη σημασία στήν ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ θέματος. Συντονισμένοι στό ἐκκλησιολογικό πνεῦμα τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς οἱ σεβάσμιοι Ἁγιορεῖται Πατέρες μας τό 1982 ἔστειλαν τό κάτωθι τηλεγράφημα στήν Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού συζητοῦσε στήν Γενεύη τό ζήτημα: «Διερμηνεύοντες τόν κοινόν προβληματισμόν ὁλοκλήρου τοῦ ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ, ὅλως ταπεινῶς ἀλλά καί ἐν ἀμετακινήτῳ φρονήματι γνωρίζομεν [Ὑμῖν] υἱικῶς, ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῆς Β΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος κοινοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετά τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν, ὅτι ἀσφαλῶς θά ἐπέλθῃ διάσπασις τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διό καί ἀποδοκιμάζομεν οἱανδήποτε ἀλλαγήν τοῦ Πασχαλίου... Εὐελπιστοῦντες ὅτι χάρις καί εἰς τήν Ὑμετέραν ἐπαινετήν σταθερότητα δέν θά διαψευσθοῦν αἱ προσδοκίαι μας, διατελοῦμεν μετά βαθυτάτου σεβα-σμοῦ. Ἅπαντες οἱ ἐν τῇ Ἐκτάκτῳ Διπλῇ Ἱερᾷ Συνάξει Καθηγούμενοι καί Προϊστάμενοι τῶν Εἴκοσιν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἄθω».
Σήμερα ἕνας μελλοντικός κοινός συνεορτασμός τοῦ Πάσχα ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς ὀφείλει, ἔτσι καί ἀλλοιῶς, νά σημαίνῃ ὅτι ὁ ὑπολογισμός τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα θά γίνεται σύμφωνα μέ τό Πασχάλιον Κανόνιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως προβλέπεται καί ἀπό τό Ἀνακοινωθέν τῆς Συνάξεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καί ὄχι σύμφωνα μέ τήν καινοτομία τοῦ Γρηγοριανοῦ καλενδαρίου. Ἐάν ἡ Δύση ἀποφασίσῃ νά ἀκυρώσῃ τόν ὑπολογισμό τοῦ Πάσχα μέ τό Γρηγοριανό ἡμερολόγιο, θά εἶναι μία καλή κίνηση ἐπιστροφῆς πρός τήν Ὀρθοδοξία. Ἀλλά καί σέ αὐτήν τήν εὐκταία περίπτωση θά πρέπει τό Πάσχα νά ἑορτάζεται μέ συνέπεια πρός τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, χωρίς δηλαδή λατρευτικό συμφυρμό Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἐφ’ ὅσον οἱ ἑτερόδοξοι δέν θά ἔχουν ἀπορρίψει ὅλα τά αἱρετικά δόγματα (Filioque, παπικό πρωτεῖο καί ἀλάθητο, πουργατόριο, ἄζυμα, κτιστή Χάρις, ἄσπιλος σύλληψις τῆς Θεοτόκου κ.λπ.). Ὁ συνεορτασμός τοῦ Πάσχα ὀφείλει νά γίνῃ μόνον μετά ἀπό ἀπόλυτη δογματική ἑνότητα στήν βάση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ὄχι στήν βάση θεολογικῶν συμβιβασμῶν, τύπου Συμφωνίας Balamand (1993), ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως δηλαδή χωρίς ταυτότητα πίστεως.
Ἡ εὐχή καί ἡ προσευχή ὅλων μας, σύμφωνα καί μέ τά λόγια τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μεγ. Βασιλείου, εἶναι νά ἐπανακάμψουν οἱ ἑτερόδοξοι στά Ὀρθόδοξα δόγματα καί νά γίνῃ ἡ ἕνωσή τους μέ τήν Ἐκκλησία ἐν τῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Τότε ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα θά εἶναι πραγματικά κοινός, πραγματική ἑορτή ἑορτῶν καί πανήγυρις πανηγύρεων. Διότι τό Πάσχα, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ νίκη ἐναντίον κάθε θανάτου, κάθε ἁμαρτίας, κάθε πλάνης, κάθε αἱρέσεως, κάθε ἀποστασίας· πού σημαίνει φανέρωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὡς τῆς μόνης καί μοναδικῆς σωζούσης Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ετήσια έκδοσις
«Ο όσιος Γρηγόριος»
2024